875 ― ἰὼ ἰὼ δύσφρονες, [στρ. α]
φίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονες,
δόμους ἑλόντες πατρῴ-
ους μέλεοι σὺν ἀλκᾷ.
― μέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους
880 ηὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ.
― ἰὼ ἰὼ δωμάτων [ἀντ. α.]
ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας
ἰδόντες, ἤδη διήλ-
885 λαχθε σὺν σιδάρῳ.
― κάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδα
πότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν.
― δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοι, [στρ. β]
τετυμμένοι δῆθ᾽, ὁμο-
890 σπλάγχνων τε πλευρωμάτων
‹. . . . . ›
αἰαῖ δαιμόνιοι,
αἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνων
‹ἐκ› θανάτων ἀραί.
895 ― διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶ
σώμασιν πεπλαγμένους, [ἐννέπω]
ἀναυδάτῳ μένει
ἀραίῳ τ᾽, ἐκ πατρὸς
‹δ᾽ οὐ› διχόφρονι πότμῳ.
900 ― διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος, [ἀντ. β]
στένουσι πύργοι, στένει
πέδον φίλανδρον· μένει
‹δὲ› κτέαν᾽ ἐπιγόνοις,
δι᾽ ὧν αἰνομόροις,
905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα
καὶ θανάτου τέλος.
― ἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοι
κτήμαθ᾽, ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖν.
διαλλακτῆρι δ᾽ οὐκ
ἀμεμφεία φίλοις,
910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης.
***
Οϊμένα οϊμέ κακόγνωμοι
στους φίλους ανυπάκουοι
στις συμφορές αχόρταγοι,
τα πατρικά τα σπίτια σας
πήγατε και ρημάξατε,
880 άθλιοι, με την αμάχη σας.
―Άθλιοι απ᾽ αλήθεια, που ηύρανε
και θάνατο αθλιότατο
για ντροπή τω σπιτιών τους.
Τους τοίχους των γκρεμνίσετε,
αλίμονο, μονάχοι σας
και μοναρχίες είδετε
πικρές πολύ ο καθένας σας·
τώρα συμβιβαστήκατε
με σίδερο στο χέρι.
―Κι αληθινή βγήκε πολύ
του Οιδίποδα πατέρα των
η φοβερή Ερινύα.
890 Απ᾽ τα ζερβά τρυπημένοι
αλήθεια, ναι, τρυπημένοι
κι ομόσπλαχνα πλευρά.
Αλί, δυστυχισμένοι,
αλί και στις κατάρες,
που φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά.
―Τα σπίτια τους και τα κορμιά
τους χτύπησ᾽ η λαβωματιά,
αυτή που λες, πέρα για πέρα,
που ήρθε με λύσσα ανάκουστη
και φονικιά διχογνωμιά
απ᾽ την κατάρα του πατέρα.
900 Βόγγος περνάει μες στην πόλη,
βόγγος στους πύργους, και σ᾽ όλη,
που ᾽ταν δική τους τη γη·
κι οι απόγονοί τους τα πλούτη
θε να χαρούνε, που τούτη
την άγριαν φέραν αμάχη
και του θανάτου το τέλος, αλί!
Μεράσανε μ᾽ αψιά καρδιά
το βιος των σε ίσια μερδικά
και μοναχά ο δικοί τους
μπορεί να ᾽χουν παράπονο
με το συμβιβαστή τους
910 τον άχαρο Άρη, το φονιά.
φίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονες,
δόμους ἑλόντες πατρῴ-
ους μέλεοι σὺν ἀλκᾷ.
― μέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους
880 ηὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ.
― ἰὼ ἰὼ δωμάτων [ἀντ. α.]
ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας
ἰδόντες, ἤδη διήλ-
885 λαχθε σὺν σιδάρῳ.
― κάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδα
πότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν.
― δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοι, [στρ. β]
τετυμμένοι δῆθ᾽, ὁμο-
890 σπλάγχνων τε πλευρωμάτων
‹. . . . . ›
αἰαῖ δαιμόνιοι,
αἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνων
‹ἐκ› θανάτων ἀραί.
895 ― διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶ
σώμασιν πεπλαγμένους, [ἐννέπω]
ἀναυδάτῳ μένει
ἀραίῳ τ᾽, ἐκ πατρὸς
‹δ᾽ οὐ› διχόφρονι πότμῳ.
900 ― διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος, [ἀντ. β]
στένουσι πύργοι, στένει
πέδον φίλανδρον· μένει
‹δὲ› κτέαν᾽ ἐπιγόνοις,
δι᾽ ὧν αἰνομόροις,
905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα
καὶ θανάτου τέλος.
― ἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοι
κτήμαθ᾽, ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖν.
διαλλακτῆρι δ᾽ οὐκ
ἀμεμφεία φίλοις,
910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης.
***
Οϊμένα οϊμέ κακόγνωμοι
στους φίλους ανυπάκουοι
στις συμφορές αχόρταγοι,
τα πατρικά τα σπίτια σας
πήγατε και ρημάξατε,
880 άθλιοι, με την αμάχη σας.
―Άθλιοι απ᾽ αλήθεια, που ηύρανε
και θάνατο αθλιότατο
για ντροπή τω σπιτιών τους.
Τους τοίχους των γκρεμνίσετε,
αλίμονο, μονάχοι σας
και μοναρχίες είδετε
πικρές πολύ ο καθένας σας·
τώρα συμβιβαστήκατε
με σίδερο στο χέρι.
―Κι αληθινή βγήκε πολύ
του Οιδίποδα πατέρα των
η φοβερή Ερινύα.
890 Απ᾽ τα ζερβά τρυπημένοι
αλήθεια, ναι, τρυπημένοι
κι ομόσπλαχνα πλευρά.
Αλί, δυστυχισμένοι,
αλί και στις κατάρες,
που φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά.
―Τα σπίτια τους και τα κορμιά
τους χτύπησ᾽ η λαβωματιά,
αυτή που λες, πέρα για πέρα,
που ήρθε με λύσσα ανάκουστη
και φονικιά διχογνωμιά
απ᾽ την κατάρα του πατέρα.
900 Βόγγος περνάει μες στην πόλη,
βόγγος στους πύργους, και σ᾽ όλη,
που ᾽ταν δική τους τη γη·
κι οι απόγονοί τους τα πλούτη
θε να χαρούνε, που τούτη
την άγριαν φέραν αμάχη
και του θανάτου το τέλος, αλί!
Μεράσανε μ᾽ αψιά καρδιά
το βιος των σε ίσια μερδικά
και μοναχά ο δικοί τους
μπορεί να ᾽χουν παράπονο
με το συμβιβαστή τους
910 τον άχαρο Άρη, το φονιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου