Ηράκλειτος: Η ερμηνευτική δύναμη του Λόγου
Ι. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
§1. Ο Ηράκλειτος έχει απασχολήσει τους πιο διαφορετικούς διανοητές, αρχαίους και σύγχρονους, του παγκόσμιου φιλοσοφικού στερεώματος. Ανάμεσα σ’ αυτούς και τον διαλεκτικό γίγαντα της νεωτερικής φιλοσοφίας: τον Γκέοργκ Χέγκελ. Ως ο κατ’ εξοχήν διαλεκτικός της νεωτερικότητας αισθάνεται την ανάγκη να βυθιστεί στη διαλεκτική ερμηνεία του Ηράκλειτουˑ και τούτο, όχι μόνο για ιστορικούς λόγους, αλλά κυρίως για να αναδείξει την επικαιρότητα της σκέψης του Έλληνα σοφού, συγχρόνως δε και τη μοναδικότητα αυτής της σκέψης, σε συνδυασμό πάντα με το δικό του φιλοσοφικό σύστημα. Μας λέει λοιπόν πως ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει το ίδιο το απόλυτο –ο όρος είναι του Χέγκελ και όχι του Ηράκλειτου– ως μια διαδικασία, ως μια κίνηση με αντικειμενικό χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο κατονομάζει την ίδια τη διαλεκτικήˑ και τούτη όμως όχι απλώς ως μια εξωτερική επιχειρηματολογία ή μια περιγραφική συλλογιστική ούτε επίσης ως μια διαλεκτική του υποκειμένου, που δεν υπερβαίνει τις χωριστικές εξηγήσεις του κοινού νου, αλλά ως αντικειμενικότητα, ως καθολική αρχή[1]. Ετούτη η αρχή συνυφαίνεται με το Είναι, που συνιστά τη λογική αφετηρία μιας ενιαίας και συμπαντικής κίνησης των όντων. Το επόμενο στάδιο είναι το γίγνεσθαι και το τελευταίο η ενότητα των αντιθέτων, με τη μορφή του Συγκεκριμένου, του Απόλυτου. Εδώ, παρατηρεί ο Γερμανός φιλόσοφος, βλέπουμε στεριά και συνεχίζει αποκαλυπτικά: «Δεν υπάρχει ούτε μια πρόταση του Ηράκλειτου, που να μην την έχω συμπεριλάβει στη Λογική μου» [2].
§2. Αρχή των όντων είναι η ενιαία ολότητα, ενώ η συνεκτική της αρχή κατανόησης, ερμηνείας, καθολικής δομής του κοσμικού γίγνεσθαι είναι ο Λόγος. Ετούτος είναι η νοούσα αρχή, που διέπει και όλες τις άλλες σχεσιακές αναπτύξεις του Ηράκλειτου γύρω από τη φύση και την ύπαρξη του κόσμου: είναι το αείζωον πυρ, που θερμαίνει, αλλά και φωτίζει. Ποια είναι η οντότητα του εν λόγω πυρός; Η αέναη μεταβολή, η ακαταπόνητη ενέργεια και κινητικότητα, η αδιάκοπη εναλλαγή των όντων ανάμεσα στη γένεση και τη φθορά. Αυτή η εναλλαγή δεν είναι μια τυχαία ή εξωτερική συνάθροιση και αντικατάσταση στοιχείων, αλλά ανα-Λογική μείξη των πιο αντιθετικών τοιούτων. Πρόκειται για μια ακατάλυτη διαδικασία μετασχηματισμού του οντολογικού πυρήνα του κόσμου, με παράλληλη εκάστοτε ανακατεύθυνση των ερμηνευτικών του δυνατοτήτων. Με βάση τούτη την ανακατεύθυνση, η ερμηνευτική πράξη εκτυλίσσεται όχι ως μια άμεση καταγραφή ή εξήγηση δεδομένων και φαινομένων, αλλά ως «ο κεραυνός [που] οιακίζει [=κυβερνά-κατευθύνει] τα πάντα» (απ.64). Αυτός ο κεραυνός διαθέτει φρόνηση και εμφανίζεται ξαφνικά, φωτίζει εκτυφλωτικά και ύστερα σβήνει[3]. Με τούτο ο Gadamer [Γκάταμερ] θέλει να πει πως η εν λόγω πράξη είναι δομημένη και λειτουργεί, όπως περίπου η θεωρησιακή σκέψη (spekulatives Denken) του Χέγκελ, δηλαδή ως διαλεκτική ένταση –και όχι λιγότερο αλληλονοηματοδότηση – πολλαπλών ή και αντιθετικών σημασιών, νοημάτων, ερμηνειών, κατανοήσεων γύρω από το γίγνεσθαι του Είναι. Ως εκ τούτου, η ερμηνευτική διαλεκτική μοιάζει με τον ποταμό που ρέει αιωνίως και ο οποίος ποτέ δεν είναι ο ίδιοςˑ γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να μπει δυο φορές στον ίδιο[4].
ΙΙ. Κείμενο-μετάφραση-σχολιασμός
1. Απόσπασμα Ι
«τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται».
2. Μετάφραση
Αν και ο λόγος αυτός υπάρχει αιώνια, οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα συμβαίνουν σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν με άπειρους αν και αποκτούν εμπειρία λέξεων και έργων τέτοιων σαν αυτά που εγώ εξηγώ, διαιρώντας το καθένα σύμφωνα με τη φύση του και λέγοντας πώς έχει. Όμως οι άλλοι άνθρωποι διαφεύγουν λησμονούν όσα κάμνουν ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα κάμνουν όταν κοιμούνται.
3. Ανάλυση – Σχολιασμός
§1. Είναι γενικώς παραδεκτό, με βάση και τη σχετική άποψη του Αριστοτέλη, ότι το παραπάνω απόσπασμα θα πρέπει να αποτελούσε την αρχή του βιβλίου του Ηράκλειτου. Φαίνεται λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, πως το κείμενο μας εισάγει, με έναν συμβατικό τρόπο, στα ενδότερα νοήματα ολόκληρου του Περί Φύσεως έργου του. Μια δεύτερη ανάγνωσή του ωστόσο μας οδηγεί πέρα από οποιαδήποτε συμβατική φαινομενικότητα και κοντά σ’ εκείνη την κρυφή αρμονία του στοχασμού, που δεν αποκρυπτογραφείται εύκολα, καθώς περιέχει το Παν. Όσο πιο πολύ οικειωνόμαστε με τον ήχο ή τον απόηχο αυτής της κρυφής αρμονίας, τόσο πολλαπλασιάζουμε τους προβληματισμούς μας και όχι σπάνια περιερχόμαστε σε απορία. Και τούτο όχι επειδή κινούμαστε ανάμεσα σε αποσπάσματα, αλλά λόγω του αποφθεγματικού του λόγου, που «οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει = δεν λέει ούτε κρύβει, αλλά στέλνει σήματα» (απ. 93). Στέλνει σήματα: αναδύεται δηλαδή μέσα από το συγκεκριμένο γίγνεσθαι του Είναι ως αφαιρετική σκέψη, ως οδός κατανόησης της ζωντανής πραγματικότητας και όχι ως ένα συνονθύλευμα κενών αφαιρέσεων, τέτοιων π.χ. που κατακλύζουν σήμερα τις σκονισμένες αίθουσες της α-νοηματικής «φιλοσοφίας» ουκ ολίγων μορφωτικών μας ιδρυμάτων. Πρόκειται λοιπόν για ένα φωτεινό μονοπάτι, που μας διανοίγει διαλεκτικά προς την πολυμορφία του υπάρχοντος και εν ταυτώ προς την αναίρεση, τουτέστιν την αναγωγή αυτής της πολυμορφίας στην ενότητα, στο Ενα: «ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι = είναι σοφό να ομολογείτε πως τα πάντα είναι ένα» (απ. 50) ή «ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα» (απ.10).
§2. Ο φιλοσοφικά στοχαστικός τύπος της γλώσσας του Ηράκλειτου δεν περιορίζεται σε μονοσήμαντες διατυπώσεις ή περιγραφές, αλλά συνδυάζει αινιγματικές ρήσεις, διανοηματικούς αφορισμούς, εναρμόνιση αντιφατικών ή αντιθετικών εννοιών, διαλεκτικές υπερβάσεις της καθημερινής κουβέντας. Απ’ αυτή την άποψη προχωρεί πέρα από μια τυπικά λογική παράθεση λέξεων, φράσεων ή εννοιών, συγκροτεί λεκτικές εικόνες, πλήρεις απόκρυφου νοήματος, και αρθρώνει μια διαλεκτική διαίσθηση του κόσμου, μια ενεργοποίηση της διαισθητικής ενόρασης των αντιθετικών ή αντιφατικών μορίων, που διέπουν τη σύσταση του κόσμου. Η κύρια έννοια, που συνέχει όλες τις σκέψεις και αποφάνσεις του Ηράκλειτου, είναι ο Λόγος. Αυτός αποτελεί το παρατηρητήριό του, από το ύψος του οποίου θεάται τον άνθρωπο, τον κόσμο, το σύμπαν, το θεό. Στο παρόν απόσπασμα, ο Λόγος ενυπάρχει ως το κεντρικό μοτίβο της Ηρακλείτειας διδασκαλίας, καθώς απεικονίζει –με τη μορφή μιας εσωτερικής διαλεκτικής ενόρασης, αλλά και διόρασης– τη νομοτελειακή κίνηση των πάντων υπό την προ-οπτική της συνδιαλλαγής ή της συναγωγής και της συν-εν-νόησης των αντιθετικών στοιχείων, που διέπουν τα πράγματα. Η εν λόγω διδασκαλία σχετίζεται με τον τρόπο που ο μεγάλος διανοητής κατανοούσε τον κόσμο και εννοούσε την ερμηνευτική δύναμη του Λόγου. Είναι ακριβώς αυτή η ερμηνευτική του δύναμη, που ρίχνει τις ηλιόλουστες ακτίνες της προς το κέντρο του Είναι και προς όλες τις υπάλληλες ή επάλληλες περιοχές του. Υπ’ αυτή την έννοια γίνεται δύναμη δείξης, εμπνευσιακής κατάδειξης, παρά συσσώρευσης εξωτερικών επιχειρημάτων, δηλαδή διδασκαλικών νουθεσιών χωρίς αντίκρισμα.
§3. Πώς στοιχειοθετείται αυτός ο Λόγος στο υπό συζήτηση απόσπασμα; Τι έχει για περιεχόμενο και τι σχετικό θέλει να μας πει; Καθοριστικό βήμα κατανόησής του είναι η συνύφανσή του με τον χαρακτηρισμό του ως ἐόντος ἀεὶ. Τι θέλει να μας πει τούτη η φράση; Πως ο Λόγος υπάρχει αιώνια και ως τέτοιος αποτελεί το θεμέλιο όλης της σκέψης, που διατρέχει το απόσπασμα, αλλά και το βιβλίο. Αυτή η σκέψη είναι πολύσημη, σε ευθεία αναλογία προς την πολυσημία του Λόγου, η οποία έχει να κάνει με την αεί και πανταχού παρουσία του. Σε σχέση με την ιστορικότητα της εν λόγω φράσης σημειωτέον πως τη συναντάμε, κατά κόρον, στον Όμηρο. Πρόκειται για τη φράση αἰὲν ἐόντες, την οποία χρησιμοποιεί ο ποιητής για να προσδιορίσει τους αθάνατους θεούς έναντι των θνητών, των βροτών, των καθημερινών αυτών όντων, που υπόκεινται στη γένεση και τη φθορά. Ο Λόγος, κατά την αυτή αναλογία, δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από το αιώνιο, το άφθαρτο, αλλά το ενσαρκώνει –γνωσιοντολογικά– ως εκείνο, που δεν εξαφανίζει το φθαρτό, το εφήμερο, αλλά το συμπεριλαμβάνει, κατ’ αναγκαιότητα, στον δικό του ρυθμό. Είναι ο ρυθμός της αιώνιας αλήθειας, νοούμενης κυρίως ως μη-λήθης: δηλαδή δεν λησμονεί [=δεν παύει] να απηχεί το Είναι όλων των όντων και πραγμάτων, φθαρτών και άφθαρτων. Έτσι δεν ενδημεί στο μονοσήμαντο μιας απλής λέξης, μιας καθημερινής πίστης ή μιας εξωτερίκευσης γνώμης, αλλά στην έλλογη τάξη, που διέπει την πολυσημία των όντων και ιδιάζει στη σύσταση αυτών των ίδιων. Ως τέτοιος χωρεί πέρα και πάνω από την εφήμερη ουσία των ανθρώπων, πέρα από καθετί το θνητό, με το νόημα ότι υπάρχει, ανεξάρτητα από το τι κατανοούν οι άνθρωποι ή πώς τον κατανοούν.
§4. Όταν λοιπόν τον κατονομάζει ρητά ο Ηράκλειτος, απλώς αναγιγνώσκει την αντικειμενική εκ-δήλωση ενός νοηματικού Όλου, διαλεκτικά δομημένου, που ήδη προϋπάρχει και μάλιστα όχι με τη μορφή ενός περιοριστικού λόγου [=εκφοράς λέξεων] του ενός ή του άλλου ανθρώπου, όχι με τον τρόπο της επί μέρους ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά με τον έλλογο, συμπαντικό χαρακτήρα του Απόλυτου, κατά Χέγκελ. Ως τέτοιο Όλο, ο Λόγος δεν αρθρώνει σε γλώσσα μεμονωμένες εμπειρίες των ατόμων, αλλά ό,τι είναι ο ίδιος στην περιεκτική του πεμπτουσία, για την οποία ωστόσο δεν είναι άγνωστες οι κάθε είδους ατομικές εμπειρίες. Πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι απέναντι σε τούτη την πραγματικότητα; Όπως διαβάζουμε στη συνέχεια του αποσπάσματος: «ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι …»ˑ δηλαδή συμπεριφέρονται ως αδύναμα, σε επίπεδο κατανόησης, θνησιγενή όντα απέναντι σε έναν υπεράνθρωπο, ήτοι σε έναν ανθρώπινο-Λόγο πέρα και πάνω από τον καθημερινό άνθρωπο, από τον κοινό νου: Αεί είναι παρών ο Λόγος, αεί και οι καθημερινοί άνθρωποι στερούνται βαθύτερης κατανόησης των πραγμάτων. Τούτο σημαίνει πως η αυθεντική ουσία του ανθρώπου σχετίζεται με την ικανότητά του για εσωτερική επικοινωνία με αυτόν τον υπέρ- τον άνθρωπο Λόγο. Ενώ αυτός-εδώ είναι ο συμπαντικός νόμος και ρυθμός του κόσμου και είναι παρών και στον ύπνο τους και στο ξύπνο τους, δηλαδή παντού και πάντα, οι κοινοί άνθρωποι αδυνατούν να τον κατανοήσουνˑ δεν είναι σε θέση να γνωρίσουν και να ανα-γνωρίσουν την αρχή, τον γνωσιοντολογικό παράγοντα, τις έλλογες διαδικασίες που καθορίζουν το Είναι τους. Και τούτο συμβαίνει με ξύπνιους και καθεύδοντες. Άραγε ο Λόγος είναι ακατανόητος για τον κοινό άνθρωπο; Είναι απρόσιτος ή ανέφικτος; Όχι, μας λέει ο Ηράκλειτος. Είναι προσιτός, καθότι φωτοδότης των πάντων, αλλά μόνο μέσα από συγκεκριμένη διαδικασία, τουτέστιν μέσα από την εξέταση του εαυτού μας (απ. 101). Γιατί εξέταση του εαυτού μας; Επειδή λείπει από τη συμπεριφορά των ανθρώπων η γνώση (απ. 78), όταν δεν αξιοποιούν τη μέγιστη δυνατότητα που έχουν: να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να μάθουν να σκέπτονται (απ. 116). Να γιατί ο «Σκοτεινός» Ηράκλειτος είναι πάντα φωτεινός (Χάιντεγκερ).
------------------------------------
[1] Hegel: Werke 18, σσ. 319-320.
[2] Ό.π.
[3] H.G.Gadamer: Der Anfang des Wissens. Reclam 1999, σ. 38
[4] ό.π., σσ. 38-39
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου