Η θρησκεία και το «πρόβλημα της ζωής»
Δεν σκοπεύουμε να δώσουμε πολύ μεγάλο βάρος στις παραπάνω ιστορικές-κοινωνιολογικές εκτιμήσεις, διότι το πρόβλημα αν η επιστήμη και η θρησκεία είναι πράγματα ασυμβίβαστα ή μη είναι ζήτημα αξιώματος και όχι γεγονότος, δηλαδή δεν μπορεί να λυθεί λαμβάνοντας υπόψη στατιστικά μεγέθη: εάν υπάρχουν περισσότεροι πιστοί ή άπιστοι επιστήμονες. Επομένως, αφού έχουμε απεικονίσει επαρκώς στις σελίδες αυτού του βιβλίου «τι» είναι η επιστήμη (συμπεριλαμβανομένης και της τρέχουσας μορφής της τεχνοεπιστήμης), πρέπει να πούμε, τουλάχιστον σε συντομία, τι εννοούμε με τον όρο θρησκεία, όσο κι αν το ερώτημα φαίνεται περιττό.
Συνεπώς, διευκρινίζουμε ότι, όσον αφορά την κουβέντα μας, ως θρησκεία εννοούμε εκείνη τη στάση που βασίζεται στην παραδοχή ότι υπάρχει μια σφαίρα της πραγματικότητας η οποία είναι ιερή, ανώτερη από την ορατή πραγματικότητα (υπερφυσική) και από την οποία εξαρτάται ο ορατός κόσμος. Αυτή η σφαίρα του υπερφυσικού ονομάζεται συνήθως η σφαίρα του θείου και μπορεί να γίνει κατανοητή, όπως και πράγματι έγινε, με πολλούς τρόπους μέσα στους διαφορετικούς πολιτισμούς. Κοινή σε αυτές τις προοπτικές είναι η πεποίθηση ότι το θείο είναι προικισμένο με εξαιρετικές δυνάμεις και, ειδικότερα, μπορεί να παρέμβει στην πορεία των κοσμικών γεγονότων και ειδικά σε αυτά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Εξίσου συχνή είναι η πεποίθηση ότι είναι δυνατόν κανείς να έρθει σε επαφή με το θείο, να λάβει βοήθεια και συμβουλές σχετικά με τον σωστό τρόπο δράσης. Αυτή η ανθρώπινη στάση γίνεται συγκεκριμένη μέσα από τις διάφορες ιστορικές θρησκείες, καθεμία από τις οποίες έχει αναπτύξει τη δική της «αναπαράσταση» του θείου (πολυθεϊστική ή μονοθεϊστική, εμμανιστική ή υπερβατική), των σχέσεων με τον φυσικό και ανθρώπινο κόσμο, καθώς και μια σειρά από τελετές σε επαφή με αυτό. Από όλα αυτά προήλθαν οι κοσμολογικές οπτικές, οι ηθικοί κώδικες και οι αντιλήψεις για τη φύση του ανθρώπου και τη δομή της κοινωνίας.
Σε κάθε θρησκεία, δημιουργείται μια τάξη ανθρώπων (ιερείς) επιφορτισμένη με την αφοσίωση σε αυτές τις σχέσεις με το θείο, το οποίο, συνήθως, βασίζεται σε κάποια μορφή παρατεταμένης αποκάλυψης, σε μια παράδοση της οποίας οι ιερείς θεωρούνται θεματοφύλακες. Πώς εξηγείται αυτό το τόσο γενικό άνοιγμα του ανθρώπου στο ιερό και το θείο; Κάθε άτομο φιλοδοξεί να λύσει με τον καλύτερο τρόπο το καθολικό πρόβλημα της ύπαρξής του, δηλαδή να ενεργεί με τον «σωστό» τρόπο μέσα στον κόσμο της ζωής όπου βρέθηκε, χωρίς να το έχει επιλέξει. Αυτός ο «κόσμος της ζωής» περιλαμβάνει ό,τι κατά κάποιο τρόπο είναι παρόν, από το φυσικό τοπίο, το οικογενειακό πλαίσιο, τα κοινωνικά έθιμα, τις πολιτιστικές παραδόσεις, τους θεσμούς, τις πεποιθήσεις, τις ηθικές αρχές που «περιβάλλουν» την ύπαρξή μας. Αλλά περιλαμβάνει επίσης την δική μας ατομική συγκρότηση: τα χρωμοσώματά μας, τις κλίσεις και τις συνήθειές μας, τις συναισθηματικές μας σχέσεις, τις γνώσεις μας, σε απλή γλώσσα: ολόκληρη την ατομική μας ιστορία.
Το άτομο αναπόφευκτα βρίσκεται υπό αυτόν τον κόσμο της ζωής, αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ότι κανένας τρόπος δράσης (μέσα σε αυτόν) δεν είναι ισοδύναμος με οποιονδήποτε άλλο και θέλει να επιλέξει τον δικό του τρόπο, ώστε να είναι παρών και ενεργό, και ταυτόχρονα αυτό να το κάνει με τον καλύτερο τρόπο για το ίδιο. Εν ολίγοις, κανείς δεν θέλει να σπαταλήσει τη ζωή του, αντιθέτως επιθυμεί να «περισώσει την αξία του» και αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε «το πρόβλημα της ζωής».
Προκειμένου να αποφευχθεί αυτή η σπατάλη και η απώλεια, είναι απαραίτητο να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο της ζωής, σε μια συνεχή σύμπλεξη γνώσης, ερμηνείας και δράσης, στην οποία ορισμένες φορές η αληθινή γνώση και η σωστή ερμηνεία μπορούν να αναζητηθούν από πνευματική περιέργεια, από στοχαστικό πνεύμα, για την «αγάπη της γνώσης», αλλά που έχουν επίσης ένα βαθύτερο νόημα και ανταποκρίνονται σε μια πιο ριζοσπαστική ανάγκη, αυτή της εγγύησης του «σωστού» τύπου δράσης, που αντιστοιχεί στο «τι είναι καλό να κάνω».
Ονομάζουμε σοφία μια γνώση προσανατολισμένη και σχεδιασμένη με αυτή την έννοια. Θέλοντας να μεταφραστεί σε κρίσεις σχετικά με το «τι είναι καλό να κάνουμε και τι όχι», η σοφία δεν μπορεί να βασίζεται μόνο σε πραγματικές γνώσεις (de facto), δηλαδή σε εμπειρικά επαληθεύσιμες μερικές γνώσεις, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει και πολύ πιο γενικές γνώσεις που προέρχονται από τις ερμηνείες των γεγονότων, οι οποίες επιδιώκουν να σκιαγραφήσουν πώς είναι ο κόσμος και πώς είμαστε εμείς, και πρέπει ακόμη να περιλαμβάνει πολλούς και διαφορετικούς τύπους γνώσης, που αφορούν τις αξίες και τις υποχρεώσεις.
Όσον αφορά τον φυσικό κόσμο, οι φυσικές επιστήμες προσφέρουν έναν όλο και αυξανόμενο πλούτο γνώσεων, που τάχιστα εφαρμόζονται στα τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά και σε σχέση με τον ιστορικό-κοινωνικό κόσμο, οι επιστήμες του ανθρώπου μας προσφέρουν πλούτο γεγονότων και ερμηνειών που αναμφίβολα μας βοηθούν να κατανοήσουμε πώς τα εννοιολογικά μας συστήματα, οι τρόποι κατηγοριοποίησης του κόσμου, οι ερμηνείες μας για την κοινωνία και την ιστορία, οι αξίες που εμπνέουν τους θεσμούς και τις δράσεις μας, ο τρόπος ζωής μας έχουν ωριμάσει ιστορικά.
Η γνώση και η κατανόηση «από πού προέρχονται» και «πώς» δημιουργήθηκαν όλα τούτα, είναι πολύ σημαντική ώστε να μπορούμε να τα προσεγγίσουμε κριτικά και να δικαιολογήσουμε την εγκυρότητά τους ακόμη και στην παρούσα κατάσταση. Ωστόσο, προειδοποιούμε ότι όλες αυτές οι συνεισφορές δεν είναι αρκετές να ικανοποιήσουν αυτή την κλήση στην οποία από την αρχαιότητα είχε εντοπιστεί η ουσία της σοφίας: «το γνῶθι σ' αὐτόν».
Πράγματι, μόνο αφού καταλάβουμε επαρκώς «τι είμαστε», αποκτά νόημα το ερώτημα «τι πρέπει να κάνουμε» για να φροντίσουμε τον εαυτό μας, να μην σπαταλήσουμε τη ζωή μας, να καταλάβουμε τις σχέσεις που πρέπει να δημιουργήσουμε μεταξύ μας, στον κόσμο και την κοινωνία. Καθ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, οι θρησκείες παρείχαν απαντήσεις σε πανανθρώπινα ερωτήματα, κάποια συνοψίζονται εδώ, παρέχοντας τις ερμηνείες του κόσμου, του ανθρώπου, της κοινωνίας που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επίλυση του «προβλήματος της ζωής» και συνεχίζουν να επιτελούν αυτή τη λειτουργία ακόμα και σήμερα. Μέσα στον δυτικό πολιτισμό (λιγότερο συγκεκριμένα και σε κάποιους άλλους) οι φιλοσοφίες φρόντιζαν να απαντούν σ’ αυτά τα ερωτήματα.
Σήμερα η φωνή της θρησκείας ακούγεται λιγότερο, θεωρείται ότι μπορεί να μιλήσει μόνο στην ιδιωτική συνείδηση και η φιλοσοφία, σε μεγάλο βαθμό, αποφεύγει να αντιμετωπίζει τα «μεγάλα προβλήματα» του ανθρώπου, ενώ θεωρείται ότι ο δημόσιος λόγος (δηλαδή ο διυποκειμενικός) είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της επιστήμης. Αλλά είναι δυνατόν να επιφορτιστεί με μια τέτοια λειτουργία η επιστήμη;
Η «επίδοση νοήματος» στον κόσμο της ζωής
Έχουμε ήδη δει κάποιους λόγους για τους οποίους η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι αρνητική όταν ασχοληθήκαμε με την «φυσικοποίηση» του ανθρώπου, όπου χρειάστηκε να αναγνωρίσουμε ότι αυτή μπορεί να ιδωθεί όχι τόσο ως πρόοδος, αλλά ως οπισθοδρόμηση σε ένα όραμα «προ-Σωκρατικού» τύπου. Σε όσα έχουν ήδη ειπωθεί, θέλουμε να προσθέσουμε ότι αυτή η προοπτική εμποδίζει τον άνθρωπο να λύσει το «πρόβλημα της ζωής του», καθώς αποκλείει τη δυνατότητα να δώσει στη ζωή ένα πραγματικό νόημα, και αυτό επειδή, όπως επιμείναμε, οι μοντέρνες επιστήμες (τόσο οι φυσικές όσο και αυτές του ανθρώπου) έχουν εξορίσει, από το εννοιολογικό τους υπόβαθρο, την έννοια του σκοπού. Είναι ξεκάθαρο ότι, όπου δεν μπορεί κανείς να αναγνωρίσει έναν σκοπό, δεν μπορεί καν να αναγνωρίσει ένα νόημα. Πράγματι το νόημα δεν του αποκαλύπτεται όταν μπορεί απλά να πει: «αυτό συμβαίνει εξαιτίας» αντί να πει «ενόψει ποιου πράγματος συμβαίνει αυτό».
Αυτό προκύπτει ήδη από τη μελέτη μιας εκ των εννοιολογήσεων του «νοήματος», που το θεωρεί συνώνυμο ή εξειδίκευση της «κατεύθυνσης», δηλαδή ως ένδειξη μιας πορείας «προς τα εκεί…». Η ανάγκη νοήματος, με τη βαθύτερη έννοια, εμφανίζεται και στον διαφορετικό τρόπο που σε συγκεκριμένες περιστάσεις προσεγγίζεται το ερώτημα «γιατί;». Για παράδειγμα, αναρωτιόμαστε «γιατί η λευχαιμία οδήγησε στο θάνατο αυτού του αθώου παιδιού;». Εάν η απάντησή μας περιοριζόταν σε γενετικές, περιβαλλοντικές και φυσιολογικές αιτίες που είναι ικανές να «εξηγήσουν» αυτό το τρομερό κακό, σίγουρα δεν θα θεωρούσαμε ότι πήραμε και την απάντηση που ψάχνουμε.
Ο λόγος για τον οποίο θα θέλαμε να μάθουμε, έχει ακριβώς να κάνει με το «αγωνιώδες πρόβλημα του κακού», το οποίο έχει ταλαιπωρήσει για αιώνες τη φιλοσοφία και τη θεολογία και στο οποίο καμία επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει, ακριβώς επειδή είναι ένα υπαρξιακό ερώτημα που αναζητά μια αίσθηση νοηματοδότησης αυτού του φυσικού γεγονότος, την πιθανότητα δηλαδή να το εγγράψει σε κάποιο σχέδιο ή σκοπό όπου αυτό δεν θα μπορεί πλέον να εμφανίζεται ως το απόλυτο κακό. Επομένως, η παγκοσμιοποίηση του μηχανιστικο-επιστημονικού σχήματος, το οποίο αναλύσαμε σε αυτόν τον τόμο, κατέληξε να καταστείλει το νόημα, όχι μόνο όσον αφορά τον άψυχο κόσμο, αλλά και όσον αφορά τον κόσμο της ζωής, ακόμη κι αν αυτή κατανοείται αποκλειστικά και μόνο με τη βιολογική της έννοια.
Το τελευταίο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε με τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου: ενώ ο εξελικτισμός του Λαμάρκ αναγνώριζε ακόμη στη ζωντανή ύλη μια εγγενή τάση να δημιουργεί, στο υψηλότερο επίπεδο συμβατό με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, ένα ενυπάρχον σχέδιο, η θεωρία του Δαρβίνου εφαρμόζει στα έμβια όντα το σχήμα μιας ντετερμινιστικής πορείας της ζωής ως το αποτέλεσμα αμιγώς εξωτερικών αιτιών, που ενεργούν χωρίς ένα σχέδιο και σε υλικές συνθήκες που προκύπτουν τυχαία. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται απλά το προϊόν αυτών των τυχαίων μηχανισμών όχι μόνο σε σχέση με τη βιολογική του δομή, αλλά και (σύμφωνα με τις νατουραλιστικές προοπτικές που έχουμε λάβει υπόψη) σε όλες τις «υψηλότερες» διαστάσεις του.
Φαίνεται λοιπόν αναπόφευκτο ότι μέσα στα ερμηνευτικά πλαίσια του ανθρώπου και του κόσμου που παρέχονται από το σύμπλεγμα των επιστημών, δεν μπορούν καν να διατυπωθούν ερωτήματα σχετικά με το νόημα της ζωής. Στην πραγματικότητα, αυτά τα ερωτήματα είναι δυνατά μόνο αν θεωρήσουμε ότι μπορεί να υπάρχουν διαστάσεις της πραγματικότητας -και της ύπαρξης- που δεν μπορούν να εκπέσουν σε αυτό που είναι εμπειρικά εξακριβώσιμο ή επαληθεύσιμο και για τα οποία μπορεί ωστόσο να γίνει μια ορθολογική έρευνα.
Το να διασχίσουν τον ορίζοντα της εμπειρισμού δεν τα καταδικάζει να είναι «χωρίς νόημα», ούτε τα υποβιβάζει σε απλές συναισθηματικές καταστάσεις, απαιτεί όμως την αποδοχή σημασιολογικών κριτηρίων που είναι διαφορετικά από εκείνα που υιοθετήθηκαν από τις επιστήμες, και αυτό για το απλό γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι «καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται» όταν τίθενται αυτά τα ερωτήματα (κάτι που θα ήταν αδύνατο αν δεν είχαν νόημα), και όχι μόνο· συνειδητοποιούν ότι αυτά είναι ακριβώς τα θεμελιώδη ζητήματα που μας θέτει ο κόσμος της ζωής: τα προβλήματα νοήματος, δηλαδή υπαρξιακού προσανατολισμού και όχι η αιτιώδης εξήγηση των γεγονότων.
Δεν σκοπεύουμε να δώσουμε πολύ μεγάλο βάρος στις παραπάνω ιστορικές-κοινωνιολογικές εκτιμήσεις, διότι το πρόβλημα αν η επιστήμη και η θρησκεία είναι πράγματα ασυμβίβαστα ή μη είναι ζήτημα αξιώματος και όχι γεγονότος, δηλαδή δεν μπορεί να λυθεί λαμβάνοντας υπόψη στατιστικά μεγέθη: εάν υπάρχουν περισσότεροι πιστοί ή άπιστοι επιστήμονες. Επομένως, αφού έχουμε απεικονίσει επαρκώς στις σελίδες αυτού του βιβλίου «τι» είναι η επιστήμη (συμπεριλαμβανομένης και της τρέχουσας μορφής της τεχνοεπιστήμης), πρέπει να πούμε, τουλάχιστον σε συντομία, τι εννοούμε με τον όρο θρησκεία, όσο κι αν το ερώτημα φαίνεται περιττό.
Συνεπώς, διευκρινίζουμε ότι, όσον αφορά την κουβέντα μας, ως θρησκεία εννοούμε εκείνη τη στάση που βασίζεται στην παραδοχή ότι υπάρχει μια σφαίρα της πραγματικότητας η οποία είναι ιερή, ανώτερη από την ορατή πραγματικότητα (υπερφυσική) και από την οποία εξαρτάται ο ορατός κόσμος. Αυτή η σφαίρα του υπερφυσικού ονομάζεται συνήθως η σφαίρα του θείου και μπορεί να γίνει κατανοητή, όπως και πράγματι έγινε, με πολλούς τρόπους μέσα στους διαφορετικούς πολιτισμούς. Κοινή σε αυτές τις προοπτικές είναι η πεποίθηση ότι το θείο είναι προικισμένο με εξαιρετικές δυνάμεις και, ειδικότερα, μπορεί να παρέμβει στην πορεία των κοσμικών γεγονότων και ειδικά σε αυτά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Εξίσου συχνή είναι η πεποίθηση ότι είναι δυνατόν κανείς να έρθει σε επαφή με το θείο, να λάβει βοήθεια και συμβουλές σχετικά με τον σωστό τρόπο δράσης. Αυτή η ανθρώπινη στάση γίνεται συγκεκριμένη μέσα από τις διάφορες ιστορικές θρησκείες, καθεμία από τις οποίες έχει αναπτύξει τη δική της «αναπαράσταση» του θείου (πολυθεϊστική ή μονοθεϊστική, εμμανιστική ή υπερβατική), των σχέσεων με τον φυσικό και ανθρώπινο κόσμο, καθώς και μια σειρά από τελετές σε επαφή με αυτό. Από όλα αυτά προήλθαν οι κοσμολογικές οπτικές, οι ηθικοί κώδικες και οι αντιλήψεις για τη φύση του ανθρώπου και τη δομή της κοινωνίας.
Σε κάθε θρησκεία, δημιουργείται μια τάξη ανθρώπων (ιερείς) επιφορτισμένη με την αφοσίωση σε αυτές τις σχέσεις με το θείο, το οποίο, συνήθως, βασίζεται σε κάποια μορφή παρατεταμένης αποκάλυψης, σε μια παράδοση της οποίας οι ιερείς θεωρούνται θεματοφύλακες. Πώς εξηγείται αυτό το τόσο γενικό άνοιγμα του ανθρώπου στο ιερό και το θείο; Κάθε άτομο φιλοδοξεί να λύσει με τον καλύτερο τρόπο το καθολικό πρόβλημα της ύπαρξής του, δηλαδή να ενεργεί με τον «σωστό» τρόπο μέσα στον κόσμο της ζωής όπου βρέθηκε, χωρίς να το έχει επιλέξει. Αυτός ο «κόσμος της ζωής» περιλαμβάνει ό,τι κατά κάποιο τρόπο είναι παρόν, από το φυσικό τοπίο, το οικογενειακό πλαίσιο, τα κοινωνικά έθιμα, τις πολιτιστικές παραδόσεις, τους θεσμούς, τις πεποιθήσεις, τις ηθικές αρχές που «περιβάλλουν» την ύπαρξή μας. Αλλά περιλαμβάνει επίσης την δική μας ατομική συγκρότηση: τα χρωμοσώματά μας, τις κλίσεις και τις συνήθειές μας, τις συναισθηματικές μας σχέσεις, τις γνώσεις μας, σε απλή γλώσσα: ολόκληρη την ατομική μας ιστορία.
Το άτομο αναπόφευκτα βρίσκεται υπό αυτόν τον κόσμο της ζωής, αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ότι κανένας τρόπος δράσης (μέσα σε αυτόν) δεν είναι ισοδύναμος με οποιονδήποτε άλλο και θέλει να επιλέξει τον δικό του τρόπο, ώστε να είναι παρών και ενεργό, και ταυτόχρονα αυτό να το κάνει με τον καλύτερο τρόπο για το ίδιο. Εν ολίγοις, κανείς δεν θέλει να σπαταλήσει τη ζωή του, αντιθέτως επιθυμεί να «περισώσει την αξία του» και αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε «το πρόβλημα της ζωής».
Προκειμένου να αποφευχθεί αυτή η σπατάλη και η απώλεια, είναι απαραίτητο να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο της ζωής, σε μια συνεχή σύμπλεξη γνώσης, ερμηνείας και δράσης, στην οποία ορισμένες φορές η αληθινή γνώση και η σωστή ερμηνεία μπορούν να αναζητηθούν από πνευματική περιέργεια, από στοχαστικό πνεύμα, για την «αγάπη της γνώσης», αλλά που έχουν επίσης ένα βαθύτερο νόημα και ανταποκρίνονται σε μια πιο ριζοσπαστική ανάγκη, αυτή της εγγύησης του «σωστού» τύπου δράσης, που αντιστοιχεί στο «τι είναι καλό να κάνω».
Ονομάζουμε σοφία μια γνώση προσανατολισμένη και σχεδιασμένη με αυτή την έννοια. Θέλοντας να μεταφραστεί σε κρίσεις σχετικά με το «τι είναι καλό να κάνουμε και τι όχι», η σοφία δεν μπορεί να βασίζεται μόνο σε πραγματικές γνώσεις (de facto), δηλαδή σε εμπειρικά επαληθεύσιμες μερικές γνώσεις, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει και πολύ πιο γενικές γνώσεις που προέρχονται από τις ερμηνείες των γεγονότων, οι οποίες επιδιώκουν να σκιαγραφήσουν πώς είναι ο κόσμος και πώς είμαστε εμείς, και πρέπει ακόμη να περιλαμβάνει πολλούς και διαφορετικούς τύπους γνώσης, που αφορούν τις αξίες και τις υποχρεώσεις.
Όσον αφορά τον φυσικό κόσμο, οι φυσικές επιστήμες προσφέρουν έναν όλο και αυξανόμενο πλούτο γνώσεων, που τάχιστα εφαρμόζονται στα τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά και σε σχέση με τον ιστορικό-κοινωνικό κόσμο, οι επιστήμες του ανθρώπου μας προσφέρουν πλούτο γεγονότων και ερμηνειών που αναμφίβολα μας βοηθούν να κατανοήσουμε πώς τα εννοιολογικά μας συστήματα, οι τρόποι κατηγοριοποίησης του κόσμου, οι ερμηνείες μας για την κοινωνία και την ιστορία, οι αξίες που εμπνέουν τους θεσμούς και τις δράσεις μας, ο τρόπος ζωής μας έχουν ωριμάσει ιστορικά.
Η γνώση και η κατανόηση «από πού προέρχονται» και «πώς» δημιουργήθηκαν όλα τούτα, είναι πολύ σημαντική ώστε να μπορούμε να τα προσεγγίσουμε κριτικά και να δικαιολογήσουμε την εγκυρότητά τους ακόμη και στην παρούσα κατάσταση. Ωστόσο, προειδοποιούμε ότι όλες αυτές οι συνεισφορές δεν είναι αρκετές να ικανοποιήσουν αυτή την κλήση στην οποία από την αρχαιότητα είχε εντοπιστεί η ουσία της σοφίας: «το γνῶθι σ' αὐτόν».
Πράγματι, μόνο αφού καταλάβουμε επαρκώς «τι είμαστε», αποκτά νόημα το ερώτημα «τι πρέπει να κάνουμε» για να φροντίσουμε τον εαυτό μας, να μην σπαταλήσουμε τη ζωή μας, να καταλάβουμε τις σχέσεις που πρέπει να δημιουργήσουμε μεταξύ μας, στον κόσμο και την κοινωνία. Καθ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, οι θρησκείες παρείχαν απαντήσεις σε πανανθρώπινα ερωτήματα, κάποια συνοψίζονται εδώ, παρέχοντας τις ερμηνείες του κόσμου, του ανθρώπου, της κοινωνίας που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επίλυση του «προβλήματος της ζωής» και συνεχίζουν να επιτελούν αυτή τη λειτουργία ακόμα και σήμερα. Μέσα στον δυτικό πολιτισμό (λιγότερο συγκεκριμένα και σε κάποιους άλλους) οι φιλοσοφίες φρόντιζαν να απαντούν σ’ αυτά τα ερωτήματα.
Σήμερα η φωνή της θρησκείας ακούγεται λιγότερο, θεωρείται ότι μπορεί να μιλήσει μόνο στην ιδιωτική συνείδηση και η φιλοσοφία, σε μεγάλο βαθμό, αποφεύγει να αντιμετωπίζει τα «μεγάλα προβλήματα» του ανθρώπου, ενώ θεωρείται ότι ο δημόσιος λόγος (δηλαδή ο διυποκειμενικός) είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της επιστήμης. Αλλά είναι δυνατόν να επιφορτιστεί με μια τέτοια λειτουργία η επιστήμη;
Η «επίδοση νοήματος» στον κόσμο της ζωής
Έχουμε ήδη δει κάποιους λόγους για τους οποίους η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι αρνητική όταν ασχοληθήκαμε με την «φυσικοποίηση» του ανθρώπου, όπου χρειάστηκε να αναγνωρίσουμε ότι αυτή μπορεί να ιδωθεί όχι τόσο ως πρόοδος, αλλά ως οπισθοδρόμηση σε ένα όραμα «προ-Σωκρατικού» τύπου. Σε όσα έχουν ήδη ειπωθεί, θέλουμε να προσθέσουμε ότι αυτή η προοπτική εμποδίζει τον άνθρωπο να λύσει το «πρόβλημα της ζωής του», καθώς αποκλείει τη δυνατότητα να δώσει στη ζωή ένα πραγματικό νόημα, και αυτό επειδή, όπως επιμείναμε, οι μοντέρνες επιστήμες (τόσο οι φυσικές όσο και αυτές του ανθρώπου) έχουν εξορίσει, από το εννοιολογικό τους υπόβαθρο, την έννοια του σκοπού. Είναι ξεκάθαρο ότι, όπου δεν μπορεί κανείς να αναγνωρίσει έναν σκοπό, δεν μπορεί καν να αναγνωρίσει ένα νόημα. Πράγματι το νόημα δεν του αποκαλύπτεται όταν μπορεί απλά να πει: «αυτό συμβαίνει εξαιτίας» αντί να πει «ενόψει ποιου πράγματος συμβαίνει αυτό».
Αυτό προκύπτει ήδη από τη μελέτη μιας εκ των εννοιολογήσεων του «νοήματος», που το θεωρεί συνώνυμο ή εξειδίκευση της «κατεύθυνσης», δηλαδή ως ένδειξη μιας πορείας «προς τα εκεί…». Η ανάγκη νοήματος, με τη βαθύτερη έννοια, εμφανίζεται και στον διαφορετικό τρόπο που σε συγκεκριμένες περιστάσεις προσεγγίζεται το ερώτημα «γιατί;». Για παράδειγμα, αναρωτιόμαστε «γιατί η λευχαιμία οδήγησε στο θάνατο αυτού του αθώου παιδιού;». Εάν η απάντησή μας περιοριζόταν σε γενετικές, περιβαλλοντικές και φυσιολογικές αιτίες που είναι ικανές να «εξηγήσουν» αυτό το τρομερό κακό, σίγουρα δεν θα θεωρούσαμε ότι πήραμε και την απάντηση που ψάχνουμε.
Ο λόγος για τον οποίο θα θέλαμε να μάθουμε, έχει ακριβώς να κάνει με το «αγωνιώδες πρόβλημα του κακού», το οποίο έχει ταλαιπωρήσει για αιώνες τη φιλοσοφία και τη θεολογία και στο οποίο καμία επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει, ακριβώς επειδή είναι ένα υπαρξιακό ερώτημα που αναζητά μια αίσθηση νοηματοδότησης αυτού του φυσικού γεγονότος, την πιθανότητα δηλαδή να το εγγράψει σε κάποιο σχέδιο ή σκοπό όπου αυτό δεν θα μπορεί πλέον να εμφανίζεται ως το απόλυτο κακό. Επομένως, η παγκοσμιοποίηση του μηχανιστικο-επιστημονικού σχήματος, το οποίο αναλύσαμε σε αυτόν τον τόμο, κατέληξε να καταστείλει το νόημα, όχι μόνο όσον αφορά τον άψυχο κόσμο, αλλά και όσον αφορά τον κόσμο της ζωής, ακόμη κι αν αυτή κατανοείται αποκλειστικά και μόνο με τη βιολογική της έννοια.
Το τελευταίο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε με τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου: ενώ ο εξελικτισμός του Λαμάρκ αναγνώριζε ακόμη στη ζωντανή ύλη μια εγγενή τάση να δημιουργεί, στο υψηλότερο επίπεδο συμβατό με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, ένα ενυπάρχον σχέδιο, η θεωρία του Δαρβίνου εφαρμόζει στα έμβια όντα το σχήμα μιας ντετερμινιστικής πορείας της ζωής ως το αποτέλεσμα αμιγώς εξωτερικών αιτιών, που ενεργούν χωρίς ένα σχέδιο και σε υλικές συνθήκες που προκύπτουν τυχαία. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται απλά το προϊόν αυτών των τυχαίων μηχανισμών όχι μόνο σε σχέση με τη βιολογική του δομή, αλλά και (σύμφωνα με τις νατουραλιστικές προοπτικές που έχουμε λάβει υπόψη) σε όλες τις «υψηλότερες» διαστάσεις του.
Φαίνεται λοιπόν αναπόφευκτο ότι μέσα στα ερμηνευτικά πλαίσια του ανθρώπου και του κόσμου που παρέχονται από το σύμπλεγμα των επιστημών, δεν μπορούν καν να διατυπωθούν ερωτήματα σχετικά με το νόημα της ζωής. Στην πραγματικότητα, αυτά τα ερωτήματα είναι δυνατά μόνο αν θεωρήσουμε ότι μπορεί να υπάρχουν διαστάσεις της πραγματικότητας -και της ύπαρξης- που δεν μπορούν να εκπέσουν σε αυτό που είναι εμπειρικά εξακριβώσιμο ή επαληθεύσιμο και για τα οποία μπορεί ωστόσο να γίνει μια ορθολογική έρευνα.
Το να διασχίσουν τον ορίζοντα της εμπειρισμού δεν τα καταδικάζει να είναι «χωρίς νόημα», ούτε τα υποβιβάζει σε απλές συναισθηματικές καταστάσεις, απαιτεί όμως την αποδοχή σημασιολογικών κριτηρίων που είναι διαφορετικά από εκείνα που υιοθετήθηκαν από τις επιστήμες, και αυτό για το απλό γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι «καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται» όταν τίθενται αυτά τα ερωτήματα (κάτι που θα ήταν αδύνατο αν δεν είχαν νόημα), και όχι μόνο· συνειδητοποιούν ότι αυτά είναι ακριβώς τα θεμελιώδη ζητήματα που μας θέτει ο κόσμος της ζωής: τα προβλήματα νοήματος, δηλαδή υπαρξιακού προσανατολισμού και όχι η αιτιώδης εξήγηση των γεγονότων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου