Ξυπνώντας κάποιο πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα από ταραγμένο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο. ‘Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα -η πλάτη του ήταν σκληρή σαν πλάκα-και, ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι του, μπόρεσε να δει τη στρογγυλή καφετιά κοιλιά του που χωριζόταν σε τμήματα από κάτι τοξοειδείς ζώνες, ενώ τα σκεπάσματα μετά βίας τον κάλυπταν ολόκληρο και ήταν έτοιμα να γλιστρήσουν από πάνω του. Μπροστά στα μάτια του ανάδευαν αβοήθητα ένα σωρό μικρά ποδαράκια, θλιβερά λεπτεπίλεπτα σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα του.
Μα τι μου συμβαίνει; σκέφτηκε. Δεν ήταν όνειρο. Ο χώρος του δωματίου του -ένα συνηθισμένο, αν και κάπως μικρό δωμάτιο- απλωνόταν ήρεμα ανάμεσα στους τέσσερις οικείους τοίχους. Πάνω από το γραφείο του, όπου βρίσκονταν απλωμένα διάφορα δείγματα υφασμάτων -ο Γκρέγκορ ήταν πλασιέ-, κρεμόταν μια φωτογραφία που είχε πρόσφατα κόψει από ένα εικονογραφημένο περιοδικό και την είχε τοποθετήσει σε μια κομψή επίχρυση κορνίζα. Ήταν η φωτογραφία μιας γυναίκας που φορούσε γούνινο καπέλο, πελερίνα και στεκόταν όρθια προτείνοντας στον θεατή ένα πελώριο γούνινο μανσόν, όπου το χέρι της χωνόταν μέχρι τον αγκώνα.
Το βλέμμα του Γκρέγκορ κατευθύνθηκε μετά προς το παράθυρο και ο βαρύς ουρανός -άκουγε κανείς τις στάλες της βροχής να χτυπούν στο περβάζι- του έφερε μελαγχολία. Το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να κοιμηθώ λίγο ακόμα και να ξεχάσω όλες αυτές τις σαχλαμάρες, σκέφτηκε. Ωστόσο αυτό αποδείχθηκε εντελώς αδύνατο, αφού ήταν συνηθισμένος να κοιμάται στο δεξί πλευρό· στην κατάσταση όμως που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε καθόλου να γυρίσει. ‘Όσο κι αν πάσχιζε να στρίψει προς τα δεξιά, τελικά κατέληγε πάλι ανάσκελα. Θα πρέπει να το δοκίμασε ίσαμε εκατό φορές, ώσπου στο τέλος έκλεισε τα μάτια του για να μην είναι αναγκασμένος να βλέπει τα ποδαράκια του που σαλεύανε μπροστά του και δεν τα ξανάνοιξε μέχρι που άρχισε να νιώθει έναν ελαφρό, μουντό, σχεδόν ανεπαίσθητο πόνο στα πλευρά του.
Αχ, Θεέ μου, σκέφτηκε, τι εξοντωτικό επάγγελμα είναι αυτό που διάλεξα! Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει κι εγώ όλο στον δρόμο είμαι. Οι σκοτούρες αυτής της δουλειάς είναι πολύ περισσότερες απ’ ό,τι όταν δουλεύει κανείς κανονικά στο μαγαζί και επιπλέον έχω και τον άλλο τον βραχνά: τα ταξίδια, την αγωνία για τις ανταποκρίσεις των τρένων, τα ακανόνιστα γεύματα και το κακό φαγητά κι αυτό το συνεχές, απάνθρωπο πηγαινέλα των προσώπων, που δεν επιτρέπει καμιά ανθρώπινη ζεστασιά. Ε, δεν πάνε όλα στον διάολο! Αισθάνθηκε μια ελαφριά φαγούρα στην κοιλιά του. Με την πλάτη σύρθηκε αργά πιο ψηλά στο κρεβάτι, κοντά στο κεφαλάρι, για να μπορέσει να ανασηκώσει περισσότερο το κεφάλι του. Εντόπισε το σημείο που τον έτρωγε: ήταν γεμάτο με πολλά μικρά άσπρα στίγματα, που όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν. ‘Έκανε να τα ψηλαφήσει με το πόδι του, τραβήχτηκε όμως αμέσως γιατί το άγγιγμα του έφερε ρίγη.
Γλίστρησε ξανά στην αρχική του θέση. Αυτό το πρωινό ξύπνημα είναι ικανό να σε τρελάνει, σκέφτηκε. Ο άνθρωπος πρέπει να χορταίνει ύπνο. Άλλοι πλασιέ την περνάνε ζάχαρη. Την ώρα που εγώ γυρίζω στο ξενοδοχείο για να συμπληρώσω, ας πούμε, τα έντυπα για τις παραγγελίες που έχω ήδη κλείσει, οι άλλοι κύριοι έχουν μόλις κατεβεί στο εστιατόριο και παίρνουν το πρωινό τους. Ας δοκίμαζα όμως εγώ κάτι τέτοιο με το αφεντικό που έχω και θα βρισκόμουν στον δρόμο πριν καλά καλά το καταλάβω. Αλλά πάλι, ποιος ξέρει, μπορεί αυτό να ήταν και πολύ καλύτερο για μένα. Αν δεν ήταν το ζήτημα των γονιών μου στη μέση, θα είχα υποβάλει την παραίτησή μου από καιρό τώρα, θα είχα πάει στον διευθυντή και θα του τα ‘χα πει έξω από τα δόντια. Θα έπεφτε από το έδρανό του! Εδώ που τα λέμε, είναι περίεργο που κάθεται στο έδρανο και μιλάει στους υπαλλήλους του αφ’ υψηλού και, όπως είναι και βαρήκοος, αναγκάζει τον υπάλληλο να πλησιάσει πολύ κοντά. Τέλος πάντων, δεν έχει χαθεί κάθε ελπίδα· μόλις μαζέψω αρκετά χρήματα για να του ξεπληρώσω τα χρέη των γονιών μου -κι αυτό δε θα μου πάρει πάνω από πέντε έξι χρόνια ακόμα, θα το αποτολμήσω οπωσδήποτε. Και τότε θα γίνει το μεγάλο ξεκαθάρισμα. Για την ώρα όμως εγώ πρέπει να σηκωθώ αμέσως. Το τρένο μου φεύγει στις πέντε.
Έριξε μια ματιά στο ρολόι, που χτυπούσε τα δευτερόλεπτα πάνω στο μπαούλο. Θεέ και Κύριε! σκέφτηκε. Η ώρα ήταν έξι και μισή και οι δείχτες εξακολουθούσαν να προχωρούν ήρεμα, είχαν περάσει κιόλας τη μέση και κόντευε εφτά παρά τέταρτο. Μήπως δεν είχε χτυπήσει το ξυπνητήρι; Κι όμως, το είχε ρυθμίσει σωστά να χτυπήσει στις τέσσερις, το έβλεπε κι από το κρεβάτι του. Δεν μπορεί να μη χτύπησε. Εντάξει, αλλά είναι δυνατόν να μην τον ξύπνησε αυτό το κουδούνισμα που τραντάζει και τα έπιπλα ακόμα; Ήρεμα βέβαια δεν είχε κοιμηθεί, αλλά προφανώς γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είχε κοιμηθεί πολύ βαθιά. Τι να κάνει τώρα; Το επόμενο τρένο έφευγε στις εφτά. Για να το προλάβει, θα έπρεπε να φύγει σαν τρελός και τα δείγματα ήταν ακόμα χύμα πάνω στο τραπέζι. Αλλά και ο ίδιος δεν αισθανόταν ιδιαίτερα φρέσκος και ευκίνητος. Ακόμα όμως και να προλάβαινε το τρένο, την κατσάδα από το αφεντικό δε θα τη γλίτωνε. Ο επιστάτης τον περίμενε με το τρένο των πέντε και σίγουρα θα έχει αναφέρει από ώρα την απουσία του. Αυτός ο επιστάτης ήταν ένα δημιούργημα του αφεντικού, χωρίς κότσια και χωρίς κατανόηση. Κι αν ειδοποιούσε ότι ήταν άρρωστος; Κάτι τέτοιο όμως και ύποπτο Θα φαινόταν και σε δύσκολη θέση θα τον έφερνε, αφού στα πέντε χρόνια της υπηρεσίας του ο Γκρέγκορ δεν είχε αρρωστήσει ούτε μία φορά. Χωρίς αμφιβολία το αφεντικό θα του έστελνε τον γιατρό του ασφαλιστικού ταμείου, θα κατηγορούσε τους γονείς του Γκρέγκορ για τον τεμπέλη γιο τους και δε θα δεχόταν ούτε κουβέντα, αφού, σύμφωνα με τον γιατρό του ταμείου, δύο μόνο κατηγορίες ανθρώπων υπάρχουν: οι απόλυτα υγιείς και οι φυγόπονοι. Και, εδώ που τα λέμε, στην προκειμένη περίπτωση δε θα είχε και τελείως άδικο. Αν εξαιρέσει κανείς μια υπνηλία, κάπως υπερβολικά έντονη ύστερα από τόσον ύπνο, ο Γκρέγκορ αισθανόταν πραγματικά μια χαρά και μάλιστα πεινούσε σαν λύκος.
Από το μυαλό τον περνούσαν με τρομερή ταχύτητα όλες αυτές οι σκέψεις, χωρίς όμως να μπορεί να το πάρει απόφαση να σηκωθεί από το κρεβάτι, και, τη στιγμή ακριβώς που το ρολόι έδειξε εφτά παρά τέταρτο, κάποιος χτύπησε δειλά την πόρτα που βρισκόταν ακριβώς πίσω από το προσκέφαλό του.
«Γκρέγκορ» φώναξε κάποιος (ήταν η απαλή φωνή της μητέρας του) «η ώρα είναι εφτά παρά τέταρτο. Δε θα φύγεις;»
Ο Γκρέγκορ όμως τρόμαξε ακούγοντας τη δική του φωνή -ήταν σίγουρα η δική του φωνή- όταν απάντησε· ήταν εντελώς αγνώριστη, δεν είχε καμία σχέση με την παλιά του. Λες και από το βάθος ανάβλυζε μαζί με τη φωνή κι ένα κακόηχο τσίριγμα, που δεν μπορούσε να ελέγξει, και τα λόγια ακούγονταν για μια στιγμή μόνο καθαρά και έπειτα ο απόηχός τους παραμορφωνόταν σε τέτοιο βαθμό, που στο τέλος δεν ήξερε κανείς αν είχε ακούσει σωστά ή όχι. Ο Γκρέγκορ ήθελε να απαντήσει και να εξηγήσει τα πάντα λεπτομερώς, λόγω της κατάστασης όμως αρκέστηκε να πει: «Ναι, ναι, μητέρα, ευχαριστώ, τώρα, σηκώνομαι».
Καθώς μεσολαβούσε η ξύλινη πόρτα, η αλλαγή στη φωνή του Γκρέγκορ προφανώς δεν έγινε αντιληπτή, γιατί η μητέρα του, καθησυχασμένη με την απάντηση που πήρε, ακούστηκε ν’ απομακρύνεται σέρνοντας τις παντόφλες της. Η σύντομη συζήτηση όμως μάλλον κίνησε την περιέργεια των άλλων μελών της οικογένειας, τα οποία παραξενεύτηκαν που ο Γκρέγκορ ήταν ακόμα σπίτι, και σε λίγο άρχισε ο πατέρας να χτυπά ελαφρά με τη γροθιά του την πλαϊνή πόρτα.
«Γκρέγκορ, Γκρέγκορ» φώναξε «τι τρέχει;» Και ύστερα από λίγο του ξαναφώναξε με πιο βαθιά και αυστηρή φωνή: «Γκρέγκορ, Γκρέγκορ». Από την άλλη πόρτα όμως ακούστηκε σιγά η θλιμμένη φωνή της αδερφής του: «Γκρέγκορ; Μήπως δεν είσαι καλά; Χρειάζεσαι τίποτα;».
Τότε ο Γκρέγκορ, απευθυνόμενος και στις δύο πλευρές, απάντησε «Έτοιμος είμαι» και προσπάθησε, προσέχοντας όσο ήταν δυνατόν την προφορά του και κάνοντας μεγάλες παύσεις ανάμεσα στις λέξεις, να απαλλάξει τη φωνή του από καθετί το ασυνήθιστο. Ο πατέρας επέστρεψε στο πρωινό του, η αδερφή του όμως ψιθύρισε:
«Γκρέγκορ, σε εκλιπαρώ, άνοιξε!».
Ο Γκρέγκορ όμως δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να ανοίξει, ενώ από μέσα του μακάριζε την προνοητικότητα που είχε αποχτήσει από τα ταξίδια να κλειδώνει όλες τις πόρτες του τα βράδια, ακόμη και στο σπίτι του.
ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ, Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Μα τι μου συμβαίνει; σκέφτηκε. Δεν ήταν όνειρο. Ο χώρος του δωματίου του -ένα συνηθισμένο, αν και κάπως μικρό δωμάτιο- απλωνόταν ήρεμα ανάμεσα στους τέσσερις οικείους τοίχους. Πάνω από το γραφείο του, όπου βρίσκονταν απλωμένα διάφορα δείγματα υφασμάτων -ο Γκρέγκορ ήταν πλασιέ-, κρεμόταν μια φωτογραφία που είχε πρόσφατα κόψει από ένα εικονογραφημένο περιοδικό και την είχε τοποθετήσει σε μια κομψή επίχρυση κορνίζα. Ήταν η φωτογραφία μιας γυναίκας που φορούσε γούνινο καπέλο, πελερίνα και στεκόταν όρθια προτείνοντας στον θεατή ένα πελώριο γούνινο μανσόν, όπου το χέρι της χωνόταν μέχρι τον αγκώνα.
Το βλέμμα του Γκρέγκορ κατευθύνθηκε μετά προς το παράθυρο και ο βαρύς ουρανός -άκουγε κανείς τις στάλες της βροχής να χτυπούν στο περβάζι- του έφερε μελαγχολία. Το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να κοιμηθώ λίγο ακόμα και να ξεχάσω όλες αυτές τις σαχλαμάρες, σκέφτηκε. Ωστόσο αυτό αποδείχθηκε εντελώς αδύνατο, αφού ήταν συνηθισμένος να κοιμάται στο δεξί πλευρό· στην κατάσταση όμως που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε καθόλου να γυρίσει. ‘Όσο κι αν πάσχιζε να στρίψει προς τα δεξιά, τελικά κατέληγε πάλι ανάσκελα. Θα πρέπει να το δοκίμασε ίσαμε εκατό φορές, ώσπου στο τέλος έκλεισε τα μάτια του για να μην είναι αναγκασμένος να βλέπει τα ποδαράκια του που σαλεύανε μπροστά του και δεν τα ξανάνοιξε μέχρι που άρχισε να νιώθει έναν ελαφρό, μουντό, σχεδόν ανεπαίσθητο πόνο στα πλευρά του.
Αχ, Θεέ μου, σκέφτηκε, τι εξοντωτικό επάγγελμα είναι αυτό που διάλεξα! Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει κι εγώ όλο στον δρόμο είμαι. Οι σκοτούρες αυτής της δουλειάς είναι πολύ περισσότερες απ’ ό,τι όταν δουλεύει κανείς κανονικά στο μαγαζί και επιπλέον έχω και τον άλλο τον βραχνά: τα ταξίδια, την αγωνία για τις ανταποκρίσεις των τρένων, τα ακανόνιστα γεύματα και το κακό φαγητά κι αυτό το συνεχές, απάνθρωπο πηγαινέλα των προσώπων, που δεν επιτρέπει καμιά ανθρώπινη ζεστασιά. Ε, δεν πάνε όλα στον διάολο! Αισθάνθηκε μια ελαφριά φαγούρα στην κοιλιά του. Με την πλάτη σύρθηκε αργά πιο ψηλά στο κρεβάτι, κοντά στο κεφαλάρι, για να μπορέσει να ανασηκώσει περισσότερο το κεφάλι του. Εντόπισε το σημείο που τον έτρωγε: ήταν γεμάτο με πολλά μικρά άσπρα στίγματα, που όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν. ‘Έκανε να τα ψηλαφήσει με το πόδι του, τραβήχτηκε όμως αμέσως γιατί το άγγιγμα του έφερε ρίγη.
Γλίστρησε ξανά στην αρχική του θέση. Αυτό το πρωινό ξύπνημα είναι ικανό να σε τρελάνει, σκέφτηκε. Ο άνθρωπος πρέπει να χορταίνει ύπνο. Άλλοι πλασιέ την περνάνε ζάχαρη. Την ώρα που εγώ γυρίζω στο ξενοδοχείο για να συμπληρώσω, ας πούμε, τα έντυπα για τις παραγγελίες που έχω ήδη κλείσει, οι άλλοι κύριοι έχουν μόλις κατεβεί στο εστιατόριο και παίρνουν το πρωινό τους. Ας δοκίμαζα όμως εγώ κάτι τέτοιο με το αφεντικό που έχω και θα βρισκόμουν στον δρόμο πριν καλά καλά το καταλάβω. Αλλά πάλι, ποιος ξέρει, μπορεί αυτό να ήταν και πολύ καλύτερο για μένα. Αν δεν ήταν το ζήτημα των γονιών μου στη μέση, θα είχα υποβάλει την παραίτησή μου από καιρό τώρα, θα είχα πάει στον διευθυντή και θα του τα ‘χα πει έξω από τα δόντια. Θα έπεφτε από το έδρανό του! Εδώ που τα λέμε, είναι περίεργο που κάθεται στο έδρανο και μιλάει στους υπαλλήλους του αφ’ υψηλού και, όπως είναι και βαρήκοος, αναγκάζει τον υπάλληλο να πλησιάσει πολύ κοντά. Τέλος πάντων, δεν έχει χαθεί κάθε ελπίδα· μόλις μαζέψω αρκετά χρήματα για να του ξεπληρώσω τα χρέη των γονιών μου -κι αυτό δε θα μου πάρει πάνω από πέντε έξι χρόνια ακόμα, θα το αποτολμήσω οπωσδήποτε. Και τότε θα γίνει το μεγάλο ξεκαθάρισμα. Για την ώρα όμως εγώ πρέπει να σηκωθώ αμέσως. Το τρένο μου φεύγει στις πέντε.
Έριξε μια ματιά στο ρολόι, που χτυπούσε τα δευτερόλεπτα πάνω στο μπαούλο. Θεέ και Κύριε! σκέφτηκε. Η ώρα ήταν έξι και μισή και οι δείχτες εξακολουθούσαν να προχωρούν ήρεμα, είχαν περάσει κιόλας τη μέση και κόντευε εφτά παρά τέταρτο. Μήπως δεν είχε χτυπήσει το ξυπνητήρι; Κι όμως, το είχε ρυθμίσει σωστά να χτυπήσει στις τέσσερις, το έβλεπε κι από το κρεβάτι του. Δεν μπορεί να μη χτύπησε. Εντάξει, αλλά είναι δυνατόν να μην τον ξύπνησε αυτό το κουδούνισμα που τραντάζει και τα έπιπλα ακόμα; Ήρεμα βέβαια δεν είχε κοιμηθεί, αλλά προφανώς γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είχε κοιμηθεί πολύ βαθιά. Τι να κάνει τώρα; Το επόμενο τρένο έφευγε στις εφτά. Για να το προλάβει, θα έπρεπε να φύγει σαν τρελός και τα δείγματα ήταν ακόμα χύμα πάνω στο τραπέζι. Αλλά και ο ίδιος δεν αισθανόταν ιδιαίτερα φρέσκος και ευκίνητος. Ακόμα όμως και να προλάβαινε το τρένο, την κατσάδα από το αφεντικό δε θα τη γλίτωνε. Ο επιστάτης τον περίμενε με το τρένο των πέντε και σίγουρα θα έχει αναφέρει από ώρα την απουσία του. Αυτός ο επιστάτης ήταν ένα δημιούργημα του αφεντικού, χωρίς κότσια και χωρίς κατανόηση. Κι αν ειδοποιούσε ότι ήταν άρρωστος; Κάτι τέτοιο όμως και ύποπτο Θα φαινόταν και σε δύσκολη θέση θα τον έφερνε, αφού στα πέντε χρόνια της υπηρεσίας του ο Γκρέγκορ δεν είχε αρρωστήσει ούτε μία φορά. Χωρίς αμφιβολία το αφεντικό θα του έστελνε τον γιατρό του ασφαλιστικού ταμείου, θα κατηγορούσε τους γονείς του Γκρέγκορ για τον τεμπέλη γιο τους και δε θα δεχόταν ούτε κουβέντα, αφού, σύμφωνα με τον γιατρό του ταμείου, δύο μόνο κατηγορίες ανθρώπων υπάρχουν: οι απόλυτα υγιείς και οι φυγόπονοι. Και, εδώ που τα λέμε, στην προκειμένη περίπτωση δε θα είχε και τελείως άδικο. Αν εξαιρέσει κανείς μια υπνηλία, κάπως υπερβολικά έντονη ύστερα από τόσον ύπνο, ο Γκρέγκορ αισθανόταν πραγματικά μια χαρά και μάλιστα πεινούσε σαν λύκος.
Από το μυαλό τον περνούσαν με τρομερή ταχύτητα όλες αυτές οι σκέψεις, χωρίς όμως να μπορεί να το πάρει απόφαση να σηκωθεί από το κρεβάτι, και, τη στιγμή ακριβώς που το ρολόι έδειξε εφτά παρά τέταρτο, κάποιος χτύπησε δειλά την πόρτα που βρισκόταν ακριβώς πίσω από το προσκέφαλό του.
«Γκρέγκορ» φώναξε κάποιος (ήταν η απαλή φωνή της μητέρας του) «η ώρα είναι εφτά παρά τέταρτο. Δε θα φύγεις;»
Ο Γκρέγκορ όμως τρόμαξε ακούγοντας τη δική του φωνή -ήταν σίγουρα η δική του φωνή- όταν απάντησε· ήταν εντελώς αγνώριστη, δεν είχε καμία σχέση με την παλιά του. Λες και από το βάθος ανάβλυζε μαζί με τη φωνή κι ένα κακόηχο τσίριγμα, που δεν μπορούσε να ελέγξει, και τα λόγια ακούγονταν για μια στιγμή μόνο καθαρά και έπειτα ο απόηχός τους παραμορφωνόταν σε τέτοιο βαθμό, που στο τέλος δεν ήξερε κανείς αν είχε ακούσει σωστά ή όχι. Ο Γκρέγκορ ήθελε να απαντήσει και να εξηγήσει τα πάντα λεπτομερώς, λόγω της κατάστασης όμως αρκέστηκε να πει: «Ναι, ναι, μητέρα, ευχαριστώ, τώρα, σηκώνομαι».
Καθώς μεσολαβούσε η ξύλινη πόρτα, η αλλαγή στη φωνή του Γκρέγκορ προφανώς δεν έγινε αντιληπτή, γιατί η μητέρα του, καθησυχασμένη με την απάντηση που πήρε, ακούστηκε ν’ απομακρύνεται σέρνοντας τις παντόφλες της. Η σύντομη συζήτηση όμως μάλλον κίνησε την περιέργεια των άλλων μελών της οικογένειας, τα οποία παραξενεύτηκαν που ο Γκρέγκορ ήταν ακόμα σπίτι, και σε λίγο άρχισε ο πατέρας να χτυπά ελαφρά με τη γροθιά του την πλαϊνή πόρτα.
«Γκρέγκορ, Γκρέγκορ» φώναξε «τι τρέχει;» Και ύστερα από λίγο του ξαναφώναξε με πιο βαθιά και αυστηρή φωνή: «Γκρέγκορ, Γκρέγκορ». Από την άλλη πόρτα όμως ακούστηκε σιγά η θλιμμένη φωνή της αδερφής του: «Γκρέγκορ; Μήπως δεν είσαι καλά; Χρειάζεσαι τίποτα;».
Τότε ο Γκρέγκορ, απευθυνόμενος και στις δύο πλευρές, απάντησε «Έτοιμος είμαι» και προσπάθησε, προσέχοντας όσο ήταν δυνατόν την προφορά του και κάνοντας μεγάλες παύσεις ανάμεσα στις λέξεις, να απαλλάξει τη φωνή του από καθετί το ασυνήθιστο. Ο πατέρας επέστρεψε στο πρωινό του, η αδερφή του όμως ψιθύρισε:
«Γκρέγκορ, σε εκλιπαρώ, άνοιξε!».
Ο Γκρέγκορ όμως δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να ανοίξει, ενώ από μέσα του μακάριζε την προνοητικότητα που είχε αποχτήσει από τα ταξίδια να κλειδώνει όλες τις πόρτες του τα βράδια, ακόμη και στο σπίτι του.
ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ, Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου