ΗΡ. οὐ ῥίψεθ᾽ Ἅιδου τάσδε περιβολὰς κόμης
καὶ φῶς ἀναβλέψεσθε, τοῦ κάτω σκότου
φίλας ἀμοιβὰς ὄμμασιν δεδορκότες;
565 ἐγὼ δέ, νῦν γὰρ τῆς ἐμῆς ἔργον χερός,
πρῶτον μὲν εἶμι καὶ κατασκάψω δόμους
καινῶν τυράννων, κρᾶτα δ᾽ ἀνόσιον τεμὼν
ῥίψω κυνῶν ἕλκημα· Καδμείων δ᾽ ὅσους
κακοὺς ἐφηῦρον εὖ παθόντας ἐξ ἐμοῦ
570 τῶι καλλινίκωι τῶιδ᾽ ὅπλωι χειρώσομαι,
τοὺς δὲ πτερωτοῖς διαφορῶν τοξεύμασιν
νεκρῶν ἅπαντ᾽ Ἰσμηνὸν ἐμπλήσω φόνου,
Δίρκης τε νᾶμα λευκὸν αἱμαχθήσεται.
τῶι γάρ μ᾽ ἀμύνειν μᾶλλον ἢ δάμαρτι χρὴ
575 καὶ παισὶ καὶ γέροντι; χαιρόντων πόνοι·
μάτην γὰρ αὐτοὺς τῶνδε μᾶλλον ἤνυσα.
καὶ δεῖ μ᾽ ὑπὲρ τῶνδ᾽, εἴπερ οἵδ᾽ ὑπὲρ πατρός,
θνήισκειν ἀμύνοντ᾽· ἢ τί φήσομεν καλὸν
ὕδραι μὲν ἐλθεῖν ἐς μάχην λέοντί τε
580 Εὐρυσθέως πομπαῖσι, τῶν δ᾽ ἐμῶν τέκνων
οὐκ ἐκπονήσω θάνατον; οὐκ ἄρ᾽ Ἡρακλῆς
ὁ καλλίνικος ὡς πάροιθε λέξομαι.
ΧΟ. δίκαια τοὺς τεκόντας ὠφελεῖν τέκνα
πατέρα τε πρέσβυν τήν τε κοινωνὸν γάμων.
585 ΑΜ. πρὸς σοῦ μέν, ὦ παῖ, τοῖς φίλοις ‹τ᾽› εἶναι φίλον
τά τ᾽ ἐχθρὰ μισεῖν· ἀλλὰ μὴ ᾽πείγου λίαν.
ΗΡ. τί δ᾽ ἐστὶ τῶνδε θᾶσσον ἢ χρεών, πάτερ;
ΑΜ. πολλοὺς πένητας, ὀλβίους δὲ τῶι λόγωι
δοκοῦντας εἶναι συμμάχους ἄναξ ἔχει,
590 οἳ στάσιν ἔθηκαν καὶ διώλεσαν πόλιν
ἐφ᾽ ἁρπαγαῖσι τῶν πέλας, τὰ δ᾽ ἐν δόμοις
δαπάναισι φροῦδα διαφυγόνθ᾽ ὑπ᾽ ἀργίας.
ὤφθης ‹δ᾽› ἐσελθὼν πόλιν· ἐπεὶ δ᾽ ὤφθης, ὅρα
ἐχθροὺς ἀθροίσας μὴ παρὰ γνώμην πέσηις.
595 ΗΡ. μέλει μὲν οὐδὲν εἴ με πᾶσ᾽ εἶδεν πόλις·
ὄρνιν δ᾽ ἰδών τιν᾽ οὐκ ἐν αἰσίοις ἕδραις
ἔγνων πόνον τιν᾽ ἐς δόμους πεπτωκότα,
ὥστ᾽ ἐκ προνοίας κρύφιος εἰσῆλθον χθόνα.
***
ΗΡΑ. Πετάτε ευθύς απ᾽ τα κεφάλια σας τα τούλια
και ξαναϊδείτε το το φως! του Κάτου Κόσμου
το σκότος πήρεν αλλαγήν ευτυχισμένη.
Κι εγώ, γιατί δουλειά δική μου είναι αυτό τώρα,
πρώτο θα πάγω να γκρεμίσω το παλάτι
των καινούργιων βασιλιάδων, και το κεφάλι
το ανόσιο τους στους σκύλους θα πετάξω κι όσους
Καδμείους εχθρούς τούς βρω, από με ευεργετημένους,
570 με το καλλίνικό μου αυτό όπλο θα υποτάξω·
και με βέλη φτερωτά τούς άλλους σκορπώντας,
τον Ισμηνό από σκοτωμένους θα γεμίσω
και το λευκό θα ματωθεί ρέμα της Δίρκης.
Γιατί για ποιόν να πολεμήσω εγώ άλλον πρέπει
απ᾽ τη γυναίκα, τα παιδιά και τον πατέρα;
Αλλιώς οι αγώνες μου όλοι ως τώρα μάταιοι ήσαν!
Και πρέπει εγώ γι᾽ αυτούς, καθώς κι αυτοί για μένα,
να σκοτωθώ βοηθώντας· ή πώς καλό είναι ότι
με την ύδρα πολέμησα και το λιοντάρι,
580 γιατί έτσι μ᾽ έστειλε ο Ευρυσθέας, και τα παιδιά μου
να μην τα σώζω απ᾽ τον θάνατο; Πια δεν θα πρέπει
καλλίνικο Ηρακλή, σαν πρώτα, να με λένε.
ΧΟΡ. Δίκιο οι γονοί τα τέκνα τους ναν τα βοηθάνε
και τον γέρο πατέρα τους και τη γυναίκα.
ΑΜΦ. Στο χέρι σου είναι φίλος να ᾽σαι εσύ των φίλων
και τους εχθρούς σου να μισείς· αλλά μη βιάζου!
ΗΡΑ. Και τί βιάζομαι πιότερον απ᾽ όσο πρέπει;
ΑΜΦ. Πολλούς φτωχούς, όμως στα λόγια πλούσιους, έχει
συμμάχους του ο νιος βασιλιάς, που αυτοί έχουν κάμει
590 τη στάση και κατάστρεψαν αυτή την πόλη
τους άλλους για να κλέψουνε, και στο παλάτι
όλα από ακαματιά ξοδεύτηκαν και πάνε.
Σε είδαν σαν έμπαινες στην πόλη, γι᾽ αυτό κοίτα
μη στους εχθρούς σου μαζεμένους ξάφνω πέσεις!
ΗΡΑ. Αν μ᾽ είδεν όλ᾽ η πόλη διόλου δεν με μέλει·
μα επειδή κάποιο πουλί κακοσήμαδο είδα,
ένιωσα πως συμφορά έπεσε στο παλάτι·
ώστε από πρόβλεψη κρυφά μπήκα στη χώρα.
καὶ φῶς ἀναβλέψεσθε, τοῦ κάτω σκότου
φίλας ἀμοιβὰς ὄμμασιν δεδορκότες;
565 ἐγὼ δέ, νῦν γὰρ τῆς ἐμῆς ἔργον χερός,
πρῶτον μὲν εἶμι καὶ κατασκάψω δόμους
καινῶν τυράννων, κρᾶτα δ᾽ ἀνόσιον τεμὼν
ῥίψω κυνῶν ἕλκημα· Καδμείων δ᾽ ὅσους
κακοὺς ἐφηῦρον εὖ παθόντας ἐξ ἐμοῦ
570 τῶι καλλινίκωι τῶιδ᾽ ὅπλωι χειρώσομαι,
τοὺς δὲ πτερωτοῖς διαφορῶν τοξεύμασιν
νεκρῶν ἅπαντ᾽ Ἰσμηνὸν ἐμπλήσω φόνου,
Δίρκης τε νᾶμα λευκὸν αἱμαχθήσεται.
τῶι γάρ μ᾽ ἀμύνειν μᾶλλον ἢ δάμαρτι χρὴ
575 καὶ παισὶ καὶ γέροντι; χαιρόντων πόνοι·
μάτην γὰρ αὐτοὺς τῶνδε μᾶλλον ἤνυσα.
καὶ δεῖ μ᾽ ὑπὲρ τῶνδ᾽, εἴπερ οἵδ᾽ ὑπὲρ πατρός,
θνήισκειν ἀμύνοντ᾽· ἢ τί φήσομεν καλὸν
ὕδραι μὲν ἐλθεῖν ἐς μάχην λέοντί τε
580 Εὐρυσθέως πομπαῖσι, τῶν δ᾽ ἐμῶν τέκνων
οὐκ ἐκπονήσω θάνατον; οὐκ ἄρ᾽ Ἡρακλῆς
ὁ καλλίνικος ὡς πάροιθε λέξομαι.
ΧΟ. δίκαια τοὺς τεκόντας ὠφελεῖν τέκνα
πατέρα τε πρέσβυν τήν τε κοινωνὸν γάμων.
585 ΑΜ. πρὸς σοῦ μέν, ὦ παῖ, τοῖς φίλοις ‹τ᾽› εἶναι φίλον
τά τ᾽ ἐχθρὰ μισεῖν· ἀλλὰ μὴ ᾽πείγου λίαν.
ΗΡ. τί δ᾽ ἐστὶ τῶνδε θᾶσσον ἢ χρεών, πάτερ;
ΑΜ. πολλοὺς πένητας, ὀλβίους δὲ τῶι λόγωι
δοκοῦντας εἶναι συμμάχους ἄναξ ἔχει,
590 οἳ στάσιν ἔθηκαν καὶ διώλεσαν πόλιν
ἐφ᾽ ἁρπαγαῖσι τῶν πέλας, τὰ δ᾽ ἐν δόμοις
δαπάναισι φροῦδα διαφυγόνθ᾽ ὑπ᾽ ἀργίας.
ὤφθης ‹δ᾽› ἐσελθὼν πόλιν· ἐπεὶ δ᾽ ὤφθης, ὅρα
ἐχθροὺς ἀθροίσας μὴ παρὰ γνώμην πέσηις.
595 ΗΡ. μέλει μὲν οὐδὲν εἴ με πᾶσ᾽ εἶδεν πόλις·
ὄρνιν δ᾽ ἰδών τιν᾽ οὐκ ἐν αἰσίοις ἕδραις
ἔγνων πόνον τιν᾽ ἐς δόμους πεπτωκότα,
ὥστ᾽ ἐκ προνοίας κρύφιος εἰσῆλθον χθόνα.
***
ΗΡΑ. Πετάτε ευθύς απ᾽ τα κεφάλια σας τα τούλια
και ξαναϊδείτε το το φως! του Κάτου Κόσμου
το σκότος πήρεν αλλαγήν ευτυχισμένη.
Κι εγώ, γιατί δουλειά δική μου είναι αυτό τώρα,
πρώτο θα πάγω να γκρεμίσω το παλάτι
των καινούργιων βασιλιάδων, και το κεφάλι
το ανόσιο τους στους σκύλους θα πετάξω κι όσους
Καδμείους εχθρούς τούς βρω, από με ευεργετημένους,
570 με το καλλίνικό μου αυτό όπλο θα υποτάξω·
και με βέλη φτερωτά τούς άλλους σκορπώντας,
τον Ισμηνό από σκοτωμένους θα γεμίσω
και το λευκό θα ματωθεί ρέμα της Δίρκης.
Γιατί για ποιόν να πολεμήσω εγώ άλλον πρέπει
απ᾽ τη γυναίκα, τα παιδιά και τον πατέρα;
Αλλιώς οι αγώνες μου όλοι ως τώρα μάταιοι ήσαν!
Και πρέπει εγώ γι᾽ αυτούς, καθώς κι αυτοί για μένα,
να σκοτωθώ βοηθώντας· ή πώς καλό είναι ότι
με την ύδρα πολέμησα και το λιοντάρι,
580 γιατί έτσι μ᾽ έστειλε ο Ευρυσθέας, και τα παιδιά μου
να μην τα σώζω απ᾽ τον θάνατο; Πια δεν θα πρέπει
καλλίνικο Ηρακλή, σαν πρώτα, να με λένε.
ΧΟΡ. Δίκιο οι γονοί τα τέκνα τους ναν τα βοηθάνε
και τον γέρο πατέρα τους και τη γυναίκα.
ΑΜΦ. Στο χέρι σου είναι φίλος να ᾽σαι εσύ των φίλων
και τους εχθρούς σου να μισείς· αλλά μη βιάζου!
ΗΡΑ. Και τί βιάζομαι πιότερον απ᾽ όσο πρέπει;
ΑΜΦ. Πολλούς φτωχούς, όμως στα λόγια πλούσιους, έχει
συμμάχους του ο νιος βασιλιάς, που αυτοί έχουν κάμει
590 τη στάση και κατάστρεψαν αυτή την πόλη
τους άλλους για να κλέψουνε, και στο παλάτι
όλα από ακαματιά ξοδεύτηκαν και πάνε.
Σε είδαν σαν έμπαινες στην πόλη, γι᾽ αυτό κοίτα
μη στους εχθρούς σου μαζεμένους ξάφνω πέσεις!
ΗΡΑ. Αν μ᾽ είδεν όλ᾽ η πόλη διόλου δεν με μέλει·
μα επειδή κάποιο πουλί κακοσήμαδο είδα,
ένιωσα πως συμφορά έπεσε στο παλάτι·
ώστε από πρόβλεψη κρυφά μπήκα στη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου