Ἀλλ᾽ οὐδέν, ἔφη, χαλεπόν. ἂν γὰρ εἰσέλθῃς μετὰ Κτησίππου τοῦδε καὶ καθεζόμενος διαλέγῃ, οἶμαι μὲν καὶ αὐτός σοι πρόσεισι —φιλήκοος γάρ, ὦ Σώκρατες, διαφερόντως [206d] ἐστίν, καὶ ἅμα, ὡς Ἑρμαῖα ἄγουσιν, ἀναμεμειγμένοι ἐν ταὐτῷ εἰσιν οἵ τε νεανίσκοι καὶ οἱ παῖδες— πρόσεισιν οὖν σοι. εἰ δὲ μή, Κτησίππῳ συνήθης ἐστὶν διὰ τὸν τούτου ἀνεψιὸν Μενέξενον· Μενεξένῳ μὲν γὰρ δὴ πάντων μάλιστα ἑταῖρος ὢν τυγχάνει. καλεσάτω οὖν οὗτος αὐτόν, ἐὰν ἄρα μὴ προσίῃ αὐτός.
Ταῦτα, ἦν δ᾽ ἐγώ, χρὴ ποιεῖν. Καὶ ἅμα λαβὼν τὸν [206e] Κτήσιππον προσῇα εἰς τὴν παλαίστραν· οἱ δ᾽ ἄλλοι ὕστεροι ἡμῶν ᾖσαν.
Εἰσελθόντες δὲ κατελάβομεν αὐτόθι τεθυκότας τε τοὺς παῖδας καὶ τὰ περὶ τὰ ἱερεῖα σχεδόν τι ἤδη πεποιημένα, ἀστραγαλίζοντάς τε δὴ καὶ κεκοσμημένους ἅπαντας. οἱ μὲν οὖν πολλοὶ ἐν τῇ αὐλῇ ἔπαιζον ἔξω, οἱ δέ τινες τοῦ ἀποδυτηρίου ἐν γωνίᾳ ἠρτίαζον ἀστραγάλοις παμπόλλοις, ἐκ φορμίσκων τινῶν προαιρούμενοι· τούτους δὲ περιέστασαν ἄλλοι θεωροῦντες. ὧν δὴ καὶ ὁ Λύσις ἦν, καὶ εἱστήκει ἐν [207a] τοῖς παισί τε καὶ νεανίσκοις ἐστεφανωμένος καὶ τὴν ὄψιν διαφέρων, οὐ τὸ καλὸς εἶναι μόνον ἄξιος ἀκοῦσαι, ἀλλ᾽ ὅτι καλός τε κἀγαθός. καὶ ἡμεῖς εἰς τὸ καταντικρὺ ἀποχωρήσαντες ἐκαθεζόμεθα —ἦν γὰρ αὐτόθι ἡσυχία— καί τι ἀλλήλοις διελεγόμεθα. περιστρεφόμενος οὖν ὁ Λύσις θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο ἡμᾶς, καὶ δῆλος ἦν ἐπιθυμῶν προσελθεῖν. τέως μὲν οὖν ἠπόρει τε καὶ ὤκνει μόνος προσιέναι, ἔπειτα ὁ Μενέξενος [207b] ἐκ τῆς αὐλῆς μεταξὺ παίζων εἰσέρχεται, καὶ ὡς εἶδεν ἐμέ τε καὶ τὸν Κτήσιππον, ᾔει παρακαθιζησόμενος· ἰδὼν οὖν αὐτὸν ὁ Λύσις εἵπετο καὶ συμπαρεκαθέζετο μετὰ τοῦ Μενεξένου. προσῆλθον δὴ καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ δὴ καὶ ὁ Ἱπποθάλης, ἐπειδὴ πλείους ἑώρα ἐφισταμένους, τούτους ἐπηλυγισάμενος προσέστη ᾗ μὴ ᾤετο κατόψεσθαι τὸν Λύσιν, δεδιὼς μὴ αὐτῷ ἀπεχθάνοιτο· καὶ οὕτω προσεστὼς ἠκροᾶτο.
Καὶ ἐγὼ πρὸς τὸν Μενέξενον ἀποβλέψας, Ὦ παῖ [207c] Δημοφῶντος, ἦν δ᾽ ἐγώ, πότερος ὑμῶν πρεσβύτερος;
Ἀμφισβητοῦμεν, ἔφη.
Οὐκοῦν καὶ ὁπότερος γενναιότερος, ἐρίζοιτ᾽ ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Πάνυ γε, ἔφη.
Καὶ μὴν ὁπότερός γε καλλίων, ὡσαύτως.
Ἐγελασάτην οὖν ἄμφω.
Οὐ μὴν ὁπότερός γε, ἔφην, πλουσιώτερος ὑμῶν, οὐκ ἐρήσομαι· φίλω γάρ ἐστον. ἦ γάρ;
Πάνυ γ᾽, ἐφάτην.
Οὐκοῦν κοινὰ τά γε φίλων λέγεται, ὥστε τούτῳ γε οὐδὲν διοίσετον, εἴπερ ἀληθῆ περὶ τῆς φιλίας λέγετον.
Συνεφάτην.
***
«Αλλά αυτό», είπε, «δεν είναι καθόλου δύσκολο. Αν μπεις στην παλαίστρα με τον Κτήσιππο και καθίσεις εκεί και αρχίσεις να συζητάς, νομίζω ότι θα σε πλησιάσει μόνος του —του αρέσει, αλήθεια, Σωκράτη, υπερβολικά να ακούει συζητήσεις· [206d] κι εξάλλου, επειδή τώρα γιορτάζουν τα Ερμαία, είναι ανακατεμένοι οι νέοι και τα παιδιά— θα έρθει, λοιπόν, κοντά σου. Αλλά κι αν δεν έρθει, γνωρίζει τον Κτήσιππο, τον ξάδελφο του Μενέξενου· ο Μενέξενος είναι ο πιο στενός φίλος του Λύσι. Ας τον φωνάξει, λοιπόν, ο Κτήσιππος, αν τυχόν δεν έρθει μόνος του».
Αυτό πρέπει να κάνουμε, είπα. Και παίρνοντας τον Κτήσιππο [206e] προχώρησα προς την παλαίστρα. Οι άλλοι έρχονταν πίσω μας.
Μόλις μπήκαμε, βρήκαμε τα παιδιά να έχουν τελειώσει τη θυσία, να έχουν σχεδόν τελειώσει και τον τεμαχισμό των σφαγίων και να παίζουν αστράγαλους, στολισμένοι όλοι. Οι περισσότεροι έπαιζαν έξω στην αυλή, μερικοί όμως έπαιζαν μονά ζυγά σε μια γωνιά του αποδυτηρίου με πάρα πολλούς αστράγαλους που τους έπαιρναν από κάτι καλαθάκια. Γύρω τους είχαν σταθεί άλλα παιδιά και τους κοιτούσαν. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Λύσις. Είχε σταθεί [207a] ανάμεσα στα παιδιά και στους νέους, είχε ένα στεφάνι στο κεφάλι του και η μορφή του ξεχώριζε· άξιος να τον πεις όχι μόνον ωραίο, αλλά ωραίο και καλό. Εμείς τραβηχτήκαμε και καθίσαμε ακριβώς απέναντι —γιατί εκεί είχε ησυχία— κι αρχίσαμε κάποια συζήτηση μεταξύ μας. Ο Λύσις γύριζε συχνά πίσω και μας κοιτούσε· ήταν φανερό ότι ήθελε να μας πλησιάσει. Για κάμποσο δίσταζε και δεν έπαιρνε μόνος του το θάρρος να έρθει. Τότε μπαίνει [207b] σε κάποια στιγμή από το προαύλιο ο Μενέξενος που έπαιζε εκεί και μόλις είδε εμένα και τον Κτήσιππο, προχώρησε να καθίσει δίπλα μας. Βλέποντάς τον ο Λύσις τον ακολούθησε και κάθισε κι αυτός πλάι μας μαζί με τον Μενέξενο. Πλησιάσαν τότε και οι άλλοι, κι ο Ιπποθάλης, καθώς έβλεπε πολλούς μαζεμένους εκεί, ήρθε και στάθηκε πίσω τους σ᾽ ένα σημείο, από όπου —όπως πίστευε— ο Λύσις δεν θα τον έβλεπε· γιατί φοβόταν μήπως ενοχληθεί ο Λύσις από την παρουσία του. Στάθηκε, λοιπόν, εκεί και άκουγε.
Γυρίζοντας εγώ τότε στο Μενέξενο τον ρώτησα: Γιε [207c] του Δημοφώντα, ποιός από τους δυο σας είναι πιο μεγάλος;
«Σ᾽αυτό δεν συμφωνούμε», είπε.
Τότε λοιπόν, είπα, θα διαφωνείτε και για το ποιός από τους δύο είναι πιο γενναίος.
«Και βέβαια διαφωνούμε».
Κι ακόμα, για το ποιός είναι πιο όμορφος; Γέλασαν τότε και οι δύο.
Φυσικά, είπα, δεν θα σας ρωτήσω ποιός είναι πιο πλούσιος· γιατί είστε φίλοι. Έτσι δεν είναι;
«Ασφαλώς είμαστε», είπαν.
Λένε, λοιπόν, ότι και τα αγαθά των φίλων είναι κοινά· έτσι σ᾽ αυτό τουλάχιστον δεν θα φιλονικείτε, αν βέβαια είναι αληθινά όσα λέτε για τη φιλία σας.
Ταῦτα, ἦν δ᾽ ἐγώ, χρὴ ποιεῖν. Καὶ ἅμα λαβὼν τὸν [206e] Κτήσιππον προσῇα εἰς τὴν παλαίστραν· οἱ δ᾽ ἄλλοι ὕστεροι ἡμῶν ᾖσαν.
Εἰσελθόντες δὲ κατελάβομεν αὐτόθι τεθυκότας τε τοὺς παῖδας καὶ τὰ περὶ τὰ ἱερεῖα σχεδόν τι ἤδη πεποιημένα, ἀστραγαλίζοντάς τε δὴ καὶ κεκοσμημένους ἅπαντας. οἱ μὲν οὖν πολλοὶ ἐν τῇ αὐλῇ ἔπαιζον ἔξω, οἱ δέ τινες τοῦ ἀποδυτηρίου ἐν γωνίᾳ ἠρτίαζον ἀστραγάλοις παμπόλλοις, ἐκ φορμίσκων τινῶν προαιρούμενοι· τούτους δὲ περιέστασαν ἄλλοι θεωροῦντες. ὧν δὴ καὶ ὁ Λύσις ἦν, καὶ εἱστήκει ἐν [207a] τοῖς παισί τε καὶ νεανίσκοις ἐστεφανωμένος καὶ τὴν ὄψιν διαφέρων, οὐ τὸ καλὸς εἶναι μόνον ἄξιος ἀκοῦσαι, ἀλλ᾽ ὅτι καλός τε κἀγαθός. καὶ ἡμεῖς εἰς τὸ καταντικρὺ ἀποχωρήσαντες ἐκαθεζόμεθα —ἦν γὰρ αὐτόθι ἡσυχία— καί τι ἀλλήλοις διελεγόμεθα. περιστρεφόμενος οὖν ὁ Λύσις θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο ἡμᾶς, καὶ δῆλος ἦν ἐπιθυμῶν προσελθεῖν. τέως μὲν οὖν ἠπόρει τε καὶ ὤκνει μόνος προσιέναι, ἔπειτα ὁ Μενέξενος [207b] ἐκ τῆς αὐλῆς μεταξὺ παίζων εἰσέρχεται, καὶ ὡς εἶδεν ἐμέ τε καὶ τὸν Κτήσιππον, ᾔει παρακαθιζησόμενος· ἰδὼν οὖν αὐτὸν ὁ Λύσις εἵπετο καὶ συμπαρεκαθέζετο μετὰ τοῦ Μενεξένου. προσῆλθον δὴ καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ δὴ καὶ ὁ Ἱπποθάλης, ἐπειδὴ πλείους ἑώρα ἐφισταμένους, τούτους ἐπηλυγισάμενος προσέστη ᾗ μὴ ᾤετο κατόψεσθαι τὸν Λύσιν, δεδιὼς μὴ αὐτῷ ἀπεχθάνοιτο· καὶ οὕτω προσεστὼς ἠκροᾶτο.
Καὶ ἐγὼ πρὸς τὸν Μενέξενον ἀποβλέψας, Ὦ παῖ [207c] Δημοφῶντος, ἦν δ᾽ ἐγώ, πότερος ὑμῶν πρεσβύτερος;
Ἀμφισβητοῦμεν, ἔφη.
Οὐκοῦν καὶ ὁπότερος γενναιότερος, ἐρίζοιτ᾽ ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Πάνυ γε, ἔφη.
Καὶ μὴν ὁπότερός γε καλλίων, ὡσαύτως.
Ἐγελασάτην οὖν ἄμφω.
Οὐ μὴν ὁπότερός γε, ἔφην, πλουσιώτερος ὑμῶν, οὐκ ἐρήσομαι· φίλω γάρ ἐστον. ἦ γάρ;
Πάνυ γ᾽, ἐφάτην.
Οὐκοῦν κοινὰ τά γε φίλων λέγεται, ὥστε τούτῳ γε οὐδὲν διοίσετον, εἴπερ ἀληθῆ περὶ τῆς φιλίας λέγετον.
Συνεφάτην.
***
«Αλλά αυτό», είπε, «δεν είναι καθόλου δύσκολο. Αν μπεις στην παλαίστρα με τον Κτήσιππο και καθίσεις εκεί και αρχίσεις να συζητάς, νομίζω ότι θα σε πλησιάσει μόνος του —του αρέσει, αλήθεια, Σωκράτη, υπερβολικά να ακούει συζητήσεις· [206d] κι εξάλλου, επειδή τώρα γιορτάζουν τα Ερμαία, είναι ανακατεμένοι οι νέοι και τα παιδιά— θα έρθει, λοιπόν, κοντά σου. Αλλά κι αν δεν έρθει, γνωρίζει τον Κτήσιππο, τον ξάδελφο του Μενέξενου· ο Μενέξενος είναι ο πιο στενός φίλος του Λύσι. Ας τον φωνάξει, λοιπόν, ο Κτήσιππος, αν τυχόν δεν έρθει μόνος του».
Αυτό πρέπει να κάνουμε, είπα. Και παίρνοντας τον Κτήσιππο [206e] προχώρησα προς την παλαίστρα. Οι άλλοι έρχονταν πίσω μας.
Μόλις μπήκαμε, βρήκαμε τα παιδιά να έχουν τελειώσει τη θυσία, να έχουν σχεδόν τελειώσει και τον τεμαχισμό των σφαγίων και να παίζουν αστράγαλους, στολισμένοι όλοι. Οι περισσότεροι έπαιζαν έξω στην αυλή, μερικοί όμως έπαιζαν μονά ζυγά σε μια γωνιά του αποδυτηρίου με πάρα πολλούς αστράγαλους που τους έπαιρναν από κάτι καλαθάκια. Γύρω τους είχαν σταθεί άλλα παιδιά και τους κοιτούσαν. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Λύσις. Είχε σταθεί [207a] ανάμεσα στα παιδιά και στους νέους, είχε ένα στεφάνι στο κεφάλι του και η μορφή του ξεχώριζε· άξιος να τον πεις όχι μόνον ωραίο, αλλά ωραίο και καλό. Εμείς τραβηχτήκαμε και καθίσαμε ακριβώς απέναντι —γιατί εκεί είχε ησυχία— κι αρχίσαμε κάποια συζήτηση μεταξύ μας. Ο Λύσις γύριζε συχνά πίσω και μας κοιτούσε· ήταν φανερό ότι ήθελε να μας πλησιάσει. Για κάμποσο δίσταζε και δεν έπαιρνε μόνος του το θάρρος να έρθει. Τότε μπαίνει [207b] σε κάποια στιγμή από το προαύλιο ο Μενέξενος που έπαιζε εκεί και μόλις είδε εμένα και τον Κτήσιππο, προχώρησε να καθίσει δίπλα μας. Βλέποντάς τον ο Λύσις τον ακολούθησε και κάθισε κι αυτός πλάι μας μαζί με τον Μενέξενο. Πλησιάσαν τότε και οι άλλοι, κι ο Ιπποθάλης, καθώς έβλεπε πολλούς μαζεμένους εκεί, ήρθε και στάθηκε πίσω τους σ᾽ ένα σημείο, από όπου —όπως πίστευε— ο Λύσις δεν θα τον έβλεπε· γιατί φοβόταν μήπως ενοχληθεί ο Λύσις από την παρουσία του. Στάθηκε, λοιπόν, εκεί και άκουγε.
Γυρίζοντας εγώ τότε στο Μενέξενο τον ρώτησα: Γιε [207c] του Δημοφώντα, ποιός από τους δυο σας είναι πιο μεγάλος;
«Σ᾽αυτό δεν συμφωνούμε», είπε.
Τότε λοιπόν, είπα, θα διαφωνείτε και για το ποιός από τους δύο είναι πιο γενναίος.
«Και βέβαια διαφωνούμε».
Κι ακόμα, για το ποιός είναι πιο όμορφος; Γέλασαν τότε και οι δύο.
Φυσικά, είπα, δεν θα σας ρωτήσω ποιός είναι πιο πλούσιος· γιατί είστε φίλοι. Έτσι δεν είναι;
«Ασφαλώς είμαστε», είπαν.
Λένε, λοιπόν, ότι και τα αγαθά των φίλων είναι κοινά· έτσι σ᾽ αυτό τουλάχιστον δεν θα φιλονικείτε, αν βέβαια είναι αληθινά όσα λέτε για τη φιλία σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου