Θα έλεγε κανείς ότι και η αντιληπτική δυνατότητα των αισθήσεων υπόκειται επίσης σε ένα είδος μεσότητας, αφού αδυνατεί να ανταποκριθεί τόσο στις περιστάσεις της υπερβολής όσο και της έλλειψης (τουλάχιστον για την περίπτωση της ακοής και της όρασης): «γιατί, όπως δεν ακούγεται ο μικρός ήχος, έτσι κατά κάποιον τρόπο δεν ακούγεται και ο δυνατός και ο σφοδρός» (422a 28-29).
Η διαφορετικότητα των αντιληπτικών δυνατοτήτων των αισθήσεων στα ζώα, που μπορούν και να βλέπουν και να ακούν είτε οξύτερα είτε ηπιότερα από τον άνθρωπο καταδεικνύει και τη διαφορετικότητα της ψυχής τους που διαμορφώνεται από διαφορετικά ερεθίσματα. Σε τελική ανάλυση, η λειτουργία των αισθήσεων είναι ο τρόπος αντίληψης του κόσμου. Από αυτή την άποψη, η ψυχή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τρόπο που κάθε ον αντιλαμβάνεται το περιβάλλον εντάσσοντας τον εαυτό του μέσα σε αυτό.
Έχοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα ο Αριστοτέλης θα περάσει στη διερεύνηση της αφής προσεγγίζοντάς την με την ίδια ακριβώς μεθοδολογία που ακολούθησε και με τις υπόλοιπες αισθήσεις: «Ό,τι, τώρα, ισχύει για το απτό, ισχύει και για την αφή» (422b 18).
Το ζήτημα όμως της αφής περιπλέκεται, καθώς κρίνεται πολυπλοκότερη των άλλων αισθήσεων σε βαθμό που δεν μπορεί να ξεχωριστεί αν πρόκειται για μία αίσθηση αλλά για περισσότερες που λειτουργούν συνδυαστικά: «Γιατί, αν η αφή δεν είναι μία αίσθηση, αλλά περισσότερες, είναι απαραίτητο και τα απτά αισθητά να είναι περισσότερα. Είναι, όμως, δύσκολο να πούμε αν η αφή είναι μία ή περισσότερες και ποιο είναι το αισθητήριο της απτικής ικανότητας: αν δηλαδή είναι η σάρκα, και στα άλλα ζώα το ανάλογο όργανο, ή όχι, αλλά η σάρκα είναι το ενδιάμεσο, ενώ το πρωταρχικό αισθητήριο είναι κάποιο άλλο όργανο μέσα στη σάρκα» (422b19-24).
Η αδυναμία εντοπισμού του ακριβούς οργάνου για την αντίληψη της αφής (σε αντίθεση με όλες τις άλλες αισθήσεις) καθιστά το ζήτημα πιο σύνθετο, αφού η αδυναμία εντοπισμού του σημείου της αισθητηριακής πρόσληψης επιφέρει περαιτέρω αδυναμίες στην ίδια την κατανόηση της λειτουργίας της: «Γιατί κάθε αίσθηση φαίνεται πως είναι αίσθηση μιας και μόνο αντίθεσης· η όραση για παράδειγμα του λευκού και του μαύρου και η ακοή του οξέως και του βαρέως και η γεύση του πικρού και του γλυκού» (422b 24-26).
Με την αφή, όμως, δεν ισχύει το ίδιο: «στο απτό περιέχονται πολλές αντιθέσεις: θερμό-ψυχρό, ξηρό-υγρό, σκληρό-μαλακό και όσα άλλα παρόμοια» (422b 27-29). Η αναγνώριση ότι και στις άλλες αισθήσεις υπάρχουν επιπλέον αντιθετικά ζεύγη που τις καθορίζουν δεν αλλάζει την ουσία του διαχωρισμού τους από την αφή, αφού όλες οι αντιθέσεις των άλλων αισθήσεων αποτελούν παράλλαξη της βασικής (άσπρο-μαύρο), πράγμα που στην αφή δε συμβαίνει: «Κάποια λύση, όμως, τουλάχιστο γι’ αυτή τη δυσκολία είναι ότι και στις άλλες αισθήσεις υπάρχουν περισσότερες αντιθέσεις· στη φωνή για παράδειγμα δεν έχουμε μόνο οξύτητα και βαρύτητα, αλλά και ένταση και αδυναμία και λειότητα και τραχύτητα φωνής και άλλα τέτοια. Και στο χρώμα, όμως, υπάρχουν άλλες παρόμοιες διαφορές. Αλλά, όπως είναι ο ήχος για την ακοή, ποιο είναι εκείνο το ένα και μοναδικό αντικείμενο που υπόκειται και στην περίπτωση της αφής, δεν είναι φανερό» (422b 29-36).
Σε τελική ανάλυση, όταν γίνεται λόγος για την αφή επί της ουσίας δεν καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς αντιληπτική δυνατότητα μιλάμε. Η σαφήνεια ότι η ακοή αφορά την αντίληψη του ήχου, δεν ισχύει για την αφή, αφού είναι αδύνατο να προσδιοριστεί επακριβώς το αντικείμενο του αντιληπτικού της πεδίου. Από αυτή την άποψη, βρισκόμαστε μπροστά στην πλήρη σύγχυση, αφού δεν υπάρχει ούτε συγκεκριμένο αισθητήριο όργανο ούτε ξεκάθαρο πλαίσιο του αντικειμένου που την αφορά. Η αφή παρουσιάζεται σαν ένα αισθητηριακό αίνιγμα, σχεδόν ακαθόριστο, που δεν αποκλείεται να αφορά ακόμα και το συνδυασμό των άλλων αισθήσεων που έχουν ως τώρα προσδιοριστεί.
Ο Αριστοτέλης θα ξεκινήσει τη διερεύνηση αναζητώντας το αισθητήριο όργανο που την αντιλαμβάνεται: «Για το αν το αισθητήριο είναι εσωτερικό ή όχι, αλλά είναι απευθείας η σάρκα, καθόλου δε φαίνεται να είναι απόδειξη το γεγονός ότι η αίσθηση παράγεται αμέσως μόλις αγγίξουμε κάτι. Γιατί, ακόμα και έτσι, αν κατασκευάζαμε ένα είδος υμένα και περιβάλλαμε τη σάρκα με αυτόν, αμέσως μόλις ο υμένας αγγίξει τη σάρκα θα μεταδώσει την αίσθηση με τον ίδιο τρόπο, παρόλο που είναι φανερό ότι το αισθητήριο δε βρίσκεται στον υμένα· κι αν ο υμένας ήταν συμφυής με τη σάρκα, η αίσθηση θα μεταδιδόταν ακόμη γρηγορότερα» (422b 37 και 423a 1-6).
Η αναγνώριση ότι η ένωση του υμένα με τη σάρκα θα έκανε τη μετάδοση της αφής γρηγορότερη καθιστά σαφές ότι όσο πιο κοντά βρίσκεται η σάρκα στο αντικείμενο που την προκαλεί, τόσο εντονότερη γίνεται η αίσθησή της. Με αυτή τη λογική καθίσταται σαφές ότι πολύ σοβαρό ρόλο θα παίξει και το πάχος του υμένα που χωρίζει τη σάρκα από το αντικείμενο. Άλλο να πιάνει κανείς ένα μαχαίρι έχοντας περασμένη στο χέρι μια ζελατίνα κι άλλο φορώντας ένα χοντρό γάντι. Στην πρώτη περίπτωση η αφή είναι έντονη, ενώ στη δεύτερη σχεδόν μηδαμινή.
Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να πούμε ότι αλλιώς ακούει κανείς αν έχει περασμένο στο αυτί του ένα χαρτί κι αλλιώς μια ωτοασπίδα. Η συνείδηση αυτού δεν μπορεί να αποκλείσει τη σάρκα ως καθαυτό αισθητηριακό όργανο της αφής, αφού κάθε αισθητήριο όργανο όταν επικαλύπτεται από κάτι χάνει την οξύτητα της αίσθησης σε βαθμό ανάλογο με το υλικό της επικάλυψης.
Ο Αριστοτέλης, όπως και στην περίπτωση της όρασης, αναζητά το ενδιάμεσο που υπάρχει ανάμεσα στο όργανο της αίσθησης και το αντικείμενο που την ενεργοποιεί. Με δεδομένο ότι στην όραση ως ενδιάμεσο είχε οριστεί το διαφανές ακολουθείται κι εδώ η ίδια συλλογιστική: «Για τούτο, αυτό το μέρος του σώματος» (εννοεί τη σάρκα) «φαίνεται πως είναι σαν από τη φύση ο αέρας να ήταν τυλιγμένος γύρω μας· γιατί τότε θα πιστεύαμε ότι με ένα και μόνο όργανο αισθανόμαστε και τον ήχο και το χρώμα και την οσμή και ότι η όραση, η ακοή και η όσφρηση είναι μία μόνο αίσθηση. Τώρα, όμως, επειδή διαχωρίσαμε από το σώμα εκείνο» (δηλαδή το διαφανές για την όραση, το διηχές για την ακοή και το διοσμόν για την οσμή) «μέσω του οποίου γίνονται οι κινήσεις» (εννοεί τις αισθήσεις) «είναι φανερό πως τα αισθητήρια που αναφέραμε είναι διαφορετικά μεταξύ τους» (423a 6-12).
Η πληρότητα του προσδιορισμού των άλλων αισθήσεων καθιστούν σαφή όχι μόνο τα όργανα της πρόσληψής τους, αλλά και το παρεμβαλλόμενο διάμεσο με το περιβάλλον που επιτρέπει τη λειτουργία τους (διαφανές, διηχές και δίοσμον) αποσαφηνίζοντας τόσο το αντικείμενο της δράσης τους όσο και τη διαφορετικότητά τους. Μια τέτοια συλλογιστική όμως, δεν μπορεί να αποδώσει καρπούς στην περίπτωση της αφής, αφού η παρεμβαλλόμενη ύλη που θα την ενεργοποιήσει (αέρας-νερό) πρέπει να είναι κολλημένη στη σάρκα ή να γίνει αποδεκτό ότι το σώμα αποτελείται από αέρα ή νερό, ώστε να επιτρέπεται η λειτουργία της.
Υπό αυτή τη συνθήκη, η αφή είναι αδύνατο να συνδυάζει τη λειτουργία των άλλων αισθήσεων: «Στην περίπτωση της αφής, όμως, αυτό (δηλαδή να υπάρχουν πολλές διαφορετικές αισθήσεις που να συναποτελούν την αφή ή όχι) «ακόμη δεν είναι φανερό· αφού είναι αδύνατο το έμψυχο σώμα να αποτελείται από αέρα ή νερό· γιατί πρέπει να είναι κάτι στερεό. Μένει, λοιπόν, να είναι μικτό από γη και από αυτά τα στοιχεία, όπως το θέλει η σάρκα και το ανάλογό της με τα άλλα ζώα» (423a 12-16).
Ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η αφή να συναποτελείται από άλλες αισθήσεις λόγω της αδυναμίας παρεμβολής της απαραίτητης ενδιάμεσης ύλης που τις ενεργοποιεί καθιστά σαφές ότι η αφή λειτουργώντας αυτόνομα χρειάζεται τη δική της ενδιάμεση ύλη: «είναι αναγκαίο, επομένως, και το σώμα, που είναι από τη φύση δεμένο με τον οργανισμό, να είναι το ενδιάμεσο για την απτική ικανότητα με το οποίο παράγονται τα αισθήματα που είναι πολλών ειδών. Ότι είναι πολλών ειδών το φανερώνει η αφή με τη γλώσσα· γιατί το ίδιο μέρος του σώματος, που αισθάνεται τη γεύση, αισθάνεται και όλα τα απτά. Αν, βέβαια, το υπόλοιπο σώμα αισθανόταν τη γεύση, θα μας φαινόταν ότι η γεύση και η αφή είναι μία και η αυτή αίσθηση· τώρα, όμως, αποδεικνύεται πως είναι δύο, επειδή δεν μπορούμε να τις πάρουμε αντίστροφα» (423a 16-23).
Το ότι η γλώσσα ως αισθητήριο της γεύσης διαθέτει επίσης και τη δική της αφή δεν πρέπει να οδηγήσει στο εσφαλμένο συμπέρασμα της ταύτισης των αισθήσεων αυτών, αφού κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται και αντιστρόφως, με το να αισθάνεται δηλαδή τη γεύση κάθε σημείο της σάρκας. Θα έλεγε κανείς ότι αφή έχει και το αυτί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να ταυτιστεί με την ακοή. Αν επρόκειτο για την ίδια αίσθηση, τότε θα είχε και κοινά αισθητήρια όργανα, γεγονός που δεν μπορεί να επαληθευτεί.
Ο Αριστοτέλης θα θέσει και μια ακόμη παράμετρο που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να διερευνηθεί πλήρως το ζήτημα της αφής: «δύο σώματα ανάμεσα στα οποία υπάρχει άλλο σώμα δε γίνεται να αγγίζουν το ένα το άλλο» (423a 25-26). Το ζήτημα, δηλαδή, που τίθεται αφορά την αμεσότητα της επαφής προκειμένου να ενεργοποιηθεί η αφή. Είναι αδύνατο να αγγίζουμε κάτι, αν ανάμεσα σε μας και σε αυτό παρεμβάλλεται κάτι άλλο. Κατά συνέπεια, είναι αδύνατο να αισθανθούμε την αίσθηση της αφής του.
Η διαπίστωση αυτή, όμως, δεν ισχύει όταν η ύλη (σώμα) που παρεμβάλλεται είναι το υγρό: «Το υγρό, τώρα, δεν είναι χωρίς σώμα ούτε το βρεγμένο αλλά αναγκαστικά είτε είναι νερό είτε περιέχει νερό. Εκείνα, λοιπόν, που άπτονται μεταξύ τους μέσα στο νερό, χωρίς τα άκρα τους να είναι στεγνά, αναγκαστικά ανάμεσά τους έχουν νερό από το οποίο είναι γεμάτες οι επιφάνειές τους. Κι αν αυτό είναι αλήθεια, είναι αδύνατο να αγγίζει το ένα το άλλο μέσα σε νερό. Το ίδιο γίνεται και μέσα σε αέρα· γιατί ό,τι συμβαίνει με τον αέρα και αυτά που βρίσκονται σε αυτόν, συμβαίνει και με το νερό και όσα βρίσκονται μέσα σε αυτό» (423a 27-33).
Αυτό, όμως, δεν επιβεβαιώνεται από την πράξη, αφού ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να νιώθει την αφή και μέσα στο νερό (και φυσικά στον αέρα), χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι μεσολαβεί κάτι ανάμεσα σε αυτόν και το αντικείμενο που αγγίζει: «Το γεγονός αυτό, όμως, μας διαφεύγει περισσότερο· όπως και τα ζώα που βρίσκονται μέσα στο νερό δεν αντιλαμβάνονται ότι ένα βρεγμένο σώμα αγγίζει ένα άλλο βρεγμένο. Επομένως, τι από τα δύο συμβαίνει: αισθανόμαστε όλα τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο ή τα διάφορα πράγματα διαφορετικά· όπως, τώρα, η γεύση και η αφή φαίνεται πως γίνονται με την επαφή, ενώ οι άλλες από απόσταση» (423a 34 και 423b 1-3).
Η αίσθηση της αφής που εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ ακόμη και μέσα στο νερό μοιάζει με τις άλλες, αφού και η ακοή και όραση και η γεύση ενεργοποιούνται επίσης στο υγρό στοιχείο. Οι πιθανές αλλοιώσεις που μπορεί να επέλθουν από την παρουσία του νερού (σε άλλες αισθήσεις περισσότερο και σε άλλες λιγότερο) δεν ακυρώνουν το γεγονός.
Η ομοιότητα αυτή των αισθήσεων συνοδεύεται κι από την επιπλέον ομοιότητα του ενδιάμεσου που χρειάζεται για να τεθούν σε λειτουργία. Η εντύπωση που δίνεται ότι η γεύση και η αφή ενεργοποιούνται εξ’ επαφής, ενώ η όραση, η όσφρηση και η ακοή χρειάζονται απόσταση δεν ισχύει, καθώς η απόσταση δεν είναι παρά το ενδιάμεσο (διαφορετικό για κάθε αίσθηση) που κρίνεται απαραίτητο προκειμένου να γίνει αντιληπτή.
Όλες οι αισθήσεις ενεργοποιούνται μέσω άλλων σωμάτων είτε αυτό γίνεται αντιληπτό είτε όχι. Η αίσθηση της εξ’ επαφής αίσθησης κρίνεται απατηλή: «Αυτό, όμως, δεν ισχύει, αλλά και το σκληρό και το μαλακό τα αισθανόμαστε μέσω άλλων σωμάτων, όπως ακριβώς και το ηχητικό, το ορατό και το οσφραντό· η διαφορά είναι ότι άλλα τα αισθανόμαστε από μακριά και άλλα από κοντά. Αυτό, όμως μας διαφεύγει· επειδή όλα τα αισθανόμαστε με ενδιάμεσο, αλλά στα τελευταία αυτό δεν το προσέχουμε. Παρόλο που, όπως είπαμε και νωρίτερα, αν αισθανόμασταν όλα τα απτά διαμέσου κάποιου υμένα, που δε θα καταλαβαίναμε ότι βρίσκεται ανάμεσα, θα βρισκόμασταν στην ίδια θέση που είμαστε και τώρα, που τα αγγίζουμε μέσα στο νερό και τον αέρα· γιατί πιστεύουμε ότι αγγίζουμε τα ίδια τα πράγματα και δεν υπάρχει κανένα ενδιάμεσο» (423b 4-12).
Το περίπλοκο ζήτημα της αφής έχει πλέον διατυπωθεί. Οι προβληματισμοί έχουν ξεκαθαρίσει. Αυτό που μένει είναι ο διαχωρισμός της από τις άλλες αισθήσεις και η προσπάθεια να αποδοθεί με σαφήνεια η λειτουργία της.
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου