(α) Αλήθεια
Η ιστορία της αρχαίας ιστοριογραφίας αρχίζει με μια εμφατική δήλωση ότι στόχος του ιστορικού είναι η αλήθεια. Στο προοίμιο των Γενεαλογιώντου ο λογογράφος Εκαταίος ο Μιλήσιος δηλώνει ρητά: Ἑκαταῖος Μιλήσιος ὧδε μυθεῖται· τάδε γράφω, ὥς μοι δοκεῖ ἀληθέα εἶναι·οἱ γὰρ Ἑλλήνων λόγοι πολλοί τε καὶ γελοῖοι, ὡς ἐμοὶ φαίνονται, εἰσίν [αυτά τα λέει ο Εκαταίος από τη Μίλητο· γράφω τα παρακάτω έτσι όπως νομίζω ότι ανταποκρίνονται στην αλήθεια· γιατί όσα λέγουν οι Έλληνες είναι, καθώς μου φαίνεται, πολλά και γελοία]. H επίκληση της αλήθειας ως στόχου του έργου δεν γίνεται με τον τρόπο του έπους, με τη βοήθεια δηλαδή μιας εξωτερικής πηγής έμπνευσης (όπως συμβαίνει στους στίχους 26-27 της Θεογονίας του Ησιόδου ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα, / ἴδμεν δ' εὖτ' ἐθέλωμεν ἀληθέα γηρύσασθαι που αναμφίβολα υπόκεινται στο παρόν χωρίο), αλλά βασίζεται στην προσωπική γνώμη (δόξα). Η αλήθεια αυτή κατακτάται με την αυτηρή κριτική της παράδοσης. Αλήθεια και κριτική της παράδοσης, και μάλιστα των προκατόχων, θα αποτελέσουν έννοιες αδιαχώριστες σε ολόκληρη την πορεία του είδους.
Όταν έχουμε υπόψη το προηγούμενο του Εκαταίου μας ξαφνιάζει το γεγονός -που δεν έχει ερμηνευθεί ικανοποιητικά έως σήμερα από την έρευνα- ότι ο πατέρας της ιστορίας, ο Ηρόδοτος, πουθενά στο έργο του δεν ορίζει ως στόχο της ἱστορίης του την αλήθεια. Πρώτο του καθήκον θεωρεί την αναδιήγηση της παράδοσης (7.152.3): ἐγὼ δὲ ὀφείλω λέγειν τὰ λεγόμενα, πείθεσθαί γε μὲν οὐ παντάπασιν ὀφείλω, καί μοι τοῦτο το ἔπος ἐχέτω ἐς πάντα λόγον («εγώ όμως έχω την υποχρέωση ν' αναφέρω τα όσα λέγονται, αλλά δεν έχω την υποχρέωση να τα πιστεύω κι αυτό που λέω ισχύει για όλο μου το έργο») -δύο ακόμη χωρία επιβεβαιώνουν αυτή την ιστοριογραφική αρχή: 2.123.1 τοῖσι μέν νυν ὑπ' Αἰγυπτίων λεγομένοισι χράσθω ὅτεῳ τὰ τοιαῦτα πιθανά ἔστι· ἐμοὶ δὲ παρὰ πάντα λόγον ὑπόκειται ὅτι τὰ λεγόμενα ὑπ' ἑκάστων ἀκοῇ γράφω («τα όσα λένε οι Αιγύπτιοι για τα τέτοια, ας τα πάρει ο καθένας όπως νομίζει. Όσο για μένα ακολουθώ σ' όλο μου το έργο την ίδια αρχή, ν' αναφέρω τα όσα μού είπαν στα διάφορα μέρη, όπως τα έχω ακούσει») και 3.9.1 οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι («αυτό είναι το πιθανότερο που έγινε, αλλά πρέπει να αναφέρω και το λιγότερο πιθανό, αφού και αυτό λέγεται»). Η ρητά επαναλαμβανόμενη αρχή της διατήρησης και καταγραφής της παράδοσης πρέπει προφανώς να θεωρηθεί αντίδραση στην κριτική μέθοδο που ανήγγειλε ο Εκαταίος στην εισαγωγική φράση του έργου του (FGrH 1 F 1a) και η οποία τις περισσότερες φορές κατέληγε στη βίαιη τροποποίηση της παράδοσης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι συχνά ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι είναι υποχρεωμένος να πει την αλήθεια (π.χ. 7.139.1: ἐνθαῦτα ἀναγκαίηι ἐξέργομαι γνώμην ἀποδέξασθαι ἐπίφθονον μὲν πρὸς τῶν πλεόνων ἀνθρώπων, ὅμως δέ, τῆι γέ μοι φαίνεται εἶναι ἀληθές, οὐκ ἐπισχήσω), μόνο που θεωρεί την υποχρέωση του λέγειν τὰ λεγόμενα ανώτερη: 4.195.2: ταῦτα εἰ μὲν ἔστι ἀληθέως οὐκ οἶδα, τὰ δὲ λέγεται γράφω.
O Θουκυδίδης είναι λοιπόν εκείνος που έθεσε πρώτος την αναζήτηση της αλήθειας ως απόλυτο ιστοριογραφικό κανόνα σε μια οξεία αντίδραση προς τον Ηρόδοτο (1.20.3): οὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται «τόσο αδοκίμαστα αναζητούν οι πολλοί την αλήθεια και στρέφονται προς όσα βρίσκουν έτοιμα». Ο ιστορικός δηλώνει ήδη στην αρχή του κεφ. 20 ότι έχει πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που έχει να αντιμετωπίσει η μελέτη του παρελθόντος: τὰ μὲν οὖν παλαιὰ τοιαῦτα ηὗρον, χαλεπὰ ὄντα παντὶ ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι «βρήκα λοιπόν την παλιά κατάσταση όπως την περιέγραψα κ' ήταν κάμποσο δύσκολη απ' όλες τις απόψεις, να πιστέψει κανείς στις κάθε λογής πρόχειρες μαρτυρίες». Η άκριτη στάση των ανθρώπων, η οποία δεν αντισταθμίζεται από τη μικρή χρονική ή τοπική απόσταση που τους χωρίζει ενδεχομένως από τα γεγονότα, αποτελεί τον κυριότερο λόγο για κάτι τέτοιο: οἱ γὰρ ἄνθρωποι τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων, καὶ ἢν ἐπιχώρια σφίσιν ᾖ, ὁμοίως ἀβασανίστως παρ' ἀλλήλων δέχονται «οι άνθρωποι δηλαδή δέχονται ο ένας από το στόμα του άλλου εξίσου ανεξέλεγκτα τα όσα ακούνε για τα περασμένα γεγονότα, ακόμα και όταν πρόκειται για ντόπια πράγματα». Ο Θουκυδίδης αναφέρει ως παράδειγμα άκριτης υιοθέτησης προφορικών πληροφοριών, παρά την τοπική εγγύτητα, την αθηναϊκή παράδοση για τους τυραννοκτόνους και με δύο επιπλέον παραδείγματα αποδεικνύει την επιπόλαιη, άκριτη στάση «των πολλών» απέναντι ακόμα και σε σύγχρονά τους γεγονότα: οι Έλληνες πιστεύουν ότι οι βασιλείς της Σπάρτης δεν διαθέτουν ο καθένας μία ψήφο, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά δύο, και ότι στον στρατό των Λακεδαιμονίων υπάρχει ένας Πιτανάτης λόχος, ο οποίος ουδέποτε υπήρξε πραγματικά. Αυτή η σειρά παραδειγμάτων κλείνει με μια βαρυσήμαντη δήλωση, στην οποία ως στόχος της διερεύνησης του παρελθόντος ορίζεται η αναζήτηση της αλήθειας (ζήτησις τῆς ἀληθείας): οὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται «τόσο αδοκίμαστα αναζητούν οι πολλοί την αλήθεια, και στρέφονται προς όσα βρίσκουν έτοιμα». Αυτή λοιπόν η επίμονη προσπάθεια του Θουκυδίδη να ανακαλύψει την αλήθεια είναι το ριζικά διαφορετικό. Ο Θουκυδίδης ολοκληρώνει το τμήμα το σχετικό με την έρευνα του παρελθόντος επικρίνοντας τις μεθόδους προσέγγισης τόσο των ποιητών, «οι οποίοι στολίζουν και μεγαλοποιούν τα όσα υμνούν» (ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν ἐπὶ τὸ μεῖζον κοσμοῦντες) όσο και των λογογράφων, «οι οποίοι συγκολλούν τα γεγονότα με σκοπό να τα κάνουν πιο ευχάριστα στους ακροατές παρά αληθινά, χωρίς να τα ελέγξουν, αφού μάλιστα τα περισσότερα έχουν καταντήσει από το πέρασμα του καιρού να επικρατήσουν σαν απίστευτοι μύθοι» (ὡς λογογράφοι ξυνέθεσαν ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον, ὄντα ἀνεξέλεγκτα καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα).
Μετά τον Θουκυδίδη η ἀλήθεια καθιερώνεται ως ο κύριος στόχος του ιστορικού: έτσι ο Πολύβιος: 34.4.2: τῆς μὲν οὖν ἱστορίας ἀλήθειαν εἶναι τέλος ή 12.12.3: τῆς ἱστορίας ἐὰν ἄρηις τὴν ἀλήθειαν, τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα, ο Στράβωνας 11 (504): ἡ δ' ἱστορία βούλεται τἀληθές, ο Λουκιανός (Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν, 39): μόνηι θυτέον τῆι ἀληθείαι, εἴ τις ἱστορίαν γράψων ἴηι (μόνον εις την αλήθειαν πρέπει να αφοσιωθή ο θέλων να γράψη ιστορίαν).
(β) Αντικειμενικότητα
Μια διαίτερη πτυχή της αλήθειας είναι η αντικειμενικότητα -η πιο συχνή υπόσχεση την οποία δίνουν οι αρχαίοι ιστορικοί. Το παράδειγμα που ακολούθησαν υπήρξε και σε αυτόν τον τομέα ο Όμηρος. O ομηρικός αφηγητής είναι ένας εξωτερικός αφηγητής (δηλαδή δεν συμμετέχει στα γεγονότα που εξιστορεί), ο οποίος δεν αποκαλύπτει (σχεδόν) τίποτε για το πρόσωπό του· η στάση του απέναντι στην ιστορία που αφηγείται είναι κατά βάση ουδέτερη, αντικειμενική -τα γεγονότα μοιάζουν να εξιστορούνται από μόνα τους. Αυτό το «δόγμα» της επικής ποίησης που υπογράμισαν γενιές ολόκληρες ερευνητών δεν έχει καταφέρει να κλονίσει ούτε η πρόσφατη αφηγηματολογική στροφή της έρευνας που υπογραμμίζει ότι η πολυθρύλητη αυτή «αντικειμενικότητα» του επικού ποιητή υπονομεύεται συνειδητά από τον ίδιο με διάφορους έμμεσους τρόπους. Στην Ιλιάδα ο Όμηρος παρουσιάζει τις πράξεις Ελλήνων και Τρώων χωρίς μεροληψία -δεν είναι τυχαίο που ο πιο συμπαθής, ο πιο ανθρώπινος ίσως ήρωας του έπους είναι ένας Τρώας, ο Έκτορας.
Την ίδια αντικειμενική στάση απέναντι στα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές τους θα κρατήσει και ο Ηρόδοτος. Ήδη στο προοίμιο του έργου εξαγγέλλει ως πρόθεσή του να εξιστορήσει τα «θαυμαστά» έργα Ελλήνων και βαρβάρων (1.1.1: μήτε ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά, τὰ μὲν Ἕλλησι τὰ δὲ βαρβάροισι ἀποδεχθέντα, ἀκλεᾶ γένηται)· από την πρώτη κιόλας πρόταση του έργου απορρίπτεται συνεπώς η στενή ελληνική προοπτική, η ἱστορίη συμμορφώνεται ευθύς εξαρχής με την επιταγή της αντικειμενικότητας. Στο τέλος μάλιστα των εισαγωγικών κεφαλαίων θα επαναλάβει ότι η αφήγησή του θα περιλάβει όλους αδιακρίτως, μικρές και μεγάλες πόλεις ανθρώπων (1.5.3: ὁμοίως σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα ἀνθρώπων ἐπεξιών). Η αντικειμενικότητα με την οποία αντιμετωπίζει τη στάση ορισμένων Ελλήνων κυρίως κατά την εκστρατεία του Ξέρξη θα επισύρει ως γνωστόν την (αστήρικτη) κατηγορία εναντίον του ότι υπήρξε φιλοβάρβαρος (Πλούταρχος).
Ως ο κατ' εξοχήν αντικειμενικός ιστορικός θεωρήθηκε ανέκαθεν -και εξακολουθεί να θεωρείται, αν και όχι ανεπιφύλακτα- ο Θουκυδίδης. Και αυτός, όπως ο Ηρόδοτος, όταν γράφει στο κεφάλαιο για τη μέθοδό του (1.22.2) ότι μία από τις κύριες πηγές εσφαλμένων πληροφοριών που έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν εκείνοι που από προσωπικές συμπάθειες (εὔνοια) διαστρέβλωναν τα γεγονότα, εμμέσως δηλώνει ότι ο ίδιος επεδίωξε να είναι αντικειμενικός.
Στο Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν ο Λουκιανός απαριθμεί τις διάφορες επιταγές της ιστορικής αντικειμενικότητας (κεφ. 41): Τοιοῦτος οὖν μοι ὁ συγγραφεὺς ἔστω, ἄφοβος, ἀδέκαστος, ἐλεύθερος, παρρησίας καὶ ἀληθείας φίλος, ὡς ὁ κωμικός φησι, τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάσων, οὐ μίσει οὐδὲ φιλίᾳ τι νέμων οὐδὲ φειδόμενος ἢ ἐλεῶν ἢ αἰσχυνόμενος ἢ δυσωπούμενος, ἴσος δικαστής, εὔνους ἅπασιν ἄχρι τοῦ μὴ θατέρῳ ἀπονεῖμαι πλεῖον τοῦ δέοντος, ξένος ἐν τοῖς βιβλίοις καὶ ἄπολις, αὐτόνομος, ἀβασίλευτος, οὐ τί τῷδε ἢ τῷδε δόξει λογιζόμενος, ἀλλὰ τί πέπρακται λέγων (τοιούτον λοιπόν θέλω τον συγγραφέα, άφοβον, ανώτερον αμοιβών και δώρων, ελεύθερον, φίλον της ειλικρνείας και της αληθείας, ο οποίος, κατά τον κωμικόν, να λέγη τα σύκα σύκα και την σκάφην σκάφην· ούτε εις το μίσος ούτε εις την φιλίαν να χαρίζεται· να μη φείδεται ή νὰ λυπήται ή να εντρέπεται να γράψη την αλήθειαν ή να την αποσιωπά, δια να περιποιηθή· να είναι ίσος προς όλους δικαστής και εξ ίσου φίλος προς όλους, ώστε να μη απονέμη εις κανένα περισσότερον αφ᾽ ό,τι του ἀνήκει· να είναι ξένος προς τα βιβλία του και να μη θεωρή πατρίδα καμμίαν πόλιν, ανεξάρτητος και μη υποκείμενος εις κανένα βασιλέα· να μη σκέπτεται δε πώς θα φανούν εις τον τάδε και τον τάδε όσα γράφει, αλλὰ να γράφη ό,τι έγιναν).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου