Η παρούσα εργασία επιχειρηματολογεί κατά της ιστορικότητας του Ιησού. Aρχικά εξετάζω δύο βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται για να εδραιώσουν την ιστορική του ύπαρξη: τα αφηγήματα της σταύρωσης και οι υποτιθέμενες αναφορές στον Ιησού από τον Ιώσηπο. Μετά δείχνω γιατί αυτά τα επιχειρήματα αποτυγχάνουν να σταθούν και πόσο από το υλικό των Ευαγγελίων προέρχεται όχι από τα υποτιθέμενα γεγονότα της ζωής του Ιησού, αλλά από αναδιαμορφωμένες ιστορίες που παρουσιάζει στα έργα του ο Ιώσηπος.
Σύμφωνα με τους Χριστιανούς απολογητές, όπως ο William Lane Craig (2008), αλλά και με τους κοσμικούς μελετητές όπως ο Bart Ehrman (2013), η ιστορικότητα του Ιησού μπορεί να καταδειχθεί από τις περιγραφές της σταύρωσης, καθώς και τις αναφορές από τον Εβραίο ιστορικό Ιώσηπο. Αν και οι Εhrman και Craig (αγνωστικιστής και χριστιανός αντίστοιχα), διαφωνούν για την ανάσταση του Ιησού, και οι δύο συμφωνούν στο ζήτημα των περιγραφών της σταύρωσης του Ιησού.
Kαι οι δύο συμφωνούν πως η αφήγηση της σταύρωσης και του θανάτου του Ιησού αντιτίθεται σε τέτοιο βαθμό σε αυτά που πίστευαν οι Εβραίοι του 1ου αιώνα για τον αναμενόμενο μεσσία, που είναι φύσει αδύνατο να δεχτούμε πως οι πρώτοι ακόλουθοι του Ιησού επινόησαν μια τέτοια ιστορία.
Ο Erhman σημειώνει: “Ποιος θα επινοούσε την ιδέα ενός εσταυρωμένου Μεσσία; Κανένας Εβραίος που γνωρίζουμε δεν θα ακολουθούσε έναν εσταυρωμένο εγκληματία. Αυτό είναι χειρότερο από τρέλα. Είναι μια προσβολή στον Θεό, βλάσφημο. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε ο Παύλος.” Ο Εrhman, τότε, κάνει μια σύγκριση μεταξύ της ιδέας ενός εσταυρωμένου εγκληματία που είναι ο μεσσίας και του David Koresh ((1959-1993) Aμερικάνος ηγέτης παραθρησκευτικής οργάνωσης που η σταδιοδρομία του κατέληξε σε μακελειό) που είναι ο εκλεκτός του Θεού. Κάπως έτσι, σύμφωνα με τον Ehrman, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε έναν ιστορικό Ιησού.
Ο Ehrman μας παραπέμπει στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, που θεωρείται πώς γράφτηκε πρώτο από τα τέσσερα Ευαγγέλια, όπως και στην υποθετική πηγή “Q”, για να καταδείξει πώς η περιγραφή του θανάτου του Ιησού εμφανίζεται πολύ νωρίς μετά τον θάνατό του, μέσα σε μια γενιά από το γεγονός, αντί να εμφανιστεί αρκετά αργότερα σαν θρύλος.
Όπως σημειώνει ο Ehrman: Η πραγματικότητα φαίνεται να είναι πώς αυτές οι ιστορίες για τον Ιησού ήταν στην κυκλοφορία για αρκετό καιρό, όχι μόνο πριν την εμφάνιση των Ευαγγελίων, αλλά πριν ακόμα εμφανιστούν οι ίδιες οι πηγές τους. Αν οι μελετητές έχουν δίκιο πως η πηγή Q και ο πυρήνας του Ευαγγελίου του Θωμά, για να φέρω δύο παραδείγματα, χρονολογούνται στην δεκαετία του 50, και βασίστηκαν σε προφορικές παραδόσεις που ήταν ήδη στην κυκλοφορία για καιρό, πόσο πίσω πάνε αυτές οι παραδόσεις; Όποιος πιστεύει πως ο Ιησούς υπήρξε δεν έχει πρόβλημα να απαντήσει σ’αυτήν την ερώτηση: πηγαίνουν πίσω στα πράγματα που ο Ιησούς είπε και έκανε κατά την διάρκεια του δημόσιου βίου του, κάπου στα έτη 29 ή 30.
Αν και αυτό ακούγεται πειστικό, θα διαφωνήσω πως είναι αυτονόητος ο ισχυρισμός πώς ο Ιησούς όντως σταυρώθηκε. Λάβετε υπόψη το επόμενο επιχείρημα, τις αναφορές στον Ιησού από τον Ιώσηπο.
Ο Ehrman σημειώνει πως παρόλο που ο Ιώσηπος δεν απέσπασε τις πληροφορίες του για τον Ιησού διαβάζοντας τα Ευαγγέλια, είχε πληροφορίες που μας παρέχουν μια έμμεση απόδειξη για την ύπαρξη του Ιησού. Ο Ehrman παραθέτει αυτό που εκείνος θεωρεί ως την “γνήσια” εκδοχή του Ιώσηπου για τον Ιησού: ” Εκείνο τον καιρό, υπήρξε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος… Και μέχρι σήμερα η φυλή των Χριστιανών που πήραν το όνομά τους απ’ αυτόν, συνεχίζει να επιβιώνει .” Θα δείξω μετά γιατί αυτό είναι ανεπαρκές. Προς το παρόν είναι σημαντικό να προσέξουμε πως Χριστιανοί και αγνωστικιστές ιστορικοί θεωρούν το χωρίο του Ιώσηπου ως απόδειξη για την ύπαρξη του Ιησού.
Το πρόβλημα με την χρήση της αναφοράς του Ιώσηπου σαν επιχείρημα για την ιστορικότητα του Ιησού είναι ότι δεν αποδεικνύει τίποτα. Δεν θα υποστηρίξω πως ο Ιώσηπος δεν έγραψε το απόσπασμα. Δεν είναι απαραίτητο αυτό. Σκεφτείτε όμως μια αναλογία: Πηγαίνετε σε οποιαδήποτε εκκλησία στον κόσμο και δείτε τις αφηγήσεις γύρω από την ζωή του Ιησού. Ο Ιώσηπος δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει αυτές τις ιστορίες για τον Ιησού μέσω άμεσης έρευνας (ρωτώντας αυτόπτες μάρτυρες, ακόλουθους του Ιησού κλπ) περισσότερο απ’ ότι ένας αναγνώστης μιας εφημερίδας.
Όπως ο ίδιος ο Ehrman παραδέχτηκε, ο Ιώσηπος πήρε την πληροφορία για τον Ιησού όχι από αυτόπτες μάρτυρες ή άμεσους ακολούθους του (έζησε μετά τον θάνατό τους) αλλά από προφορικές ιστορίες που ήταν στην κυκλοφορία. Το επιχείρημα του Ehrman είναι πως ο Ιώσηπος, που έζησε προς το τέλος του 1ου αιώνα, πήρε τις πληροφορίες από έγκυρες πηγές ώστε να είναι αρκετά πεπεισμένος πως υπήρξε. Αυτό δεν βγάζει κάπου. Όπως ανέφερα πριν, ο Ιώσηπος έζησε σε μια διαφορετική χρονική γραμμή από τον Ιησού ώστε να μπορεί να αξιολογήσει απ’ευθείας αυτές τις ιστορίες. Ο Ehrman ο ίδιος μας λέει: ” Δεν υπάρχει τίποτα που να προτείνει ότι ο Ιώσηπος… έκανε οποιαδήποτε προκαταρκτική έρευνα για την ζωή του Ιησού εξετάζοντας τα ρωμαϊκά αρχεία (που δεν υπήρχαν)”.
Η περιγραφή της σταύρωσης, συμπεριλαμβανομένης της αφήγησης του πάθους, μαζί με τις ανακρίσεις και τις δίκες, φαίνεται σαν μια αναδιαμόρφωση της ζωής του Ιησού Μπεν Ανανία στον Εβραϊκό Πόλεμο του Ιώσηπου. Ο Ιησούς Μπεν Ανανίας ήταν ένας προφήτης που σκοτώθηκε από έναν Ρωμαίο στρατιώτη. Ο τελευταίος του έριξε μια πέτρα στο κεφάλι σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Στο Κατα Ιωάννη Ευαγγέλιο (19:34), ένας από τους στρατιώτες λογχίζει στα πλευρά τον Ιησού. Πριν απ’ αυτό, ο Ιησούς Μπεν Ανανίας δίδασκε συχνά στην Ιερουσαλήμ προβλέποντας την καταστροφή του Ναού λόγω της διαφθοράς του. Δύο χρόνια μετά, ο Ναός ισοπεδώθηκε. Ακούγεται γνώριμο; Μερικοί μελετητές, τώρα, πιστεύουν πως το Ευαγγέλιο του Μάρκου θα πρέπει να συντάχθηκε κάπου μετά το 70 μ.α.χ.χ. Μπορείς να βρεις τους λόγους για μια τέτοια θέση μέσα στο ίδιο το Ευαγγέλιο. Ο Ιησούς προβλέπει πως η γενιά του θα δει τον ερχομό της Βασιλείας του θεού (16:28), λέγοντας στον Μάρκο 13:13 πως “Μόνο ο Πατέρας γνωρίζει” πότε θα συμβεί ο Αρμαγεδδώνας.
Ο Ναός είχε ήδη καταστραφεί την εποχή που γράφονταν το Ευαγγέλιο (θυμηθείτε πως τα Ευαγγέλια γράφτηκαν από ελληνόφωνους και όχι αυτόπτες μάρτυρες). Λάβετε υπόψη τα λόγια που ο Ιώσηπος αποδίδει στον Ιησού Μπεν Ανανία: “Μια φωνή από την Ανατολή, μια φωνή από την Δύση, μια φωνή από τους τέσσερις ανέμους, μια φωνή κατά της Ιερουσαλήμ και του αγίου οίκου, μια φωνή ενάντια στους γαμπρούς και τις νύφες, και μια φωνή εναντίον όλου του λαού” (Ιώσηπος, Πόλεμος, 6:3). Θυμάστε τα λόγια του Ιησού στον Ματθαίο 25:6;
Λέει: ” Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια φωνή: Έρχεται ο γαμπρός, βγείτε να τον προϋπαντήσετε” Και οι δύο χρησιμοποιούν τον συμβολισμό του γαμπρού για το τέλος της Ιερουσαλήμ. Η μόνη διαφορά, ασήμαντη κατά την γνώμη μου, είναι πως ο Μπεν Ανανίας λέει πως η φωνή (υποτίθεται του Θεού) είναι εναντίον του γαμπρού. Πριν τον θάνατό του, ο Μπεν Ανανίας συνελήφθη και μετά αφέθηκε ελεύθερος. Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο με σχεδόν τα ίδια χαρακτηριστικά με τον Ιησού. Ο Μπεν Ανανίας σκοτώνεται από έναν Ρωμαίο στρατιώτη. Ο Ιησούς λογχίζεται από έναν στρατιώτη, αν και αφού πέθανε. Εδώ έχουμε ένα ζήτημα. Δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε πως το τελευταίο αυτό γεγονός πραγματικά συνέβη.
O Iωάννης 19:34 μας πληροφορεί ότι Ιησούς καρφώθηκε με μια λόγχη μόλις οι στρατιώτες διαπίστωσαν τον θάνατό του. Αυτό το γεγονός δεν συνέβη. Δεν μπορώ να φανταστώ πως κάποιος που έχει σώας τα φρένας θα έκανε κάτι τέτοιο. Δεν έχει νόημα να καρφώσεις κάποιον ενώ ξέρεις ότι είναι νεκρός. Ο συγγραφέας (-εις) του Ευαγγελίου το εισήγαγε αυτό για να εκπληρωθεί ένα δυσνόητο εδάφιο από την Παλαιά Διαθήκη (Ψαλμός 34:20). Φαίνεται πιο πιθανό ο συγγραφέας (-εις) να χρησιμοποίησε το αφηγηματικό πλαίσιο του Ιησού Μπεν Ανανία και να τροποποίησε την ιστορία για να την κάνει πιο ενδιαφέρουσα.
Οι πιθανότητες είναι συχνά το βασικό εργαλείο του ιστορικού. Βλέπουμε ήρωες από άλλες θρησκείες όπως ο Βούδας να παραλλάσονται σε χριστιανούς Αγίους. Η ζωή του Ινδού θεού (ίσως ένας πρώην γκουρού) Swaminarayan βασίστηκε απ’ ευθείας στη ζωή του Κρίσνα από το Μπαγκαβάτα Πουράνα. Δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσουμε πως η περίπτωση του Ιησού ήταν εξαίρεση. Οι ήρωες και οι θεοί έχουν τις ιστορίες τους να εξελίσσονται συνεχώς, καθώς οι άνθρωποι βελτιώνουν τα πιστεύω και τις πρακτικές τους. Το γνωρίζουμε τόσο από την συγκριτική θρησκειολογία, όσο και από την πολιτισμική ανθρωπολογία. Τώρα ακολουθεί το επόμενο επιχείρημα μου.
H ιστορία του Ιησού Μπεν Ανανία αναδιαμορφώθηκε εξαιτίας της εισαγωγής του εγκληματία Βαραββά. Θυμηθείτε ότι ο Μπεν Ανανίας σκοτώθηκε κατά την πολιορκία του Ναού της Ιερουσαλήμ. Ο Ιησούς προκάλεσε ταραχές στον Ναό την τελευταία εβδομάδα της ζωής του. Τι γίνεται όμως με τον Βαραββά; Ήταν ένας δολοφόνος Ρωμαίων στρατιωτών. Ο Ehrman παραπέμπει σε κάποια χειρόγραφα του Ματθαίου, όπου ο Βαραββάς αποκαλείται “Ιησούς Βαραββάς”. Το Βαραββάς είναι ένα ψεύτικο όνομα γιατί σημαίνει “Υιός του Πατέρα”. Οπως σημειώνει ο Ehrman : “Τώρα η αντίθεση είναι πιο έντονη: ποιο είδος Ιησού ζητούν οι Εβραίοι; Ποιος Ιησούς, υιός του Πατέρα, προτιμάται; Σ’ αυτή την περιγραφή οι Εβραίοι περνάνε στην ιστορία επιλέγοντας τον λάθος Ιησού. Αλλά για τους συγγραφείς των Ευαγγελίων αυτό συμβαίνει επειδή οι Εβραίοι πάντα σφάλλουν και αντιμάχονται το θέλημα του Θεού”. Τώρα, εκτός αν κάποιος θέλει να διαπράξει το λογικό σφάλμα της “ειδικής έκκλησης”, είμαστε αναγκασμένοι να δούμε το γεγονός σαν μια έξυπνη αφηγηματική κατασκευή, χωρίς καμία βάση στην ιστορική πραγματικότητα. Ας εξετάσουμε τώρα μια άλλη υπόθεση.
Υποθέστε πως αυτοί οι δύο άντρες όντως υπήρξαν. Φαίνεται πιο πιθανό πώς ο Ιησούς και ο Βαραββάς εμπλέκονταν σε κάποια επανάσταση και τελικά είχαν την ατυχία να καταλήξουν σε δίκη. Αυτό σκιαγραφεί τον Ιησού σαν έναν αρχαίο Τζιχαντιστή, όχι σαν έναν δάσκαλο τύπου Γκάντι. Ωστόσο, η απεικόνιση του τυρανικού Πιλάτου ως ενός δειλού που υποκύπτει στις απαιτήσεις του όχλου και σε ένα άγνωστο έθιμο (ανήκουστο έξω απο τα Ευαγγέλια), όπου φυλακισμένοι απελευθερώνονται το Πάσχα, μας δίνει λόγους να πιστέψουμε πως και οι δύο αυτοί άντρες είναι αναδιαμορφωμένοι χαρακτήρες απο την ιστορία του Μπεν Ανανία. Οι συγγραφείς των Ευαγγελίων, ειδικά ο Ιωάννης, διαστρεβλώνουν τις εβραϊκές συνήθειες. Ο Λουκάς 13:10 και ο Μάρκος 1:3-6 ισχυρίζονται πως οι Εβραίοι ηγέτες εξοργίστηκαν επειδή ο Ιησούς θεράπευε το Σάββατο. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη σε κάποια αρχαία πηγή ότι ήταν παράνομο να γίνονται θεραπείες τα Σάββατα. Ο σκοπός αυτών των “αχυράνθρωπων” (δηλαδή κατηγορίες που δεν βασίζονται στην πραγματικότητα) ήταν να μεταφερθεί η ευθύνη για τον θάνατο του Ιησού απο τους Ρωμαίους στους Εβραίους. Οι συγγραφείς των Ευαγγελίων θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε πώς ήταν η υποτιθέμενη βλασφημία του Ιησού για το ότι είναι ο Υιός του θεού που τον σκότωσε και όχι η πρόκληση μιας βίαιης επανάστασης. Ο Ehrman παραθέτει τα “Απόκρυφα του Πιλάτου” (30-32) για να υπογραμμίσει την αυξανόμενη συμπάθεια των Ευαγγελιστών προς το πρόσωπο του Πιλάτου και την μεγέθυνση της ευθύνης για τον θάνατο του Θεού που τώρα μεταφέρεται στους Εβραίους.
Ο λόγος που υπογραμμίζω αυτήν την αντίθεση είναι για να καταδείξω πόσο απομακρυσμένα ήταν τα πρώτα Ευαγγέλια απο οποιονδήποτε ιστορικό Ιησού. Τόσο απομακρυσμένα, που δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το ποιες πληροφορίες σχετικά μ’αυτόν είναι ακριβείς. Συνεπώς η απόρριψη μιας τέτοιας ιστορικής φιγούρας δεν είναι αδικαιολόγητη. Θυμηθείτε πως το Ευαγγέλιο του Μάρκου είναι το πιο πρώιμο (κάπου γύρω στα 70 μ.α.χ.χ) και βρίθει ανακριβειών σχετικά με τις συνήθειες τόσο των Εβραίων, όσο και του Πιλάτου. Δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια βάση για να σταθεί ο κάθε υποστηρικτής της ιστορικότητας. Ο Ehrman πάλι τονίζει οτι οι συγγραφείς των Ευαγγελίων “δεν ήταν προσωπικοί ακόλουθοι του Ιησού. Δεν ήταν κάν απο την ίδια χώρα.”. Δεν γνωρίζω άλλον ιδρυτή θρησκείας που οι βασικοί του βιογράφοι να ήταν απο άλλη χώρα. Ο Κρίσνα, ο Σουαμιναραγιάν, ο Σαϊ Μπάμπα, ο Μωάμεθ, ο Μωυσής, ο Λάο Τσε κλπ, όλοι τους είχαν τις αρχικές βιογραφίες τους γραμμένες στην μητρική τους γλώσσα απο συμπατριώτες τους. Ο Ιησούς είναι η μόνη εξαίρεση απ’όσο γνωρίζω.
Τελικά πιστεύω πώς η επίκληση μιας προφορικής παράδοσης από τον Ehrman είναι ταυτόχρονα και η αναίρεσή του. Θυμηθείτε πως ο Ehrman θεωρεί ότι αυτές οι προφορικές παραδόσεις διατηρούν τον βασικό κορμό της ζωής του Ιησού. Μπορεί να σφάλλουν για τις περισσότερες λεπτομέρειες της ζωής του (ή ίσως όλες), αλλά τουλάχιστον είναι πιστές στο βασικό πλαίσιο. Ο Ehrman παραθέτει μια μελέτη της Susan Clyde για να δείξει πως οι ψεύτικες αναμνήσεις μπορούν να εμφυτευτούν σε ένα άτομο. Η Clancy χρησιμοποιεί το παράδειγμα των απαγωγών απο ΑΤΙΑ για να δείξει πόσο εύκολα εμφυτεύονται ψεύτικες αναμνήσεις στο μυαλό ενός ατόμου. Παραδόξως ο Ehrman δεν βλέπει αυτούς τους παραλληλισμούς για τον κορμό της Ευαγγελικής αφήγησης. Αν ο κορμός των περιγραφών των απαγωγών είναι λάθος, τότε γιατί να μην ισχύει το ίδιο και για την περίπτωση του Ιησού; Ο Ehrman θεωρεί πώς έχει έτοιμη την απάντηση. Υποστηρίζει πως “σχεδόν όλοι οι μελετητές θα συμφωνούσαν πώς κάποιες κομβικές αναμνήσεις απο την τελευταία εβδομάδα του Ιησού θα πρέπει να είναι ακριβείς. Αυτές οι αναμνήσεις καταγράφηκαν ανεξάρτητα, απο διαφορετικές πηγές, και δεν συντηρήθηκαν στην μνήμη με έναν επιβλαβή τρόπο….επιπλέον, δεν υπάρχει κάτι εγγενώς απίθανο σχετικά μ’ αυτές.” Ο Ehrman παραθέτει την σύλληψη στον Κήπο της Γεσθημανής σαν μία απο αυτές τις αναμνήσεις. Εδειξα πιο πάνω γιατί δεν πρέπει να δεχτούμε αυτήν την αφήγηση. Δεν ταιριάζει μ’αυτά που γνωρίζουμε για τον τρόπο λειτουργίας των στρατιωτικών ηγετών της εποχής, ούτε βγάζει νόημα πως “οι Εβραίοι” θα περίμεναν ο Ιησούς να φύγει απο τον αυλόγυρο του Ναού και να συλληφθεί την στιγμή που θα ήταν μόνος στον κήπο με τους μαθητές του. Αυτή η αφήγηση είναι φανταστική.
Δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς απίθανο για μερικές “γενικές ιδέες” για την ζωή του Οσιρι (ήταν βασιλιάς, είχε γυναίκα κλπ), όμως κανένας ιστορικός δεν πιστεύει πως υπήρξε μια τέτοια μορφή. Αλλο παράδειγμα κεντρικών αναμνήσεων που ο Ehrman θεωρεί πώς είναι κοινώς αποδεκτές απο τους μελετητές είναι η σταύρωση του Ιησού “ανάμεσα σε δύο ληστές”. Το πρόβλημα είναι οτι ο Λουκάς και ο Μάρκος δίνουν δύο αντικρουόμενες περιγραφές επάνω σε αυτό. Ο Λουκάς 23:39 λέει πως μόνο ένας ληστής χλεύασε τον Ιησού. Ο Ματθαίος 27:44 λέει πως τον χλεύασαν και οι δύο. Οι συγγραφείς αυτών των αφηγήσεων δεν βρίσκονταν στην Παλαιστίνη για να είναι μάρτυρες. Ούτε ήταν κάποιος απο τους μαθητές. Δεν έχουμε πληροφορία για το ποιος κρατούσε σημειώσεις ή πώς κυκλοφόρησε αυτή η αφήγηση. Μπορούμε να αποκλείσουμε τον Λουκά από την στιγμή που αναφέρεται ξεκάθαρα σε ένα ουράνιο βασίλειο όπου θα κατοικούσε ο ληστής μαζί με τον Ιησού, αντίθετα με την προηγούμενη αφήγηση στον Μάρκο όπου ο Ιησούς κυρήττει πώς η Βασιλεία του Θεού θα ήταν φυσικής δομής. Ο Ιωάννης αφήνει εντελώς απ’ έξω αυτό το γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι δύο απο τα τέσσερα Ευαγγέλια δεν παρέχουν ακριβείς πληροφορίες γι’ αυτό το συμβάν (στην περίπτωση του Ιωάννη καθόλου). Μπορούμε επίσης να αποκλείσουμε και τον Ματθαίο γιατί είναι απίθανο οι Εβραίοι ηγέτες να προσβλήθηκαν απο τον ισχυρισμό του Ιησού οτι είναι Υιός του Θεού. Αυτό δεν θεωρείται προσβολή ακόμα και σήμερα. Αυτός ο τίτλος χρησιμοποιούνταν απο πολλούς χαρακτήρες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Δαβίδ (Ψαλμός 2:7). Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη ο Ιησούς είναι πλέον πλήρως θεοποιημένος (Ιωαν.3:16). Ο Ματθαίος δανείστηκε την αφήγηση απο τον Μάρκο 15:28:32, όπου λέγεται πώς ο Ιησούς εκπλήρωσε μια αρχαία προφητεία. Φυσικά η τολμηρή προφητεία θα μπορούσε να μετακινηθεί απο το αρχικό ιστορικό της πλαίσιο και να εφαρμοστεί στον οποιονδήποτε. Οι δύο ληστές που σταυρώθηκαν με τον Ιησού δεν υπήρξαν. Είναι λογοτεχνικές κατασκευές. Οι δημιουργοί αυτής της αφήγησης είχαν θεολογικά κίνητρα προκειμένου να διατυπώσουν την ύπαρξη άλλων εγκληματιών, όπως ο προαναφερθείς Βαραββάς. Αντίθετα με τα λεγόμενα του Εhrman και άλλων, αυτό απέχει από το να είναι ακριβής ανάμνηση.
Μπορεί να υπάρχει κάποια απόδειξη για τον ιστορικό Ιησού στα γραπτά άλλων Ρωμαίων ιστορικών; Σύμφωνα με τον John Dominic Crossan (2012), υπάρχει επαρκής απόδειξη στα γραπτά του Ρωμαίου Τάκιτου. Ο Crossan διασπά την περιγραφή του Χριστιανισμού απο τον Τάκιτο σε μερικά βασικά σημεία (Annals 15.44): “Κίνημα: Christus, το όνομα του ιδρυτή, Εκτέλεση: ποινή θανάτου επι βασιλείας του Τιβέριου απο τον προκουράτορα Πόντιο Πιλάτο… Εξάπλωση: Οχι τόσο στην Ιουδαία αλλά στην ίδια την πρωτεύουσα”.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να σκεφτούμε πως αυτό το απόσπασμα ήταν μια ύστερη χριστιανική προσθήκη. Πρώτα απ ‘όλα, όπως ο ίδιος ο Ehrman σημείωσε, ο Πιλάτος δεν ήταν προκουράτορας της Ιουδαίας αλλά πρεφέκτος. Η διαφορά είναι σημαντική. Οπως εξηγεί ο Ehrman, o πρεφέκτος ήταν υπεύθυνος για μια μεγαλύτερη περιοχή απ’ ότι ο προκουράτορας. Οπως σημειώνει ο Ray Downing δεν ήταν μέχρι το έτος 41 μ.α.χ.χ, όταν ο τίτλος άλλαξε απο “πρεφέκτος” σε “προκουράτορας”. Ο Τάκιτος κάνει λάθος με τον τίτλο του Πιλάτου. Θα μπορούσαμε βέβαια να του συγχωρήσουμε αυτό το λάθος (γράφει στα 110 μ.α.χ.χ), μόνο αν δεχτούμε πως δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει αυτήν την πληροφορία. Αντίθετα με τον Ιώσηπο, που τουλάχιστον έγραφε στον πρώτο αιώνα, ο Τάκιτος γράφει σχεδόν εκατό χρόνια μετά την υποτιθέμενη σταύρωση.
Ο Robert Van E.Voorst πιστεύει οτι ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος παρέχει αποδείξεις για έναν ιστορικό Ιησού. Η πλήρης περιγραφή του Σουητώνιου στις Ζωές των Καισάρων είναι: “Αυτός (ο Κλαύδιος) απέβαλε τους Εβραίους απο την Ρώμη, διότι συνεχώς προκαλούσαν ταραχές υποκινούμενοι απο έναν Chrestus.” (30). Tα προβλήματα με το απόσπασμα είναι ξεκάθαρα. Πρώτα απ’όλα ο Σουητώνιος γράφει το όνομα λάθος. Ωστόσο ο Van Voorst υποστηρίζει πως “Παρόμοιες ηχητικά λέξεις τον οδήγησαν στο να διαβάσει το Christus σαν Chrestus. Η διαρκής κοινωνική ανησυχία γύρω απο αυτόν τον Christus ανάγκασαν τον Κλαύδιο να καταδιώξει αυτούς τους ταραξίες. Απο την αρχική παρανόηση προέκυψε η ιδέα οτι αυτός ο Chrestus ήταν παρών στην Ρώμη του 40”. (σελ 39). Υπάρχουν και εδώ προβλήματα.
Ο Robert M Price (2013) σημειώνει στην κριτική του στον Voorst “…κάποιος συμπλήρωσε ένα ιστορικό κενό με υποθέσεις πάνω στο τι είδους άτομο, και κάτω απο ποιες συνθήκες, θα πρέπει να ανταποκρίνονταν σε ένα απλό όνομα που είχε γίνει θρησκευτικά αμφιλεγόμενο.” Οπως παρατηρεί νωρίτερα στην ίδια σελίδα: “Τι μπορεί να σημαίνει που ο Σουητώνιος αναφέρει τον Χριστιανικό Ιησού, όταν εξαρχής δεν γνωρίζει το όνομα σωστά, το τοποθετεί σε λάθος μέρος, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, και σε ένα εντελώς διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο;”.
Ένα άλλο επιχείρημα που χρησιμοποιούν συχνά οι απολογητές με τους κοσμικούς ιστορικούς είναι το “επιχείρημα απο το consensus” αλλά αυτό λέγεται και “επίκληση στην αυθεντία”. Ο Ehrman δηλώνει: “Αυτός (ο Ιησούς) σίγουρα υπήρξε, όπως σχεδόν κάθε ικανός μελετητής της αρχαιότητας, Χριστιανός ή μη, συμφωνεί, βασιζόμενος σε συγκεκριμένες και καθαρές αποδείξεις“. Οπως τόνισε ο Frank Zindler (2013), oι περισσότεροι απ’αυτούς τους “ικανούς μελετητές” ήταν ήδη πεπεισμένοι για την ιστορικότητα του Ιησού και, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, για την θεϊκότητα του επίσης.
Ο Ζindler επίσης σημειώνει για την περίπτωση του Erhman, ότι ο τελευταίος δεν έλαβε ποτέ κοσμική εκπαίδευση στην ιστορία πριν γίνει αυθεντία στον τομέα του ιστορικού Ιησού. Ο Εrhman, λέει ο Zindler, φοίτησε σε τρία σχολεία (Moody, Wheaton, και Princeton Theological Seminary) όπου οι φοιτητές ήταν υποχρεωμένοι να υπογράψουν δηλώσεις πίστης επί ποινή αποβολής. Αυτό, τονίζει ο Zindler, δεν είναι σε καμία περίπτωση το ιδανικό περιβάλλον για την αντικειμενική μελέτη του ιστορικού Ιησού. Κάποιος θα συμπεράνει πως αρκετοί απ’αυτούς τους μελετητές δεν κατείχαν ποτέ τα κατάληλα επιστημονικά/ιστοριογραφικά εργαλεία εξ αρχής. Αρα, δεν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε σαν “ικανούς μελετητές” πάνω στο θέμα.
Συμπερασματικά
Ξεκίνησα παρουσιάζοντας τα επιχειρήματα του Erhman για έναν ιστορικό Ιησού, πρώτα λαμβάνοντας υπόψη τις αφηγήσεις της σταύρωσης καθώς και τις αναφορές στον Ιησού απο τον Εβραίο ιστορικό Ιώσηπο. Μετά έδειξα γιατί αποτυγχάνουν αυτά τα επιχειρήματα. Επιχειρηματολόγησα υπέρ της άποψης που θέλει τον Ιησού ως μια αναδιαμορφωμένη εκδοχή του αποκαλυπτικού προφήτη Ιησού Μπεν Ανανία. Επίσης έλαβα υπόψη το επιχείρημα πώς ο Ιησούς αναφέρεται στα γραπτά του Σουητώνιου και του Τάκιτου. Τέλος έδειξα πως αυτές οι αναφορές είναι προσθήκες χριστιανών. Κατέληξα πως με βάση την θεωρία των πιθανοτήτων, ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ σαν ιστορική φιγούρα.
ΔΕΣ:
Ιστορικότητα του Ιησού
Παλαιά Διαθήκη
Θεολόγοι για την ιστορικότητα του Ιησού
Σύγχρονοι ακαδημαϊκοί μιλούν για την ιστορικότητα του Ιησού και την αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης
Τα 48 επιχειρήματα των χριστιανών απολογητών για την ιστορικότητα του Ιησού
Ιώσηπος, περί Ιησού
Σύμφωνα με τους Χριστιανούς απολογητές, όπως ο William Lane Craig (2008), αλλά και με τους κοσμικούς μελετητές όπως ο Bart Ehrman (2013), η ιστορικότητα του Ιησού μπορεί να καταδειχθεί από τις περιγραφές της σταύρωσης, καθώς και τις αναφορές από τον Εβραίο ιστορικό Ιώσηπο. Αν και οι Εhrman και Craig (αγνωστικιστής και χριστιανός αντίστοιχα), διαφωνούν για την ανάσταση του Ιησού, και οι δύο συμφωνούν στο ζήτημα των περιγραφών της σταύρωσης του Ιησού.
Kαι οι δύο συμφωνούν πως η αφήγηση της σταύρωσης και του θανάτου του Ιησού αντιτίθεται σε τέτοιο βαθμό σε αυτά που πίστευαν οι Εβραίοι του 1ου αιώνα για τον αναμενόμενο μεσσία, που είναι φύσει αδύνατο να δεχτούμε πως οι πρώτοι ακόλουθοι του Ιησού επινόησαν μια τέτοια ιστορία.
Ο Erhman σημειώνει: “Ποιος θα επινοούσε την ιδέα ενός εσταυρωμένου Μεσσία; Κανένας Εβραίος που γνωρίζουμε δεν θα ακολουθούσε έναν εσταυρωμένο εγκληματία. Αυτό είναι χειρότερο από τρέλα. Είναι μια προσβολή στον Θεό, βλάσφημο. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε ο Παύλος.” Ο Εrhman, τότε, κάνει μια σύγκριση μεταξύ της ιδέας ενός εσταυρωμένου εγκληματία που είναι ο μεσσίας και του David Koresh ((1959-1993) Aμερικάνος ηγέτης παραθρησκευτικής οργάνωσης που η σταδιοδρομία του κατέληξε σε μακελειό) που είναι ο εκλεκτός του Θεού. Κάπως έτσι, σύμφωνα με τον Ehrman, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε έναν ιστορικό Ιησού.
Ο Ehrman μας παραπέμπει στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, που θεωρείται πώς γράφτηκε πρώτο από τα τέσσερα Ευαγγέλια, όπως και στην υποθετική πηγή “Q”, για να καταδείξει πώς η περιγραφή του θανάτου του Ιησού εμφανίζεται πολύ νωρίς μετά τον θάνατό του, μέσα σε μια γενιά από το γεγονός, αντί να εμφανιστεί αρκετά αργότερα σαν θρύλος.
Όπως σημειώνει ο Ehrman: Η πραγματικότητα φαίνεται να είναι πώς αυτές οι ιστορίες για τον Ιησού ήταν στην κυκλοφορία για αρκετό καιρό, όχι μόνο πριν την εμφάνιση των Ευαγγελίων, αλλά πριν ακόμα εμφανιστούν οι ίδιες οι πηγές τους. Αν οι μελετητές έχουν δίκιο πως η πηγή Q και ο πυρήνας του Ευαγγελίου του Θωμά, για να φέρω δύο παραδείγματα, χρονολογούνται στην δεκαετία του 50, και βασίστηκαν σε προφορικές παραδόσεις που ήταν ήδη στην κυκλοφορία για καιρό, πόσο πίσω πάνε αυτές οι παραδόσεις; Όποιος πιστεύει πως ο Ιησούς υπήρξε δεν έχει πρόβλημα να απαντήσει σ’αυτήν την ερώτηση: πηγαίνουν πίσω στα πράγματα που ο Ιησούς είπε και έκανε κατά την διάρκεια του δημόσιου βίου του, κάπου στα έτη 29 ή 30.
Αν και αυτό ακούγεται πειστικό, θα διαφωνήσω πως είναι αυτονόητος ο ισχυρισμός πώς ο Ιησούς όντως σταυρώθηκε. Λάβετε υπόψη το επόμενο επιχείρημα, τις αναφορές στον Ιησού από τον Ιώσηπο.
Ο Ehrman σημειώνει πως παρόλο που ο Ιώσηπος δεν απέσπασε τις πληροφορίες του για τον Ιησού διαβάζοντας τα Ευαγγέλια, είχε πληροφορίες που μας παρέχουν μια έμμεση απόδειξη για την ύπαρξη του Ιησού. Ο Ehrman παραθέτει αυτό που εκείνος θεωρεί ως την “γνήσια” εκδοχή του Ιώσηπου για τον Ιησού: ” Εκείνο τον καιρό, υπήρξε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος… Και μέχρι σήμερα η φυλή των Χριστιανών που πήραν το όνομά τους απ’ αυτόν, συνεχίζει να επιβιώνει .” Θα δείξω μετά γιατί αυτό είναι ανεπαρκές. Προς το παρόν είναι σημαντικό να προσέξουμε πως Χριστιανοί και αγνωστικιστές ιστορικοί θεωρούν το χωρίο του Ιώσηπου ως απόδειξη για την ύπαρξη του Ιησού.
Το πρόβλημα με την χρήση της αναφοράς του Ιώσηπου σαν επιχείρημα για την ιστορικότητα του Ιησού είναι ότι δεν αποδεικνύει τίποτα. Δεν θα υποστηρίξω πως ο Ιώσηπος δεν έγραψε το απόσπασμα. Δεν είναι απαραίτητο αυτό. Σκεφτείτε όμως μια αναλογία: Πηγαίνετε σε οποιαδήποτε εκκλησία στον κόσμο και δείτε τις αφηγήσεις γύρω από την ζωή του Ιησού. Ο Ιώσηπος δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει αυτές τις ιστορίες για τον Ιησού μέσω άμεσης έρευνας (ρωτώντας αυτόπτες μάρτυρες, ακόλουθους του Ιησού κλπ) περισσότερο απ’ ότι ένας αναγνώστης μιας εφημερίδας.
Όπως ο ίδιος ο Ehrman παραδέχτηκε, ο Ιώσηπος πήρε την πληροφορία για τον Ιησού όχι από αυτόπτες μάρτυρες ή άμεσους ακολούθους του (έζησε μετά τον θάνατό τους) αλλά από προφορικές ιστορίες που ήταν στην κυκλοφορία. Το επιχείρημα του Ehrman είναι πως ο Ιώσηπος, που έζησε προς το τέλος του 1ου αιώνα, πήρε τις πληροφορίες από έγκυρες πηγές ώστε να είναι αρκετά πεπεισμένος πως υπήρξε. Αυτό δεν βγάζει κάπου. Όπως ανέφερα πριν, ο Ιώσηπος έζησε σε μια διαφορετική χρονική γραμμή από τον Ιησού ώστε να μπορεί να αξιολογήσει απ’ευθείας αυτές τις ιστορίες. Ο Ehrman ο ίδιος μας λέει: ” Δεν υπάρχει τίποτα που να προτείνει ότι ο Ιώσηπος… έκανε οποιαδήποτε προκαταρκτική έρευνα για την ζωή του Ιησού εξετάζοντας τα ρωμαϊκά αρχεία (που δεν υπήρχαν)”.
Η περιγραφή της σταύρωσης, συμπεριλαμβανομένης της αφήγησης του πάθους, μαζί με τις ανακρίσεις και τις δίκες, φαίνεται σαν μια αναδιαμόρφωση της ζωής του Ιησού Μπεν Ανανία στον Εβραϊκό Πόλεμο του Ιώσηπου. Ο Ιησούς Μπεν Ανανίας ήταν ένας προφήτης που σκοτώθηκε από έναν Ρωμαίο στρατιώτη. Ο τελευταίος του έριξε μια πέτρα στο κεφάλι σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Στο Κατα Ιωάννη Ευαγγέλιο (19:34), ένας από τους στρατιώτες λογχίζει στα πλευρά τον Ιησού. Πριν απ’ αυτό, ο Ιησούς Μπεν Ανανίας δίδασκε συχνά στην Ιερουσαλήμ προβλέποντας την καταστροφή του Ναού λόγω της διαφθοράς του. Δύο χρόνια μετά, ο Ναός ισοπεδώθηκε. Ακούγεται γνώριμο; Μερικοί μελετητές, τώρα, πιστεύουν πως το Ευαγγέλιο του Μάρκου θα πρέπει να συντάχθηκε κάπου μετά το 70 μ.α.χ.χ. Μπορείς να βρεις τους λόγους για μια τέτοια θέση μέσα στο ίδιο το Ευαγγέλιο. Ο Ιησούς προβλέπει πως η γενιά του θα δει τον ερχομό της Βασιλείας του θεού (16:28), λέγοντας στον Μάρκο 13:13 πως “Μόνο ο Πατέρας γνωρίζει” πότε θα συμβεί ο Αρμαγεδδώνας.
Ο Ναός είχε ήδη καταστραφεί την εποχή που γράφονταν το Ευαγγέλιο (θυμηθείτε πως τα Ευαγγέλια γράφτηκαν από ελληνόφωνους και όχι αυτόπτες μάρτυρες). Λάβετε υπόψη τα λόγια που ο Ιώσηπος αποδίδει στον Ιησού Μπεν Ανανία: “Μια φωνή από την Ανατολή, μια φωνή από την Δύση, μια φωνή από τους τέσσερις ανέμους, μια φωνή κατά της Ιερουσαλήμ και του αγίου οίκου, μια φωνή ενάντια στους γαμπρούς και τις νύφες, και μια φωνή εναντίον όλου του λαού” (Ιώσηπος, Πόλεμος, 6:3). Θυμάστε τα λόγια του Ιησού στον Ματθαίο 25:6;
Λέει: ” Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια φωνή: Έρχεται ο γαμπρός, βγείτε να τον προϋπαντήσετε” Και οι δύο χρησιμοποιούν τον συμβολισμό του γαμπρού για το τέλος της Ιερουσαλήμ. Η μόνη διαφορά, ασήμαντη κατά την γνώμη μου, είναι πως ο Μπεν Ανανίας λέει πως η φωνή (υποτίθεται του Θεού) είναι εναντίον του γαμπρού. Πριν τον θάνατό του, ο Μπεν Ανανίας συνελήφθη και μετά αφέθηκε ελεύθερος. Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο με σχεδόν τα ίδια χαρακτηριστικά με τον Ιησού. Ο Μπεν Ανανίας σκοτώνεται από έναν Ρωμαίο στρατιώτη. Ο Ιησούς λογχίζεται από έναν στρατιώτη, αν και αφού πέθανε. Εδώ έχουμε ένα ζήτημα. Δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε πως το τελευταίο αυτό γεγονός πραγματικά συνέβη.
O Iωάννης 19:34 μας πληροφορεί ότι Ιησούς καρφώθηκε με μια λόγχη μόλις οι στρατιώτες διαπίστωσαν τον θάνατό του. Αυτό το γεγονός δεν συνέβη. Δεν μπορώ να φανταστώ πως κάποιος που έχει σώας τα φρένας θα έκανε κάτι τέτοιο. Δεν έχει νόημα να καρφώσεις κάποιον ενώ ξέρεις ότι είναι νεκρός. Ο συγγραφέας (-εις) του Ευαγγελίου το εισήγαγε αυτό για να εκπληρωθεί ένα δυσνόητο εδάφιο από την Παλαιά Διαθήκη (Ψαλμός 34:20). Φαίνεται πιο πιθανό ο συγγραφέας (-εις) να χρησιμοποίησε το αφηγηματικό πλαίσιο του Ιησού Μπεν Ανανία και να τροποποίησε την ιστορία για να την κάνει πιο ενδιαφέρουσα.
Οι πιθανότητες είναι συχνά το βασικό εργαλείο του ιστορικού. Βλέπουμε ήρωες από άλλες θρησκείες όπως ο Βούδας να παραλλάσονται σε χριστιανούς Αγίους. Η ζωή του Ινδού θεού (ίσως ένας πρώην γκουρού) Swaminarayan βασίστηκε απ’ ευθείας στη ζωή του Κρίσνα από το Μπαγκαβάτα Πουράνα. Δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσουμε πως η περίπτωση του Ιησού ήταν εξαίρεση. Οι ήρωες και οι θεοί έχουν τις ιστορίες τους να εξελίσσονται συνεχώς, καθώς οι άνθρωποι βελτιώνουν τα πιστεύω και τις πρακτικές τους. Το γνωρίζουμε τόσο από την συγκριτική θρησκειολογία, όσο και από την πολιτισμική ανθρωπολογία. Τώρα ακολουθεί το επόμενο επιχείρημα μου.
H ιστορία του Ιησού Μπεν Ανανία αναδιαμορφώθηκε εξαιτίας της εισαγωγής του εγκληματία Βαραββά. Θυμηθείτε ότι ο Μπεν Ανανίας σκοτώθηκε κατά την πολιορκία του Ναού της Ιερουσαλήμ. Ο Ιησούς προκάλεσε ταραχές στον Ναό την τελευταία εβδομάδα της ζωής του. Τι γίνεται όμως με τον Βαραββά; Ήταν ένας δολοφόνος Ρωμαίων στρατιωτών. Ο Ehrman παραπέμπει σε κάποια χειρόγραφα του Ματθαίου, όπου ο Βαραββάς αποκαλείται “Ιησούς Βαραββάς”. Το Βαραββάς είναι ένα ψεύτικο όνομα γιατί σημαίνει “Υιός του Πατέρα”. Οπως σημειώνει ο Ehrman : “Τώρα η αντίθεση είναι πιο έντονη: ποιο είδος Ιησού ζητούν οι Εβραίοι; Ποιος Ιησούς, υιός του Πατέρα, προτιμάται; Σ’ αυτή την περιγραφή οι Εβραίοι περνάνε στην ιστορία επιλέγοντας τον λάθος Ιησού. Αλλά για τους συγγραφείς των Ευαγγελίων αυτό συμβαίνει επειδή οι Εβραίοι πάντα σφάλλουν και αντιμάχονται το θέλημα του Θεού”. Τώρα, εκτός αν κάποιος θέλει να διαπράξει το λογικό σφάλμα της “ειδικής έκκλησης”, είμαστε αναγκασμένοι να δούμε το γεγονός σαν μια έξυπνη αφηγηματική κατασκευή, χωρίς καμία βάση στην ιστορική πραγματικότητα. Ας εξετάσουμε τώρα μια άλλη υπόθεση.
Υποθέστε πως αυτοί οι δύο άντρες όντως υπήρξαν. Φαίνεται πιο πιθανό πώς ο Ιησούς και ο Βαραββάς εμπλέκονταν σε κάποια επανάσταση και τελικά είχαν την ατυχία να καταλήξουν σε δίκη. Αυτό σκιαγραφεί τον Ιησού σαν έναν αρχαίο Τζιχαντιστή, όχι σαν έναν δάσκαλο τύπου Γκάντι. Ωστόσο, η απεικόνιση του τυρανικού Πιλάτου ως ενός δειλού που υποκύπτει στις απαιτήσεις του όχλου και σε ένα άγνωστο έθιμο (ανήκουστο έξω απο τα Ευαγγέλια), όπου φυλακισμένοι απελευθερώνονται το Πάσχα, μας δίνει λόγους να πιστέψουμε πως και οι δύο αυτοί άντρες είναι αναδιαμορφωμένοι χαρακτήρες απο την ιστορία του Μπεν Ανανία. Οι συγγραφείς των Ευαγγελίων, ειδικά ο Ιωάννης, διαστρεβλώνουν τις εβραϊκές συνήθειες. Ο Λουκάς 13:10 και ο Μάρκος 1:3-6 ισχυρίζονται πως οι Εβραίοι ηγέτες εξοργίστηκαν επειδή ο Ιησούς θεράπευε το Σάββατο. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη σε κάποια αρχαία πηγή ότι ήταν παράνομο να γίνονται θεραπείες τα Σάββατα. Ο σκοπός αυτών των “αχυράνθρωπων” (δηλαδή κατηγορίες που δεν βασίζονται στην πραγματικότητα) ήταν να μεταφερθεί η ευθύνη για τον θάνατο του Ιησού απο τους Ρωμαίους στους Εβραίους. Οι συγγραφείς των Ευαγγελίων θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε πώς ήταν η υποτιθέμενη βλασφημία του Ιησού για το ότι είναι ο Υιός του θεού που τον σκότωσε και όχι η πρόκληση μιας βίαιης επανάστασης. Ο Ehrman παραθέτει τα “Απόκρυφα του Πιλάτου” (30-32) για να υπογραμμίσει την αυξανόμενη συμπάθεια των Ευαγγελιστών προς το πρόσωπο του Πιλάτου και την μεγέθυνση της ευθύνης για τον θάνατο του Θεού που τώρα μεταφέρεται στους Εβραίους.
Ο λόγος που υπογραμμίζω αυτήν την αντίθεση είναι για να καταδείξω πόσο απομακρυσμένα ήταν τα πρώτα Ευαγγέλια απο οποιονδήποτε ιστορικό Ιησού. Τόσο απομακρυσμένα, που δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το ποιες πληροφορίες σχετικά μ’αυτόν είναι ακριβείς. Συνεπώς η απόρριψη μιας τέτοιας ιστορικής φιγούρας δεν είναι αδικαιολόγητη. Θυμηθείτε πως το Ευαγγέλιο του Μάρκου είναι το πιο πρώιμο (κάπου γύρω στα 70 μ.α.χ.χ) και βρίθει ανακριβειών σχετικά με τις συνήθειες τόσο των Εβραίων, όσο και του Πιλάτου. Δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια βάση για να σταθεί ο κάθε υποστηρικτής της ιστορικότητας. Ο Ehrman πάλι τονίζει οτι οι συγγραφείς των Ευαγγελίων “δεν ήταν προσωπικοί ακόλουθοι του Ιησού. Δεν ήταν κάν απο την ίδια χώρα.”. Δεν γνωρίζω άλλον ιδρυτή θρησκείας που οι βασικοί του βιογράφοι να ήταν απο άλλη χώρα. Ο Κρίσνα, ο Σουαμιναραγιάν, ο Σαϊ Μπάμπα, ο Μωάμεθ, ο Μωυσής, ο Λάο Τσε κλπ, όλοι τους είχαν τις αρχικές βιογραφίες τους γραμμένες στην μητρική τους γλώσσα απο συμπατριώτες τους. Ο Ιησούς είναι η μόνη εξαίρεση απ’όσο γνωρίζω.
Τελικά πιστεύω πώς η επίκληση μιας προφορικής παράδοσης από τον Ehrman είναι ταυτόχρονα και η αναίρεσή του. Θυμηθείτε πως ο Ehrman θεωρεί ότι αυτές οι προφορικές παραδόσεις διατηρούν τον βασικό κορμό της ζωής του Ιησού. Μπορεί να σφάλλουν για τις περισσότερες λεπτομέρειες της ζωής του (ή ίσως όλες), αλλά τουλάχιστον είναι πιστές στο βασικό πλαίσιο. Ο Ehrman παραθέτει μια μελέτη της Susan Clyde για να δείξει πως οι ψεύτικες αναμνήσεις μπορούν να εμφυτευτούν σε ένα άτομο. Η Clancy χρησιμοποιεί το παράδειγμα των απαγωγών απο ΑΤΙΑ για να δείξει πόσο εύκολα εμφυτεύονται ψεύτικες αναμνήσεις στο μυαλό ενός ατόμου. Παραδόξως ο Ehrman δεν βλέπει αυτούς τους παραλληλισμούς για τον κορμό της Ευαγγελικής αφήγησης. Αν ο κορμός των περιγραφών των απαγωγών είναι λάθος, τότε γιατί να μην ισχύει το ίδιο και για την περίπτωση του Ιησού; Ο Ehrman θεωρεί πώς έχει έτοιμη την απάντηση. Υποστηρίζει πως “σχεδόν όλοι οι μελετητές θα συμφωνούσαν πώς κάποιες κομβικές αναμνήσεις απο την τελευταία εβδομάδα του Ιησού θα πρέπει να είναι ακριβείς. Αυτές οι αναμνήσεις καταγράφηκαν ανεξάρτητα, απο διαφορετικές πηγές, και δεν συντηρήθηκαν στην μνήμη με έναν επιβλαβή τρόπο….επιπλέον, δεν υπάρχει κάτι εγγενώς απίθανο σχετικά μ’ αυτές.” Ο Ehrman παραθέτει την σύλληψη στον Κήπο της Γεσθημανής σαν μία απο αυτές τις αναμνήσεις. Εδειξα πιο πάνω γιατί δεν πρέπει να δεχτούμε αυτήν την αφήγηση. Δεν ταιριάζει μ’αυτά που γνωρίζουμε για τον τρόπο λειτουργίας των στρατιωτικών ηγετών της εποχής, ούτε βγάζει νόημα πως “οι Εβραίοι” θα περίμεναν ο Ιησούς να φύγει απο τον αυλόγυρο του Ναού και να συλληφθεί την στιγμή που θα ήταν μόνος στον κήπο με τους μαθητές του. Αυτή η αφήγηση είναι φανταστική.
Δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς απίθανο για μερικές “γενικές ιδέες” για την ζωή του Οσιρι (ήταν βασιλιάς, είχε γυναίκα κλπ), όμως κανένας ιστορικός δεν πιστεύει πως υπήρξε μια τέτοια μορφή. Αλλο παράδειγμα κεντρικών αναμνήσεων που ο Ehrman θεωρεί πώς είναι κοινώς αποδεκτές απο τους μελετητές είναι η σταύρωση του Ιησού “ανάμεσα σε δύο ληστές”. Το πρόβλημα είναι οτι ο Λουκάς και ο Μάρκος δίνουν δύο αντικρουόμενες περιγραφές επάνω σε αυτό. Ο Λουκάς 23:39 λέει πως μόνο ένας ληστής χλεύασε τον Ιησού. Ο Ματθαίος 27:44 λέει πως τον χλεύασαν και οι δύο. Οι συγγραφείς αυτών των αφηγήσεων δεν βρίσκονταν στην Παλαιστίνη για να είναι μάρτυρες. Ούτε ήταν κάποιος απο τους μαθητές. Δεν έχουμε πληροφορία για το ποιος κρατούσε σημειώσεις ή πώς κυκλοφόρησε αυτή η αφήγηση. Μπορούμε να αποκλείσουμε τον Λουκά από την στιγμή που αναφέρεται ξεκάθαρα σε ένα ουράνιο βασίλειο όπου θα κατοικούσε ο ληστής μαζί με τον Ιησού, αντίθετα με την προηγούμενη αφήγηση στον Μάρκο όπου ο Ιησούς κυρήττει πώς η Βασιλεία του Θεού θα ήταν φυσικής δομής. Ο Ιωάννης αφήνει εντελώς απ’ έξω αυτό το γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι δύο απο τα τέσσερα Ευαγγέλια δεν παρέχουν ακριβείς πληροφορίες γι’ αυτό το συμβάν (στην περίπτωση του Ιωάννη καθόλου). Μπορούμε επίσης να αποκλείσουμε και τον Ματθαίο γιατί είναι απίθανο οι Εβραίοι ηγέτες να προσβλήθηκαν απο τον ισχυρισμό του Ιησού οτι είναι Υιός του Θεού. Αυτό δεν θεωρείται προσβολή ακόμα και σήμερα. Αυτός ο τίτλος χρησιμοποιούνταν απο πολλούς χαρακτήρες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Δαβίδ (Ψαλμός 2:7). Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη ο Ιησούς είναι πλέον πλήρως θεοποιημένος (Ιωαν.3:16). Ο Ματθαίος δανείστηκε την αφήγηση απο τον Μάρκο 15:28:32, όπου λέγεται πώς ο Ιησούς εκπλήρωσε μια αρχαία προφητεία. Φυσικά η τολμηρή προφητεία θα μπορούσε να μετακινηθεί απο το αρχικό ιστορικό της πλαίσιο και να εφαρμοστεί στον οποιονδήποτε. Οι δύο ληστές που σταυρώθηκαν με τον Ιησού δεν υπήρξαν. Είναι λογοτεχνικές κατασκευές. Οι δημιουργοί αυτής της αφήγησης είχαν θεολογικά κίνητρα προκειμένου να διατυπώσουν την ύπαρξη άλλων εγκληματιών, όπως ο προαναφερθείς Βαραββάς. Αντίθετα με τα λεγόμενα του Εhrman και άλλων, αυτό απέχει από το να είναι ακριβής ανάμνηση.
Μπορεί να υπάρχει κάποια απόδειξη για τον ιστορικό Ιησού στα γραπτά άλλων Ρωμαίων ιστορικών; Σύμφωνα με τον John Dominic Crossan (2012), υπάρχει επαρκής απόδειξη στα γραπτά του Ρωμαίου Τάκιτου. Ο Crossan διασπά την περιγραφή του Χριστιανισμού απο τον Τάκιτο σε μερικά βασικά σημεία (Annals 15.44): “Κίνημα: Christus, το όνομα του ιδρυτή, Εκτέλεση: ποινή θανάτου επι βασιλείας του Τιβέριου απο τον προκουράτορα Πόντιο Πιλάτο… Εξάπλωση: Οχι τόσο στην Ιουδαία αλλά στην ίδια την πρωτεύουσα”.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να σκεφτούμε πως αυτό το απόσπασμα ήταν μια ύστερη χριστιανική προσθήκη. Πρώτα απ ‘όλα, όπως ο ίδιος ο Ehrman σημείωσε, ο Πιλάτος δεν ήταν προκουράτορας της Ιουδαίας αλλά πρεφέκτος. Η διαφορά είναι σημαντική. Οπως εξηγεί ο Ehrman, o πρεφέκτος ήταν υπεύθυνος για μια μεγαλύτερη περιοχή απ’ ότι ο προκουράτορας. Οπως σημειώνει ο Ray Downing δεν ήταν μέχρι το έτος 41 μ.α.χ.χ, όταν ο τίτλος άλλαξε απο “πρεφέκτος” σε “προκουράτορας”. Ο Τάκιτος κάνει λάθος με τον τίτλο του Πιλάτου. Θα μπορούσαμε βέβαια να του συγχωρήσουμε αυτό το λάθος (γράφει στα 110 μ.α.χ.χ), μόνο αν δεχτούμε πως δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει αυτήν την πληροφορία. Αντίθετα με τον Ιώσηπο, που τουλάχιστον έγραφε στον πρώτο αιώνα, ο Τάκιτος γράφει σχεδόν εκατό χρόνια μετά την υποτιθέμενη σταύρωση.
Ο Robert Van E.Voorst πιστεύει οτι ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος παρέχει αποδείξεις για έναν ιστορικό Ιησού. Η πλήρης περιγραφή του Σουητώνιου στις Ζωές των Καισάρων είναι: “Αυτός (ο Κλαύδιος) απέβαλε τους Εβραίους απο την Ρώμη, διότι συνεχώς προκαλούσαν ταραχές υποκινούμενοι απο έναν Chrestus.” (30). Tα προβλήματα με το απόσπασμα είναι ξεκάθαρα. Πρώτα απ’όλα ο Σουητώνιος γράφει το όνομα λάθος. Ωστόσο ο Van Voorst υποστηρίζει πως “Παρόμοιες ηχητικά λέξεις τον οδήγησαν στο να διαβάσει το Christus σαν Chrestus. Η διαρκής κοινωνική ανησυχία γύρω απο αυτόν τον Christus ανάγκασαν τον Κλαύδιο να καταδιώξει αυτούς τους ταραξίες. Απο την αρχική παρανόηση προέκυψε η ιδέα οτι αυτός ο Chrestus ήταν παρών στην Ρώμη του 40”. (σελ 39). Υπάρχουν και εδώ προβλήματα.
Ο Robert M Price (2013) σημειώνει στην κριτική του στον Voorst “…κάποιος συμπλήρωσε ένα ιστορικό κενό με υποθέσεις πάνω στο τι είδους άτομο, και κάτω απο ποιες συνθήκες, θα πρέπει να ανταποκρίνονταν σε ένα απλό όνομα που είχε γίνει θρησκευτικά αμφιλεγόμενο.” Οπως παρατηρεί νωρίτερα στην ίδια σελίδα: “Τι μπορεί να σημαίνει που ο Σουητώνιος αναφέρει τον Χριστιανικό Ιησού, όταν εξαρχής δεν γνωρίζει το όνομα σωστά, το τοποθετεί σε λάθος μέρος, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, και σε ένα εντελώς διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο;”.
Ένα άλλο επιχείρημα που χρησιμοποιούν συχνά οι απολογητές με τους κοσμικούς ιστορικούς είναι το “επιχείρημα απο το consensus” αλλά αυτό λέγεται και “επίκληση στην αυθεντία”. Ο Ehrman δηλώνει: “Αυτός (ο Ιησούς) σίγουρα υπήρξε, όπως σχεδόν κάθε ικανός μελετητής της αρχαιότητας, Χριστιανός ή μη, συμφωνεί, βασιζόμενος σε συγκεκριμένες και καθαρές αποδείξεις“. Οπως τόνισε ο Frank Zindler (2013), oι περισσότεροι απ’αυτούς τους “ικανούς μελετητές” ήταν ήδη πεπεισμένοι για την ιστορικότητα του Ιησού και, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, για την θεϊκότητα του επίσης.
Ο Ζindler επίσης σημειώνει για την περίπτωση του Erhman, ότι ο τελευταίος δεν έλαβε ποτέ κοσμική εκπαίδευση στην ιστορία πριν γίνει αυθεντία στον τομέα του ιστορικού Ιησού. Ο Εrhman, λέει ο Zindler, φοίτησε σε τρία σχολεία (Moody, Wheaton, και Princeton Theological Seminary) όπου οι φοιτητές ήταν υποχρεωμένοι να υπογράψουν δηλώσεις πίστης επί ποινή αποβολής. Αυτό, τονίζει ο Zindler, δεν είναι σε καμία περίπτωση το ιδανικό περιβάλλον για την αντικειμενική μελέτη του ιστορικού Ιησού. Κάποιος θα συμπεράνει πως αρκετοί απ’αυτούς τους μελετητές δεν κατείχαν ποτέ τα κατάληλα επιστημονικά/ιστοριογραφικά εργαλεία εξ αρχής. Αρα, δεν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε σαν “ικανούς μελετητές” πάνω στο θέμα.
Συμπερασματικά
Ξεκίνησα παρουσιάζοντας τα επιχειρήματα του Erhman για έναν ιστορικό Ιησού, πρώτα λαμβάνοντας υπόψη τις αφηγήσεις της σταύρωσης καθώς και τις αναφορές στον Ιησού απο τον Εβραίο ιστορικό Ιώσηπο. Μετά έδειξα γιατί αποτυγχάνουν αυτά τα επιχειρήματα. Επιχειρηματολόγησα υπέρ της άποψης που θέλει τον Ιησού ως μια αναδιαμορφωμένη εκδοχή του αποκαλυπτικού προφήτη Ιησού Μπεν Ανανία. Επίσης έλαβα υπόψη το επιχείρημα πώς ο Ιησούς αναφέρεται στα γραπτά του Σουητώνιου και του Τάκιτου. Τέλος έδειξα πως αυτές οι αναφορές είναι προσθήκες χριστιανών. Κατέληξα πως με βάση την θεωρία των πιθανοτήτων, ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ σαν ιστορική φιγούρα.
ΔΕΣ:
ΠΟΛΛΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΡΚΕΤΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΜΑΣ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΑΠΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ ΠΟΥ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή