Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Αρχαία Ελληνική Γραμματεία: ΗΣΙΟΔΟΣ - Ἔργα καὶ Ἡμέραι (174-201)

Μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι
175 ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι.
νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾽ ἦμαρ
παύσονται καμάτου καὶ ὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ
τειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας.
ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν.
180 Ζεὺς δ᾽ ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων,
εὖτ᾽ ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν.
οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες,
οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶ ἑταῖρος ἑταίρῳ,
οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ.
185 αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας·
μέμψονται δ᾽ ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσιν,
σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέ μεν οἵ γε
γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν·
χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·
190 οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου
οὐτ᾽ ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν
ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾽ ἐν χερσί καὶ αἰδὼς
ἐσσεῖται, βλάψει δ᾽ ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα
μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ ὅρκον ὀμεῖται.
195 ζῆλος δ᾽ ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασιν
δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει, στυγερώπης.
καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν
ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ ἀνθρώπους
200 Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ
θνητοῖς ἀνθρώποισι, κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.

***
Μακάρι εγώ ανάμεσα στου πέμπτου γένους τούς ανθρώπους
να μην ήμουν, μα είτε πιο μπροστά να πέθαινα ή ύστερα να γεννιόμουν.
Αφού τώρα πια το σιδερένιο υπάρχει γένος. Κι ούτε θα πάψουνε ποτέ
τη μέρα να κοπιάζουν και να δυστυχούν, να βασανίζονται τη νύχτα,
μα μέριμνες σκληρές σ᾽ αυτούς οι θεοί θα δίνουν.
Όμως και σ᾽ αυτούς ανάμεικτα θα υπάρξουνε καλά με τα κακά.
180 Κι ο Δίας θ᾽ αφανίσει και τούτο των θνητών το γένος,
την εποχή που σαν γεννιούνται οι άνθρωποι θα γίνονται ασπρομάλληδες.
Με τα παιδιά του όμοιος δε θα είναι ο πατέρας, μήτε με τον πατέρα τα παιδιά,
κι ούτε ο φιλοξενούμενος αγαπητός σ᾽ αυτόν που τον φιλοξενεί,
στο σύντροφο ο σύντροφος, μήτε θα είναι ο αδερφός αγαπητός, σαν πρώτα.
Μόλις γεράσουν οι γονείς τους θα τους ατιμάζουν,
θα τους κατηγορούν μιλώντας τους με λόγια φοβερά,
οι άθλιοι, την τιμωρία των θεών περιφρονώντας. Κι ούτε
στους γέροντες γονείς τους το χρέος που τους ανάθρεψαν θ᾽ ανταποδίνουν.
190 Στη βία των χεριών το δίκιο τους. Κι ο ένας την πόλη του άλλου θ᾽ αφανίσει.
Διότι δε θα τιμάται ο πιστός στον όρκο του, ο αγαθός,
ο δίκαιος, μα του κακού το δράστη θα τιμήσουν πιο πολύ και τον ακόλαστο.
Στη βία των χεριών το δίκαιο κι η ντροπή θα είναι,
ο άντρας ο κακός θα βλάπτει τον καλύτερο,
θα τον κατηγορεί με λόγια διεστραμμένα, δίνοντας κι από πάνω όρκο.
Ο φθόνος χαιρέκακος, κακόγλωσσος, στην όψη μισητός,
θα συνοδεύει όλους τους ταλαίπωρους ανθρώπους.
Και τότε προς τον Όλυμπο απ᾽ τη γη με τους πλατιούς τούς δρόμους,
αφού σε άσπρα πέπλα το ωραίο σώμα τους καλύψουνε,
θα παν να σμίξουνε με των αθανάτων το γένος, τους ανθρώπους πίσω αφήνοντας,
200 η Αιδώς και η Νέμεση. Και μόνο οι πόνοι οι θλιβεροί θα απομείνουν
στους θνητούς ανθρώπους. Κι απ᾽ το κακό προφύλαξη δε θα υπάρχει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου