Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Η Εμπειρία του ''Θεού'' είναι η Αληθινή Θρησκεία

Οι άνθρωποι που δεν έχουν Εμπειρία της Θείας Πραγματικότητας, που δεν Βιώνουν Αυτό που Υπάρχει πραγματικά, αλλά θεωρούν θρησκεία «όσα τους δίδαξαν», εξωτερικές δραστηριότητες, λατρευτικές πράξεις… μοιάζουν με τους ανθρώπους που ονειρεύονται να ταξιδέψουν σε ένα παραμυθένιο τόπο, κι όλο μιλούν για το ταξίδι, αλλά δεν το πραγματοποιούν ποτέ.

Όταν δεν Έχεις Εμπειρία της Πραγματικότητας, Αυτού που Υπάρχει, του Αληθινού, όταν δεν το Έχεις Ζήσει να Δεις Μόνος σου Τι Είναι Αυτό… αλλά μιλάς για τον Θεό, την Αλήθεια, τα Δόγματα της Θρησκείας, την λατρευτική ζωή, την Σωτηρία, όλα αυτά, απλά μιλάς για ιδέες που έχουν συσσωρεύσει οι άνθρωποι… είναι σαν να είσαι τυφλός και να οδηγείς άλλους τυφλούς… πόσο μακριά θα πάτε;

Αν νομίζεις πως μια απλή διαίσθηση της Παρουσίας του Θεού, ή οι θεολογικές γνώσεις των βιβλίων, ή οι λατρευτικές πράξεις που διαλύονται στον αέρα, όπως η σκόνη στον άνεμο, είναι θρησκεία, τότε μοιάζεις με εκείνον που νομίζει πως έφτασε στον προορισμό του, επειδή ξεκίνησε κι έκανε ένα βήμα…

Αν έχεις Γνωρίσει Άμεσα, Βιωματικά, τον Θεό, το Υπέρτατο, τότε όλη σου η «φύση» έχει μεταμορφωθεί… δεν έχεις πλέον μέσα σου σκιές, μήτε οι πράξεις σου είναι σκοτεινές… από τα έργα του φαίνεται ο καθένας.

Πως είναι δυνατόν να λες πως Βαδίζεις την Οδό του Θεού, αλλά να σε παραπλανά ακόμα η σκέψη, να έχεις κοσμικές επιθυμίες ή να καταναλώνεις τον χρόνο σου σε ανούσιες δραστηριότητες; Κάπου έχεις λοξοδρομήσει χωρίς να το αντιληφθείς…

Ο Άνθρωπος της Αληθινής Θρησκείας, που Βιώνει την Ενότητα με Όλα, ενδιαφέρεται για το Κοινό Καλό, εργάζεται για αυτό, με όποιο τρόπο μπορεί… δεν ενδιαφέρεται για προσωπική ανάπτυξη, για προσωπικές επιτεύξεις, ή για την δική του ιδιαίτερη ζωή.. ζει μέσα σε όλους, μέσα από όλους, για αυτό νοιάζεται για όλους.

Ο Δρόμος του Θεού, δεν είναι απλά μια «ηθική συμπεριφορά», μήτε μια «πίστη»… είναι πολύ περισσότερο το Άγγιγμα του Αιώνιου, πέρα από την σκέψη, και τις εξωτερικές δραστηριότητες… είναι Ζωή, η Αληθινή Ζωή, που Ζούμε Εδώ, Τώρα, πέρα από τον χρόνο.

Όποιος έχει Γνωρίσει τον Θεό είναι Ένα με Όλα, Αποδέχεται τα πάντα… Είναι Φως, Βαδίζει στο Φως, διαλύει τις σκιές και προχωρά πέρα… γιατί η Στιγμή δεν περιμένει, προχωρά πάντα… δεν μπορεί να γίνει μνήμη, ούτε να λοξοδρομήσει σε φαντασίες.

Στο Δρόμο για τον Θεό δεν επιζητείς τίποτα, ούτε ακόμα τον Θεό… σου φτάνει να Ζεις Μέσα στην Παρουσία Του.

Όσο Προχωράς στην Οδό δεν μπορείς να υπερηφανευθείς για τίποτα, μέχρι να Φτάσεις… Αλλά κι όταν Φτάσεις, πάλι δεν μπορείς να υπερηφανευθείς, γιατί δεν υπάρχει πλέον κανείς να υπερηφανευθεί… Όλα Είναι Ένα!

Ζώντας στο Φως

Η Αλήθεια είναι Ολοφάνερη! Αν οι άνθρωποι δεν την «βλέπουν», ή την «βλέπουν» αλλά δεν την «ακολουθούν», είναι γιατί κρίνουν σύμφωνα με τα δικά τους ζύγια, με το εγωιστικό συμφέρον, την έλλειψη Δικαιοσύνης, και την αδιαφορία για τους συνανθρώπους τους.

Η Είσοδος στο Αληθινό Πνευματικό Μονοπάτι, σημαίνει να αφήσεις πίσω σου, παλιές νοοτροπίες, συνήθειες και δραστηριότητες, και να βλέπεις μόνο Μπροστά, βαδίζοντας Εκεί που σου Ανοίγει Δρόμο το Φως… Η Αντίληψή σου γίνεται Φως, η ζωή σου είναι Φως, κι οι πράξεις σου σκορπίζουν Φως.

Οι Άνθρωποι του Φωτός είναι Ένα με Όλα, έχουν τα πάντα και τίποτα δικό τους, έτσι μπορούν να μοιράζονται με ευκολία, το Φως, την Αγάπη, την Αδελφοσύνη… Οι άνθρωποι της σκιάς, οχυρωμένοι στο εγώ τους, «εκμεταλλεύονται» τους πάντες, τα πάντα, για να υπερασπίσουν ένα φρούριο που σε λίγα χρόνια θα είναι ερείπια…

Οι Άνθρωποι του Φωτός γνωρίζουν το Σωστό και το κάνουν πράξη, κάθε στιγμή… Οι άνθρωποι της σκιάς γνωρίζουν το Σωστό αλλά δεν το ακολουθούν… μοιάζουν με τον άρρωστο που έχει στο προσκεφάλι του το φάρμακο αλλά αρνείται να το πάρει, γιατί νοιώθει καλύτερα μέσα στην αρρώστια του.

Οι Άνθρωποι του Φωτός ακολουθούν πάντα την Αληθινή Θρησκεία της Ενότητας, της Αγάπης και της Ταπεινότητας… Οι «επαγγελματίες της θρησκείας» που κοροϊδεύουν τον εαυτό τους και τους άλλους, δεν αποδεικνύουν την αποτυχία της θρησκείας, αποδεικνύουν μονάχα την δική τους αποτυχία να ακολουθήσουν το Φως.

Οι Άνθρωποι του Φωτός μοιράζονται με όλους ό,τι έχουν… Οι άνθρωποι της σκιάς δίνουν ελεημοσύνη στους εξαθλιωμένους που οι ίδιοι, με την συμπεριφορά τους, και την αδιαφορία τους, δημιούργησαν… και με την ελεημοσύνη τους τους αφαιρούν και ό,τι τους απόμεινε, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Ο Θεός Είναι Πνεύμα, Σε Αυτόν Στηρίζονται Όλα και σαν Απαλό Χάδι Διαπερνά τα Πάντα… Ο Θεός δεν χρειάζεται θρησκείες, δεν χρειάζεται ναούς, δεν χρειάζεται λατρείες, δεν χρειάζεται προσφορές… Μόνο στην Σιωπή, στην πλήρη ταπεινότητα, στη πλήρη παράδοση, Τον νοιώθεις στον αληθινό ναό του σώματός σου… να σε γεμίζει, να σε μεταμορφώνει σε φως.

Μην λες, ο κόσμος είναι σκοτεινός, οι άνθρωποι παραπλανημένοι, τρελαμένοι, χωρίς κατεύθυνση… Άλλαξε εσύ τον κόσμο, ξεκινώντας από τον εαυτό σου, με υπομονή και ταπεινότητα σκόρπα γύρω σου το φως… κι οι άνθρωποι θα βρουν τον δρόμο τους…

Κανένας Αληθινός Άνθρωπος δεν «προβάλλεται», δεν έχει τίποτα να «προβάλλει»… στέκει παράμερα, ευχαριστημένος με την ύπαρξή του απλά, ευτυχισμένος που δεν έχει επιθυμίες και χορτάτος με ό,τι του στέλνει η ζωή… ακόμα και στον θάνατο πηγαίνει με χαμόγελο.

Η Αληθινή Θρησκεία είναι Μία, να Είσαι Ένα με το Θεό, Εδώ, Τώρα, Μέσα σου, στο ανθρώπινο σώμα σου… αληθινός «θεοφόρος», «άγγελος» στη γη, να ζεις ήδη την Αιωνιότητα, πέρα από τον χρόνο.

Αγκαλιάζοντας τη Ροή της Ζωής: Η Μυστικιστική Πορεία προς την Εσωτερική Γαλήνη

Στη μεγάλη ταπισερί της ύπαρξης, η ζωή ξετυλίγεται σε μια σειρά φυσικών γεγονότων, με κάθε νήμα συνυφασμένο με το άλλο, δημιουργώντας ένα απρόσκοπτο ύφασμα ύπαρξης. Όταν μαθαίνουμε να βλέπουμε αυτά τα γεγονότα ως μέρος της φυσικής ροής, αποδεχόμενοι τον ρυθμό της ζωής, αρχίζουμε να κινούμαστε αρμονικά μέσα σε αυτόν. Αυτή η αποδοχή δεν είναι να παραδοθούμε στη μοίρα, αλλά μάλλον να κατανοήσουμε και να αγκαλιάσουμε την ουσία του ταξιδιού μας. Για να έχουμε ειρήνη, πρέπει να ρέουμε με τη ζωή, όχι εναντίον της.

Η Φύση της Ειρήνης

Η αληθινή ειρήνη δεν βρίσκεται στην απομόνωση ή στην απουσία εξωτερικού χάους. Βρίσκεται στα βάθη της ύπαρξής μας, σε ένα μέρος ανέγγιχτο από τον θορυβώδη θόρυβο του κόσμου. Είναι ένα εσωτερικό καταφύγιο όπου κατοικεί η ψυχή, ένα βασίλειο όπου είμαστε ελεύθεροι από τους περιορισμούς του χρόνου, των γεγονότων και των τυχαίων περιστατικών. Σε αυτή την κατάσταση, είμαστε στο σπίτι όπου κι αν βρισκόμαστε, είτε σε αυτή τη ζωή είτε στην άλλη. Αυτή η βαθιά αίσθηση οικειότητας προκύπτει από την άμεση επαφή με την ουσία της ζωής και την κατανόηση που υπερβαίνει τα εξωτερικά φαινόμενα.

Η ψευδαίσθηση του ελέγχου

Τα ανθρώπινα όντα συχνά προσπαθούν να ερμηνεύσουν την τάξη του κόσμου μέσα από τον κατακερματισμένο φακό της ατομικής λογικής. Προσπαθούμε να διαχειριστούμε, να ελέγξουμε και να αλλάξουμε τη φυσική ροή, δημιουργώντας μια αντίληψη απομόνωσης. Αυτή η άστοχη προσπάθεια οδηγεί σε σύγχυση, διαμάχες και συγκρούσεις—μια αδιάκοπη πάλη για ασήμαντα θέματα. Προσπαθώντας να επιβάλουμε την τάξη, χάνουμε την επαφή με την αρμονική ροή της ζωής, μπλέκοντας τους εαυτούς μας σε έναν ιστό δικής μας κατασκευής.

Η τέχνη του να αφήνεις να φύγει

Το να επιτύχουμε την ειρήνη δεν σημαίνει να αποσυρθούμε σωματικά από τον κόσμο, αλλά να απομακρυνθούμε από τις φρενήρεις επιδιώξεις και πεποιθήσεις της κοινωνίας. Σημαίνει να κινείσαι με το ρεύμα της ζωής, αντί να παρασύρεσαι από τις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες των ανθρώπων. Αυτή η εσωτερική γαλήνη μας επιτρέπει να υπάρχουμε στον κόσμο, αλλά να παραμένουμε ανεπηρέαστοι από την αναταραχή του. Γινόμαστε σαν παρατηρητές σε μια βωβή ταινία, παρακολουθώντας τις πράξεις και τις χειρονομίες των άλλων χωρίς να παρασυρόμαστε στο θόρυβο και τη σύγχυσή τους.

Ζώντας σε ειρηνική σιωπή

Στη σιωπή της εσωτερικής γαλήνης, όλα ανακτούν το πραγματικό τους νόημα. Τα φυσικά γεγονότα, απογυμνωμένα από το χάος που επιβάλλει η ανθρώπινη παρέμβαση, αποκαλύπτουν την εγγενή ομορφιά και τον σκοπό τους. Η ζωή γίνεται μια συμφωνία αρμονικών αλληλεπιδράσεων και βρισκόμαστε σε μια κατάσταση αέναης ευδαιμονίας. Αυτό είναι το αληθινό βασίλειο της ζωής, ένα βασίλειο όπου η ειρήνη και η ηρεμία κυριαρχούν.

Η διαδρομή στη Μαεστρία

Οι διδασκαλίες των μεγάλων δασκάλων τονίζουν τη σημασία του να είσαι στον κόσμο αλλά όχι εκ του κόσμου. Αυτή η βαθιά σοφία μας καλεί να ασχοληθούμε πλήρως με τη ζωή, αλλά να παραμείνουμε αδέσμευτοι στα φευγαλέα της φαινόμενα. Καλλιεργώντας την εσωτερική γαλήνη, πλοηγούμαστε στα ρεύματα της ζωής με χάρη και κατανόηση. Γινόμαστε κύριοι του πεπρωμένου μας, όχι ελέγχοντάς το, αλλά ρέοντας μαζί του.

Συμπέρασμα

Η αγκαλιά της ροής της ζωής είναι ένα μυστικιστικό ταξίδι προς την εσωτερική γαλήνη. Απαιτεί να αφήσουμε την ανάγκη μας για έλεγχο, να αποδεχθούμε τη φυσική τάξη των γεγονότων και να βρούμε παρηγοριά στη σιωπή μέσα μας. Όταν επιτύχουμε αυτή την κατάσταση, υπερβαίνουμε τους περιορισμούς του υλικού κόσμου, εισερχόμενοι σε ένα βασίλειο της καθαρής ύπαρξης. Εδώ, στο άδυτο της ψυχής μας, ανακαλύπτουμε την αληθινή ουσία της ζωής - την ειρήνη, την κατανόηση και την ευδαιμονία. Αυτός είναι ο απόλυτος προορισμός του πνευματικού μας ταξιδιού, το αληθινό βασίλειο της ζωής.

Η Αληθινή Διδασκαλία… κι οι ψεύτικες θεωρίες

Η Αληθινή Διδασκαλία σε Οδηγεί πέρα από την σκέψη, να αντιληφθείς Αυτό που υπάρχει πραγματικά… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που σου ζητούν να πιστέψεις σε «Κάτι», να δέχεσαι πράγματα που δεν μπορείς να ελέγξεις, και σε κρατούν μέσα στη διαδικασία της σκέψης.

Η Αληθινή Διδασκαλία περιορίζεται μόνο σε ό,τι είναι Αληθινό και μπορείς να Δεις Άμεσα, με τις δικές σου ανθρώπινες δυνάμεις… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι το Αληθινό είναι Απρόσιτο, κι ότι χρειάζονται μεσολαβητές για να το Προσεγγίσεις.

Η Αληθινή Διδασκαλία σε Καθοδηγεί στο Απεριόριστο πέρα από όλα τα όρια, υποδεικνύοντάς σου την άγνοια και τις αυταπάτες σου…. Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που σε κρατούν στους περιορισμούς, που σε στρέφουν σε αδιέξοδες δραστηριότητες και σε καταναλώνουν μέσα σε κοσμικούς σκοπούς.

Η Αληθινή Διδασκαλία σου Δείχνει να Βιώσεις το Ορθό στην πράξη, να το Δοκιμάσεις και να Δεις που Οδηγεί… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που θέτουν τελείως αυθαίρετα το σωστό και το λάθος, κανόνες, και πειθαρχίες, και δραστηριότητες, και πράξεις, χωρίς να ελέγχουν την αποτελεσματικότητά τους.

Η Αληθινή Διδασκαλία σε Απελευθερώνει από το εγώ και τα δεσμά του και σε Ανυψώνει στην Ενότητα της Ύπαρξης όπου Όλα Είναι Ένα, Όλα Είναι Αγάπη, και Προσφορά… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που επιδιώκουν εξουσία, συσσωρεύουν πλούτη κι έχουν άλλους σκοπούς από την υπηρεσία του ανθρώπου.

Η Αληθινή Διδασκαλία Εξαγνίζει την Φύση σου, απαλλάσσοντάς την από όλα τα ψεύτικα που της έχουν φορτώσει η άγνοια, η κοινωνία, η ζωή, πραγματώνοντας την Βασιλεία των Ουρανών στη γη… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που ευλογούν επίγειους σκοπούς και εγωιστικές δραστηριότητες.

Η Αληθινή Διδασκαλία έχει ένα Μοναδικό Άμεσο Σκοπό, να σε Τοποθετήσει πέραν της άγνοιας, πέραν της σκέψης, πέραν του χρόνου… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που σε παρασύρουν σε φανταστικές θεωρητικές περιπλανήσεις, σε αναποτελεσματικές πρακτικές, και σε κατασπατάληση της Ενέργειας σε μάταιες δραστηριότητες.

Η Αληθινή Διδασκαλία Φροντίζει να σε Τελειοποιήσει, πρώτα εσένα τον ίδιο, πριν σε κατευθύνει στην κοινότητα των ανθρώπων… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι άνθρωποι Χωρίς Αληθινή Εμπειρία Της Θείας Πραγματικότητας, μπορούν να φτιάξουν εκκλησίες και κοινωνίες.

Η Αληθινή Διδασκαλία Αναγνωρίζει μόνον τις Πραγματικές Εσωτερικές Δυνάμεις του Ανθρώπου, κι αυτές καλλιεργεί κι αναπτύσσει για να Πραγματοποιηθεί ο Υπέρτατος Σκοπός της Αληθινής Αυτογνωσίας της Αιώνια Φύσης μας… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που μιλούν για Εξωτερικές Δυνάμεις, για ανεπίτευκτους σκοπούς και για φανταστικές τελειοποιήσεις.

Η Αληθινή Διδασκαλία είναι η Πραγματική Εργασία που μας μεταφέρει, Εδώ, Τώρα, στην Αιωνιότητα, πέρα από τον χρόνο, πέρα από τις αυταπάτες… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που υπόσχονται πραγματοποιήσεις στο μέλλον, ή παραδείσους που θα ζήσουμε σε άλλες εποχές, ή σε άλλους χώρους… που αντί για Αλήθεια σου προσφέρουν το «όνειρο»…

Λιαντίνης: οι Έλληνες δε γράψανε, οι Έλληνες ζήσανε

«Η παιδεία των νέων, είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών… Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας». -Δημήτρης Λιαντίνης

Τα Αρχαία Ελληνικά τα αντιπαθούν όλοι οι έλληνες.

Αν κάνει κανείς μια δημοσκόπηση σήμερα, το αποτέλεσμα που θα του δοθεί θα το βρει πελώριο. Στους εκατό θα ανακαλύψει πως οι ενενήντα τόσοι τα Αρχαία Ελληνικά δε θέλουν ούτε να τ ̓ ακούσουν.

Και το χειρότερο είναι πως την ίδια αποστροφή την αισθάνεται και η πλειονότητα των φιλολόγων που διδάσκει το μάθημα στα σχολεία.

Σήμερα όταν μιλήσεις σε κάποιονε για τα Αρχαία Ελληνικά, αμέσως θα τον χτυπήσει ναυτία. Ένα πνευματικό ανακάτωμα παραγουλιάζει ολόκληρη την υπόστασή του.

Μονόπτωτα ρήματα, ετερόπτωτοι διορισμοί, τρίπτωτες προθέσεις, βαρείες, οξείες, ερωτηματικές, εγκλιτικά και εγκλίσεις, παραγωγή και έτυμα, προληπτικό κατηγορούμενο.

Είναι μια στοίβα τσάνταλα που ξεχειλίζουν το ψυχοσωματικό μας και χύνουνται σαν ερευγμοί, κρυάδες, νυστάλα, χασμήματα, και όλα τα ουά του ιουδαϊκού όχλου[1].

Οι σχετικές μνήμες από τη σχολική εμπειρία ανακαλούν στους ενήλικους πλήξη νεότητας, ψυχικά τραύματα, κατακάθια νευρωτικά, έλλειψη αέρα, δυσχέρεια ύπαρξης.

«Κύρος ανεβαίνει, Κύρος κατεβαίνει, και γαμώ τους έλληνες και όλους τους δασκάλους». Έτσι άκουσα να καταριέται κάποτε κάποιος τα εφηβικά του χρόνια. Την αθωότητα, δηλαδή, και την πιο τρυφερή ώρα της ηλικίας του.

Βέβαια για τα φορτία όλου αυτού του κακού ο τελευταίος που ευθύνεται είναι οι έλληνες και τα κείμενά τους.

Στο θρυλικό «τις πταίει» του Τρικούπη η απόκριση είναι: οι δάσκαλοι φταίνε· οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί. Ο βασιλιάς τα φταίει[2]! που φώναξε ο Λαέρτης στον Άμλετ.

Και κύρια φταίνε οι δάσκαλοι των δασκάλων. Εννοώ τους πανεπιστημιακούς που τόσο μοχθήσανε για να μάθουν τους δασκάλους να δασκαλίζουν.

Να πιθηκίζουν δηλαδή στις έδρες και στις τάξεις. Να ψιττακίζουν το «Καλημέρα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Να γρυλίζουν και να σουσουνίζουν, πάντα τους σχολαστικοί και ομπρελοφόροι. Από πού, και γιατί τόση δυστυχία στη χώρα!

Η ακολουθία πράξης όλου αυτού του κακού μεταφράζεται στην εικόνα μιας πραγματικότητας πολύ μίζερης. Η δυστυχία από το σχολείο απλώθηκε στην κοινωνία μας. Όπως είναι φυσικό.

Η τελευταία συνέπεια του πράγματος δηλαδή, η πιο επώδυνη και η πιο κολαστική, είναι πως η σύγχρονη Ελλάδα λογαριάζεται ο ουραγός και το μπαίγνιο των εθνών σε όλες τις σφαίρες και σε όλες τις συμπεριφορές.

Το αποτέλεσμα το καταμετράς από την κατάσταση της εθνικής οικονομίας ως τα ποδόσφαιρα, και από την επιστημονική έρευνα ως τις σκουπιδοφόρες ακτές της πανάρχαιης ελληνικής θάλασσας.

Εκεί που ο ποιητής Ρίλκε έλεγε κάποτε das uralte griechische Meer[3], και έσκυβε την κεφαλή με κατάνυξη.

Γιατί τάχα. Και οι Ιταλοί στην γειτονική μας χερσόνησο κατοικούν το Λάτιο και την αρχαία Καμπανία, όπως κι εμείς κατοικούμε την αρχαία Ήλιδα και το Ληλάντιο πεδίο.

Γιατί οι Ιταλοί σήμερα μετριούνται στους εφτά ανεπτυγμένους λαούς του κόσμου, κι εμείς καταντήσαμε να γίνουμε οι κατσίβελοι της Ευρώπης;

Λέω πως ωφελεί: στη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών να διδάσκεις την ιστορία και το σκοπό του μαθήματος· να διδάσκεις τη διαίρεση και τους κλάδους του· να διδάσκεις πώς θα διδάξεις από το πρωτότυπο και πώς θα διδάξεις από τη μετάφραση· πώς θα διδάξεις τη γραμματική, το συντακτικό, τη λεξιμάθεια, τη χρηστομάθεια· πώς θα διδάξεις την πορεία και τις μεθόδους της διδασκαλίας.

Αλλά αυτό γίνεται μέχρι σήμερα. Αυτό ήταν τα σαρανταλείτουργα και τα ευχέλαια του Εξαρχόπουλου.

Όλα τούτα τα λέμε και τα ξαναλέμε κατά συρροή και κατά πλήθος. Τα εξαντλήσαμε πια ως την ίνα και ως την κεραία.

Τώρα ό,τι έμεινε είναι να κουρεύουμε το στραγάλι, και να συναχώνουμε τη σουλφαμίδα.

Γυρνάμε από δεξιά περί τον εαυτό μας, γυρνάμε από αριστερά περί τον πυρήνα του προβλήματος, και παίζουμε το ηλεκτρόνιο του υδρογόνου, ώσπου να γίνουμε δευτέριο.

Σήμερα μάλιστα που είμαστε «και τέλος πάντων, να, τραβούμε εμπρός», που λένε οι ηλεκτρονικοί και ο πολιτικός αναμορφωτής του Καβάφη, στη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών θα χρησιμοποιήσουμε και την «προηγμένη τεχνολογία».

Υπολογιστές, μικροδιδασκαλίες, κλειστά κυκλώματα, βιντεοκασέτες, οπτικοακουστικά, και τα συναφή.

Όλα αυτά είναι έγκριτα και να τα χαιρετάς.

Το πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού. Και το πρόβλημα, είναι το ένα, που έχουμε μόνο τη δική του ανάγκη και κανενός άλλου.

Όπως ακριβώς κάποτε το είπε και ο Ιησούς, δάσκαλος πρώτος, καθώς επιτιμούσε τρυφερά τη Μάρθα, και κοίταζε έμπιστα την Μαρία.

Το πρόβλημα λοιπόν διατυπώνεται έτσι: Δεν έχει νόημα να διδάσκεις τη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών, έστω κι αν η δεξιοτεχνία σου ξεπερνά τις «ηλεκτρικές τρίπλες» του Μαραντόνα, όταν δεν έχεις ιδέα για το τι είναι ο κλασικός κόσμος. Όταν δεν άκουσες ποτέ σου το λόγο: οι έλληνες δε γράψανε, οι έλληνες ζήσανε. Το ξέρουμε αυτό;
--------------------------------
[1] Πρβλ, Μάρκου ΙΕ’, 29: οὐά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν
[2] Πρβλ. τα λόγια του Λαέρτη στη Β’ σκηνή της Ε’ πράξης του Άμλετ: The king, the king’s to blame.
[3] Η πανάρχαιη ελληνίδα θάλασσα.

Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά

Η ατιμία του βλάκα είναι δεδομένη- πίσω από τη μνησικακία, την κακοήθεια, τον φθόνο

Τα άνθη της βλακείας δεν είναι μόνο οι εμφανείς ανοησίες, γκάφες, λάθη και αρλούμπες, αυτά είναι η ορατή και αναμενόμενη πλευρά· τα σοβαρά, όπως συμβαίνει πάντα, είναι τα κρυφά, τα ύπουλα και δηλητηριώδη.

Η ατιμία του βλάκα είναι δεδομένη- πίσω από τη μνησικακία, την κακοήθεια, τον φθόνο, τη συκοφαντία, τη ρουφιανιά, την εμπάθεια, τη χυδαιότητα, τη χολή, την κολακεία, τη δουλικότητα, την έπαρση, τη μικροπρέπεια κρύβεται πάντα ένα μεγάλο κουσούρι· αν δεν είναι κάτι εμφανές σωματικό ή ψυχικό, τότε πρόκειται ασφαλώς για την ηλιθιότητα που μετέρχεται τα μόνα μέσα που διαθέτει.

Αν γυρίσουμε το μέσα έξω του παλιάνθρωπου, κατά πάσα πιθανότητα θα βρούμε κρυμμένο έναν άξεστο ηλίθιο· η παρατήρηση έχει προηγηθεί: «η ανηθικότης είναι αποκλειστικόν προϊόν των βλακών».

Γι’ αυτό, όταν λένε «να φοβάσαι τον βλάκα άνθρωπο» δεν εννοούν μόνο τις ανοησίες του, που δεν είναι πάντα για φόβο, αλλά επειδή είναι τόσο μοχθηρός και ιδιοτελής που μπορεί «να σου κάψει το σπίτι για να τηγανίσει δυο αβγά».

Μόνο ακίνητος γλιτώνεις απ’ τα φίδια.

Είναι γνωστό ότι τη φήμη και την επιτυχία ακολουθεί η συκοφαντία- έτοιμοι είναι οι άλλοι, στημένη την έχουν να ρίξουν το δηλητήριο, να πάρουν το κεφάλι που ξεχώρισε, να αφήσουν αισχρά υπονοούμενα- «η ανθρώπινη φύση μισεί καθετί που υπερέχει» (Θουκυδίδης).

Για το φθονερό ζωντόβολο η συκοφαντία είναι ακατανίκητη έξη- προσφέρει μια αυταπάτη μεγάλης ανακούφισης, καθώς του δίνει την ψευδαίσθηση ότι έτσι εξισώνεται με αυτόν που βρίζει: «ο φθόνος είναι συντετριμμένος θαυμασμός» (Κίρκεγκορ).

Κατά κανόνα οι βλάκες και οι ελλειμματικοί λυσσάνε και βγάζουν αφρούς ιδίως γι’ αυτό που τραβάνε προσωπικό ζόρι, που τρώει τα δικά τους σωθικά: ο πολιτικός θάβει τον πολιτικό, ο συγγραφέας κακολογεί τον συγγραφέα, ο πρώην εραστής τον νυν και οι εξ επαγγέλματος παντογνώστες δημοσιογράφοι δεν αφήνουν κανέναν ακουσκουσούρευτο.

Πίσω από κάθε δηλητηριώδη επίθεση και αισχρό υπονοούμενο κραυγάζει το πληγωμένο εγώ του ανεπαρκούς ηλίθιου: «Μπορώ να συγχωρήσω τα πάντα, εκτός από το να είσαι αυτό που είσαι – εκτός από το να μην είμαι αυτό που είσαι εσύ» (Σέλερ)

Oι δύο τύποι του δράματος

Στον πρώτο τύπο του δράματος εφαρμόζεται κατά γράμμα η συμβουλή που έδωσε ο τύραννος της Μιλήτου Θρασύβουλος στο συνάδελφό του της Κορίνθου Περίανδρο, όταν αυτός τον ρώτησε ποιά πολιτική ν’ ακολουθήσει για να κυβερνά ήσυχος, απερίσπαστος από τους αντιπάλους του. Την ιστορία την αφηγείται με τη γνωστή του χάρη ο Ηρόδοτος:

«Ο Θρασύβουλος τον άνθρωπο που έστειλε ο Περίανδρος, τον επήρε και τον έβγαλε έξω από την πόλη, μπήκε μέσα σ’ ένα σπαρμένο χωράφι και καθώς περπατούσε μαζί του μέσα στο σπαρτό, ρωτούσε τον αποσταλμένο για το ταξίδι του από την Κόρινθο, γυρίζοντας πάντα στο ίδιο θέμα- μόλις όμως έβλεπε κανένα στάχυ να υπερέχει από τα άλλα, του έκοβε την κεφαλή και το πετούσε χάμω, έως ότου με αυτό τον τρόπο κατέστρεψε ότι καλύτερο και υψηλότερο υπήρχε μέσα στο σπαρτό. Κι’ αφού πέρασε το χωράφι ως την άκρη, έστειλε πίσω τον αποσταλμένο χωρίς να του πει λέξη.

Όταν αυτός γύρισε στην Κόρινθο, ο Περίανδρος ανυπομονούσε να μάθει τη συμβουλή που περίμενε. Εκείνος του είπε ότι δεν του έδωσε καμιά συμβουλή ο Θρασύβουλος, απορούσε μάλιστα σε τι είδους άνθρωπο τον έστειλε, τρελό κατά τη γνώμη του, που δεν ξέρει τι του γίνεται και του διηγήθηκε τα όσα τον είχε ιδεί να κάνει. Ο Περίανδρος Όμως μπήκε στο νόημα και εξήγησε το φέρσιμο του Θρασύβουλου, ότι ο τύραννος τον συμβούλευε να σκοτώνει τους κορυφαίους των πολιτών, και τότε πια έδειξε όλη τη σκληρότητά του προς τους συμπολίτες του».

Αυτήν ακριβώς την τακτική εφαρμόζουν και οι κατέχοντες τα αγαθά και την εξουσία του «κόσμου τούτου» για να απαλλαγούν από τους κήρυκες των νέων ιδεών, που κλονίζουν την κυριαρχία τους: βάζουν τα πειθήνια όργανα τους ή το ίδιο (το ανύποπτο και αστόχαστο) πλήθος να τους εξαφανίσει. Τα μέσα ποικίλλουν (το κώνειο, ο σταυρός, η πυρά, άλλα και η συκοφάντη, ο διασυρμός, το ανάθεμα)· ο σκοπός όμως παραμένει ένας: να φύγουν από τη μέση όσοι με του νου τη δύναμη την ακαταγώνιστη απειλούν — όπως φοβούνται οι ισχυροί της ώρας —την τάξη και την ειρήνη του «λαού».

Ο δεύτερος τύπος του δράματος έχει μιαν άλλη πλοκή, εξίσου ή και πιο συγκλονιστική από την προηγούμενη:

οι κορυφαίοι, τα «σκεύη της εκλογής», για να κερδίσουν τα πλήθη με το μέρος τους κατεβάζουν στα μέτρα του κοινού ανθρώπου το μήνυμά τους· το μαλακώνουν, το αποδυναμώνουν, το προσαρμόζουν στις ανθρώπινες, όπως λέγονται, ανάγκες. Αλλά τότε, αντί να τραβήξουν αυτοί τον «κόσμο» προς τις υψηλές ιδέες που ευαγγελίζονται, παρασύρονται από το αντίρροπο ρεύμα, φθείρονται και ξεπέφτουν «— τούς έχει καταπιεί ο «κόσμος» με τη σαγήνη του: την ευμάρεια και τις τιμές.

Αυτή την τραγική πτώση την περιγράφει, μέσα σε μια θαυμάσια σελίδα του Ημερολογίου του ο Κίρκεγκορ με το μύθο της αγριόχηνας:

«Καθένας που γνωρίζει έστω και λίγο τη ζωή των πουλιών» γράφει ο Δανός στοχαστής που έμεινε ως το τέλος της ζωής του με σφιγμένα δόντια προφήτης της ερήμου «ξέρει ότι ανάμεσα στην αγριόχηνα και στις χήνες τις ήμερες, παρ’ όλες τις διαφορές τους, υπάρχει ένα είδος συνεννόησης. 'Όταν ακούγονται να περνούν στον αέρα άγριες χήνες και κάτω υπάρχουν χήνες εξημερωμένες, αυτές οι τελευταίες το αισθάνονται αμέσως και ως ένα βαθμό καταλαβαίνουν αυτό τι σημαίνει- ξεσηκώνονται λοιπόν πάνω από τη γη, χτυπούν τα φτερά τους, βγάζουν κραυγές και πετούν μέσα σε σύγχυση καιν αταξία, χωρίς χάρη, ένα μικρό φτερούγισμα ίσια πάνω κάτι» με το έδαφος... και έπειτα όλη η περιπέτεια τελειώνει εκεί.

Μια φορά κ’ έναν καιρό ήταν μια αγριόχηνα. Το φθινόπωρο στο πέταγμα της αποδημίας παρατήρησε μερικές οικόσιτες χήνες. Αισθάνθηκε στοργή και τρυφερότητα γι’ αυτές, της φάνηκε κρίμα να τις εγκαταλείψει, έλπισε να τις κερδίσει στη δική της ζωή, τόσο που να μπορέσουν να την ακολουθήσουν όταν ξεκινήσει για τα ταξίδι. Για να το επιτύχει, άρχισε με όλους τους τρόπους να τις πλησιάζει, προσπάθησε να τις τραβήξει να υψωθούν ολοένα περισσότερο και κάθε φορά να πετούν πάντοτε λίγο πιο ψηλά, για να μπορέσουν να ακολουθήσουν ίσως τη μεγάλη αποδημία κ’ έτσι να σωθούν απ’ αυτή την ευτελή και μίζερη ζωή του κυλίσματος στο χώμα, που είναι η ζωή των έντιμων χηνών της αυλής.

Στην αρχή οι ήμερες χήνες το βρήκαν αρκετά αστείο, αγαπούσαν αυτή την αγριόχηνα. Σε λίγο όμως κουράστηκαν, την έκαναν πέρα με λόγια χοντρά, την είπαν επιτιμητικά τρελή, ονειροπαρμένη, χωρίς πείρα και φρόνηση. Αλίμονο! η αγριόχηνα είχε στο μεταξύ παραπολύ, δυστυχώς, εξοικειωθεί με τις ήμερες χήνες, λίγο λίγο αυτές είχαν αποκτήσει πολύ μεγάλη δύναμη απάνω της, τόσο πού τα λόγια τους δεν άργησαν να την επηρεάσουν... και το αποτέλεσμα υπήρξε ότι στο τέλος η αγριόχηνα βρέθηκε ημερωμένη. Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι ήταν ωραίο από μέρος της ότι θέλησε αυτή τη συντροφιά, ωστόσο ήταν λάθος· γιατί είναι νόμος μια ήμερη χήνα να μη γίνεται ποτέ άγρια, μια άγρια όμως μπορεί πολύ καλά να εξημερωθεί»

Σπάνια λουλούδια του όρθιου γκρεμού οι εκλεκτοί που έρχονται στον κόσμο για να γράψουν την ιστορία του, έχουν μοίρα τραγική. Άλλοτε το πλήθος παραπλανημένο τους εξοντώνει βάναυσα, άλλοτε πάλι οι ισχυροί της στιγμής με πανουργία τους φυλακίζουν στη σέρα της «επισημότητας» κ’ εκεί χάνουν το δριμύ άρωμά τους. Κάτι ωστόσο μένει στους επίγονους από το θησαυρό της ψυχής τους· αυτό ακριβώς που κάνει αξιοβίωτη τη ζωή του ανθρώπου: η ορμή της πνευματικής δημιουργίας.

Αποσυμβολισμός των Άθλων του Θησέα

O ΘΗΣΕΑΣ

O Θησέας κατέχει περίοπτη θέση στους Ήρωες των Ιώνων, καθώς πραγματοποίησε πολλούς άθλους, πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, πολέμησε με τον Ηρακλή εναντίον των Αμαζόνων, αλλά και ένωσε τις πόλεις της Αττικής σε μία, δίνοντας τους το όνομα «αι Αθήναι», προς τιμήν της Θεάς Αθηνάς. (Η οποία είχε κερδίσει τον Ποσειδώνα στον αγώνα για την πόλη στα χρόνια του Κέκροπα).

Πατέρας του Θησέα ήταν ο Αιγέας, και μητέρα του η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας. Παρόλο που είχε παντρευτεί ήδη δύο φορές ο Αιγέας δεν μπορούσε να αποκτήσει διάδοχο, για αυτό τον λόγο ζήτησε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών.

Το Μαντείο του έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «Μην ανοίξεις το ασκί του κρασιού σου πριν φτάσεις στην Αθήνα».

Ο Αιγέας μη κατανοώντας τον χρησμό, επισκέφθηκε τον φημισμένο για την σοφία του βασιλιά της Τροιζηνίας Πιτθέα, με σκοπό να ζητήσει τη συμβουλή του. O Πιτθέας κατάλαβε πως ο Αιγέας θα αποκτούσε σύντομα ένα γιο, και πως θέλημα των θεών ήταν το παιδί αυτό να γεννηθεί στην Αθήνα, έτσι ώστε να υπάρξει συνεχεία στη γενιά του βασιλιά. Υποκρίθηκε όμως πως δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τον χρησμό.

Ο Πιτθέας που είχε μία κόρη σε ηλικία γάμου την Αίθρα, και θέλοντας να επωφεληθεί της περιστάσεως διοργάνωσε γιορτή προς τιμήν του Αιγέα. Το κρασί έρεε άφθονο, και στο τέλος ο Αιγέας μεθυσμένος πέρασε τη νύχτα με την Αίθρα. Το επόμενο πρωί καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει, ο Αιγαίας είπε στην Αίθρα πως εάν αποκτούσε παιδί από την συνεύρεση του μαζί της το προηγούμενο βράδυ, θα έπρεπε να μην το μάθει κανείς. Και αυτό διότι οι Παλλαντίδες οι 50 γιοι του αδελφού του Πάλλαντα, διεκδικούσαν το θρόνο του.

Φεύγοντας όμως άφησε πίσω το ξίφος του και ένα ζευγάρι σανδάλια κάτω από ένα βράχο, και είπε στην Αίθρα πως αν το παιδί ήταν αγόρι, όταν θα γινόταν έφηβος, θα έπρεπε να σηκώσει τον βράχο και αφού έπαιρνε το ξίφος και τα σανδάλια, θα έπρεπε να πάει να τον βρει στην Αθήνα.

Όντως η Αίθρα έκανε ένα αγόρι τον Θησέα, ο οποίος μεγάλωσε στην Τροιζήνα.

Πριν ακόμα γίνει 7 ετών, επισκέφθηκε την Τροιζήνα ο Ηρακλής. Ο Θησέας έπαιζε με άλλα παιδιά όταν είδαν τον Ηρακλή ο οποίος φόραγε την τρομερή του λεοντή. Και ενώ όλα τα παιδιά φοβήθηκαν και κρύφτηκαν, ο Θησέας νομίζοντας πως η λεοντή ήταν πραγματικό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι και όρμησε να το σκοτώσει ξαφνιάζοντας τον Ηρακλή.!!!

Όταν ο Θησέας έγινε 16 χρονών η Αίθρα τον οδήγησε στο σημείο που είχε αφήσει ο πατέρας του Αιγαίας το ξίφος και τα σαντάλια του. Ο Θησέας σήκωσε με ευκολία την μεγάλη πέτρα, και αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για να βρει τον πατέρα του Αιγέα. Ο Παππούς του Πιτθέας και η μητέρα του Αίθρα, τον παρακαλούσαν να ταξιδέψει με πλοίο, διότι ο δρόμος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος και γεμάτος ληστές. Ο Θησέας όμως ήθελε να νικήσει τους ληστές και γίνει ήρωας σαν τον Ηρακλή, που τόσο θαύμαζε.

ΟΙ ΑΘΛΟΙ

1. Στον δρόμο του για την Αθήνα η πρώτη δοκιμασία που έπρεπε να φέρει εις πέρας ήταν αντιμετώπιση του ληστή Περιφήτη (ο περιώνυμος), ο οποίος ήταν γιος του Ήφαιστου, και δρούσε στο βουνό Αραχναίο, κοντά στην Επίδαυρο. Εκεί έστηνε καρτέρι στους περαστικούς και τους σκότωνε με ένα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο, γι’ αυτό ονομαζόταν και Κορυνήτης (από την «κορύνη», που στα Αρχαία Ελληνικά σήμαινε «ρόπαλο»). Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Περιφήτη, πήρε μαζί του την κορύνη.

2. Όταν ο Θησέας έφθασε στις Κεγχρεές κοντά στον Ισθμό, συνάντησε τον γιο του Ποσειδώνα, Σίνι τον Πιτυοκάμπτη. Ο Σίνις σκότωνε τους περαστικούς δένοντας τους σε λυγισμένες κορυφές πεύκων τις οποίες ξαφνικά άφηνε ελεύθερες, σχίζοντας έτσι τα θύματα του στα δύο. Ο Σίνις μετά από σύντομη μάχη με τον Θησέα, νικήθηκε και τιμωρήθηκε από τον Θησέα με τον ίδιο τρόπο που τιμωρούσε τα θύματα του.

3. Περνώντας την Κόρινθο, έφτασε στον Κρομμύωνα. Εκεί σκότωσε την άγρια γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας και μητέρα του Καλυδώνιου και του Ερυμάνθιου κάπρου, η οποία έκανε προκαλούσε καταστροφές στην περιοχή.

4. Στην συνέχεια στις Σκιρωνίδες Πέτρες (σημερινή Κακιά Σκάλα), συνάντησε τον Σκίρωνα γιο του Κορίνθου και εγγονό του Πέλοπα, σε ένα σημείο όπου ο δρόμος κατέληγε σε ένα στενό μονοπάτι, το οποίο χώραγε ένα μόνο ένα ταξιδιώτη. Εκεί ο Σκίρωνας υποχρέωνε τους περαστικούς να σκύψουν να του πλύνουν τα πόδια. Τότε τους κλώτσαγε και έπεφταν στον γκρεμό, όπου βρισκόταν μια τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, που τους καταβρόχθιζε. Ο Θησέας πλήρωσε το Σκίρωνα με το ίδιο νόμισμα, ενώ αργότερα κατέβηκε στην παραλία και σκότωσε τη χελώνα, κάνοντας το καβούκι της ασπίδα.

5. Στην Ελευσίνα ο Θησέας νίκησε τον γιο του Ποσειδώνα Πυγμάχο Κερκύονα, ο οποίος προκαλούσε τους διαβάτες σε μάχη μέχρι θανάτου. Ο Θησέας τον σήκωσε ψηλά και τον προσεδάφισε με τόση δύναμη, που σκοτώθηκε.

6. Στο έκτο του κατόρθωμα ο Θησέας αντιμετώπισε το γιο του Ποσειδώνα ληστή Προκρούστη. Ο Προκρούστης προσφερόταν να παράσχει φιλοξενία στους περαστικούς, αλλά τους υποχρέωνε να ξαπλώσουν σε δύο κρεβάτια που είχε. Τους ψηλούς τους έβαζε σε ένα μικρό κρεβάτι, ενώ τους κοντούς σε ένα μεγάλο. Από τους μεν ψηλούς έκοβε το εξέχον άκρο, από τους δε κοντούς τους έδενε με λουριά και τους τέντωνε μέχρι να φτάσουν το απαιτούμενο μήκος. Και στις δύο περιπτώσεις, αφού ολοκλήρωνε τα βασανιστήριά του, τους σκότωνε και έπαιρνε τα χρήματα τους. Και ο Προκρούστης είχε την τύχη των προηγούμενων ληστών, καθώς ο Θησέας τον σκότωσε με τον ίδιο τρόπο που αυτός σκότωνε τα θύματά του.

Τον Θησέα στην συνέχεια καλωσόρισαν στην Ιερά οδό οι Φυταλίδες προσφέροντας θυσίες στον τον Δία, εξαγνίζοντας τον παράλληλα για τους φόνους των ληστών. Εκείνη την εποχή ο Αιγέας ήταν νυμφευμένος με τη μάγισσα Μήδεια, κόρη του βασιλιά Αιήτη της Κολχίδας. Η Μήδεια γνώριζε την ταυτότητα του Θησέα, σε αντίθεση με τον Αιγέα. Η Μήδεια προειδοποιούσε τον Αιγέα πως ο Θησέας θα ερχόταν να καταλάβει το βασίλειο του, αποφεύγοντας να του αποκαλύψει ότι ήταν ο γιος του, που είχε πια ενηλικιωθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έπεισε να σκοτώσει το Θησέα, όταν αυτός θα έφτανε στην Αθήνα.

Όντως ο Αιγέας υποδέχτηκε με τιμές το Θησέα, του οποίου τα κατορθώματα τον είχαν κάνει ήδη διάσημο στην πόλη, και διοργάνωσε προς τιμήν του συμπόσιο στο οποίο του προσέφερε ένα κρασί με δηλητήριο επηρεασμένος από τα ψέματα της Μήδειας. Κατά την τελετή της σπονδής ο Θησέας σήκωσε το σπαθί του για να κόψει ένα κομμάτι από το θυσιασμένο ζώο. Τότε ο Αιγέας αναγνώρισε το ξίφος και τα σαντάλια του, και πέταξε το δηλητήριο από τα χέρια του Θησέα, αναγνωρίζοντας πως είναι πράγματι ο γιος του.

Στην συνέχεια θέλοντας να τιμωρήσει τη Μήδεια που τον είχε ξεγελάσει, την εξόρισε στην πατρίδα της και παρουσίασε Θησέα στο λαό των Αθηνών. Οι ανιψιοί του (γιοι του Πάλλαντα), χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και προσπάθησαν να δολοφονήσουν το Θησέα. Ο Θησέας κατάφερε να πληροφορηθεί τον σκοπό τους από τον κήρυκα Λεώς (λαός), και σκότωσε πολλούς από αυτούς, ενώ όσοι γλίτωσαν τράπηκαν σε φυγή. Ο Θησέας συνεπώς με τη βοήθεια του «λαού» όμως υποδεικνύει η ιστορία, εξασφάλισε την κυριαρχία του στην Αττική.

Λίγο μετά την άφιξη του στην Αθήνα, ο Θησέας συνόδεψε τον Ηρακλή στην άθλο της ζώνης της Αμαζόνας Ιππολύτης. Εκεί ο Θησέας ερωτεύτηκε τη βασίλισσά των Αμαζόνων Αντιόπη, την οποία πήρε μαζί του στην Αθήνα και την έκανε γυναίκα του. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν την αρπαγή της Ιππολύτης κατευθύνθηκαν με εχθρικές διαθέσεις προς την Αθήνα. Ο Θησέας τις νίκησε, αλλά η Αντιόπη πέθανε μαχόμενη στο πλευρό του άνδρα της.

7. Ο επόμενος άθλος του ήταν η αιχμαλωσία ενός ταύρου που σύμφωνα με μία εκδοχή ήταν εκείνος που αναδύθηκε από τη θάλασσα στην Κρήτη με τον οποίο έσμιξε η βασίλισσα Πασιφάη, γεννώντας τον Μινώταυρο. Τον ταύρο τον είχε φέρει ο Ηρακλής από την Κρήτη μετά από εντολή του Ευρυσθέα. Στο δρόμο για τον Μαραθώνα έπιασε καταιγίδα και τον Θησέα φιλοξένησε μία ηλικιωμένη γυναίκα η Εκάλη (σε αυτή οφείλει το όνομα της η σημερινή ομώνυμη περιοχή), θέλοντας να τον ευχαριστήσει επειδή είχε σκοτώσει τον Κερκύονα, θύματα του οποίου ήταν και οι δύο γιοι της. Ο Θησέας κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ζωντανό τον ταύρο. Τον οδήγησε στην Αθήνα δεμένο από τα κέρατα, ανέβηκε στην Ακρόπολη και εκεί τον θυσίασε στο βωμό του Δελφινίου Απόλλωνα.

8. Αργότερα ο Θησέας θέλησε να τερματίσει το βάναυσο φόρο αίματος που πλήρωνε η πόλη κάθε εννιά χρόνια με εφτά νέους και εφτά νέες στην Μινωική Κρήτη. Η βάναυση αυτή ποινή είχε οριστεί από τον Μίνωα διότι ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως, είχε πάρει μέρος σε αγώνες στα Παναθήναια επιτυγχάνοντας πολλές νίκες, προκαλώντας έτσι τον φθόνο των Αθηναίων, οι οποίοι τον σκότωσαν. Ο Μίνωας για να τιμωρήσει τους Αθηναίους κήρυξε νικηφόρο πόλεμο στην Αθήνα. Ως ποινή των Αθηναίων όρισε κάθε χρόνο εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες, να στέλνονται στην Κρήτη και να θυσιάζονται στον σαρκοφάγο Μινώταυρο. Ποίος όμως ήταν ο Μινώταυρος; Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς ζήτησε από το θεό Ποσειδώνα ένα σημάδι για το ποίος αυτός ή ο αδερφός του, έπρεπε να ανέβουν στο θρόνο. Ο Θεός έστειλε έναν όμορφο λευκό ταύρο και ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο. Ο Μίνωας όμως εντυπωσιασμένος από τον ταύρο, θυσίασε έναν άλλο ελπίζοντας ότι ο Θεός δε θα το προσέξει.

Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της, και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό, και ο ταύρος ζευγάρωσε μαζί της. Από την άνομη αυτή ένωση γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ένα αιμοσταγές τέρας που είχε την μορφή μισού ανθρώπου και μισού ταύρου.

Μην μπορώντας να ανεχτεί την θυσία των Αθηναίων ο Θησέας, συμμετείχε εθελοντικά στους νέους που θα πήγαιναν στην Κρήτη, θυσιαζώμενοι στον τρομερό Μινώταυρο. Το πλοίο σάλπαρε με μαύρα πανιά σημάδι πένθους. Ο Αιγέας για την επιστροφή τους είχε δώσει και λευκά πανιά, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν εάν ο Θησέας επέστρεφε νικητής.

Όταν ο Θησέας έφτασε στην Κρήτη τον είδε η Αριάδνη κόρη του Βασιλιά Μίνωα και τον ερωτεύτηκε. Για αυτό τον λόγο, λίγο πριν οι νέοι Αθηναίοι οδηγηθούν στο Λαβύρινθο (τον οποίο είχε επινοήσει ο Δαίδαλος), του έδωσε ένα κουβάρι από κλωστή (τον γνωστό μίτο της Αριάδνης), συμβουλεύοντάς τον να δέσει το ένα άκρο του στην είσοδο του Λαβύρινθου και καθώς προχωρούσε να ξετυλίγει το κουβάρι, ώστε να μπορέσει να βρει το δρόμο προς την έξοδο.

Ο Θησέας κατάφερε να νικήσει τον Μινώταυρο, γλίτωσε τους συντρόφους του και χρησιμοποιώντας το μίτο της Αριάδνης, κατόρθωσαν να βγουν από το Λαβύρινθο. Μαζί με τους συντρόφους του αλλά και την Αριάδνη απέπλευσαν κρυφά από το λιμάνι της Κνωσού.

Στο δρόμο τους σταμάτησαν στην Νάξο (η οποία τότε ονομαζόταν Δία), όπου και παρέμεινε η Αριάδνη, καθώς στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο Θεός Διόνυσος, λέγοντας του πως θα έπρεπε να φύγουν από το νησί δίχως την Αριάδνη, η οποία θα έπρεπε ήταν γραφτό να γίνει γυναίκα του Θεού.
Πλησιάζοντας στην Αθήνα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας, κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου και να βάλει τα λευκά. Έτσι ο Αιγέας που περίμενε στο Σούνιο την επιστροφή του γιου του, βλέποντας το πλοίο να φτάνει με μαύρα πανιά, συμπέρανε πως ο γιος του είχε πεθάνει και θλιμμένος έπεσε και πνίγηκε στο πέλαγος, το οποίο ονομάστηκε προς τιμή του Αιγαίο.

Αργότερα και σε ηλικία πενήντα ετών, ο Θησέας είδε την ωραία Ελένη να χορεύει στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και θέλησε να την αποκτήσει. Ο Θησέας την άρπαξε και την άφησε στην φροντίδα της μητέρας του Αίθρας στις Αφίδνες. Τότε ήταν η πρώτη φορά που η ωραία Ελένη στάθηκε αφορμή ενός αιματηρού πολέμου (η δεύτερη ήταν με τον Τρωικό πόλεμο), καθώς τα αδέλφια της ήρθαν να τη διεκδικήσουν και έτσι συγκρούστηκαν με τους υπερασπιστές των Αφιδνών. Οι Διόσκουροι κατάφεραν να πάρουν πίσω την Ελένη και μαζί της την Αίθρα η οποία μάλιστα την ακολούθησε αργότερα στην Τροία.

9. Οι άθλοι του Θησέως τελειώνουν με ένα παράτολμο επιχείρημα. Την κάθοδο του μαζί με τον φίλο του Πειρίθο στον Άδη, με σκοπό την αρπαγή της Περσεφόνης (την σύζυγο του Πλούτωνα). Μπήκαν στο βασίλειο των νεκρών από μία είσοδο στο ακρωτήριο Ταίναρο, ξεγέλασαν τον βαρκάρη Χάροντα και κατάφεραν ζωντανοί να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στα ανάκτορα του κάτω κόσμου τούς σταμάτησαν οι Ερινύες οι οποίες κατ’ εντολή του Άδη τους έδεσαν σε θρόνους σκαλισμένους πάνω στον βράχο της λήθης. Η λήθη κράτησε τους δυο επίδοξους άρπαγες αιχμάλωτους βυθισμένους στη λησμονιά. Η ύβρις που είχαν διαπράξει με την εισβολή τους στον Κάτω Κόσμο, και κυρίως η πρόθεση τους να απαγάγουν την Περσεφόνη κι έτσι να διαταραχθεί η κοσμική ισορροπία, δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Η σωτηρία ήρθε μέσω του Ηρακλή. Ο Ηρακλής συνάντησε τους δυο ήρωες όταν κατέβηκε στον Άδη με σκοπό την αιχμαλωσία του Κέρβερου. Έσωσε τον καταδικασμένο Θησέα ελευθερώνοντάς τον, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθο. Ο πιστός φίλος του Θησέα είχε ήδη κατασπαραχθεί από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου.

Το τέλος του Θησέα ήρθε από τον βασιλιά Λυκομήδη στην Σκύρο, όταν ο δεύτερος τον έριξε από ένα απόκρημνο βράχο. Τα λείψανα του Θησέα βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στη Σκύρο, έπειτα από υπόδειξη του μαντείου των Δελφών. «Σκάψτε κάτω από το λόφο όπου έχει τη φωλιά του ένας πελώριος αετός» είχε πει η ιέρεια.

Πράγματι εκεί βρέθηκαν τα οστά του Θησέα τα οποία μεταφέρθηκαν αργότερα στην Αθήνα και τοποθετήθηκαν στο σημερινό Θησείο, το οποίο καθιερώθηκε ως τόπος λατρείας του ήρωα.

Αυτή είναι εν τάχη η ιστορία του Θησέα σύμφωνα με την μυθολογία.

Θα ακολουθήσει μία προσπάθεια ερμηνείας των άθλων σε ένα δεύτερο επίπεδο αποσυμβολισμού του μύθου.

Θα πρέπει αρχικά να επισημανθεί πως οι ήρωες για τους αρχαίους Έλληνες σηματοδοτούσαν την ικανότητα υπέρβασης και εξύψωσης του ανθρώπου, καθώς οι ήρωες θεωρήθηκαν Θείας προελεύσεως. Συμβόλιζαν τον σύνδεσμο με το παρελθόν και τους ένδοξους προγόνους, ήταν αυτοί που ακολουθούσαν την δύσκολη ατραπό, που υπερέβαιναν τα ανθρώπινα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ταυτόχρονα υποταγμένοι στο πεπρωμένο και τις επιταγές των Θεών. Δια μέσω όμως της τραγικότητα της πορείας τους, υπήρξαν οι λυτρωτές της γενιάς τους, καθώς μέσα από τον πόνο και τον θάνατο, έβγαιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θριαμβευτές, αφήνοντας παρακαταθήκη στον χρόνο, την λαχτάρα του θνητού ανθρώπου για αθανασία, την συμμετοχή στο Θείο, την αναζήτηση εν τέλη του αληθινού προορισμού της ψυχής. Αυτό στην αρχαιότητα φαίνεται πως επιτυγχανόταν, και με την μύηση στις κατά τόπους μυητικές τελετές.

Η ΜΥΗΣΗ

Ο Θησέας υπήρξε ήρωας που μυήθηκε στα Ελευσίνια και στα Κρητικά «μυστήρια», και ήρθε αντιμέτωπος με τις ορατές και αόρατες δυνάμεις, ακόμα και με τον ίδιο ακόμα τον θάνατο (τον Άδη), καθώς θέλησε με την αρπαγή της Περσεφόνης να νικήσει τον θάνατο και την κοσμική τάξη.

Τα «μυστήρια» αφορούσαν ιερουργίες και δρώμενα σε σκοτεινά σπήλαια και ναούς υπό άκρα μυστικότητα. Εκεί τελούνταν αλληγορικές αναπαραστάσεις υπό τον μύθο κάποιας Θεότητας που συνήθως πέθαινε και αναγεννιόταν, συμβολίζοντας το πεπρωμένο της ψυχής μετά θάνατον, αλλά ταυτοχρόνως και την ενότητα που συνδέει όλα τα όντα.

Η μυητική διαδικασία αποσκοπούσε στην διεύρυνση της συνείδησης, ώστε να κατανοηθεί ο εαυτός του στην ολότητα του, και η πραγματική θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Ένα σύμπαν που καταστρέφεται (πεθαίνει) και δημιουργείται (ανασταίνεται) αέναα.

Αυτό που επιτυγχανόταν δια μέσω μίας «έκτακτης και εκστατικής εμπειρίας μετάβασης» από το υλικό στο πνευματικό πεδίο, η οποία ενδυναμώνονταν μέσω της κατάλυσης του ισχυρότερου ανθρώπινου φόβου, του θανάτου.

Η μυητική βιωματική εμπειρία του θανάτου κατ’ αντιστοιχία του κύκλου των εποχών του θανάτου και της αναγέννησης, ενίσχυε την αρχέγονη παράδοση που θεωρούσε ότι τα πάντα στον κόσμο αλληλοσυνδέονται ως μέρη μιας και μοναδικής ουσίας με ομογενή ποιότητα και σύσταση (Αρχαίες πεποιθήσεις που συναντούν σήμερα, τα πορίσματα της κβαντικής φυσικής).

Η διαδικασία αυτή υπερέβαινε την καθημερινή γνωστική λειτουργία, για αυτό τον λόγο είχε ανάγκη από ειδικά εργαλεία:

Τα σύμβολα, τις εικόνες, τον μη κοινό λόγο. Ο συμβολικός, «μυητικός Θάνατος» σε ένα τέτοιο επίπεδο αποτελεί μια «Π-ύλη», το πέρασμα από την ύλη στο πνεύμα την μήτρα όλων των όντων.

Αρχικά στις πρωτόγονες κοινωνίες δια μέσω της μύησης γίνονταν δεκτοί στην φυλή οι νέοι και οι νέες που ενηλικιώνονταν. Μέσα από το τελετουργικό της μύησης τα νεαρά μέλη της φυλής που ενηλικιώνονταν, υποβάλλονταν σε μια μυητική τελετή που συνίστατο στην αποδοχή εκ μέρους τους των ηθών και των εθίμων και των παραδόσεων της τοπικής κοινωνίας στην οποίαν ανήκαν, αλλά και κατόπιν αυτού, στην αμοιβαία αποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο.

Οι μυήσεις απαιτούσαν αυτές την απομάκρυνση για ένα χρονικό διάστημα από την οικογενειακή εστία και στη σκληραγώγηση των νέων μέσω ενός αυστηρού τρόπου ζωής. Αυτό αποσκοπούσε στο να αποβάλλουν την παιδική τους άγνοια και μυηθούν στη γνώση, μαθαίνοντας οι μυούμενοι να αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις δυσκολίες της ζωής και να επιβιώνουν σε δυσμενείς συνθήκες.

Ο μυούμενος καλούταν μέσα από τις ιερές τελετουργίες να αποδεχθούν τους ιερούς και απαράβατους νόμους και κανόνες της φυλής, και αφού αποδείκνυε την αξία του, στο τέλος «πέθαινε» για να «ξαναγεννηθεί» ως ισότιμο και ενήλικο μέλος της φυλής.

Κάθε τελετουργικό μετάβασης σύμφωνα με τον Arnold van Gennep χαρακτηρίζεται από τρία στάδια. Πρώτο είναι το στάδιο του «αποχωρισμού», κατά το οποίο το άτομο αποστασιοποιείται από το σύνολο όπου ανήκε ή την ταυτότητα που είχε ως τότε. Έπειτα το άτομο υπεισέρχεται σε μια διαδικασία «μετάβασης» από το προηγούμενο στάδιο της ζωής του στο νέο. Εν τέλει το άτομο βρίσκεται στο τρίτο στάδιο της «ενσωμάτωσης» ή «ένταξης», κατά τη διάρκεια του οποίου γίνεται μέλος του νέου τρόπου ζωής του. Έτσι, το άτομο μεταβαίνει από κάτι παλαιό, σε κάτι ενδιάμεσο και τέλος σε κάτι νέο.

Ο άνθρωπος ως βρέφος ασυνείδητα περνά από τρία μυητικά στάδια που τον προετοιμάζουν να ενταχθεί για πρώτη φορά στο σκληρό εξωτερικό περιβάλλον. Αρχικά αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σκοτάδι και τη σιγουριά της μήτρας της μητέρας του, (παραπέμπει στο σκότος και στα σπήλαια των μυητικών τελετών), στην συνέχεια αγωνίζεται και μοχθεί να εγκλιματιστεί στις νέες σκληρές εξωτερικές συνθήκες. Το σοκ είναι μεγάλο, (δοκιμασίες των μυητικών τελετών) δεν επιθυμεί την έξοδο του από την μήτρα της «μακαριότητας», όμως εντέλει υπακούοντας στο κάλεσμα της φύσης και του προορισμού του, βγάζει τα τελευταία υγρά από τους πνεύμονες του αναπνέοντας αέρα, γευόμενος για πρώτη φορά το γάλα από τον μαστό της μητέρας του. Ανήκει πλέον σε μια οικογένεια, σε μία χώρα, στην ανθρωπότητα...

Αυτό είναι το πρώτο ακούσιο τελετουργικό μετάβασης, καθορισμένο και οργανωμένο από την ίδια τη φύση. Kάπως έτσι ξεκινά για όλους μας το επίπονο ταξίδι της ζωής.

Ο ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ

Οι άθλοι του Θησέα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «μυητικά στάδια» που περνάει ο ήρωας στην πορεία του προς την «Θέωση». Οι άθλοι του Θησέα είναι εννέα. Εννέα διαρκούσαν οι ημέρες μυήσεως στα Ελευσίνια μυστήρια, καθώς το εννέα ως αριθμός, συμβολίζει το κλείσιμο ενός κύκλου και την αρχή κάποιας άλλης. Κάτι που φανερώνει και ο επόμενος αριθμός, το δέκα, που περιέχει την μονάδα και το μηδέν. Ας εξετάσουμε τους άθλους έναν προς ένα.

Στον πρώτο άθλο, ο Θησέας ως πρώτο σταθμό της μύησης αντιμετωπίζει τον Περιφήτη. Ο Περιφήτης είναι γιος του Ηφαίστου (του μόνου Θεού που χρησιμοποιούσε τα χέρια του κατασκευάζοντας όπλα και εργαλεία, για αυτό και αποτελούσε ντροπή για τον Δία). Ο Περιφήτης χρησιμοποιεί ρόπαλο. Το ρόπαλο είναι φαλλικό σύμβολο δύναμης και εξουσίας, το oποίο αν χρησιμοποιηθεί ανορθολογικά προκαλεί πόνο. Η νίκη του Πυθέα συμβολίζει την νίκη πάνω στην ύλη και τις εσωτερικές βίαιες παρορμήσεις.

Στον δεύτερο άθλο, αντιμετωπίζει τον Σίνι γιο του Ποσειδώνα, κυρίαρχου των Θαλασσών (του αστρικού κόσμου και κόσμου των συναισθημάτων). Ο Σίνις χρησιμοποιεί δύο πεύκα. Τα δύο πεύκα συμβολίζουν τις δύο αντίθετες δυνάμεις που δρουν στο σύμπαν, και τον τρόπο που μπορεί ο απλός άνθρωπος να τις αντιληφθεί, το θετικό και το αρνητικό, το καλό και το καλό, το αρσενικό και το θηλυκό. Οι δύο αντίρροπες δυνάμεις που αποτυπώνονται στο Κηρύκιο του Ερμή, και στο γιν και γιανκ. Όταν ο άνθρωπος καταφέρει να διακρίνει πίσω από τις αντίθετες δυνάμεις την ενοποιό εκείνη δύναμη από την οποία αποτελούνται και οι δύο, τότε αποκτά μία νέα «ολιστική συνειδητότητα».

Στον τρίτο άθλο ο Θησέας σκοτώνει την γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη τεράτων, συμβολίζοντας την νίκη στα κατώτερα πάθη και στις υλικές εξαρτήσεις. Δεν είναι τυχαίο πως θυσίαζαν θηλυκούς χοίρους για εξιλέωση προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης στα Ελευσίνια Μυστήρια, ούτε επίσης πως η Κίρκη μεταμόρφωνε σε χοίρους του συντρόφους του Οδυσσέα λόγω της βουλιμίας τους.

Στον τέταρτο άθλο αντιμετωπίζει τον Σκίρωνα. Το μονοπάτι της γνώσης που επιλέγει ο μύστης είναι δύσκολο και εγκυμονεί κινδύνους, εφόσον θα κληθεί να αντιμετωπίσει τους κρυμμένους στο υποσυνείδητο χειρότερους φόβους του (χελώνα) με κίνδυνο να τρομοκρατηθεί από αυτούς. Εάν όμως καταφέρει να ξεπεράσει τις δοκιμασίες τότε θα μπορέσει να ελέγξει τα συναισθήματα του (θάλασσα) και με ταπεινότητα (πλύσιμο ποδιών) ίσως καταφέρει να γνωρίσει τον πραγματικό εαυτό του.

Η νίκη επί του βάρβαρου πρωτόγονου σε ένστικτα πυγμάχου Κερκύωνα στον πέμπτο άθλο επιτυγχάνεται με την συμβολική «ανύψωση» του από το έδαφος. Ο μύστης πρέπει να «ανυψωθεί πνευματικά στον ανώτερο του εαυτό», κατακτώντας την ισορροπία και την αρμονία.

Στον έκτο άθλο αντιμετώπισε τον Προκρούστη, ο μύστης καλείται να αφήσει πίσω του όλα όσα τον δεσμεύουν στην πνευματική του εξέλιξη, ενώ στην καθημερινή ζωή του καλείται να εφαρμόσει την διδαχή «παν μέτρον άριστον».

Στoν έβδομο άθλο ο Θησέας αιχμαλώτισε τον ταύρο που είχε φέρει ο Ηρακλής στον Μαραθώνα ύστερα από εντολή του Μίνωα, τον οποίο θυσίασε στο βωμό του Ηλιακού Θεού Απόλλωνα που συμβολίζει την ακτινοβόλα όψη της ψυχής του.

Αυτός ο άθλος θα πρέπει να ερμηνευτεί σε σχέση με τον όγδοο, καθώς τους συνδέει η πάλη ενάντια σε ταύρο. Ο Θησέας συμβολίζει τον συνειδητό εαυτό που είναι αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει τα «θηρία», δηλαδή τα πρωτόγονα ένστικτα.

Ο Μινώταυρος όπως και όλα τα τερατόμορφα όντα στην μυθολογία εκπροσωπούν τα ζωώδη πάθη, τις ψυχικές αδυναμίες, ελαττώματα, διαστροφές και φοβίες, που διαλύονται όταν έρθουν στο φως του Ήλιου, όταν δηλαδή φωτισθούν τα αίτια τους από την εσωτερική γνώση (Ήλιος - Απόλλωνας).

Χωρίς στη δύναμη «μετουσίωσης της συνείδησης» σε αυτό το μονοπάτι, ο μύστης κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στις κατώτερες όψεις της δημιουργικότητας, που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα. Ο Ταύρος εκπροσωπεί επίσης την μητριαρχική κοινωνία, και τον κόσμο του άλλου «έτερου» κόσμου, της μαγείας και των αόρατων δυνάμεων της Σελήνης, καθώς τα κέρατα του συμβολίζουν το φεγγάρι. Ο Λαβύρινθος συμβολίζει το υποσυνείδητο, και τις ανεξερεύνητες όψεις και δυνατότητες του Νου. Ένας κόσμος σκοτεινός, άγνωστος, φοβερός, και ανεξερεύνητος. Εάν κάποιος προσπαθήσει να εισέλθει εκεί απροετοίμαστος, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα «τέρας», που δεν είναι άλλο από τα πρωτόγονα και ανεξέλεγκτα ένστικτα.

Η λέξη Λαβύρινθος προέρχεται από την λέξη «λάβρυς», που σημαίνει διπλός πέλεκυς. Ο διπλός πέλεκυς είναι επίσης ένα σεληνιακό σύμβολο.

Ο μίτος της Αριάδνης (Άρι= πολύ αδνή= αγνή σκέψη) εξασφαλίζει τον δρόμο της εξόδου στον Θησέα. Ίσως ο Κρητικός Λαβύρινθος να υπήρξε μια μυητική τελετή καθόδου και της επακόλουθης ανόδου από τον Κάτω Κόσμο, μια τελετουργική διαδικασία θανάτου και αναγέννησης. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει!

Αυτό ίσως ενισχύεται από το γεγονός πως ο Μινώταυρος λεγόταν και Αστέριος (Σε απεικονίσεις παρουσιάζεται με το σώμα του διάστικτο από άστρα).

Με το ίδιο αυτό όνομα προσφωνούνταν και ο Διόνυσος σαν αγόρι και παιδί των μυστηρίων. Ο Διόνυσος φαίνεται να ταυτίζεται στην ουσία του με τον Μινώταυρο. Γενικότερα όπου η μινωική επιρροή υπήρξε έντονη, ο Διόνυσος λατρευόταν ξεκάθαρα ως ταύρος.

Σκοτώνοντας ο Θησέας τον Μινώταυρο, νίκησε τον προηγούμενο «εαυτό του» και αφού πέρασε το κατώφλι του θανάτου, αντίκρισε τον Αστέριο, τον Θείο/Διονυσιακό αναγεννημένο στην υπέρτατη γνώση εαυτό του με τη μορφή του ουράνιου, συμπαντικού παιδιού. Έτσι -πάντα υπό την καθοδήγηση της Αριάδνης αναδύθηκε ένας νέος ολοκληρωμένος άνθρωπος.

Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο, πήρε μαζί του την Αριάδνη που τον βοήθησε, αλλά περνώντας από τη Νάξο την εγκαταλείπει, εφόσον εκεί τελείται «Ιερός Γάμος» της Αριάδνης με τον Διόνυσο.

Ιστορικά είναι προφανές πως ο μύθος περιγράφει επίσης ένα μεταίχμιο εποχής, καθώς ο Μινώταυρος είναι εκπρόσωπος ενός μητριαρχικού και «χθόνιου» ιερατείου. Πεθαίνει από τον Θησέα, κομιστή του πατριαρχικού Ολύμπιου ιερατείου, και την θέση του παίρνει ο Θεός της έκστασης Διόνυσος που κάνει γυναίκα του την «αγνή κόρη-παρθένα». Ο Διόνυσος όμως είναι ταυτόχρονα και χθόνιος Θεός. Από τις πρώτες ζωομορφικές μορφές του Διονύσου την πρώτη θέση κατέχει ο Ταύρος. Στις «Βάκχες» ο Χορός τον αποκαλεί σαν ταύρο, και ο Πενθέας τον βλέπει να έρχεται σαν ταύρος.

Στον Ορφικό μύθο ο Διόνυσος παιδί του Δία και της Περσεφόνης (Θεάς του κάτω κόσμου) ως μωρό «Ζαγρεύς» (κυνηγό των ψυχών), κοίταζε ένα καθρέφτη (η αντίληψη όχι των πραγματικών καταστάσεων και όντων αλλά μία ψευδής αντανάκλαση...) Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι Τιτάνες όρμησαν καταπάνω του με τα μαχαίρια τους, για να τον σκοτώσουν. Τότε ο μικρός Θεός για να τους αποφύγει άρχισε να μεταμορφώνεται: έγινε έφηβος Δίας, Κρόνος, φίδι με κέρατα, άλογο, τίγρη, ταύρος. Η Ήρα παρ' όλα αυτά ενθαρρύνει τους Τιτάνες να μη διστάσουν, κι έτσι με διαταγή της κομματιάζουν το Ζαγρέα την ώρα που είχε τη μορφή ταύρου, έβρασαν το κρέας του και το έφαγαν.

Ο Δίας οργίστηκε τόσο, ώστε κατακεραύνωσε τους Τιτάνες και τους έστειλε στα Τάρταρα. Από την στάχτη τους γεννήθηκε το ανθρώπινο γένος το οποίο έφερε μέσα του το θεϊκό στοιχείο καθώς οι Τιτάνες είχαν φαει τον Θεό. Ο Διόνυσος ο Ζαγρεύς πεθαίνει ως χθόνια θεότητα και ανασταίνεται ως «Διόνυσος ο Ελευθερέας» δηλαδή ως ελευθερωτής των ανθρωπίνων ψυχών, από τα δεσμά της ύλης. Ο θάνατος του Διόνυσου του Ζαγρέα συμβολίζει, τον θάνατο της τιτανικής του φύσεως. Κατ’ αντιστοιχία στο ανθρώπινο επίπεδο ο θάνατος της τιτανικής του φύσης συμβολίζει τον θάνατο των παθών του, δηλαδή την αποβολή των ελαττωμάτων του. Κατόπιν ανασταίνεται και μεταμορφώνεται σε ουράνια θεότητα, τον Διόνυσο τον Ελευθερέα.

Ο Ορφικός Διόνυσος είναι κάτοχος και φύλακας των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, το θείο πνεύμα σ’ εξέλιξη μέσα στο σύμπαν, η καρδιά του οποίου πρέπει να αναζητηθεί με σκοπό την αναγέννηση του ανθρώπινου πνεύματος και την εξάγνιση της ψυχής. Γι’ αυτό και επονομάζεται και «Ζαγρεύς», δηλαδή κυνηγός που «κυνηγάει» τις ψυχές και τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουνε στη «θέωση».

Στη λατρεία του Διόνυσου «Ζαγρέα» θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο. Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού και ότι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του. Μετά το θάνατό τους πίστευαν πως θα τους αναγνώριζε ο «Διόνυσος Ζαγρέας», και χάρη σ’ αυτόν θα ζούσαν σε άλλα σώματα, καθώς οι ορφικοί πίστευαν στη μετεμψύχωση.

Στον ένατο και τελευταίο άθλο ο Θησέας κατεβαίνει στο Άδη. Είναι η απόλυτη στιγμή όπου με τον μυητικό θάνατο της προσωπικότητάς του, επιχειρείται η Ένωση με την Θεότητα, και η κατάλυση του θανάτου, καθώς αναγνωρίζει πως τίποτα στην πραγματικότητα δεν χάνεται. Πως τα πάντα είναι απλώς αλλαγή κατάστασης ή ενέργειας και μορφής. Είναι η στιγμή όπου τα πάντα «είναι ένα», το μέρος που όλα ενώνονται, όπου τίποτα δεν υφίσταται διαχωρισμένο ακόμα και η ψυχή. Είναι ο χρόνος και ο τόπος που ο ήρωας, ο μύστης ή φιλόσοφος αφού έχει νικήσει τα τρομερά τέρατα, έχει νικήσει το σκότος «βλέπει το φως του μεσονυκτίου».

Ο φωταγωγός, απ' όπου μπορούμε να καταδυθούμε στην «αληθινή Άβυσσο», την ψυχή του ανθρώπου. Ο Πλούταρχος το περιγράφει στο έργο του Περί του Σωκράτους Δαιμονίου (590Β): «Η ανθρώπινη Ψυχή προήλθε από τον θείο Νου. Ένα μέρος της, καθώς αναμιγνύεται με τα πάθη της ύλης, αλλοιώνεται, αλλά ένα άλλο θαυμάσιο μέρος της μας κρατάει ψηλά το κεφάλι, ώστε να αναπνέουμε τον ελεύθερο αέρα, σαν αεραγωγός επικοινωνών με το σκάφανδρο ανθρώπου που έχει καταδυθεί στον βυθό. Το μέρος εκείνο που βρίσκεται στο υποβρύχιο σώμα ονομάζεται Ψυχή. Ενώ, γι' αυτό που δεν αλλοιώνεται, οι πολλοί, βλέποντάς το ως ανταύγεια επί εσόπτρου, πιστεύουν ότι βρίσκεται μέσα τους. Όσοι όμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ότι αυτό βρίσκεται έξω από αυτούς, και το αποκαλούν Δαίμονα».

Ο Θησέας στα Τάρταρα έχει παγιδευτεί στην λήθη. Αυτό είναι ένα επικίνδυνο ταξίδι διότι εάν ο άνθρωπος χάσει την ατομικότητα του, μπορεί να παγιδευτεί σε έναν άλλο κόσμο, ξεχνώντας τα εγκόσμια. Η μάχη πρέπει να δίνεται στον παρόντα χρόνο, αναζητώντας την αρμονία και την ισορροπία, ώστε να τιμούμε ισότιμα την ύλη αλλά και το πνεύμα. Για αυτό τον λόγο ο Ηρακλής με την μυϊκή δύναμη του, βοήθησε τον Θησέα να απεγκλωβιστεί από την λήθη, και τα δεσμά του θανάτου.

Αυτός που θα καταφέρει βρει την αρμονία και να εντοπίσει το «ιερό μέσα του» θα έχει κερδίσει την μάχη, θα έχει καταφέρει να ξεπεράσει τον κόσμο των σκιών και της αυταπάτης, θα έχει βγει από την σπηλιά του Πλάτωνα. Θα έχει επιτευχθεί ο στόχος της πνευματικής του ολοκλήρωσης.

Αυτή είναι η μυθολογική ιστορία του Θησέα, η οποία εάν εξηγηθεί αλληγορικά κατά το πρότυπο του Πλάτωνα και των Στωικών, μας αποκαλύπτει αρχετυπικές αλήθειες που συντροφεύουν τον άνθρωπο από την αρχή της ιστορίας του έως σήμερα.

Η Ερμηνεία των μύθων χρειάζεται μεγάλη προσοχή και ενέχει πολλούς κινδύνους παρερμηνείας. Η παρούσα προσπάθεια αποσυμβολισμού του μύθου, δεν διεκδικεί την ορθότητα ή την μοναδικότητα της ερμηνείας του. Το δόγμα εξάλλου δεν έχει θέση στην αναζήτηση της γνώσης και της ιστορίας. Το μόνο βέβαιο «μήνυμα» που οι ιστορίες αυτές μας μεταφέρουν είναι πώς κανένα δόγμα και κανένα τελετουργικό δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην «αυτοπραγμάτωση», παρά μόνο η δική μας ειλικρινής «εσωτερική» προσπάθεια.

Η ουσία ΙΧΩΡ

Κατά την Ελληνική μυθολογία ο ιχώρ[1] είναι το αιθέριο χρυσό υγρό[2] που είναι το αίμα των θεών, αλλά και των αθανάτων που ξεχώριζαν από τους κοινούς θνητούς.

Μια από τις πρώτες αναφορές βρίσκεται στον Όμηρο [Ιλιάδα Ε.340], όπου στο πεδίο της μάχης ο Διομήδης πληγώνει με δόρυ τη θεά Αφροδίτη, από το χέρι της οποίας "έτρεχε το αθάνατο θεϊκό αίμα ιχώρ" (ρέε δ’ άμβροτον αίμα θείο, ιχώρ, οις περ τε ρέει μαχάρεσση θεοίσιν). Στην αρχαία ελληνική γραμματεία αναφέρεται από τον Πλάτωνα στον Τίμαιο (83c5) και σε πολλούς ασθενείς του Ιπποκράτη[3][4][5][6]. Αυτό το αιθέριο ρευστό λέγεται ότι διατηρεί τις ιδιότητες των τροφίμων και των ποτών των αθανάτων, [7] δηλαδή την αμβροσία και το νέκταρ. Θεωρείται ότι είναι χρυσό στο χρώμα, καθώς και θανάσιμα τοξικό για τους θνητούς. Σύμφωνα με κάποιες αναφορές, κατά τις επιθέσεις εναντίον θεών γνωστών ημίθεων και ηρώων, σε περίπτωση τραυματισμού των τελευταίων, απελευθερωνόταν ιχώρ. Αναφέρεται ως το περιεχόμενο του κυκλοφορικού συστήματος του χάλκινου προστάτη γίγαντα της Κρήτης, Τάλω. Κατ' άλλους όμως το "αίμα" του γίγαντα ήταν υδράργυρος. Ο θείος ΙΧΩΡ του παρείχε την ιδιότητα να πυρακτώνεται και να έχει τεράστιες δυνάμεις.

Κατά την άποψη των φιλοσόφων και αρκετών Ελλήνων σοφών και ανθρώπων του πνεύματος, πιστεύεται ότι ο ΙΧΩΡ είναι αθάνατη, άφθαρτη ουσία και δεν υπόκειται στούς νόμους σύνθεσης και αποσύνθεσης. Είναι η ουσία που έρεε στο αίμα των Ολύμπιων θεών και ρέει στο αίμα των πυροφόρων Ελλήνων. Είναι η ουσία που ενεργοποιείται από την ακτινοβολία του Σείριου και αφυπνίζει όσους έχουν Ελληνικά γονίδια.

Λέγεται επίσης ότι ιχώρ και όχι νερό κυλά στον ποταμό της Στύγας, σε μια από τις πύλες του Κάτω Κόσμου. Ο Ωριγένης αναφέρει ότι όταν τρυπήθηκε ο Χριστός με την λόγχη στο σταυρό δεν ήταν στην φύση του ιχώρ. (οὐκ ἦν ἰχώρ) [8] Αντίστοιχη είναι και η ιστορία που αναφέρεται από τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, που έγραψε στ' "Αργοναυτικά" (Βιβλίο 3) πως από τον ιχώρα του Προμηθέα, που έσταξε μέσα από την πληγή που άνοιξαν οι αετοί του Δία, βλάστησε ένα θαυματουργό φυτό.
------------------------------
1. Πλάτων: δὲ ἐν τῷ Τιμαίῳ τοιοῦτόν τι σημαίνει διὰ τῆς ἰχώρων προσηγορίας ὧδέ πως λέγων· “ἰχὼρ δὲ ὁ μὲν αἵματος ὀρρὸς πρᾷος, ὁ δὲ μελαίνης χολῆς ὀξείας τε ἄγριος.

2. ἐκ τοῦδε φανερὸν τῶν χυμῶν οἱ μὲν ἐκ τοῦ φλέγματος γίνονται ὡς τὸ φλέγμα καὶ ἰχὼρ, οἱ δὲ μετὰ τοῦ αἵματος ὡς ἡ 'ξανθὴ χολὴ καὶ ὁ μέλας χυμός.

3. Γυναικὶ, ἐν Ἀβδήροισι, καρκίνωμα ἐγένετο περὶ τὸ στῆθος, καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος· ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος, ἔθανεν.

4. Καὶ τῷ Φανίου καὶ τῷ Εὐέργου· πελιαινομένων δὲ τῶν ὀστέων καὶ πυρεταινόντων, ἀφίστατο τὸ δέρμα ἀπὸ τοῦ ὀστέου, καὶ πῦον ὑπεμένετο· τούτοισι τρυπωμένοισιν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ὀστέου ἀνήρχετο ἰχὼρ λεπτὸς, ὀῤῥώδης, ὕπωχρος, κάκοδμος, θανάσιμος.

5. Μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμην ἐξῄει ἰχὼρ ἐπιεικῶς· μετὰ ταῦτα τῇ γλώσσῃ οὐ πάντα ἔφη δύνασθαι ἑρμηνεύειν· πρόῤῥησις· ὀπισθότονος· ξυνεφέροντο αἱ γνάθοι ξυνερειδόμεναι, ἔπειτα ἐς τράχηλον, τριταῖος ὅλος ἐσπᾶτο ἐς τοὐπίσω ξὺν ἱδρῶτι· ἑκταῖος ἀπὸ τῆς προῤῥήσιος ἀπέθανεν.

6. Ἡγησιπόλιος παιδίον σχεδὸν τέσσαρας μῆνας ἄλγημα περὶ ὀμφαλὸν βρωτικὸν εἶχεν· προϊόντος δὲ, ἐπέτεινεν ἡ ὀδύνη, ἔκοπτε τὴν γαστέρα, ἐτίλλετο, θέρμαι ἐπελάμβανον· ἐτήκετο· ὀστέα ἐλείφθη· τὰ πόδια ἐπῴδει, ὄρχιες· γαστρὸς τὸ περὶ ὀμφαλὸν πεφυσημένον ἄρα, οἷον οἷσι μέλλουσι κοιλίαι ἐκταράσσεσθαι· ἀπόσιτος ἐγένετο, γάλα μοῦνον προσεδέχετο· ὑπόγυον, καὶ ἡ κοιλίη καθυγράνθη, καὶ ὕφαιμος ἰχὼρ ὑπῄει κάκοδμος· κοιλίη ἐπίμπρατο.

7. Ομήρου Ιλιάδα, Ε340

8. Παίζων γοῦν τὸ ἐπὶ τῷ σταυρῷ προχυθὲν αἷμα τοῦ Ἰησοῦ φησιν ὅτι οὐκ ἦν ἰχώρ, οἷός περ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν.

Αρχαίες Μυητικές τελετές, το μυστήριο του θανάτου και της ανάστασης

«Σε όλους τους ναούς της Μύησης του παρελθόντος, και πολύ πριν από τον Ιησού, οι Ιεροφάντες αποκάλυπταν στους μαθητές τους πώς να αναστηθούν για να μπουν στην τάξη των αθανάτων. Την Ανάσταση οι Μύστες τη μελέτησαν πρώτα στη φύση που πάντα υπήρξε ο οδηγός τους. Παρατηρούσαν τη φύση και, μέσα από τη μεταμόρφωση της κάμπιας σε πεταλούδα π.χ. ή του σπόρου που πρέπει να πεθάνει για να καρποφορήσει, καταλάβαιναν τα μαθήματά της.

Ο Ιησούς είπε: «‘Άν δεν πεθάνετε δεν θα ζήσετε». Η ιδέα της Ανάστασης είναι υποχρεωτικά ενωμένη με αυτή του θανάτου, της αποσύνθεσης. Όσο ο σπόρος δεν πεθαίνει, αντιστέκεται στην εκδήλωση αυτής της δύναμης της Ζωής που είναι χωμένη μέσα του.

Στον άνθρωπο είναι η κατώτερη φύση που πρέπει να πεθάνει για να αφήσει τη θέση στο πνεύμα, σ΄αυτή τη θεϊκή αρχή που βρίσκει τότε τη δυνατότητα να ελευθερωθεί για να δράσει και να αλλάξει τα πάντα.

Το μυστικό της Ανάστασης είναι εδώ μπροστά μας, μέσα στη φύση, και περιμένει να το καταλάβουμε, να αποφασίσουμε να πεθάνουμε συνειδητά για να βγει από μέσα μας ένας καινούργιος άνθρωπος. Πολύ λίγοι, ακόμα και ανάμεσα στους Μύστες, πέτυχαν να αναστηθούν για να γίνουν αθάνατοι, γιατί δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να θανατώσεις την κατώτερη φύση που είναι εξαιρετικά επιδέξια, πονηρή, και που ξέρει τι πρέπει να κάνει για να μας βάλει στο δικό της δρόμο. Για να γλυτώσετε από αυτή, χρειάζεται μεγάλη ικανότητα διάκρισης, μια αμετάβλητη αγάπη και μια δυνατή θέληση» (Omraam Mikhaël Aïvanhov)

Σε όλες σχεδόν τις θρησκείες, ως γνωστόν, ο κεντρικός τους ήρωας πεθαίνει και κατόπιν ανασταίνεται κατά την εαρινή ισημερία π.χ. ο Καδμίλος των Καβείρων, ο Άδωνις των Φοινίκων, ο Κρίσνα των Ινδουιστών, ο Διόνυσος στην Ελληνική θρησκεία και ο Ιησούς στην χριστιανική θρησκεία. Αυτό σημαίνει ότι αυτός ο θάνατος και η εν συνεχεία ανάσταση έχει κάποια κρυμμένη σημασία και δεν πρέπει να την θεωρήσουμε ως τον θάνατο του υλικού οργανισμού τους.

Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το θέμα του θανάτου και της ανάστασης πρέπει να δούμε σε μια πρώτη προσέγγιση πρώτα ποία είναι η μυσταγωγική έννοια της ζωής και ποία του θανάτου. Ως ζωή στα μυστήρια νοείται παν το υπάρχον και όχι μόνο η ζωή των όντων. Ο θάνατος στα μυστήρια είναι αλληγορία και σημαίνει την μεταμόρφωση, γιατί θάνατος στην Φύση, με την βέβηλη έννοια του εξαφανισμού, δεν υπάρχει. Οι Μύστες δια του θανάτου εικονίζουν την Μεταμόρφωση. Συνεπώς ο Σταυρός, σε πρώτη εκτίμηση, είναι η εικόνα της αέναης μεταμόρφωσης κάθε ύπαρξης η οποία επιτυγχάνεται με την βοήθεια των μεταμορφωτικών δυνάμεων της Φύσης.

Στον Χριστιανισμό

«Αν δεν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις!»

Η αλληγορική εικόνα του θανάτου και της εν συνεχεία αναστάσεως στον χριστιανισμό εμφανίζεται με τον οδυνηρό σταυρικό θάνατο του Ιησού και ακολούθως την ανάστασή του. Ο θάνατος και εν συνεχεία η ανάσταση του Ιησού δεν τιμάται από τους χριστιανούς σε κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία, όπως θα έπρεπε να γίνει αν επρόκειτο για ένα ιστορικό γεγονός αλλά κατά την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.

Εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημανθεί ότι έχει συνδυαστεί:

α) με το αστρονομικό γεγονός της εαρινής ισημερίας

β) με την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία που, ως γνωστόν για όσους έχουν μελετήσει την ελληνική παράδοση, αρχίζει η κυριαρχία της Θεάς Αθηνάς. Η σχετική παράδοση αναφέρει επίσης ότι ο Ιησούς μετά την ανάστασή του παραμένει στο γήινο επίπεδο και εμφανίζεται συχνά στους μαθητές του επί 40 ημέρες και κατόπιν έχουμε την ανάληψή του που σημαίνει την απομάκρυνσή του από το γήινο επίπεδο και η οποία γίνεται λίγο πριν από την θερινή τροπή του Ηλίου.

Στην Αρχαία Ελληνική παράδοση

Στην Ελληνική παράδοση έχουμε τους πλέον αποκαλυπτικούς συμβολισμούς σχετικά με τον θάνατο και την ανάσταση που συμβαίνουν κατά την εαρινή ισημερία ως και την αποθέωση του μύστου που λαμβάνει χώραν κατά την θερινή τροπή του Ηλίου.

Κατά την εαρινή ισημερία

Οι Ορφικοί συμβόλιζαν την εαρινή ισημερία με τον θάνατο του Διονύσου του Ζαγρέως και την εκ νέου γέννηση του, με την παρέμβαση της Θεάς Αθηνάς (δηλαδή του σοφού πνεύματος), από την φύση του Ολυ­μπίου Διός ως Διο­νύ­σου του Άνθιου, ο οποίος κατόπιν μεταμορφώνεται στον Διόνυσο τον Ελευ­θερέα, δηλαδή τον ελευ­θερωτή των ανθρωπίνων ψυχών εκ των δεσμών της ύλης και της εν γέ­νει υλο­βαρούς τους φύσεως. Έτσι ο Διό­νυσος ο Ζαγρεύς πεθαίνει ως χθόνια θεό­τητα και αυτό συμβολίζει τον θάνατο της τιτανικής φύσεως του ανθρώπου δηλαδή την αποβολή των παθών. Κατόπιν ανασταίνεται και με­τα­μορφώ­νεται σε ουράνια θεό­τητα, τον Διό­νυσο τον Ελευ­θερέα.

Την ημέρα της εαρινής ισημερίας οι Ορφικοί τε­λού­σαν συμπόσια τα λεγό­μενα ωμοφάγια κατά τα οποία θυσίαζαν τον Διονυσιακό Ταύρο και έτρω­γαν από τις σάρ­κες του. Αλλά ποίος ήταν ο Διονυ­σια­κός Ταύρος; Με την αλλη­γορία αυτήν ο θείος Ορ­φέας έκρυψε επι­μελώς μια μεγάλη αλή­θεια που μόνο άκρως μεμυημέ­νοι στα Ορφικά μυστήρια μπορού­σαν να κατανοή­σουν.

Επί του σημείου αυ­τού μόνον τα εξής λίγα μπο­ρούν να λεχθούν: Ο Διό­νυσος είναι τέ­κνο του θεού Διός. Ο Ταύρος εί­ναι μία εκ των πτυχών του Νό­μου του Φάνη­τος, ο οποίος αφομοιωθείς στην φύση του Διός, έδωσε στον Δία τις πνευματικές εξου­σίες του Ουρανού και αυτό απεικονίζει την αποθέωση και την αιωνιότητα.

Ένα από τα τέκνα του θεού Διός φέρει ως σύμ­βολό του τον Ταύρο και εκείνος από τους Μύστες των Ορφι­κών μυστηρίων που θα γνώριζε και θα εκτιμούσε αυτό το τέκνο του θεού Διός θα εν­νοούσε και την συμβο­λική έννοια του Ταύρου. Ο συνδυασμός του Διο­νύ­σου και του Ταύρου αποτε­λούν την βάση της με­γά­λης αποκαλυφθείσης αλήθειας του θείου Ορ­φέα, γιατί αποτελούν την λύση του προβλήματος περί της αθανασίας της αν­θρώπινης ψυ­χής.

Στα Ελευσίνια μυστήρια η εα­ρινή ιση­μερία συμ­βολιζό­ταν με την απε­λευθέρωση της Περσεφόνης από το βασίλειο του Πλού­τωνα (που είναι χθόνια θεό­τητα). Την απελευθέρωσή της την πραγματοποιεί ο Διόνυσος ο Ελευ­θερέας (που είναι πλέον ουράνια θεό­τητα), ο οποίος την με­ταφέ­ρει στον Όλυ­μπο όπου η Περσεφόνη με­ταμορ­φώνεται σε ου­ράνια θεότητα. Ο συμ­βολι­σμός αυτός των Ελευσί­νιων μυστηρίων, δείχνει και την περαιτέρω δράση των πνευμα­τικών οντοτή­των.

Επίσης θεωρούσαν ότι η εαρινή ισημε­ρία αντι­προ­σω­πεύει τον θάνατο της τιτανικής φύσεως των αν­θρωπίνων ψυ­χών και την μεταμόρφωσή και την αναγέννησή της στις πνευ­ματικές φύ­σεις του πνευ­ματικού κό­σμου με την απόκτηση της αιωνίας ζωής δηλαδή της αιωνιότητας. Τελούσαν (κατά την εαρινή ισημερία) την γιορτή των Πανα­θη­ναίων, ενώ πα­ράλ­ληλα γι­νό­ντουσαν και εσωτερικές τελετές που όμως δεν μας είναι γνωστές.

Εκ των προαναφερθέντων συνάγεται ότι η εαρινή ισημερία του ηλίου συμβολίζει τον θάνατο της τιτανικής φύσεως της αν­θρώπινης ψυχής και την πνευματική της αναγέννηση. Θάνατος της τιτανικής φύσεως του ανθρώπου σημαίνει τον θάνατο των παθών του δηλαδή την απαλλαγή του από τα πάθη και τις ψευδείς δοξασίες. Η αποβολή των παθών και των ψευδών δο­ξασιών είναι η βασική προϋπόθεση για να οδεύσει η ψυχή του ανθρώπου στην κατάκτηση της Σοφίας και της πνευματικής της αναγεννήσεως που είναι το πέμπτο ιερό δράμα της εξελικτικής πορείας της Φύσεως.

Η σοφία θα επιτρέψει στον μύστη, ο οποίος απαλλάχθηκε από τα πάθη του, να έλθει σε επικοινωνία με τον Ουρανό και να αποκτήσει τα μεταμορφωτικά εκείνα μέσα που θα του επιτρέ­ψουν να αποκτήσει τον πνευματικό του οργανισμό, ώστε να έχει την δυνατότητα να οδεύσει στους χώρους του ανέσπερου φωτός.

Τι είναι πάθη και πως εξαλείφονται

ΠΑΘΗ είναι οι από πλάνη σχηματισμένες ιδέες στην διά­νοιά μας οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να εκδηλώνουμε κακίες και να οδηγούμεθα σε πράξεις εσφαλμένες, οι οποίες είναι αντίθετες προς τον σκοπό και προορισμό μας ως πνευματικών οντοτήτων. Τα πάθη είναι συσσω­ρευμένες ενέρ­γειες, τις οποίες όταν επιχει­ρήσουμε να εξαλείψουμε ή να περιο­ρί­σουμε, μεγα­λώνουν και αν δεν βρουν διέ­ξοδο μπορεί να γί­νουν δυνατότερες από την λο­γική. Το σημαντικότερο από τα πάθη είναι ο εγωι­σμός που αποτελεί το βάθρο εδράσεως όλων των παθών. Όμως τα πάθη βασίζονται στις ψευδής δοξασίες που έχουμε και οι οποίες μας έχουν καλλιεργηθεί μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον που ζούμε.

ΨΕΥΔΕΙΣ ΔΟΞΑΣΙΕΣ είναι πίστη που σχη­ματίζουμε στη διά­νοιά μας από τις εκ πλάνης σχη­ματισμένες ιδέες. Αυτό σημαίνει ότι οι ψευδείς δοξασίες είναι εκείνο το νοητικό υπόβαθρο το οποίο αφενός μεν μας εξωθεί σε εκδήλωση παθών και αφετέρου δε μας παρεμποδίζει να κατανοήσουμε ότι έχουμε πάθη ώστε να εξαλείψουμε. Ο άνθρωπος γενικά κυριαρχείται από ψευδείς δοξασίες όταν διάγει μη φυσικό βίο και βρίσκεται σε σκοτεινό περι­βάλλον. Οι ψευδείς δοξασίες συνήθως προέρχονται από θρησκευτικά ή πολιτικά ή κοινωνικά πιστεύω και καλλιεργεί και εκτρέφει πάθη και ιδιαίτερα τον εγωισμό. Οι σημαντικότερες από τις ψευδείς δοξασίες είναι αυτές που προέρχονται από τα θρη­σκευτικά πιστεύω με τα οποία μας γαλουχούν από την τρυφερή παιδική ηλικία.

Ο άνθρωπος εκείνος που ζει καθη­λωμένος στα πάθη του και τις ψευ­δείς του δοξασίες δεν έχει την δυνατότητα να απαλλαγεί εύκολα απ’ αυτά γιατί ο ίδιος τα εκτρέφει. Η αποβολή των παθών για τον κάθε άνθρωπο είναι μια οδυνηρή εμπειρία, γι’ αυτό και ο θάνατος του κεντρικού ήρωα στις θρησκείες, που υπαινίσσεται τον θάνατο των παθών δηλαδή την εξάλειψη των παθών, αναφέρεται ως οδυνηρός. Η εξάλειψη των παθών γίνεται από την διάνοια εκείνη που της το επιτρέπει ο τρόπος ζωής και το περι­βάλλον στο οποίο ευρίσκεται. Συνεπώς προϋ­πό­θεση για την απαλλαγή μας από τα πάθη εί­ναι ο φυ­σικός βίος και το κατάλληλο περι­βάλλον.

Τα πάθη όμως δεν εξαλείφονται εύκολα γιατί ομοιά­ζουν με τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, που όταν ο Ήρωας Ηρακλής έκοβε ένα, στη θέση του φύτρω­ναν δύο νέα. Απαι­τείται ηρωισμός για να κοπούν όλα τα κεφά­λια της Λερναίας Ύδρας που εδρεύει μέσα μας και που δεν είναι άλλη από τον εγωισμό. Την μετα­τροπή όλων των παθών σε ιδανικά και την εξάλειψη του εγωι­σμού θα την πε­τύχουμε με την δύναμη εκείνη που δημιούρ­γησε τον άνθρωπο. Η δύναμη αυτή είναι η παγκόσμια αγάπη που αποτελεί τη συγκολλούσα το άπειρο δύ­ναμη και τη συγκρατούσα αυτό σε αρμο­νία.

Η ΑΓΑΠΗ είναι ο υπέρ­τερος Νό­μος της Φύ­σεως και εκδηλώνεται στην ψυχή εκεί­νου που έχει εκ­δηλώσει τον Νόμο της Δι­καιοσύνης και τον Νόμο της Αρμονίας.

Η περίοδος από την εαρινή ισημε­ρία μέχρι την θερινή τροπή του Ήλιου

Στα Ορφικά μυστήρια η τρίτη μύηση­ λάμβανε χώρα κατά την εαρινή ισημερία του Ήλιου.

Ο χρό­νος από της μυήσεως αυτής μέχρι την επομένη μύ­ηση που ελάμβανε χώρα κατά την θερινή τροπή του Ήλιου ήταν ο χρόνος κατά τον οποίο ο μυούμενος έπρεπε να εκδηλώσει αρμονική ιδεολογία ανάλογη προς τα εκδηλούμενα χρώματα των ανθέων αυτής της εποχής καθώς και αρμονική εκδήλωση αισθη­μάτων ανάλογη προς τα αρώ­ματα των αν­θέων αυ­τής της εποχής. Κατά τους Ορφικούς τα αρώματα και τα χρώματα αυτής της εποχής αναπαριστούν την βαίνουσα προς αποθέ­ωση ανθρώπινη ψυχή, η οποία απέβαλε το έρεβος και προ­ορίζεται πλέον σε θεία πνευματική ανάσταση.

Κατά τους μύστες της Ελευσίνας, η εποχή που περιλαμβάνε­ται μεταξύ εαρινής ιση­με­ρίας και θερι­νής τροπής του Ηλίου είναι η περί­οδος κατά την οποία το ανιστά­μενο πνεύμα έρχεται στην αποθέ­ωση και την απόκτηση της αιώνιας ζωής.

Εκ των προαναφερθέντων συνάγεται ότι η περίοδος από την εαρινή ισημε­ρία μέχρι την θερινή τροπή του Ήλιου είναι η περίοδος της ανα­γεννήσεως και μεταμορφώσεως των ανθρω­πί­νων ψυχών στις πνευματικές φύ­σεις του πνευματι­κού κόσμου, καθώς και της προε­τοιμασίας για τον πλήρη απο­χωρισμό τους από το έρε­βος.

Η θερινή τροπή του Ηλίου

Οι Ορφικοί κατά την θερινή τροπή του Ηλίου τελούσαν γιορτές που αναφέρονταν στον θρί­αμβο κατά του νόμου του θανάτου, της τιτανικής φύσεως του Διονύσου. Κατά τις εορτές αυτές εξέφραζαν την λα­τρεία τους προς την θεία δη­μιουρ­γία που έφθασε δια των εκδηλώ­σεων των Νόμων της στην εμ­φά­νιση των νόμων της αποθεώσεως των όντων της που είναι το έκτο ιερό δράμα της δημιουργίας. Επίσης εξέφραζαν την ευ­γνωμοσύνη τους προς τα αποθεωθέντα τέκνα της, υπό την προστασία των οποίων ετίθεντο με την θέ­λησή τους.

Στις γιορτές που τελούσαν οι Ορφικοί κατά την θερινή τροπή του Ηλίου λάμβαναν μέρος μόνον εκείνοι που είχαν διέλθει όλους τους βαθ­μούς της ορφικής μυήσεως και τα συμπόσιά τους δεν τα αποτε­λούσαν πλέον τα ωμοφάγια, αλλά τροφή που την αποκαλού­σαν αμ­βροσιακή και ποτό που απο­καλούσαν Διονυσιακό οίνο. Αποκορύφωση των εκ­δηλώσεων των Ορφικών αποτελούσε η εκδήλωση της ευγνωμοσύνης τους προς τον Θεό Απόλλωνα, τον Θεό της αιωνίας νεότητας, ο οποίος, κατ’ αυτήν την ώρα του έτους, παρέδιδε την λύρα του στον Θείο Ορφέα για να κρούει τις χορδές της και να με­ταδίδει στις ψυχές των μυστών τους ήχους της ώστε να εναρμονίζουν τις πνευματικές τους δυνάμεις προς την πνευματική φύση του Θεού της αιωνίας νεότητας.

Η τετάρτη και τελευ­ταία μύηση­ των Ορ­φικών μυστηρίων γινόταν κατά την θε­ρινή τροπή του Ηλίου που οι ακτίνες του φω­τός Του είναι ζωη­ρότερες και οι καρποί ωριμάζουν. Η θερμότητα των Ηλιακών ακτίνων αυτής της εποχής αναπαρι­στούσε το φωτο­βόλο των σκέψεων των τε­λείων μυστών και το γόνιμο των καρπών της θείας ιδεο­λογίας που οι ιεροφάντες κληροδοτού­σαν στους διαδόχους τους.

Οι Μύστες της Ελευσίνας τελούσαν κατά την θερινή τροπή του Ηλίου γιορτή σε δόξα και ανά­σταση της Κόρης Περσεφόνης και σε δόξα Διονύ­σου του Ελευθε­ρέως, δηλαδή του ελευθερωτή των ανθρω­πί­νων ψυ­χών. Η Περσεφόνη είναι η ψυχή της Γης, η οποία διήλθε απ’ όλες τις καταστάσεις των τεσσά­ρων εποχών και κατόπιν ήλθε στον Όλυ­μπο, δη­λαδή στην χώρα της αιώνιας ζωής του πνεύματος. Πριν όμως έλθει στην χώρα της αιώ­νιας ζωής συνε­ζεύχθη τον Διόνυσο τον Ελευθερέα και έτσι θα ζή­σει μετ’ αυ­τού την αιώ­νια νεότητα και ευθυμία. Ιδού ποιος είναι ο κλήρος της ψυχής των θείων Μυστών και σαφώς τον απεκά­λυψαν οι Θείοι Μύ­στες της Ελευσίνας.

Επίσης οι Μύστες της Ελευσίνας έλεγαν ότι κατά την θερινή τροπή ωριμά­ζει ο σίτος του οποίου η σπορά, η βλά­στηση και η ωρίμανση εικο­νίζει την ψυχή του μύστη την εξε­λισσόμενη προς την απο­θέωση. Την καλλιέρ­γεια του σίτου δίδαξε η Δήμητρα που είναι η θεά της Γης. Ο σίτος εικονίζει με­ταμορφω­τικό μέσο. Μεταβάλ­λεται σε σώμα του Χριστού, πα­ντός Χριστού. Μετά το σίτο εμφανίζεται η στα­φυλή, σύμβολο του Διονύσου. Ο χυμός της σταφυλής ει­κονί­ζει άλλο μετα­μορφωτικό μέσο. Εί­ναι το αίμα του Χρι­στού, παντός Χριστού.

Οι Μύστες των Δελφών κατά την θερινή τροπή του Ηλίου τε­λούσαν ανάλογη τελετή σε δόξα του Φοίβου Απόλλωνος.

Εκ των προαναφερθέντων συνάγεται ότι η θερινή τροπή του Ήλιου συμβολίζει τον θρί­αμβό της ψυχής του μύστου επί του νόμου του θανάτου και τον οριστικό αποχωρισμό της από το έρεβος που είναι το έκτο ιερό δράμα της εξελικτικής πορείας της Φύσεως. Από το έρεβος απο­χωρίζεται η ανθρώπινη ψυχή που απόκτησε τον πνευματικό της οργανισμό και απελευ­θερώθηκε από τα δεσμά του περι­βάλλοντός της.

Ο θρίαμβος της ανθρώπινης ψυχής επί του νόμου του θανάτου σημαίνει ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν θα ξαναπεράσει πια από την διαδικασία του θανάτου γιατί έχει πλέον αποκτήσει τον πνευματικό της οργανισμό που είναι ένα αιώνιο οργανικό μέσο που της εξασφαλίζει την αιωνιότητα.

ΟΜΗΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: Η ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ Η ΜΗΤΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ

Γιατί μελετούμε ακόμη και σήμερα τον Όμηρο 3.000 χρόνια μετά την συλλογή και καταγραφή τους από τον Πεισίστρατο και τον Ονομάκριτο;

Μιάμιση χιλιετία σκληρής προσπάθειας δεν κατάφερε να ξεπεράσει έναν ποιητή που έγραψε για γεγονότα που ανάγονται σε εποχές που οι άλλοι λαοί δεν υπήρχαν στο προσκήνιο της ιστορίας και όσοι υπήρχαν ζούσαν παράλληλα με την ζωή των τετραπόδων, που είχαν περισσότερη άξια από αυτούς τους ίδιους.

Η σύγχρονη ποίηση δεν προχώρησε πέρα από τα επιτεύγματα του ποιητή που έθεσε τα θεμέλια της ποίησης; Η τεχνική δεν προχώρησε πιο μακριά από τα επιτεύγματα της Ελληνικής αρχαιότητας ώστε να μην χρειάζεται να διδαχθούμε τίποτε από αυτήν;

Τα ποιητικά έργα που οι Έλληνες δημιούργησαν έχουν περισσότερο ενδιαφέρον πέρα από αυτό της αρχαιομάθειας;

Σε αυτά τα καταλυτικά ερωτήματα βρίσκεται κανείς υποχρεωμένος να απαντήσει όταν μελετά τον μεγάλο Έλληνα ποιητή.

Ο Όμηρος συνέθεσε τα ποιήματα αυτά για μας.

Είναι κείμενα που γράφτηκαν από έναν μεγάλο ποιητή και μιλούν για τον άνθρωπο στην ουσιώδη του σύσταση του, την προέλευση και τις ανώτερες αξίες του.
 
Δεν είμαστε οι πρώτοι που ασχολούμαστε με το έργο αυτό που διέσωσε ο χρόνος αλλά παρακινηθήκαμε από ένα όραμα ζωής και από την αιδώ.

Αισθανθήκαμε πως δεν μπορούμε να παραμένουμε αδιάφοροι έχοντας στα χέρια μας αυτό το πολύτιμο έργο, παρασυρμένοι από τον σύγχρονο τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από το γρήγορο και το εύκολο. Θελήσαμε να σταματήσουμε το εξοντωτικό καθημερινό τρέξιμο και να προσέξουμε αυτό που η τηλεόραση μας αποστερεί: Την φαντασία, τον ηρωϊκό τρόπο ζωής, τα ανώτερα συγκλονιστικά συναίσθημα, την υστεροφημία σαν το ανώτερο ιδανικό, που έπρεπε να είανι ο σκοπός όλων των Πανελλήνων.

Σήμερα είμαστε αποκομμένοι από την ποίηση.

Ο αρχαίος Έλληνας ό,τι κι αν έκανε ήταν ποίηση και την ποίηση την θεωρούσε ιερή.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να μελετήσουμε τον Όμηρο όπως δεν πρέπει να φοβόμαστε την αληθινή ποίηση και την αληθινή λογοτεχνία.

Με τον Όμηρο συνδεόμαστε με την κληρονομιά μας, την αρχαία παράδοση που χάσαμε και είναι μια σπουδαία εμπειρία που μας κάνει υπερήφανους.

Συγκλονίζεται κανείς από την φρεσκάδα του κειμένου, ενός κειμένου που δεν το αγγίζει ο χρόνος, που είναι πολύτιμο για τον σύγχρονο κόσμο, γιατί μιλά για τις ανθρώπινες σχέσεις για τις συγκρούσεις, τα συναισθήματα, τα οράματα, την απώλεια, την επιθυμία, την εξουσία, τον ανταγωνισμό.

Η ποίηση του Ομήρου εκθέτει τα συναισθήματα αυτά με μια καθαρή αντικειμενικότητα, χωρίς υποκειμενισμούς και υπεκφυγές. Αναγκάζει τον αναγνώστη να έλθει σε επαφή και να εμπλακεί με ένα κείμενο που επέζησε δια μέσου των αιώνων, ένα κείμενο που είναι πολύτιμο, μια ανόθευτη αξία μέσα στον πολιτισμό.

Ο Όμηρος σχεδιάστηκε για να ακούγεται. Η ανάγνωσή του είναι μια πολύ προσωπική εμπειρία. Είναι ταυτόχρονα μια αισθητική απόλαυση και μια ανώτερη εκπαίδευση. Η μελέτη του κειμένου δημιουργεί μια σχέση με το Εγώ και την ίδια την ποίηση. Είναι μια μεταφορά δια μέσου των αιώνων στον ίδιο τον πυρήνα της ανθρώπινης ποίησης. Εκτός από την αισθητική του ωφέλεια είναι και μια εμπειρία ψυχολογικά επωφελής.

Ο Αμερικανός ψυχαναλυτής Τζόναθαν Σουέϊ βεβαιώνει πως η μελέτη της Ιλιάδος και της Οδύσσειας βοηθά αποφασιστικά τους σύγχρονους βετεράνους στρατιώτες που βρίσκουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα ανάλογα με αυτά των αρχαίων Ελλήνων ηρώων.

Και δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, μέσα στα αθάνατα έπη του κρύβονται πανεπιστημιακές αλήθειες που θέλουν προσέγγιση από διάφορες ομάδες πανεπιστημόνων, για να μπορέσουν να τις αναλύσουν και να τις κατανοήσουν, πράγμα που δεν έγινε ποτέ.
 
Αλλά βλακωδώς αφεθήκαμε (και φταίμε όλοι μας ή νοσηρό μυαλό των ανθελλήνων το είχε ρυθμίσει έτσι για να μην μπορέσουμε να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε ποτέ τον ΟΜΗΡΟ), μόνο στην μονοδιάστατη, στείρα και επιφανειακή ερμηνεία των Φιλολόγων.

Με αποτέλεσμα αυτοί να έχουν σκοτώσει τον ΟΜΗΡΟ, ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΕΞΕΧΟΝΤΕΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ 0ΜΗΡΙΣΤΑΙ ΚΑΘΗΓΕΙΤΑΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΞΕΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ.

ΑΣ ΕΝΣΚΗΨΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ ΚΑΙ ΜΕ ΔΕΟΣ ΞΑΝΑ ΕΠΑΝΩ ΣΤΑ ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΛΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΛΕΣΘΕΙΣΑ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΑ ΧΡΟΝΟ.

Τυφλός δεν ήταν ο ΟΜΗΡΟΣ, αλλά αυτοί που μας μετέδωσαν την στραβωμάρα τους, για να μας είναι ξένος και ακατανόητος... με τα ανίερα σχέδια τους...

Η νύμφη Αύρα και ο Έρωτας της για τον Βάκχο

Η Αύρα, ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά της Αρκαδίας Λέλαντου και της νύμφης Περοίβιας φρυγικής καταγωγής. Ήταν μία από τις συντρόφισσες της θεάς Αρτέμιδας που οι αρχαίοι είχαν ναό της στην Άρτιμο (1.300 π.χ).

Η νύμφη Αύρα λέγονταν πως ήταν τόσο γρήγορη ("ταχύπους") στο δρόμο ώστε κανένα ζώο ακόμη και από τα θηρία δεν μπορούσε να την φθάσει, αντίθετα αυτή συνελάμβανε τρέχοντας όποιο ζώο ήθελε, συνήθως ελάφια και ζαρκάδια. Αυτήν την νύμφη αγάπησε παράφορα ο θεός Βάκχος τον οποίο όμως εκείνη περιφρόνησε, μέχρι που η θεά Αφροδίτη, μετά από παράκληση του Βάκχου, της ενέπνευσε στον ύπνο της ερωτική απόκριση προς τον θεό εραστή της. Έτσι, η Αύρα ερωτεύθηκε παράφορα το Βάκχο και από τον έρωτά της αυτό, απέκτησε δίδυμα.

Όμως ο Βάκχος κυνηγούσε κι άλλες γυναίκες, γεγονός που οδήγησε την πολύ ερωτευμένη Αύρα στην τρέλα, με αποτέλεσμα να φάει – σκοτώσει- το ένα της παιδί. Όταν η Αύρα συναισθάνθηκε τι είχε συμβεί ρίχθηκε στον ποταμό Σαγγάριο για ν΄ αυτοκτονήσει αλλά ο Δίας την ευσπλαχνίσθηκε και την μεταμόρφωσε σε πηγή.

 Άλλη παραλλαγή του μύθου, περί της Αύρας, την παρουσιάζει ως να έχει εξοργίσει την Άρτεμη, διότι δεν διαφύλαξε την παρθενία της με συνέπεια να υποστεί στη συνέχεια δίωξη από εκείνη από τον Πόντο μέχρι πάνω από το όρος της Κυζίκου όπου εκεί γέννησε τον καρπό του έρωτά της τα "Δίδυμα" εξ ου και το δίκορφο όρος «Δίδυμο» της περιοχής. Σαφής είναι η σχέση του μύθου με την εξάπλωση των αρχαίων Ελλήνων στη περιοχή της τότε Ιωνίας και της ονοματοδοσίας των περιοχών.

Πάντως και στα Δίδυμα έχουν βρεθεί αρχαιότητες – υπάρχει μάλιστα πανάρχαιο πηγάδι κτισμένο με ογκόλιθους.

Το Πλατωνικό “τέλειο έτος”

Ο Πλάτων αναφερόμενος σχετικά με τον μεγάλο ενιαυτό, στο έργο του «Τίμαιος, 39.c.1 – d.7», μας λέγει ότι: «Έτσι και για αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η περίοδος της μίας και φρονιμοτάτης περιστροφής έχει γίνει νύχτα και ημέρα, και ο μήνας όταν η σελήνη διανύσει τον κύκλο της και καταφτάσει τον ήλιο, και το έτος όταν ο ήλιος διανύσει τον δικό του κύκλο. Τις περιφοράς των άλλων άστρων, επειδή δεν έχουν απασχοληθεί με αυτές οι άνθρωποι, εκτός ολίγων, ούτε τις κατανομάζουν ούτε τις συγκρίνουν μεταξύ τους με βάσιν τους αριθμούς, ώστε δεν γνωρίζουν σχεδόν ότι και των άστρων αυτών οι περιφορές είναι χρόνος, μολονότι αυτές είναι απειράριθμες κατά το πλήθος και κατά τρόπο θαυμαστό τακτοποιημένες. Εν τούτοις όμως είναι δυνατόν να κατανοήσουμε ότι ο τέλειος αριθμός του χρόνου τότε συμπηρώνει τέλειο έτος, όταν τα κινούμενα άστρα, αφού συμπληρώσουν όλες τις οκτώ περιστροφές και εξισώσουν τις μεταξύ τους ταχύτητες, φθάσουν πάλι στο σημείο της εκκινήσεως και πάρουν πάλι ως μέτρο τον κύκλο του ταύτου και ομοίως πάντοτε κινούμενου - νὺξ μὲν οὖν ἡμέρα τε γέγονεν οὕτως καὶ διὰ ταῦτα,

ἡ τῆς μιᾶς καὶ φρονιμωτάτης κυκλήσεως περίοδος· μεὶς δὲ ἐπειδὰν σελήνη περιελθοῦσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ, ἐνιαυτὸς δὲ ὁπόταν ἥλιος τὸν ἑαυτοῦ περιέλθῃ κύκλον, τῶν δ᾽ ἄλλων τὰς περιόδους οὐκ ἐννενοηκότες ἄνθρωποι, πλὴν ὀλίγοι τῶν πολλῶν, οὔτε ὀνομάζουσιν οὔτε πρὸς ἄλληλα συμμετροῦνται σκοποῦντες ἀριθμοῖς, ὥστε ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐκ ἴσασιν χρόνον ὄντα τὰς τούτων πλάνας, πλήθει μὲν ἀμηχάνῳ χρωμένας, πεποικιλμένας δὲ θαυμαστῶς· ἔστιν δ᾽ ὅμως οὐδὲν ἧττον κατανοῆσαι δυνατὸν ὡς ὅ γε τέλεος ἀριθμὸς χρόνου τὸν τέλεον ἐνιαυτὸν πληροῖ τότε, ὅταν ἁπασῶν τῶν ὀκτὼ περιόδων τὰ πρὸς ἄλληλα συμπερανθέντα τάχη σχῇ κεφαλὴν τῷ τοῦ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίως ἰόντος ἀναμετρηθέντα κύκλῳ».

Από το παραπάνω χωρίο του «Τίμαιου» γίνεται εμφανές ότι ο Πλάτων λέει η ημέρα και η νύχτα είναι «η περίοδος της μίας και φρονιμότατης περιστροφής», χωρίς να χαρακτηρίζει μια και φρονιμότατη την σφαίρα των απλανών και νύχτα και ημέρα την περίοδό της, αλλά χαρακτηρίζει μια και φρονιμότατη περιστροφή την νόηση του κύκλου του «Ταύτου» και περίοδό της την περιφορά της σφαίρας των απλανών την οποία εκείνη η νόηση περιστρέφει. Γιατί και η περιστροφή και η περιφορά είναι ενέργεια, αλλά η μία είναι αρχηγικότερη ενώ η άλλη, η οποία μιμείται την περιστροφή, είναι γέννημα εκείνης. Αυτό λοιπόν το «νυχθήμερον» [ημερονύκτιο] και από αυτό μετριούνται και τα έτη και οι μήνες. Γιατί με τα μικρότερα διαστήματα μετράμε τα μεγαλύτερα, όπως ακριβώς μετράμε με τα έτη τον συνολικό χρόνο της αποκατάστασης ολόκληρου του Κόσμου.

Διαβάζοντας κάποιος το χωρίο αυτό του Πλάτωνα θα απορούσε βέβαια πως λέει ότι η «περίοδος» της φρονιμότατης και μίας περιστροφής έχει γίνει νύχτα και ημέρα. Γιατί αυτή ακριβώς είναι η κατηγορία που προσήψε και ο Αριστοτέλης στον Πλάτωνα, το ότι δηλαδή χαρακτηρίζει την περιφορά χρόνο, παρόλο που ο Πλάτων προσέθεσε τον χρόνο στο σύμπαν μόλις αυτό είχε ήση κινηθεί, με την ιδέα ότι ο χρόνος είναι κάτι διαφορετικό από την κίνηση. Αν, όμως, η κίνηση του σύμπαντος είναι άλλη και όχι ο χρόνος του σύμπαντος, τότε και η κίνηση καθενός από όσα κινούνται κυκλικά θα είναι διαφορετική από τον περιοδικό χρόνο της κίνησης αυτής. Αυτή, λοιπόν, την απορία θα μπορούσε να εκφράσει από το χωρίο αυτό. Πώς, επίσης, η περίοδος της σφαίρας των απλανών είναι ταχύτατη, ενώ όσα βρίσκονται κοντά της είναι ως προς την αποκατάσταση τους βραδύτερα από όσα βρίσκονται πιο μακριά της;

Θα απαντήσουμε λοιπόν στα ερωτήματα αυτά πως η λέξη «περίοδος» σημαίνει δύο πράγματα, άλλοτε την ίδια την κίνηση και άλλοτε το μέτρο και την χρονική έκταση της κίνησης. Δηλαδή για τους Έλληνες η λέξη «περίοδος» σήμαινε τόσο την κυκλική κίνση όσο και τον χρόνο κατά τον οποίο συμπλήρωνε μία πλήρη περιστροφή αυτή η κίνηση. Στην περίπτωση του χωρίου που εξετάζουμε, δεν πρέπει να εννοήσουμε ως «περίοδο» την κίνηση της σφαίρας των απλανών αλλά το χρονικό διάστημα της κίνησης. Επειδή όμως ο Πλάτων είπε ότι οι περιπλανήσεις των πλανητών είναι χρόνος, δεν λέει εδώ τίποτα άλλο από το ότι οι περιφορές τους είναι χρόνος. Γιατί αυτές είναι αριθμημένες, και το αριθμημένο στοιχείο της κίνησης είναι χρόνος κατά τον Πλάτων.

Ως προς το δεύτερο ερώτημα πρέπει να πούμε ότι ο Πλάτων πήρε την φαινομενική αποκατάσταση της σφαίρας των απλανών και είπε ότι δημιουργεί το «νυχθήμερον» [ημερονύκτιο], επειδή η αληθινή είναι διαφορετική. Γατί ο αστερισμός που ανέτειλε τώρα, δεν θα ανατείλει την ίδια ώρα της επομένης ημέρας ούτε με τους ίδιους σχηματισμούς των υπόλοιπων αστερισμών, οι οποίοι όλοι συντελούν στην αποκατάσταση της σφαίρας των απλανών. Γιατί δεν αποκαθίστανται με την ίδια περίοδο όλοι οι αστερισμοί και όλοι οι απλανείς αστέρες που βρίσκονται μέσα στην σφαίρα των απλανών. Αν, όμως, θέλουμε να πάρουμε την ακριβή αποκατάσταση, πρέπει να πάρουμε αυτήν που γίνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα. Γιατί είναι φανερό ότι, επειδή όλα όσα βρίσκονται μέσα της κινούνται από αυτήν, έχουν κάθε φορά διαφορετική σχέση τόσο μεταξύ τους όσο και προς αυτήν, και μαζί με αυτά έχουν διαφορετική κάθε φορά την περιφορά προς τα κέντρα τους και εξαιρετικά μακροχρόνια την πλήρη αποκατάστασή τους στο ίδιο σημείο.

Θα απορούσε όμως κάποιος και με το εξής, πως ο Πλάτων αποκαλεί την νύχτα και ημέρα το μέτρο της αποκατάστασης της φοράς του «Ταύτου» που όπως λέγει ο Πρόκλος ταυτίζεται με τον ουράνιο ισημερινό. Γιατί αυτό το μέτρο παντού προέρχεται από ψηλά και από τη μια και νοητή αιτία του σύμπαντος και από το πρώτο υπόδειγμα, ενώ το «νυχθήμερον» [ημερονύκτιο] εμφανίζεται μέσα στα υποσελήνια όντα. Πρέπει να απαντήσουμε, λοιπόν, ότι «νυχθήμερον» [ημερονύκτιο] το δημιουργεί και ο χρονική έκταση, η οποία εμφανίζεται πρωταρχικά στην περιφορά της σφαίρας των απλανών, και το ηλιακό φως. Ολόκληρο, λοιπόν, το μέτρο καθορίζεται από τα τελευταία γεγονότα σε εμάς. Γιατί άλλο είναι αυτό το «νυχθήμερον» [ημερονύκτιο] και άλλο αυτό που υπάρχει μέσα στον αόρατο χρόνο, και τούτο εδώ είναι εικόνα εκείνου και έσχατο τέλος του. Γιατί είναι πολλές οι βαθμίδες της νύχτας και της ημέρας, νοητές, νοητικές, υπερκόσμιες, ουράνιες, υποσελήνιες, όπως διδάσκει η ορφική θεολογία, και άλλες βρίσκονται πριν από την δημιουργία, άλλες περιέχονται στη δημιουργία, άλλες προέρχονται από τη δημιουργία, και άλλες είναι αόρατες και άλλες ορατές, επειδή είναι άλλος ο αόρατος μήνας και το αόρατο έτος, που μετρούν και συνέχουν και τελειοποιούν της νοητικές και τις σωματικές περιόδους, και άλλος ο ορατός μήνας και το ορατός έτος, που είναι πέρας και μέτρο της ηλιακής περιφοράς. Από πού όμως προέρχεται το «ἀεὶ ὡσαύτως» των περιφορών;

Από πού προέρχεται το διάφορο των αποκαταστάσεων, αν όχι από διαφορετικά ακίνητα αίτια ; Από πού προέρχεται η ακαταληξία και το πάλιν και πάλι επ’ άπειρον αν όχι από τις άπειρες δυνάμεις που υπάρχουν μέσε σε εκείνες τις αιτίες;; Αφού, λοιπόν, τοποθετήσουμε, όλη αυτή τη χρονική σειρά κάτω από έναν χρόνο, και την αναγάγουμε στον πρώτιστο χρόνο, ο οποίος καθορίζει την του «θείου γενητοῦ» [=σύμπαν] περίοδο και αποτελεί τον αληθινό αριθμό, τον οποίο εννοούσε και υπαινισσόταν και ο Σωκράτης στην «Πολιτεία, 529.d», όταν έλεγε ότι «ἐν τῷ ἀληθινῷ ἀριθμῷ» βρίσκεται η καθαυτό ταχύτητα [τὸ αὐτοτάχος] και η καθαυτό βραδύτητα «αὐτο βραδυτῆτα», ως προς τις οποίες διαφέρουν όσα αριθμούνται από τον χρόνο και κινούνται ταχύτερα ή βραδύτερα. Στην συνέχεια, ας θεωρήσουμε ότι από αυτούς τους αφανείς αριθμούς προέρχονται οι εμφανείς, οι οποίοι με βάση την αρίθμηση προκύπτουν από εκείνους που μπορούν να τους μετρήσουν και να τους γεννήσουν. Όλους αυτούς τους ορατούς αριθμούς η αστρονομία τους διδάσκει όμορφα, συμπεραίνοντας τον αριθμό των περιοδικών αποκαταστάσεων κάθε αστέρα και, κάνοντας συγκρίσεις των περιόδων, συμπεραίνει ποιο λόγο έχει η μια σχέση με την άλλη, για παράδειγμα του Κρόνου η περίοδος ισούται με 2,5 την περίοδο του επόμενού του αστέρα, και παρομοίως και για τους υπόλοιπους αστέρες. Γιατί, παρόλο που οι αποκαταστάσεις τους είναι διαφορετικές, έχουν όμως κάποιον λόγο η μία προς την άλλη. Έτσι ακριβώς, λοιπόν, η ιερή παράδοση «θεραπεύει» [λατρεύει] εκείνους τους αφανείς, που είναι αίτιοι των ορατών αριθμών, και αποκαλύπτει θεϊκά ονόματα της νύχτας, της ημέρας, του μήνας και του ενιαυτού [του έτους], τα οποία μας φέρνουν σε επαφή μαζί τους, καθώς και επικλήσεις τους για να μας εμφανιστούν, με την ιδέα ότι δεν πρόκειται για οντότητες «ἐπὶ δακτύλων θεωρουμένων» αλλά για οντότητες που συγκαταλέγονται στις θεϊκές υπάρξεις, τις οποίες οι ιεροί θεσμοί μας προέτρεψαν να «θρησκεύουμε» και να τιμούμε, με αγάλματα και θυσίες, και το επιβεβαιώνουν και οι χρησμοί του Απόλλωνα. Και όταν αυτοί τιμούταν, οι άνθρωποι λάμβαναν τα αγαθά [που προκύπτουν από] «τῶν τε ὡριαίων» [των εποχών του έτους] όσο και των υπολοίπων οντοτήτων εξίσου. Όταν όμως παραμελήθηκαν, ακολούθησε μια γενική αφύσικη κατάσταση όλων «τῶν περὶ γῆν» πραγμάτων. Μάλιστα και ο ίδιος ο Πλάτων στους «Νόμους, 899.b. 9-14» έχει κηρύξει ότι όλα αυτά είναι θεοί, οι ώρες [εποχές], οι ενιαυτοί [έτη], οι μήνες, καθώς και τα άστρα και ο ήλιος.

Ο Πλάτων λοιπόν τοποθετεί τη νύχτα πριν την ημέρα, επειδή η νύχτα έχει μια απεικόνιση των αόρατων και νοητικών μέτρων. Συνηθίζουμε, λοιπόν, να λέμε «νυχθήμερον» [ημερονύκτιο], επειδή και ανάμεσα στις νοητές αιτίες τους οι Νύχτες έλαβαν υπόσταση πριν από την ημέρα.

«μίαν καὶ φρονιμωτάτην κύκλησιν» ο Πλάτων ονομάζει την «ταὐτοῦ περιφοράν», επειδή είναι μονοειδής, νοητική και συγγενέστατη με τη στάση και την ταυτότητα του νου, καθώς και επειδή έχει το «μονοειδὲς» από την μία αρχή, τη φρόνηση από τον νου και την «κύκλησιν» [περιστροφή] από την ψυχική ιδιότητα.

Ο Πλάτων θεωρεί ότι «είναι χρόνος οι περιπλανήσεις - εἶναι τὰς πλάνας» των αστέρων όχι επειδή θεωρεί χρόνο την ίδια την κίνηση, αλλά επειδή θεωρεί ότι τα χροσνικά διαστήματα είναι μέτρα των κινήσεων. Γιατί θεωρεί και τον δεύτερο χρόνο αριθμό της ορατής ζωής κάθε αστέρα.

Αποκαλεί «ανυπολόγιστο ως προς το πλήθος – πλήθει ἀμήχανον» τόσο τον ιδιαίτερο χρόνο των κινήσεων κάθε αστέρα όσο και τον κοινό τους χρόνο. Γιατί αυτός έχει συμπεριλάβει κάθε λογής ανακυκλήσεις τους και τους κάθε λογής σχηματισμούς τους.

Συνεχίζοντας θα πούμε ότι τον ένα αριθμό, που μετρά με τον οποίο «μετρεῖται πᾶσα κίνησις» δεν πρέπει να τον αντιληφθεί κανείς με τον τρόπο της δοξασίας, προσθέτοντας μυριάδες επί μυριάδων. Γιατί έτσι θα υποπέσουμε στο λάθος που έκαναν και στην αρχαιότητα κάποιοι που έπαιρναν την ακριβή αποκατάσταση της σελήνης και την ακριβή αποκατάσταση του ήλιου και πρόσθεταν τη μια στην άλλη, και του Ερμή στις άλλες δύο, και αυτή της Αφροδίτης στις τρείς, και αυτή του Δία, και, τέλος, αυτή του Κρόνου σε όλες τις προηγούμενες, και την αποκατάσταση της σφαίρας των απλανών στην μια και κοινή αποκατάσταση των πλανητών. Έτσι, λοιπόν, έλεγαν, εφόσον οι αποκαταστατικοί χρόνοι που προστίθενται είναι πρώτοι[1] μεταξύ τους. Αν, όμως, δεν είναι πρώτοι, αφού έπαιρναν τον κοινό τους διαιρέτη, έβλεπαν τους αριθμούς στους οποίους διαιρεί ο κοινός διαιρέτης καθέναν από τους δυο δοθέντες αποκαταστατικούς χρόνους, και πολλαπλασίαζαν τον μεγαλύτερο χρόνο με τον αριθμό στον οποίο ο κοινός διαιρέτης διαιρεί τον μικρότερο χρόνο, και τον μικρότερο χρόνο με τον αριθμό στον οποίο ο κοινός διαιρέτης διαιρεί τον μεγαλύτερο χρόνο, και είχαν από το αποτέλεσμα των δυο πολλαπλασιασμών τον κοινό χρόνο της αποκατάστασης και των δύο πλανητών, ο οποίος διαιρούταν και από τους δυο χρόνους.

Δεν πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να αντιληφτούμε τον συνολικό εγκόσμιο χρόνο με αυτόν τον τρόπο, αλλά μέσω του νοός και της διάνοιάς μας να διακρίνουμε νοητά έναν αριθμό και μια δύναμη που εξελίσσεται και μια τελειοποιητική πρόοδο η οποία απλώνεται σε ολόκληρη τη ζωή του σύμπαντα Κόσμου, και μάλιστα σε μια ζωή που προχωρά μέχρι το τέλος και επιστρέφει στην αρχή και συγκλίνει στον εαυτό της και για αυτό κάνει και την κίνηση που μετριέται κυκλική. Γιατί ο χρόνος μετρά ολόκληρη την κίνηση και επιστρέφει το τέλος της στην αρχή. Για αυτό και ο αριθμός ονομάζεται «τέλειος». Γιατί και ο μήνας και το έτος είναι αριθμός, όχι όμως τέλειος. Γιατί είναι μέρη άλλων αριθμών. Ο χρόνος, όμως, της περιόδου του σύμπαντος είναι τέλειος, επειδή δεν είναι μέρος κανενός, αλλά είναι σύνολο, προκειμένου να μιμείται τον Αιώνα. Γιατί ο Αιών είναι η πρώτη ολότητα. Ο Αιών, όπως, επιφέρει όλη μαζί την ολότητα στα όντα, ενώ ο χρόνος την επιφέρει με έκταση. Γιατί η χρονική ολότητα είναι ανάπτυξη της ολότητας που μένει συγκεντρωμένη μέσα στον Αιώνα. Ο καθολικός εγκόσμιος χρόνος μετρά τη μια ζωή του σύμπαντος, με βάση την οποία ολοκληρώνονται όλες μαζί οι ταχύτητες των κύκλων των ουράνιων και των υποσελήνιων όντων, ταχύτητες οι οποίες έχουν για αποκορύφωμα τους την τροχιά της ταυτότητας, τον κύκλο του Ταύτου που είναι ο ουράνιος ισημερινός. Γιατί ανάγονται σε εκείνη την αρχή, επειδή είναι η πιο απλή από όλες. Γιατί και οι αποκαταστάσεις υπολογίζονται σε σχέση με τα σημεία εκείνης, όπως για παράδειγμα ότι όλοι οι πλανήτες αποκαταστάθηκαν γύρω από το ισημερινό σημείο ή γύρω από το θερινό τροπικό σημείο – βόρειο ηλιοστάσιο [τροπικός Καρκίνου], ή αν η κοινή αποκατάσταση τους δεν υπολογιστεί γύρω από το ίδιο σημείο αλλά σε σχέση με το ίδιο σημείο, όταν για παράδειγμα αυτό το σημείο ανατέλλει ή μεσουρανεί, ότι όλοι έχουν το τάδε σχήμα σε σχέση με το σημείο αυτό. Γιατί και τώρα η τάξη των αστέρων που υπάρχει μεταξύ των αστέρων είναι μια αποκατάσταση, αν ο σχηματισμός τους εξεταστεί όχι γύρω από το ίδιο σημείο αλλά σε σχέση με το ίδιο σημείο. Είχε υπάρξει κάποτε λένε οι αρχαίοι και η αποκατάσταση γύρω από ένα και το αυτό σημείο, γύρω από το οποίο αν υπάρξει και πάλι, θα λάβει τέλος το σύνολο του χρόνου. Μνημονεύεται από τους αρχαίους μια αποκατάσταση και για αυτό οι αστρολόγοι οι παλαιοί λένε ότι ο Καρκίνος είναι ο ωροσκόπος του Κόσμου και αποκαλούν τούτο το έτος “έτος του Κυνός“, επειδή μαζί με τον Καρκίνο ανατέλλει ο αστέρας του Μεγάλου Κυνός. Αν, λοιπόν, και πάλι συγκεντρωθούν στο ίδιο σημείο του Καρκίνου, αυτή θα είναι μια περίοδος του σύμπαντος. Αν όμως αφού πραγματοποιηθεί η “αποκατάσταση” στον Καρκίνο συμβεί και άλλη πάλι γύρω από το ισημερινό σημείο, αυτή δεν θα είναι μια περίοδος, γιατί δεν έχει γίνει από το ίδιο σημείο στο ίδιο σημείο. Αντιθέτως μια πλήρης περίοδος θα είναι από το ισημερινό σημείο προς το ισημερινό σημείο, και ο ένας αριθμός θα είναι ίσος με τον άλλο και ο ένας χρόνος με τον άλλο χρόνο. Γιατί καθένας από τους δυο χρόνους είναι μια περίοδος και είναι καθορισμένος ως προς την ποσότητα λόγω της τάξης των κινούμενων σωμάτων. Αυτά ας τα έχουμε κατά νου για τον ένα χρόνο ο οποίος μετράει όλες τις σωματικές κινήσεις, όπως ο«κόσμος μετρεῖ καὶ τὰς ψυχικάς, ὡς ὁ αἰὼν τὰς νοερὰς ζωάς». Ωστόσο ας ειπωθεί ότι πρέπει να θεωρήσουμε πως αυτός ο «τέλειος αριθμός» διαφέρει από εκείνον που αναφέρει ο Πλάτων στην «Πολιτεία, 546.b», ο οποίος «τοῦ θείου γενητοῦ περιλαμβάνει περίοδον», επειδή τούτος εδώ είναι πιο μερικός και αποκαθιστά μόνο τις οκτώ περιόδους. Γιατί εκείνος περιλαμβάνει και τις ιδιαίτερες κινήσεις που εμφανίζονται στην περιοχή των απλανών αστέρων και γενικά σε όλα όσα κινούνται αφανώς ή εμφανώς μέσα στον ουρανό , είτε αυτά είναι θεϊκά γένη είτε γένη που ακολουθούν τους θεούς, καθώς και τις μακρότερες ή βραχύτερες περιόδους των «φορῶν» ή των «ἀφοριῶν» που εμφανίζονται στην υποσελήνια περιοχή. Για αυτό και είναι ο κυρίαρχος της περιόδου του ανθρώπινου γένους.
------------------------------
Πηγές:
ΠλάτωνΠολιτεία [περί δικαίου πολιτικός]
Τίμαιος [περί φύσεως, φυσικός]
Πρόκλος“Εις τον Τίμαιον του Πλάτωνος”, τόμος Δ΄, 86 1 – 94.3.
-------------------------------
[1] Σύμφωνα με τον Ευκλείδη (Στοιχεία, Ζ’ ορισμός 13): Είναι οι αριθμοί οι έχοντες για κοινό διαιρέτη τους μόνο την μονάδα.