Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Λύσις (205a-206c)

Καὶ ἐγὼ εἶπον· Ὦ Ἱππόθαλες, οὔ τι τῶν μέτρων δέομαι [205b] ἀκοῦσαι οὐδὲ μέλος εἴ τι πεποίηκας εἰς τὸν νεανίσκον, ἀλλὰ τῆς διανοίας, ἵνα εἰδῶ τίνα τρόπον προσφέρῃ πρὸς τὰ παιδικά.
Ὅδε δήπου σοι, ἔφη, ἐρεῖ· ἀκριβῶς γὰρ ἐπίσταται καὶ μέμνηται, εἴπερ, ὡς λέγει, ὑπ᾽ ἐμοῦ ἀεὶ ἀκούων διατεθρύληται.
Νὴ τοὺς θεούς, ἔφη ὁ Κτήσιππος, πάνυ γε. καὶ γάρ ἐστι καταγέλαστα, ὦ Σώκρατες. τὸ γὰρ ἐραστὴν ὄντα καὶ διαφερόντως τῶν ἄλλων τὸν νοῦν προσέχοντα τῷ παιδὶ ἴδιον [205c] μὲν μηδὲν ἔχειν λέγειν ὃ οὐχὶ κἂν παῖς εἴποι, πῶς οὐχὶ καταγέλαστον; ἃ δὲ ἡ πόλις ὅλη ᾄδει περὶ Δημοκράτους καὶ Λύσιδος τοῦ πάππου τοῦ παιδὸς καὶ πάντων πέρι τῶν προγόνων, πλούτους τε καὶ ἱπποτροφίας καὶ νίκας Πυθοῖ καὶ Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ τεθρίπποις τε καὶ κέλησι, ταῦτα ποιεῖ τε καὶ λέγει, πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τούτων κρονικώτερα. τὸν γὰρ τοῦ Ἡρακλέους ξενισμὸν πρῴην ἡμῖν ἐν ποιήματί τινι διῄει, ὡς διὰ τὴν τοῦ Ἡρακλέους συγγένειαν ὁ πρόγονος αὐτῶν [205d] ὑποδέξαιτο τὸν Ἡρακλέα, γεγονὼς αὐτὸς ἐκ Διός τε καὶ τῆς τοῦ δήμου ἀρχηγέτου θυγατρός, ἅπερ αἱ γραῖαι ᾄδουσι, καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα, ὦ Σώκρατες· ταῦτ᾽ ἐστὶν ἃ οὗτος λέγων τε καὶ ᾄδων ἀναγκάζει καὶ ἡμᾶς ἀκροᾶσθαι.
Καὶ ἐγὼ ἀκούσας εἶπον· Ὦ καταγέλαστε Ἱππόθαλες, πρὶν νενικηκέναι ποιεῖς τε καὶ ᾄδεις εἰς σαυτὸν ἐγκώμιον;
Ἀλλ᾽ οὐκ εἰς ἐμαυτόν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, οὔτε ποιῶ οὔτε ᾄδω.
Οὐκ οἴει γε, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Τὸ δὲ πῶς ἔχει; ἔφη.
[205e] Πάντων μάλιστα, εἶπον, εἰς σὲ τείνουσιν αὗται αἱ ᾠδαί. ἐὰν μὲν γὰρ ἕλῃς τὰ παιδικὰ τοιαῦτα ὄντα, κόσμος σοι ἔσται τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσθέντα καὶ τῷ ὄντι ἐγκώμια ὥσπερ νενικηκότι, ὅτι τοιούτων παιδικῶν ἔτυχες· ἐὰν δέ σε διαφύγῃ, ὅσῳ ἂν μείζω σοι εἰρημένα ᾖ ἐγκώμια περὶ τῶν παιδικῶν, τοσούτῳ μειζόνων δόξεις καλῶν τε καὶ ἀγαθῶν ἐστερημένος [206a] καταγέλαστος εἶναι. ὅστις οὖν τὰ ἐρωτικά, ὦ φίλε, σοφός, οὐκ ἐπαινεῖ τὸν ἐρώμενον πρὶν ἂν ἕλῃ, δεδιὼς τὸ μέλλον ὅπῃ ἀποβήσεται. καὶ ἅμα οἱ καλοί, ἐπειδάν τις αὐτοὺς ἐπαινῇ καὶ αὔξῃ, φρονήματος ἐμπίμπλανται καὶ μεγαλαυχίας· ἢ οὐκ οἴει;
Ἔγωγε, ἔφη.
Οὐκοῦν ὅσῳ ἂν μεγαλαυχότεροι ὦσιν, δυσαλωτότεροι γίγνονται;
Εἰκός γε.
Ποῖός τις οὖν ἄν σοι δοκεῖ θηρευτὴς εἶναι, εἰ ἀνασοβοῖ θηρεύων καὶ δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιοῖ;
[206b] Δῆλον ὅτι φαῦλος.
Καὶ μὲν δὴ λόγοις τε καὶ ᾠδαῖς μὴ κηλεῖν ἀλλ᾽ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία· ἦ γάρ;
Δοκεῖ μοι.
Σκόπει δή, ὦ Ἱππόθαλες, ὅπως μὴ πᾶσι τούτοις ἔνοχον σαυτὸν ποιήσεις διὰ τὴν ποίησιν· καίτοι οἶμαι ἐγὼ ἄνδρα ποιήσει βλάπτοντα ἑαυτὸν οὐκ ἄν σε ἐθέλειν ὁμολογῆσαι ὡς ἀγαθός ποτ᾽ ἐστὶν ποιητής, βλαβερὸς ὢν ἑαυτῷ.
Οὐ μὰ τὸν Δία, ἔφη· πολλὴ γὰρ ἂν ἀλογία εἴη. ἀλλὰ διὰ [206c] ταῦτα δή σοι, ὦ Σώκρατες, ἀνακοινοῦμαι, καὶ εἴ τι ἄλλο ἔχεις, συμβούλευε τίνα ἄν τις λόγον διαλεγόμενος ἢ τί πράττων προσφιλὴς παιδικοῖς γένοιτο.
Οὐ ῥᾴδιον, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰπεῖν· ἀλλ᾽ εἴ μοι ἐθελήσαις αὐτὸν ποιῆσαι εἰς λόγους ἐλθεῖν, ἴσως ἂν δυναίμην σοι ἐπιδεῖξαι ἃ χρὴ αὐτῷ διαλέγεσθαι ἀντὶ τούτων ὧν οὗτοι λέγειν τε καὶ ᾄδειν φασί σε.

***
 Κι εγώ του είπα, Ιπποθάλη, δεν θέλω να ακούσω ούτε στίχους από τα ποιήματα [205b] ούτε καμιά ωδή που ίσως να έχεις γράψει για τον νέο, αλλά μόνο το νόημά τους, για να δω πώς τον πλησιάζεις.
«Υποθέτω, θα σου τα πει αυτός εδώ», είπε· «γιατί τα ξέρει καλά και τα θυμάται, αφού, καθώς λέει, έχει ξεκουφαθεί ακούγοντάς τα συνεχώς».
«Μά το θεό, πάρα πολύ», είπε ο Κτήσιππος. «Κι είναι πραγματικά να γελάς, Σωκράτη. Γιατί πώς δεν είναι για γέλια που ενώ είναι εραστής και έχει το νου του στο αγόρι πιο πολύ από κάθε άλλον, ωστόσο [205c] δεν βρίσκει να του πει τίποτε ιδιαίτερο, που θα μπορούσε ακόμη κι ένα μικρό παιδί να το έλεγε; Αυτά που τραγουδάει ολόκληρη η πόλη για το Δημοκράτη και το Λύσι, τον παππού του νέου, και για όλους τους προγόνους, για τα πλούτη τους, τα άλογά τους, τις νίκες στους Δελφούς, στον Ισθμό και στη Νεμέα, στις αρματοδρομίες και στους ιππικούς αγώνες, αυτά τα ίδια γράφει και λέει κι ο Ιπποθάλης και εκτός απ᾽ αυτά μερικά ακόμη πιο παμπάλαια πράγματα. Για να καταλάβεις Σωκράτη, πριν λίγες μέρες μάς περιέγραφε σε κάποιο ποίημά του τη φιλοξενία του Ηρακλή: πώς ο πρόγονός τους [205d] που ήταν συγγενής με τον Ηρακλή υποδέχτηκε τον Ηρακλή έχοντας ο ίδιος γεννηθεί από το Δία και τη θυγατέρα του ιδρυτή του δήμου τους, δηλαδή ό,τι ακριβώς ψέλνουν οι γριές κι άλλα πολλά παρόμοια, Σωκράτη. Νά τί λέει και τραγουδάει αναγκάζοντάς μας να τον ακούμε».
Κι εγώ, όταν τα άκουσα αυτά, είπα: Καταγέλαστε Ιπποθάλη, προτού νικήσεις, φτιάχνεις και ψέλνεις εγκώμιο στον εαυτό σου;
«Για τον εαυτό μου, Σωκράτη» είπε εκείνος, «ούτε ποιήματα γράφω ούτε ύμνους ψέλνω».
Νομίζεις ότι δεν το κάνεις, είπα εγώ.
«Αλλά τότε λοιπόν τί κάνω;» ρώτησε εκείνος.
[205e] Οι ύμνοι αυτοί, είπα, απευθύνονται προπάντων σ᾽ εσένα. Γιατί, αν κερδίσεις τον αγαπημένο σου που είναι τόσο σπουδαίος, όλα όσα είπες κι έψαλλες γι᾽ αυτόν θα γίνουν, στ᾽ αλήθεια, τιμή δική σου και εγκώμια νικητήρια, αφού κέρδισες τέτοιο φίλο. Αν όμως σου ξεφύγει, όσο μεγαλύτερα εγκώμια είχες πει για το αγαπημένο σου πρόσωπο, [206a] τόσο πιο καταγέλαστος θα γίνεις, αφού θα έχεις στερηθεί τέτοια πολύτιμα αγαθά. Όποιος λοιπόν, φίλε, έχει πείρα στον έρωτα δεν παινεύει τον αγαπημένο προτού τον κατακτήσει, γιατί σκέπτεται και την κατάληξη που μπορεί να έχει αυτή η ιστορία. Κι έπειτα, βλέπεις, αυτά τα όμορφα αγόρια, όταν τα παινεύεις και τα εκθειάζεις, γίνονται αλαζονικά και περήφανα. Ή μήπως δεν είναι έτσι;
«Βέβαια», είπε.
Και όσο πιο περήφανα είναι, τόσο πιο δύσκολα μπορεί κανείς να τα κατακτήσει.
«Φυσικά».
Τί κυνηγός, λοιπόν, νομίζεις ότι είναι αυτός που στο κυνήγι απάνω ερεθίζει το θήραμα και το κάνει πιο δύσκολο;
[206b] «Ασφαλώς πολύ κακός».
«Επομένως είναι χοντρό λάθος να αγριεύεις κάποιον με λόγια και ωδές, αντί να τον σαγηνεύεις.
«Νομίζω».
Πρόσεχε λοιπόν, Ιπποθάλη, μήπως με όλα αυτά πάθεις κι εσύ το ίδιο· παρόλο που πραγματικά πιστεύω ότι έναν άνθρωπο που με τα ποιήματά του βλάπτει τον εαυτό του δεν θα τον παραδεχόσουν για καλό ποιητή, αφού μόνος του κάνει ζημιά στον εαυτό του.
«Όχι, μα το Δία», είπε. «Θα ήταν πολύ παράλογο. Αλλά [206c] γι᾽ αυτό ακριβώς, Σωκράτη, σου φανερώνω τα αισθήματά μου και σου ζητώ να μου δώσεις οποιαδήποτε συμβουλή έχεις, πώς πρέπει να μιλάει κανείς με τον αγαπημένο του ή τί πρέπει να κάνει για να του γίνει αρεστός».
Δεν είναι εύκολο να το εκφράσω, απάντησα· αν όμως μου τον έφερνες εδώ να κουβεντιάσουμε, ίσως τότε μπορούσα να σου δείξω τί πρέπει να του λες, αντί για όσα αυτοί ισχυρίζονται ότι λες και τραγουδάς τώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου