Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Νεφέλαι (398-426)

ΣΩ. καὶ πῶς, ὦ μῶρε σὺ καὶ Κρονίων ὄζων καὶ βεκκεσέληνε,
εἴπερ βάλλει τοὺς ἐπιόρκους, δῆτ᾽ οὐχὶ Σίμων᾽ ἐνέπρησεν
400 οὐδὲ Κλεώνυμον οὐδὲ Θέωρον; καίτοι σφόδρα γ᾽ εἴσ᾽ ἐπίορκοι·
ἀλλὰ τὸν αὑτοῦ γε νεὼν βάλλει καὶ Σούνιον ἄκρον Ἀθηνέων
καὶ τὰς δρῦς τὰς μεγάλας· τί μαθών; οὐ γὰρ δὴ δρῦς γ᾽ ἐπιορκεῖ.
ΣΤ. οὐκ οἶδ᾽· ἀτὰρ εὖ σὺ λέγειν φαίνει. τί γάρ ἐστιν δῆθ᾽ ὁ κεραυνός;
ΣΩ. ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ,
405 ἔνδοθεν αὐτὰς ὥσπερ κύστιν φυσᾷ, κἄπειθ᾽ ὑπ᾽ ἀνάγκης
ῥήξας αὐτὰς ἔξω φέρεται σοβαρὸς διὰ τὴν πυκνότητα,
ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης αὐτὸς ἑαυτὸν κατακαίων.
ΣΤ. νὴ Δί᾽, ἐγὼ γοῦν ἀτεχνῶς ἔπαθον τουτί ποτε Διασίοισιν·
ὀπτῶν γαστέρα τοῖς συγγένεσιν, κᾆτ᾽ οὐκ ἔσχων ἀμελήσας·
410 ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἐφυσᾶτ᾽, εἶτ᾽ ἐξαίφνης διαλακήσασα πρὸς αὐτὼ
τὠφθαλμώ μου προσετίλησεν καὶ κατέκαυσεν τὸ πρόσωπον.
ΧΟ. ὦ τῆς μεγάλης ἐπιθυμήσας σοφίας ἄνθρωπε παρ᾽ ἡμῶν,
ὡς εὐδαίμων ἐν Ἀθηναίοις καὶ τοῖς Ἕλλησι γενήσει,
εἰ μνήμων εἶ καὶ φροντιστὴς καὶ τὸ ταλαίπωρον ἔνεστιν
415 ἐν τῇ ψυχῇ, καὶ μὴ κάμνεις μήθ᾽ ἑστὼς μήτε βαδίζων,
μήτε ῥιγῶν ἄχθει λίαν μήτ᾽ ἀριστᾶν ἐπιθυμεῖς,
οἴνου τ᾽ ἀπέχει καὶ γυμνασίων καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων,
καὶ βέλτιστον τοῦτο νομίζεις, ὅπερ εἰκὸς δεξιὸν ἄνδρα,
νικᾶν πράττων καὶ βουλεύων καὶ τῇ γλώττῃ πολεμίζων.
420 ΣΤ. ἀλλ᾽ οὕνεκα γε ψυχῆς στερρᾶς δυσκολοκοίτου τε μερίμνης
καὶ φειδωλοῦ καὶ τρυσιβίου γαστρὸς καὶ θυμβρεπιδείπνου,
ἀμέλει, θαρρῶν οὕνεκα τούτων ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ᾽ ἄν.
ΣΩ. ἄλλο τι δῆτ᾽ οὐ νομιεῖς ἤδη θεὸν οὐδένα πλὴν ἅπερ ἡμεῖς,
τὸ Χάος τουτὶ καὶ τὰς Νεφέλας καὶ τὴν γλῶτταν, τρία ταυτί;
425 ΣΤ. οὐδ᾽ ἂν διαλεχθείην γ᾽ ἀτεχνῶς τοῖς ἄλλοις οὐδ᾽ ἂν ἀπαντῶν·
οὐδ᾽ ἂν θύσαιμ᾽, οὐδ᾽ ἂν σπείσαιμ᾽ οὐδ᾽ ἐπιθείην λιβανωτόν.

***
ΣΩΚ. Ε μωρέ ξεκουτιάρη, πρωτόγονε εσύ,
που μυρίζεις τα χρόνια του Κρόνου,
ορκοπάτες ανθρώπους ο Δίας αν βαρά,
πώς το Θέωρο δεν έκαψε ακόμα
400 και τον Κλεώνυμο κι ούτε το Σίμωνα; Ποιός
πιο τρανός απ᾽ αυτούς ορκοπάτης;
Της Αθήνας τον κάβο, το Σούνιο, χτυπά,
το ναό του τον ίδιο, κι ακόμα
τα μεγάλα πουρνάρια. Τα δέντρα, θαρρώ,
δεν πατούνε τον όρκο τους· ή όχι;
ΣΤΡ. Δίκιο φαίνεται να ᾽χεις· αλλά ο κεραυνός
τελοσπάντων τί πράμα λες να ᾽ναι;
ΣΩΚ. Ξερός άνεμος όταν ανέβει ψηλά
και κλειστεί από παντού σε νεφέλη,
από μέσα φυσώντας πολύ δυνατά
τη φουσκώνει σα φούσκα, και τότε,
απ᾽ την πίεση τη σπάει, κι όπως είναι πυκνός,
ξεπετιέται προς τα έξω με φόρα,
κι απ᾽ την τόση του αντάρα, την τόση του ορμή
φωτιά παίρνει και καίγεται ο ίδιος.
ΣΤΡ. Κάτι τέτοιο είχα πάθει κι εγώ μια φορά
στων Διασίων τη γιορτή· για να φάνε
οι δικοί μου, είχα βάλει να ψήσω κοιλιά,
μα δεν είχα σκεφτεί να τη σκίσω·
410 τότε εκείνη φουσκώνει, φουσκώνει, και νά,
ξαφνικά δίνει μια και μου σκάει,
μου πετά μες στα μάτια καυτές πιτσιλιές
και μου καίει όλο γύρω το μούτρο.
ΚΟΡ. Άνθρωπέ μας εσύ, που ποθείς την τρανή,
τη δική μας σοφία ν᾽ αποχτήσεις,
η ευτυχία σου μεγάλη, θα λάμπει παντού
στην Ελλάδα και μες στην Αθήνα,
αν σου αρέσει η μελέτη, και μνήμη γερή
κι αντοχή μες στα στήθια σου αν έχεις,
που γερά να κρατάς και κομμάρα καμιά
να μη νιώθεις ή στέκεσαι ή τρέχεις,
αν σηκώνεις την πείνα, αν είσ᾽ άξιος, χωρίς
να βογκάς, να βαστάξεις στο κρύο.
αν μακριά από κρασί κι από στίβους εσύ
κι από τ᾽ άλλα τ᾽ ανόητα κρατιέσαι,
κι αν, σαν έξυπνος άντρας, πιστεύεις και λες
πως τ᾽ ανώτερο απ᾽ όλα είναι τούτο:
να νικάς σε συμβούλια, στην πράξη, παντού,
και στον πόλεμο που όπλο του η γλώσσα.
420 ΣΤΡ. Μα για αδάμαστη αν είναι και στέρεη καρδιά
και για ζήλο που διώχνει τον ύπνο,
για κοιλιά κακοζώητη, τσιγκούνα, σφιχτή,
που δειπνά με μια χούφτα ραδίκια,
μη σας νοιάζει, με θάρρος προσφέρνομαι εγώ
να με πλάσετε πάνω στ᾽ αμόνι.
ΣΩΚ. Ε λοιπόν, δω κι εμπρός μοναχά τους θεούς
που πιστεύουμ᾽ εμείς θα πιστεύεις,
δηλαδή μόνο τρεις, τις Νεφέλες εδώ
και το Χάος και, για τρίτο, τη Γλώσσα.
ΣΤΡ. Και στο δρόμο μπροστά μου αν οι άλλοι βρεθούν,
μια κουβέντα δε θα ᾽χω μαζί τους·
ούτε μια πια θυσία μου γι᾽ αυτούς ή σπονδή
και λιβάνι ποτέ στο βωμό τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου