Ο Οδυσσέας, που ξύπνησε στην πατρίδα του χωρίς να το γνωρίζει, μη αναγωρίζοντας τη θεά Αθηνά, που με θωριά βοσκόπουλου στέκεται μπροστά του, πέφτει στα γόνατα κι αρχίζει τα παρακάλια:
«Μια και σε αντάμωσα, καλόπαιδο, στα μέρη ετούτα πρώτο,
γεια και χαρά σου!
Είμαι ικέτης σου, τα γόνατά σου πιάνω.
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, να ξέρω, σε ποια χώρα,
σε ποιους ανθρώπους τώρα βρέθηκα; ποιοι ζουν σ΄ αυτά τα μέρη;»
Η Ιθάκη
Την Παλλάδα της Ιθάκης ξεναγό ο ποιητής την κάνει.
Αυτή μας περιγράφει τι παράγουν τα τραχιά της τα χώματα, που διόλου φτωχιά δεν την κάνουν, αφού εργατικός, φιλόπονος είναι όλος ο πληθυσμός της.
« Τραχιά είναι αλήθεια η γη της, άλογα δεν τρέχουν εδώ πέρα,
μα κι αν δεν είναι τόσο απλόχωρη, τη φτώχια δεν την ξέρει·
βγάζει μαθές το στάρι αμέτρητο και το κρασί περίσσιο,
τι και οι βροχές και η δρόσο αδιάκοπα το χώμα της νοτίζουν.
Γίδια και βόδια έχουν βοσκότοπους καλούς, και δέντρα μύρια
προκόβουν, και πηγές αστέρευτες ποτίζουν τα κοπάδια.
γι΄ αυτό κι η Ιθάκη, ξένε, ακούστηκεν ως και στης Τροίας τα μέρη,
που από τη χώρα αλάργα βρίσκεται των Αχαιών, ως λένε.»
Η άμετρη χαρά δεν τον παρασύρει να φανερωθεί, μια που η πονηριά του, η έμφυτη, την ξεπερνά σε δύναμη, ως η δεύτερή του φύση:
«Στα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος ξανάσανε Οδυσσέας
όλο χαρά, απ΄ του βροντοσκούταρου του Δία τη θυγατέρα,
μα την αλήθεια δε μολόγησε, μόν΄ πήρε πίσω ό,τι είχε
να πει, τι πάντα ο νους του δούλευε με πονηριά στα στήθη».
Μπορεί να τράβηξε πολλά, στη γη του να πατήσει, όμως δεν έχασε τη μαστοριά να πλάθει ιστορίες, άμα αυτές όφελος του χαρίζουν.
Μια παραπλανητική ιστορία επινοεί, πλαστή ταυτότητα εμφανίζει:
«Για την Ιθάκη στην απλόχωρη κι εγώ έχω ακούσει Κρήτη,
πέρα απ΄ τη θάλασσα· να που ΄φτασα στα μέρη αυτά κι ατός μου
με τούτο εδώ το βιος, αφήνοντας τ΄ άλλα μισά στους γιους μου.
Έχω μισέψει, γιατί σκότωσα το γιο του Ιδομενέα,
το γοργοπόδη τον Ορσίλοχο, που στην πλατιά την Κρήτη
άλλος θνητός δεν του παράβγαινε στα γρήγορα ποδάρια.
Όλα μαθές τα κούρσα εγύρευε που ΄χα απ΄ την Τροία φερμένα
να μου τ΄ αρπάξει, ας είχα βάσανα γι΄ αυτά πολλά τραβήξει
μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα.
Δεν είχα λέει σταθεί του κύρη του στης Τροίας τα μέρη πέρα...
ως γυρνούσε απ΄ τα χωράφια του, καρτέρι μ΄ ένα φίλο
στήνω στο δρόμο πλάι και του ΄ριξα με χάλκινο κοντάρι.
Μα ως πια με κοφτερό τον σκότωσα χαλκό, κινώ και φεύγω,
κι ένα καράβι πετυχαίνοντας στους Φοίνικες προσπέφτω
τους αντρειανούς κι από τα κούρσα μου τους δίνω πλούσια δώρα·
ν΄ ανέβω στ΄ άρμενό τους γύρευα, στην Πύλο να με βγάλουν,
για ακόμα και στη θεία την Ήλιδα, των Επειών τη χώρα.
Μα εκεί να πιάσουν δεν κατάφεραν, σπρωγμένοι απ΄ τους ανέμους,
πολύ άθελά τους· δεν εγύρευαν μαθές να με γελάσουν.
Ξεστρατισμένοι εκείθε φτάνουμε στα μέρη αυτά τη νύχτα,
και λάμνοντας γοργά τρομάξαμε να μπούμε στο λιμάνι·
κι ούτ΄ ένας μας να φάει θυμήθηκε, κι ας είχαμε όλοι ανάγκη,
μόν΄ όπως βγήκαμε, βρεθήκαμε στον άμμο ξαπλωμένοι.
Εγώ είχα απ΄ το βαρύ τον κάματο σε ύπνο γλυκά βουλιάξει,
κι αυτοί απ΄ το βαθουλό τους έβγαλαν καράβι τ΄ αγαθά μου,
κι ως τ΄ απίθωσαν, όπου εκοίτομουν κι εγώ, στον άμμο απάνω,
για της Σιδόνας πήραν κι έφυγαν τις πλούσιες χώρες πίσω
με το καράβι, παρατώντας με μονάχο στον καημό μου.»
Αυτή η ομορφοδεμένη διήγηση χαμόγελο χαρίζει στη θεά, άλλη όψη παίρνει, καμαρώνοντας την τέχνη του στο δόλο και στο ψέμα:
«Αυτά είπε, κι η Αθηνά η γλαυκόματη θεά, με χαμογέλιο
το χέρι απλώνοντας τον χάιδεψε· μεμιάς την όψη επήρε
γυναίκας όμορφης, τρανόκορμης, πιδέξιας ανυφάντρας,
και κράζοντάς τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Στην πονηριά αν κανείς παράβγαινε μαζί σου, ακόμα ας ήταν
θεός, ανάγκη πλήθος να ΄ξερε πλανέματα και δόλους!
Της πονηρίας τεχνίτη αχόρταγε, πια αλήθεια δε βαστιέσαι!
Μηδέ στη χώρα σου είπες φτάνοντας τις πονηριές ν΄ αφήσεις
και τις ψευτιές, που λες και χαίρεσαι, σαν που ΄ναι φυσικό σου!»
Η Αθηνά φανερώνεται:
«Κι εγώ δοξάζουμαι μες στους θεούς η πρώτη
για τις βουλές μου και τις τέχνες μου. Την Αθηνά Παλλάδα,
του Δία την κόρη, δεν τη γνώρισες.
Εγώ είμαι που τους Φαίακες έκαμα να σε αγαπήσουν όλοι·
και τώρα φτάνω εδώ να πλέξουμε βουλή μαζί καινούργια,
να κρύψω και το βιος, οι ασύγκριτοι που σου ΄χουν Φαίακες δώσει,
ως γύρναες σπίτι σου, από φώτιση κι από βουλή δικιά μου·
και να σου πω στο στέριο σπίτι σου τι βάσανα απ΄ τη μοίρα
σε καρτερούν ωστόσο βάσταξε και συ.....»
Ο Οδυσσέας όμως θα παραμείνει δύσπιστος...
Η Πρώτη Αναγνώριση στην επιστροφή του Οδυσσέα
Ο ¨Ομηρος, θέλοντας να επιμηκύνει την αγωνία κι άλλο, πάνω στα τραχιά τα χώματα της Ιθάκης, που ο Οδυσσέας τα πατά έχοντας απορίες, αν να τα γλυκοφιλήσει πρέπει, «συνιστά» την ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ.
Ο Οδυσσέας θέλει σημάδια να πειστεί, πως της πατρίδας είναι το χώμα που πατεί, ψέμματα δεν χωρούνε.
Πίστεις ζητά, δεν εμπιστεύεται μήτε θεού το λόγο.
Υβρη δεν το ονομάζουμε αυτό, αφού εξυπηρετεί τον ποιητή να επιβραδύνει τη δράση, κι άλλη στην αγωνία μας παράταση να δώσει:
«Να σε γνωρίσει δεν είναι εύκολο, θεά, ο θνητός μπροστά του,
όσα κι αν ξέρει, τι την όψη σου κάθε φορά κι αλλάζεις.
Όμως στου Δία σε ορκίζω τ΄ όνομα, στα γόνατα σου πέφτω·
δεν το φαντάζουμαι πως έφτασα στην ξέφαντην Ιθάκη·
άλλη είναι η γη που τώρα βρέθηκα, θαρρώ, κι αν τα ΄πες τούτα,
το νου μου να πλανέσεις ήθελες και να με ξεγελάσεις.
Αχ, πες μου τώρα αλήθεια αν πάτησα τη γη την πατρική μου!»
Τα σημάδια αναγνώρισης η θεά Αθηνά τα δίνει:
«Και τώρα την Ιθάκη θα ΄θελα να ξεσκεπάσω ομπρός σου,
για να πιστέψεις: Να του Φόρκυνα του θαλασσογερόντου
ο κόρφος, να κι η ελιά η στενόφυλλη στου λιμανιού την κόχη,
και δίπλα το γαλαζοσκότεινο, χαριτωμένο σπήλιο,
ταμένο στις ξανθιές, τρισέβαστο, στις Νεροκόρες. Δες τη
τη θολωτή σπηλιά, κει που άλλοτε ποτέ σου δεν ξεχνούσες
στις Νεροκόρες αψεγάδιαστες τρανές θυσίες να κάνεις!
Κι αυτό είναι το βουνό το Νήριτο, με δάση σκεπασμένο.»
Μιλώντας την αντάρα σκόρπισε κι εφάνη γύρα ο τόπος·
και χάρηκε ο Οδυσσέας ο αρχοντικός, ο τρισβασανισμένος,
που είδε τη γη του, και τα χώματα φιλεί τα πολυθρόφα»
Θεά κι Οδυσσέας συμμαχούν:
Μαζί το χαλασμό των άνομων βουλεύονται μνηστήρων, το δίκιο να αποδοθεί μέσα στον οίκο που πάντα οι θεοί τιμούσαν.
Θεοί κι άνθρωποι συνομιλούν, συνωμοτούν, καρδιακοί φίλοι ως να ‘ναι.
Υπάρχει δέος, ασφαλώς, υπερέχει όμως περισσότερο το ανθρώπινο μες στην κουβέντα τούτη, που φέρνει στο μυαλό τον Κρητικό δημιουργό, τον Ν. Καζαντζάκη, όταν αναζητώντας το θεό κουβέντα στήνει μαζί του.
Επαναλαμβάνοντας, θα πω πως αυτή η σχέση δομείται πάνω στην αντίληψη του ανθρωπομορφισμού.
Η μεταμόρφωση του Οδυσσέα:
Ο Οδυσσέας μεταμορφώνεται σε γέροντα ζητιάνο, για ν’ αντιμετωπίσει τους μνηστήρες, που το σπιτικό του εξακολουθούν να διαγουμίζουν ακόμα:
«...κι ευτύς τον άγγιξε με το ραβδί που εκράτει,
και ζάρωσε το δέρμα τ΄ όμορφο στο λυγερό κορμί του,
της κεφαλής του τα ξανθόμαλλα τ΄ αφάνισε, με δέρμα
γερόντου του ΄ζωσε πολύχρονου τα μέλη γύρω γύρω,
του θόλωσε τα μάτια τα όμορφα, που ξάστραφταν ως τότε,
ακόμα με άλλα τον περίζωσε κουρέλια και χιτώνα,
λερά κι ολότρυπα, σε ανείπωτη μουντζούρα βουτηγμένα.
Λαφίνας γρήγορης του φόρεσε τρανό τομάρι τέλος,
ξεμαδημένο, και στο χέρι του ραβδί κι ένα σακούλι
βρώμικο, ολότρυπο, που εκρέμουνταν από σκοινί, του δίνει».
Ο Οδυσσέας αγνώριστος πια, κατά τη συμβουλή της θεάς, θ’ αποφύγει το παλάτι προς το παρόν και καταφύγιο θα βρεί στου πιστού του του χοιροβοσκού, του Εύμαιου την καλύβα.
Εκεί θα περιμένει τον Τηλέμαχο, το γιο του, από τη Λακεδαίμονα.
Πήγε εκείνος εκεί, ζητώντας απεγνωσμένα νέα του πατέρα του να μάθει.
Η Αθηνά σ’ αυτή την κατεύθυνση κινά, προς τη Λακεδαίμονα, στον Τηλέμαχο να σταθεί, να τον γλυτώσει από τη φονική παγίδα των μνηστήρων:
«Σαν έτσι τα ταίριαξαν, χώρισαν αυτή για του Οδυσσέα
κινάει το γιο στη Λακεδαίμονα τη θεία γοργά να φτάσει».
Οδύσσεια, ραψ. ν
«Μια και σε αντάμωσα, καλόπαιδο, στα μέρη ετούτα πρώτο,
γεια και χαρά σου!
Είμαι ικέτης σου, τα γόνατά σου πιάνω.
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, να ξέρω, σε ποια χώρα,
σε ποιους ανθρώπους τώρα βρέθηκα; ποιοι ζουν σ΄ αυτά τα μέρη;»
Η Ιθάκη
Την Παλλάδα της Ιθάκης ξεναγό ο ποιητής την κάνει.
Αυτή μας περιγράφει τι παράγουν τα τραχιά της τα χώματα, που διόλου φτωχιά δεν την κάνουν, αφού εργατικός, φιλόπονος είναι όλος ο πληθυσμός της.
« Τραχιά είναι αλήθεια η γη της, άλογα δεν τρέχουν εδώ πέρα,
μα κι αν δεν είναι τόσο απλόχωρη, τη φτώχια δεν την ξέρει·
βγάζει μαθές το στάρι αμέτρητο και το κρασί περίσσιο,
τι και οι βροχές και η δρόσο αδιάκοπα το χώμα της νοτίζουν.
Γίδια και βόδια έχουν βοσκότοπους καλούς, και δέντρα μύρια
προκόβουν, και πηγές αστέρευτες ποτίζουν τα κοπάδια.
γι΄ αυτό κι η Ιθάκη, ξένε, ακούστηκεν ως και στης Τροίας τα μέρη,
που από τη χώρα αλάργα βρίσκεται των Αχαιών, ως λένε.»
Η άμετρη χαρά δεν τον παρασύρει να φανερωθεί, μια που η πονηριά του, η έμφυτη, την ξεπερνά σε δύναμη, ως η δεύτερή του φύση:
«Στα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος ξανάσανε Οδυσσέας
όλο χαρά, απ΄ του βροντοσκούταρου του Δία τη θυγατέρα,
μα την αλήθεια δε μολόγησε, μόν΄ πήρε πίσω ό,τι είχε
να πει, τι πάντα ο νους του δούλευε με πονηριά στα στήθη».
Μπορεί να τράβηξε πολλά, στη γη του να πατήσει, όμως δεν έχασε τη μαστοριά να πλάθει ιστορίες, άμα αυτές όφελος του χαρίζουν.
Μια παραπλανητική ιστορία επινοεί, πλαστή ταυτότητα εμφανίζει:
«Για την Ιθάκη στην απλόχωρη κι εγώ έχω ακούσει Κρήτη,
πέρα απ΄ τη θάλασσα· να που ΄φτασα στα μέρη αυτά κι ατός μου
με τούτο εδώ το βιος, αφήνοντας τ΄ άλλα μισά στους γιους μου.
Έχω μισέψει, γιατί σκότωσα το γιο του Ιδομενέα,
το γοργοπόδη τον Ορσίλοχο, που στην πλατιά την Κρήτη
άλλος θνητός δεν του παράβγαινε στα γρήγορα ποδάρια.
Όλα μαθές τα κούρσα εγύρευε που ΄χα απ΄ την Τροία φερμένα
να μου τ΄ αρπάξει, ας είχα βάσανα γι΄ αυτά πολλά τραβήξει
μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα.
Δεν είχα λέει σταθεί του κύρη του στης Τροίας τα μέρη πέρα...
ως γυρνούσε απ΄ τα χωράφια του, καρτέρι μ΄ ένα φίλο
στήνω στο δρόμο πλάι και του ΄ριξα με χάλκινο κοντάρι.
Μα ως πια με κοφτερό τον σκότωσα χαλκό, κινώ και φεύγω,
κι ένα καράβι πετυχαίνοντας στους Φοίνικες προσπέφτω
τους αντρειανούς κι από τα κούρσα μου τους δίνω πλούσια δώρα·
ν΄ ανέβω στ΄ άρμενό τους γύρευα, στην Πύλο να με βγάλουν,
για ακόμα και στη θεία την Ήλιδα, των Επειών τη χώρα.
Μα εκεί να πιάσουν δεν κατάφεραν, σπρωγμένοι απ΄ τους ανέμους,
πολύ άθελά τους· δεν εγύρευαν μαθές να με γελάσουν.
Ξεστρατισμένοι εκείθε φτάνουμε στα μέρη αυτά τη νύχτα,
και λάμνοντας γοργά τρομάξαμε να μπούμε στο λιμάνι·
κι ούτ΄ ένας μας να φάει θυμήθηκε, κι ας είχαμε όλοι ανάγκη,
μόν΄ όπως βγήκαμε, βρεθήκαμε στον άμμο ξαπλωμένοι.
Εγώ είχα απ΄ το βαρύ τον κάματο σε ύπνο γλυκά βουλιάξει,
κι αυτοί απ΄ το βαθουλό τους έβγαλαν καράβι τ΄ αγαθά μου,
κι ως τ΄ απίθωσαν, όπου εκοίτομουν κι εγώ, στον άμμο απάνω,
για της Σιδόνας πήραν κι έφυγαν τις πλούσιες χώρες πίσω
με το καράβι, παρατώντας με μονάχο στον καημό μου.»
Αυτή η ομορφοδεμένη διήγηση χαμόγελο χαρίζει στη θεά, άλλη όψη παίρνει, καμαρώνοντας την τέχνη του στο δόλο και στο ψέμα:
«Αυτά είπε, κι η Αθηνά η γλαυκόματη θεά, με χαμογέλιο
το χέρι απλώνοντας τον χάιδεψε· μεμιάς την όψη επήρε
γυναίκας όμορφης, τρανόκορμης, πιδέξιας ανυφάντρας,
και κράζοντάς τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Στην πονηριά αν κανείς παράβγαινε μαζί σου, ακόμα ας ήταν
θεός, ανάγκη πλήθος να ΄ξερε πλανέματα και δόλους!
Της πονηρίας τεχνίτη αχόρταγε, πια αλήθεια δε βαστιέσαι!
Μηδέ στη χώρα σου είπες φτάνοντας τις πονηριές ν΄ αφήσεις
και τις ψευτιές, που λες και χαίρεσαι, σαν που ΄ναι φυσικό σου!»
Η Αθηνά φανερώνεται:
«Κι εγώ δοξάζουμαι μες στους θεούς η πρώτη
για τις βουλές μου και τις τέχνες μου. Την Αθηνά Παλλάδα,
του Δία την κόρη, δεν τη γνώρισες.
Εγώ είμαι που τους Φαίακες έκαμα να σε αγαπήσουν όλοι·
και τώρα φτάνω εδώ να πλέξουμε βουλή μαζί καινούργια,
να κρύψω και το βιος, οι ασύγκριτοι που σου ΄χουν Φαίακες δώσει,
ως γύρναες σπίτι σου, από φώτιση κι από βουλή δικιά μου·
και να σου πω στο στέριο σπίτι σου τι βάσανα απ΄ τη μοίρα
σε καρτερούν ωστόσο βάσταξε και συ.....»
Ο Οδυσσέας όμως θα παραμείνει δύσπιστος...
Η Πρώτη Αναγνώριση στην επιστροφή του Οδυσσέα
Ο ¨Ομηρος, θέλοντας να επιμηκύνει την αγωνία κι άλλο, πάνω στα τραχιά τα χώματα της Ιθάκης, που ο Οδυσσέας τα πατά έχοντας απορίες, αν να τα γλυκοφιλήσει πρέπει, «συνιστά» την ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ.
Ο Οδυσσέας θέλει σημάδια να πειστεί, πως της πατρίδας είναι το χώμα που πατεί, ψέμματα δεν χωρούνε.
Πίστεις ζητά, δεν εμπιστεύεται μήτε θεού το λόγο.
Υβρη δεν το ονομάζουμε αυτό, αφού εξυπηρετεί τον ποιητή να επιβραδύνει τη δράση, κι άλλη στην αγωνία μας παράταση να δώσει:
«Να σε γνωρίσει δεν είναι εύκολο, θεά, ο θνητός μπροστά του,
όσα κι αν ξέρει, τι την όψη σου κάθε φορά κι αλλάζεις.
Όμως στου Δία σε ορκίζω τ΄ όνομα, στα γόνατα σου πέφτω·
δεν το φαντάζουμαι πως έφτασα στην ξέφαντην Ιθάκη·
άλλη είναι η γη που τώρα βρέθηκα, θαρρώ, κι αν τα ΄πες τούτα,
το νου μου να πλανέσεις ήθελες και να με ξεγελάσεις.
Αχ, πες μου τώρα αλήθεια αν πάτησα τη γη την πατρική μου!»
Τα σημάδια αναγνώρισης η θεά Αθηνά τα δίνει:
«Και τώρα την Ιθάκη θα ΄θελα να ξεσκεπάσω ομπρός σου,
για να πιστέψεις: Να του Φόρκυνα του θαλασσογερόντου
ο κόρφος, να κι η ελιά η στενόφυλλη στου λιμανιού την κόχη,
και δίπλα το γαλαζοσκότεινο, χαριτωμένο σπήλιο,
ταμένο στις ξανθιές, τρισέβαστο, στις Νεροκόρες. Δες τη
τη θολωτή σπηλιά, κει που άλλοτε ποτέ σου δεν ξεχνούσες
στις Νεροκόρες αψεγάδιαστες τρανές θυσίες να κάνεις!
Κι αυτό είναι το βουνό το Νήριτο, με δάση σκεπασμένο.»
Μιλώντας την αντάρα σκόρπισε κι εφάνη γύρα ο τόπος·
και χάρηκε ο Οδυσσέας ο αρχοντικός, ο τρισβασανισμένος,
που είδε τη γη του, και τα χώματα φιλεί τα πολυθρόφα»
Θεά κι Οδυσσέας συμμαχούν:
Μαζί το χαλασμό των άνομων βουλεύονται μνηστήρων, το δίκιο να αποδοθεί μέσα στον οίκο που πάντα οι θεοί τιμούσαν.
Θεοί κι άνθρωποι συνομιλούν, συνωμοτούν, καρδιακοί φίλοι ως να ‘ναι.
Υπάρχει δέος, ασφαλώς, υπερέχει όμως περισσότερο το ανθρώπινο μες στην κουβέντα τούτη, που φέρνει στο μυαλό τον Κρητικό δημιουργό, τον Ν. Καζαντζάκη, όταν αναζητώντας το θεό κουβέντα στήνει μαζί του.
Επαναλαμβάνοντας, θα πω πως αυτή η σχέση δομείται πάνω στην αντίληψη του ανθρωπομορφισμού.
Η μεταμόρφωση του Οδυσσέα:
Ο Οδυσσέας μεταμορφώνεται σε γέροντα ζητιάνο, για ν’ αντιμετωπίσει τους μνηστήρες, που το σπιτικό του εξακολουθούν να διαγουμίζουν ακόμα:
«...κι ευτύς τον άγγιξε με το ραβδί που εκράτει,
και ζάρωσε το δέρμα τ΄ όμορφο στο λυγερό κορμί του,
της κεφαλής του τα ξανθόμαλλα τ΄ αφάνισε, με δέρμα
γερόντου του ΄ζωσε πολύχρονου τα μέλη γύρω γύρω,
του θόλωσε τα μάτια τα όμορφα, που ξάστραφταν ως τότε,
ακόμα με άλλα τον περίζωσε κουρέλια και χιτώνα,
λερά κι ολότρυπα, σε ανείπωτη μουντζούρα βουτηγμένα.
Λαφίνας γρήγορης του φόρεσε τρανό τομάρι τέλος,
ξεμαδημένο, και στο χέρι του ραβδί κι ένα σακούλι
βρώμικο, ολότρυπο, που εκρέμουνταν από σκοινί, του δίνει».
Ο Οδυσσέας αγνώριστος πια, κατά τη συμβουλή της θεάς, θ’ αποφύγει το παλάτι προς το παρόν και καταφύγιο θα βρεί στου πιστού του του χοιροβοσκού, του Εύμαιου την καλύβα.
Εκεί θα περιμένει τον Τηλέμαχο, το γιο του, από τη Λακεδαίμονα.
Πήγε εκείνος εκεί, ζητώντας απεγνωσμένα νέα του πατέρα του να μάθει.
Η Αθηνά σ’ αυτή την κατεύθυνση κινά, προς τη Λακεδαίμονα, στον Τηλέμαχο να σταθεί, να τον γλυτώσει από τη φονική παγίδα των μνηστήρων:
«Σαν έτσι τα ταίριαξαν, χώρισαν αυτή για του Οδυσσέα
κινάει το γιο στη Λακεδαίμονα τη θεία γοργά να φτάσει».
Οδύσσεια, ραψ. ν
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου