“Το χρώμα είναι ένα μέσο άσκησης άμεσης επιρροής στην ψυχή. Το χρώμα είναι το πληκτρολόγιο. Το μάτι είναι το σφυρί, ενώ η ψυχή είναι ένα πιάνο πολλών χορδών. Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι μέσω του οποίου το μέσο των αντίστοιχων πλήκτρων προκαλεί τη δόνηση της ανθρώπινης ψυχής. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η χρωματική αρμονία μπορεί να βασίζεται μόνο στην αρχή του αντίστοιχου αγγίγματος στην ανθρώπινη ψυχή.” Wassily Kandinsky
Ο μοντερνισμός, με την ευρύτερη έννοια της λέξης, είναι η μοντέρνα σκέψη και η πρακτική της εφαρμογή, στο πλαίσιο της νεωτερικότητας. Ο όρος περιγράφει ωστόσο και ένα πλέγμα θέσεων, αντιλήψεων και κινημάτων τα οποία εμφανίστηκαν στην τέχνη, στην πολιτική και την φιλοσοφία από τα τέλη του 19ου αιώνα, υπό την πίεση των πρωτοφανών αλλαγών τις οποίες είχαν επιφέρει στην Δύση η νεωτερικότητα, ο καπιταλισμός και η σαρωτική τεχνολογική εξέλιξη μετά τον Διαφωτισμό, για να επικρατήσουν καθολικά μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο μοντερνισμός στην τέχνη υπήρξε μία αντίδραση στις συντηρητικές αξίες του ρεαλισμού. Αδιαμφισβήτητα, το πιο παραδειγματικό κίνητρο του μοντερνισμού ήταν η απόρριψη της παράδοσης και η παρωδία της, μα και η αξιοποίησή της υπό νέες οπτικές γωνίες και ερμηνείες. Ο μοντερνισμός απέρριπτε τις βεβαιότητες της διαφωτιστικής σκέψης, την έννοια ενός συμπονετικού, παντοδύναμου Θεού ως ανώτατης πηγής ηθικών αρχών, καθώς και την πεποίθηση πως μία κοινή, καθολικά αποδεκτή, αντικειμενική ερμηνεία της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας είναι δυνατόν να προσεγγιστεί χάρη στην ορθολογικότητα.
Αντ’ αυτού, προέβαλλε τον ρόλο της υποκειμενικότητας και των πολλαπλών, αντικρουόμενων αντιλήψεων για την αλήθεια, είτε ως ποθητή και θετική είτε ως τραγική μα αναπόφευκτη πραγματικότητα, και επικροτούσε τις αντισυμβατικές τεχνοτροπίες που κατέφθασαν με την αλλαγή του αιώνα μέσω της συνεχώς εξελισσόμενης τεχνολογίας και, κατόπιν, των επιπτώσεων που είχε ο Α’ Π.Π. στον ψυχισμό των καλλιτεχνών. Οι παλιές, καθιερωμένες καλλιτεχνικές φόρμες αντικαταστάθηκαν από τους μοντερνιστές με νέες, εγγύτερα στον χαρακτήρα της εποχής, προκειμένου να εκφραστεί η επισφαλής θέση του ατόμου στον πολύπλοκο νεωτερικό κόσμο.
Στην φιλοσοφία και στην πολιτική, αντιθέτως, ο μοντερνισμός μετασχημάτισε κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα τα αιτήματα του Διαφωτισμού σε ριζοσπαστικά κινήματα (φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλισμός) με αξιώσεις αντικειμενικότητας και καθολικότητας, εμμονή με την αλλαγή και την πρόοδο και πλήρη πίστη στο δυναμικό της ορθολογικότητας και της τεχνολογικής εξέλιξης για την βελτίωση της κοινωνίας. Παρόμοιο χαρακτήρα είχε ο μοντερνισμός και στην αρχιτεκτονική, κατ’ αντιδιαστολή με τις άλλες τέχνες.
Η περίοδος μετά τον Β’ Π.Π. εν πολλοίς εξαιτίας της τρομερής εμπειρίας του τελευταίου, θεωρείται ως η κρίσιμη χρονική φάση όπου ο μοντερνισμός έπαψε σταδιακά να επικρατεί προς όφελος του αναδυόμενου μεταμοντερνισμού, τόσο στην τέχνη όσο και στην φιλοσοφία και την πολιτική.
Η εμφάνιση του μοντερνισμού
Στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, η παραδοσιακή αγροτική Ευρώπη, διάστικτη από αυτοτελείς τοπικές κοινότητες με ιστορία αιώνων, τώρα εξέλιπε σταδιακά για να αντικατασταθεί οριστικά από την αστική, βιομηχανική, τεχνολογική Ευρώπη. Σε ένα τέτοιο κλίμα απότομων αλλαγών άνθισαν ιδέες κάθε άλλο παρά συμβατές με τη θετικιστική, ορθολογική, μηχανιστική και αισιόδοξη φύση του Διαφωτισμού, όπως ο μαρξισμός, ο φροϋδισμός, ο δαρβινισμός και η αναβίωση του αποκρυφισμού.
Οι νέες αυτές τάσεις αμφισβητούσαν τόσο τον συντηρητισμό του ρομαντισμού όσο και τις θεμελιώδεις αξίες και παραδοχές του αστικού φιλελεύθερου κατεστημένου. Ο μαρξισμός ήταν θετικιστικός, μηχανιστικός και ορθολογιστικός αλλά είχε καταδείξει τις αντιφάσεις της οικονομίας της αγοράς, την ύπαρξη της ταξικής πάλης και την ασυνεχή (διαλεκτική, αντί για αυστηρά γραμμική) εξέλιξη της Ιστορίας.
Ο φροϋδισμός στην προσπάθειά του να περιγράψει επιστημονικά και ορθολογικά τις λειτουργίες της ανθρώπινης νόησης είχε δώσει προτεραιότητα σε άλογες, ασυνείδητες δυνάμεις του νου και είχε αναγνωρίσει τη σεξουαλικότητα των γυναικών και των παιδιών. Ο δαρβινισμός, επίσης μία θετικιστική και ορθολογική επιστημονική θεωρία, περιέγραφε τον άνθρωπο υλιστικά, ως βιολογικό οργανισμό στερούμενο «πνευματικής διάστασης» και άρα ισότιμο με τα άλλα ζώα, ενώ ανέδειξε τον σημαντικό ρόλο της τύχης και των πιθανοτήτων στη φύση, γεγονός που έμοιαζε ασύμβατο με τον επικρατούντα μηχανικισμό του Διαφωτισμού.
Έτσι η περίοδος της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης, η οποία επιφέρει πρωτοφανείς αλλοιώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών της Δύσης, συνοδεύεται από μία κατάρριψη παρωχημένων μεσαιωνικών αλλά και διαφωτιστικών αξιωμάτων, αξιών ή αντιλήψεων, τα οποία είχαν επιβιώσει περίπου άθικτα κατά τον πρώτο αιώνα της νεωτερικότητας. Στην αλλαγή του αιώνα, κάποιες επιστημονικές θεωρίες θα υποσκάψουν περισσότερο τα θεμέλια της παραδεκτής γνώσης και, επομένως, τις βεβαιότητες της κατεστημένης, επικρατούσας θεώρησης του κόσμου: η θεωρία της σχετικότητας, σύμφωνα με την οποία η εξωτερική πραγματικότητα μπορεί να περιγραφεί με διαφορετικούς αλλά εξίσου έγκυρους τρόπους από κινούμενους με διαφορετικές ταχύτητες παρατηρητές, η Κβαντική και η θεωρία του Χάους.
Συνολικά πολλοί νεωτεριστές διανοούμενοι στην Δύση ένιωθαν περί το 1900 τα θεμέλια των διαφωτιστικών αξιωμάτων της αέναης και γραμμικής κοινωνικής προόδου, του μηχανιστικού, αντικειμενικού εξωτερικού κόσμου και της ορθολογικής φύσης του Ανθρώπου και του Σύμπαντος να πριονίζονται. Η βικτοριανή ηθική και οι βεβαιότητες των κλασικών φιλελευθέρων δεν συνάδουν με τον νέο βιομηχανικό αναπτυγμένο και ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο που γοργά αναδύεται, ενώ οι συντηρητικοί νοσταλγοί των προνεωτερικών χρόνων μοιάζουν απελπιστικά παρωχημένοι.
Το ευρωπαϊκό κοινωνικό και διανοητικό status quo, το οποίο από την Αναγέννηση ως τα τέλη του 19ου αιώνα φαινόταν να εξελίσσεται ομαλά και γραμμικά, τώρα μοιάζει ξαφνικά να διακόπτεται και να αντικαθίσταται από κάτι ριζικά νέο και καινοφανές. Στο πλαίσιο αυτό μία σειρά ρήξεων με τους παραδοσιακούς τύπους καλλιτεχνικής έκφρασης λαμβάνει χώρα στον ευρωπαϊκό χώρο μετά το 1870. Οι νέες αυτές καλλιτεχνικές τάσεις αποκτούν χαρακτήρα διεθνών κινημάτων, όχι σπάνια θεμελιωμένων σε φιλοσοφικές και πολιτικές αρχές, τα οποία ονομάζονται από κοινού μοντερνιστικά.
Οι μοντερνιστές επιζητούν να αναθεωρήσουν ριζικά και απότομα καθετί ξεπερασμένο: να καταστρέψουν οτιδήποτε περιορίζει ή συγκρατεί την κοινωνική και ατομική πρόοδο –μη αμφισβητώντας επομένως την κληρονομιά του Διαφωτισμού και τη νεωτερικότητα αλλά μεμονωμένες όψεις τους ή αξιώματά τους τα οποία βλέπουν ως οπισθοδρομικά, λανθασμένα ή παρωχημένα– προκειμένου να εκφράσουν υπό ένα μη συντηρητικό πρίσμα τις αμφιβολίες τους για την διαφωτιστική πίστη στην αέναη πρόοδο μέσω μίας υποτίθεται «απελευθερωτικής» τεχνολογίας, μίας «αντικειμενικής» επιστήμης και μίας «μοναδικά» περιγράψιμης εξωτερικής πραγματικότητας.
Από τη μία αποτελούν συνεχιστές και οφειλέτες του ρομαντισμού ενώ από την άλλη τοποθετούνται στον αντίποδα του. Το πιο ριζοσπαστικό χαρακτηριστικό τους όμως είναι ότι αρνούνται για το καλλιτεχνικό τους έργο τον παραδοσιακό ρόλο του εκφραστή των αξιών της κοινωνικής ελίτ (εν προκειμένω της αστικής πολιτικής ελίτ της βικτοριανής εποχής) και το μετατρέπουν σε εκφραστή αποκλειστικά των δικών τους, ιδιόρρυθμων ανησυχιών. Οι μοντερνιστές δεν προσθέτουν στην ευρωπαϊκή διανοητική παράδοση εξελίσσοντάς την, αλλά την ανατρέπουν και την επανεφευρίσκουν.
Η κεντρική αυτή αντίληψή τους εκφράζεται ακόμα και στην φόρμα των έργων τους, μέσω μίας λατρείας προς την ασυνέχεια, την διακοπή, την έλλειψη συνοχής, τον κατακερματισμό της αναπαράστασης του χώρου και του χρόνου, στοιχεία τα οποία άλλοι προβάλλουν ως θετικά και ποθητά και άλλοι ως τραγικά αλλά αναπόφευκτα.
Η δεύτερη αυτή προσέγγιση επικρατεί στον λογοτεχνικό μοντερνισμό, ο οποίος αναδύεται από τον ρεαλισμό σε μία προσπάθεια περαιτέρω απομάκρυνσης από τον ρομαντισμό, επιχειρώντας να εκφράσει την αγωνία του καθημερινού ατόμου να διατηρήσει την αυτονομία του απέναντι σε σαρωτικές κοινωνικές αλλαγές.
Η αισιοδοξία και ο μηχανικισμός του Διαφωτισμού και της βικτοριανής εποχής αμφισβητούνται, η πολλαπλότητα της αντίληψης για τον κόσμο –και επομένως η ψευδαίσθηση της ύπαρξης μίας αντικειμενικά, μοναδικά περιγράψιμης εξωτερικής πραγματικότητας– προβάλλεται ως τραγωδία, τα συνήθη ηρωικά και αντιηρωικά χαρακτηρολογικά μοτίβα δεν περιγράφουν πια «ξεχωριστούς» και «μοναδικούς», αλλά καθημερινούς και συνηθισμένους χαρακτήρες.
Μία αίσθηση απειλής, παρακμής, επικείμενου τέλους του αστικού πολιτισμού που αναδύθηκε και επικράτησε κατά τον 19ο αιώνα, ο οποίος αποτελεί ταυτοχρόνως φόβητρο και πόλο έλξης, διαπερνά τα γραπτά του λογοτεχνικού μοντερνισμού, από κοινού με μία διάθεση ανατροπής του καθιερωμένου και αναζήτησης νέων θεμελίων για τον δυτικό πολιτισμό.
Ιμπρεσιονισμός και συμβολισμός.
Στον χώρο των εικαστικών τεχνών ο μοντερνισμός αποκρυσταλλώνεται αρχικά στο γαλλικό κίνημα του ιμπρεσιονισμού, το οποίο επικρατεί έναντι του ρομαντισμού μετά το 1870, με αφορμή την τεχνολογική εφεύρεση της φωτογραφίας, χάρη σε αυτήν ο αναπαραστατικός ρόλος της ζωγραφικής εξαλείφεται και ορισμένοι καλλιτέχνες νιώθουν ελεύθεροι να περιγράψουν την εξωτερική πραγματικότητα όπως τη νιώθουν υποκειμενικά ή όπως «ανακλάται» βιωματικά στον ψυχισμό τους.
Αφετηρία του ιμπρεσιονισμού υπήρξε η παρατήρηση ότι οι άνθρωποι δεν βλέπουν τα ίδια τα υλικά αντικείμενα αλλά το φως που ανακλάται πάνω τους. Έτσι οι ιμπρεσιονιστές αποτυπώνουν την εικονιζόμενη σκηνή και κάθε φευγαλέο στοιχείο της (π.χ. το πέρασμα του χρόνου ή τη δυναμική κίνηση) στον στατικό πίνακα μέσω κατάλληλης χρήσης ζωντανών χρωμάτων και φωτισμού, απορρίπτοντας τις προγενέστερες επικρατούσες προσεγγίσεις του ρεαλισμού και του ρομαντισμού.
Τα όρια μεταξύ των διαφορετικών αντικειμένων στις ζωγραφιές τους απεικονίζονται αδρά και ασαφή, οι λεπτομέρειες παραμερίζονται με στόχο την ανάδειξη της «ουσίας» κάθε αντικειμένου, το όποιο αντικειμενικά ακριβές στοιχείο της εικονιζόμενης πραγματικότητας απορρίπτεται προς όφελος της αποτύπωσης μίας υποκειμενικής οπτικής αίσθησης και της ελεύθερης έκφρασης του καλλιτέχνη.
Οι ιμπρεσιονιστές ζωγραφίζουν σε ανοιχτούς χώρους με φυσικό φωτισμό και όχι σε κλειστά εργαστήρια, ενώ στα έργα τους το κεντρικό θέμα δεν ξεχωρίζει τόσο εύκολα από το σκηνικό υπόβαθρο όσο στην παραδοσιακή ζωγραφική. Αναμφίβολα συνεπέστεροι, επηρεαστικότεροι και σπουδαιότεροι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι είναι ο Κλωντ Μονέ (1840-1926) και ο Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ (1841-1919), αλλά σημαντική επίδραση είχε και η νεότερη γενιά ιμπρεσιονιστών στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική οι οποίοι τελικώς αποκλήθηκαν μεταϊμπρεσιονιστές: π.χ. ο Ολλανδός Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890) και ο Γάλλος Πωλ Γκωγκέν (1848-1903).
Οι μεταϊμπρεσιονιστές επιδιώκουν την ενίσχυση του συναισθηματικού αντικτύπου των έργων τους, ενώ προτιμούν τελείως αφύσικα χρώματα και πιο απλές γεωμετρικές μορφές. Στη λογοτεχνία ο ιμπρεσιονισμός εκδηλώνεται μέσω λιτών, επιλεκτικών περιγραφών οι οποίες αφήνουν ανερμήνευτη και ανοιχτή την αντίληψη του κόσμου από τους χαρακτήρες.
Την ίδια περίπου περίοδο, με κέντρο πάλι τη Γαλλία, ξεπήδησε το καλλιτεχνικό κίνημα του συμβολισμού, μία γέφυρα μεταξύ του σκοτεινού ρομαντισμού και του μοντερνισμού η οποία επιχειρούσε να αντικρούσει την «πεζότητα» του ρεαλισμού επικεντρωνόμενη θεματολογικά στις «πνευματικές» διαστάσεις και στις άλογες ή ακατανόητες δυνάμεις της πραγματικότητας (π.χ. μυθικά πλάσματα, μυστικισμός, όνειρα, σεξουαλικές ενορμήσεις, θνητότητα κλπ).
Η αφετηρία του συμβολισμού εντοπίζεται στο ποιητικό έργο του Καρόλου Μπωντλαίρ (1821-1867) και το κίνημα συσχετίστηκε στενά με τον ιμπρεσιονισμό. Για τους συμβολιστές η τέχνη είναι ένα καταφύγιο απέναντι στις φρικώδεις όψεις της ύπαρξης, διακρινόμενο από αισθητική αυταξία και όχι από κάποια υποτιθέμενη λειτουργία του ως αλληγορικός φορέας ηθικών αρχών.
Στόχος της τέχνης είναι να συλλαμβάνει, να μορφοποιεί και να αναδεικνύει κρυφές, εξιδανικευμένες αλήθειες, μη προσπελάσιμες από την συνήθη αισθητηριακή εμπειρία ή την λογική σκέψη. Έτσι δίνουν έμφαση στην υπαινικτικότητα και σε μεταφορικά μοτίβα, όχι σπάνια εκφραζόμενα μέσω συγκεκριμένων υλικών αντικειμένων, αισθητικών εντυπώσεων ή άυλων παραστάσεων. Τα μοτίβα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα κάποιο σαφώς ορισμένο κρυμμένο νόημα, αλλά ίσως στοχεύουν μόνο να επιφέρουν αλλαγές στη συνειδησιακή κατάσταση του αναγνώστη.
Στην ποίηση οι συμβολιστές καταργούν την παραδοσιακή ομοιοκαταληξία προκειμένου να ενισχύσουν την ρευστότητα και την ευελιξία του λόγου τους, ενώ συνηθίζουν να αναφέρονται στην εποχή τους ως περίοδο «παρακμής» και να την παρομοιάζουν με την εποχή της αποσύνθεσης και κατάρρευσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – πρόκειται για μία έκφραση της αντιπαράθεσής τους με το αστικό, βικτοριανό κατεστημένο και την αυστηρή ηθική του την οποία αντιλαμβάνονται ως παράλογη, υποκριτική και ασύμβατη με μία νέα εποχή που αθόρυβα αναδύεται.
Στο πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης ορισμένοι συμβολιστές συνδέθηκαν με αντιθετικιστικά, αποκρυφιστικά ή ιδεαλιστικά διανοητικά κινήματα της εποχής, ή αρνήθηκαν να εναρμονιστούν με τις αστικές κοινωνικές συμβάσεις, προτιμώντας π.χ. να κερδίζουν χρήματα αποκλειστικά από την τέχνη τους. Στο Παρίσι και στα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα εμφανίστηκε μία ζωντανή κουλτούρα τέτοιων αντισυμβατικών καλλιτεχνών, που σκανδάλιζαν διαρκώς τον συντηρητισμό της κοινής γνώμης αλλά και αναγνωρίζονταν για την ποιότητα και τις καινοτομίες των έργων τους.
Στην ευρύτερη κατηγορία του συμβολισμού της περιόδου αυτής ξεχωρίζουν ο Άγγλος Όσκαρ Ουάιλντ (1854-1900), ο οποίος διώχθηκε ποινικά για την ομοφυλοφιλία του, οι Γάλλοι ποιητές Στεφάν Μαλαρμέ (1842-1898), Πολ Βερλαίν (1844-1896) και Αρθούρος Ρεμπώ (1854-1891), ο Αυστριακός ζωγράφος Γκούσταφ Κλιμτ (1862-1918) και ο Νορβηγός ζωγράφος Έντβαρτ Μουνκ (1863-1944).
Ο μοντερνισμός βασίστηκε ουσιαστικά σε ένα ουτοπικό όραμα της ανθρώπινης ζωής και της κοινωνίας και στην πίστη στην πρόοδο, ή στην πρόοδο και όχι στο παρελθόν.
Τα μοντερνιστικά ιδεώδη διαπέρασαν την τέχνη, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία, τη θρησκευτική πίστη, τη φιλοσοφία, την κοινωνική οργάνωση, τις καθημερινές δραστηριότητες, ακόμη και τις επιστήμες, και έγιναν ένα νέο κέφι και μια μορφή πολιτιστικού ήθους που προώθησε την καινοτομία και έναν νέο τρόπο θέασης του σχεδιασμού και της λειτουργίας.
Αρχικά ο Μοντερνισμός θεωρήθηκε ουσιαστικά ως μια εξέγερση ενάντια στις παραδοσιακές ακαδημαϊκές και ιστορικές παραδόσεις του 19ου αιώνα και ενάντια στον σταθερό βικτωριανό εθνικισμό και τον πολιτισμικό απολυταρχισμό, με το σκεπτικό ότι οι «παραδοσιακές» μορφές τέχνης, αρχιτεκτονικής, λογοτεχνίας, θρησκευτικής πίστης, κοινωνικής οργάνωσης και καθημερινής ζωής (σε έναν σύγχρονο βιομηχανοποιημένο κόσμο) είχαν γίνει ξεπερασμένες και ωφελούσαν μόνο τους πλούσιους. Το κίνημα αρχικά ονομάστηκε «πρωτοπορία», περιγραφική της προσπάθειάς του να ανατρέψει κάποια πτυχή της παράδοσης ή του status quo.
Ο ίδιος ο όρος «μοντερνισμός» προέρχεται από το λατινικό «modo», που σημαίνει «μόλις τώρα». Ζητούσε την επανεξέταση κάθε πτυχής της ύπαρξης, από το εμπόριο μέχρι την φιλοσοφία, με στόχο να βρεθεί αυτό που «αναστέλλει» την πρόοδο και να το αντικαταστήσει με νέους, βελτιωμένους, προοδευτικούς και καλύτερους τρόπους για να φτάσει κανείς στο ίδιο τέλος. Οι μοντερνιστές πίστευαν ότι αμφισβητώντας την παράδοση μπορούσαν να ανακαλύψουν ριζικά νέους τρόπους δημιουργίας τέχνης και ταυτόχρονα να αναγκάσουν το κοινό να κάνει τον κόπο να αμφισβητήσει τις δικές του ιστορικές προκαταλήψεις και προκαταλήψεις.
Τόνισε την ελευθερία της έκφρασης, τον πειραματισμό και τον πρωτογονισμό, και η περιφρόνηση των συμβατικών προσδοκιών συχνά σήμαινε έκπληξη και αποξένωση του κοινού με παράξενα και απρόβλεπτα αποτελέσματα (π.χ. σουρεαλισμός στην τέχνη, ατονικότητα στη μουσική, λογοτεχνία ροής της συνείδησης). Μερικοί Μοντερνιστές έβλεπαν τους εαυτούς τους ως μέρος μιας επαναστατικής κουλτούρας που περιλάμβανε επίσης πολιτική επανάσταση, ενώ άλλοι απέρριψαν τη συμβατική πολιτική καθώς και τις καλλιτεχνικές συμβάσεις, πιστεύοντας ότι μια επανάσταση της πολιτικής συνείδησης είχε μεγαλύτερη σημασία από μια αλλαγή στις πραγματικές πολιτικές δομές.
Το πρώτο κύμα του Μοντερνισμού ως καλλιτεχνικό κίνημα-ομπρέλα ξέσπασε την πρώτη ή δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα, με πρωτοποριακά μουσικά έργα ανθρώπων όπως ο Arthur Schoenberg και ο Igor Stravinsky, ενώ καινοτόμοι καλλιτέχνες όπως ο Gustav Klimt, ο Pablo Picasso, ο Henri Matisse, ο Marcel Duchamp, ο Wassily Kandinsky και ο Piet Mondrian πιέζουν νέα όρια που μέχρι τότε ήταν απαγορευμένα. Le Corbusier, Walter Gropius και Mies van der Rohe στην αρχιτεκτονική. και Guillaume Apollinaire, James Joyce, TS Eliot και Virginia Woolf στη λογοτεχνία. για να αναφέρω μόνο μερικούς ηγέτες του κινήματος.
Το κίνημα ενηλικιώθηκε τη δεκαετία του 1920 με το Bauhaus, τον σουρεαλισμό, τον κυβισμό, τον φωβισμό, τον φουτουρισμό και, ίσως το πιο μηδενιστικό από όλα, το Dada. Μετά τον Δ.Π.Π. το επίκεντρο μετακινήθηκε από την Ευρώπη στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός (με επικεφαλής τον Τζάκσον Πόλοκ) συνέχισε τη δυναμική του κινήματος, ακολουθούμενος από κινήματα όπως η Γεωμετρική Αφαίρεση, ο Μινιμαλισμός, η Τέχνη Διαδικασίας, η Ποπ Αρτ και η Ποπ Μουσική.
Όταν ο Μοντερνισμός είχε γίνει τόσο θεσμοθετημένος και κυρίαρχος που θεωρήθηκε «μετα-αβανγκάρντ», δείχνοντας ότι είχε χάσει τη δύναμή του ως επαναστατικό κίνημα, προκάλεσε με τη σειρά του τη δική του αντίδραση, γνωστή ως Μεταμοντερνισμός, που ήταν και τα δύο. μια απάντηση στον Μοντερνισμό και μια εκ νέου ανακάλυψη της αξίας παλαιότερων μορφών τέχνης. Ο μοντερνισμός παραμένει πολύ περισσότερο μια δύναμη στις τέχνες, την αρχιτεκτονική και το σχέδιο, παρά στη φιλοσοφία, αν και ο μεταμοντερνισμός έχει μια ειδικά φιλοσοφική πτυχή εκτός από την καλλιτεχνική.
Ο μοντερνισμός στην ποίηση και την λογοτεχνία.
Η ποίηση επηρεάζεται πρώτη από τον Μοντερνισμό. Ποιητές όπως οι Γάλλοι Σαρλ Μπωντλαίρ, Λωτρεαμόν, Στεφάν Μαλαρμέ, Αρθούρος Ρεμπώ, Πολ Βερλαίν εγκαινιάζουν τη μοντέρνα ποιητική γραφή ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Εξάλλου οι Γκιγιώμ Απολλιναίρ και Πωλ Βαλερύ, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο Τ..Σ Ελλιοτ, ο Έζρα Πάουντ, Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς αποτελούν τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ποίησης του μοντερνισμού στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Τέλος, οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές, οι Γάλλοι υπερρεαλιστές, ο Ρώσος φουτουριστής Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι τοποθετούνται άλλοτε στο εσωτερικό του μοντερνισμού και άλλοτε στους αντίποδες του, θεωρούμενοι ως βασικές φυσιογνωμίες της πρωτοπορίας.
Βασικό γνώρισμα της ποίησης του μοντερνισμού είναι η διάλυση της μορφής και η διάθεση για πειραματισμό. Ο ελεύθερος στίχος εξοστρακίζει το μέτρο και την ομοιοκαταληξία. Οι γραμματικοί και συντακτικοί κανόνες παραβιάζονται, οι προτάσεις γίνονται αποσπασματικές και ελλειπτικές, τα σημεία στίξης καταργούνται.
Τα διακοσμητικά στοιχεία και η φροντίδα για το “ωραίο ύφος” εγκαταλείπονται και συχνά επιλέγονται στοιχεία που μέχρι τότε θεωρούνταν αντι-ποιητικά. Οι τολμηρές μεταφορές και οι ετερόκλητοι συνδυασμοί λέξεων κυριαρχούν. Οι εικόνες, οι ελεύθεροι συνειρμοί αφθονούν-κυρίως στην υπερρεαλιστική ποίηση. Η ποιητική γλώσσα γίνεται συμβολική, υπαινικτική, πολύσημη ενώ αδιαφορεί για τις συμβάσεις και την ανάγκη κατανόησης. Η αρχή της μίμησης της πραγματικότητας, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η τέχνη του λόγου από την αρχαιότητα μέχρι τον 18ο αιώνα εγκαταλείπεται. Η ποίηση δεν αναφέρεται πλέον στον εμπειρικό κόσμο και καθίσταται αυτάρκης και αυτόνομη. Το ποίημα εξακολουθεί να θεωρείται φορέας νοημάτων με τη διαφορά οτι αυτά πλέον δεν αναζητούνται στην εξωτερική πραγματικότητα.
Σε σχέση με την ποίηση η μοντερνιστική πεζογραφία εμφανίζεται με κάποια καθυστέρηση. Ο σημαντικότερος πρόδρομος της κατά τον 19ο αιώνα είναι ο Γκυστάβ Φλωμπέρ ενώ μερικοί σπουδαίοι εκπρόσωποι της στον 20ο αιώνα είναι οι Προυστ, Αndre Gide, Ντ. Χ. Λώρενς, Βιρτζίνια Γούλφ, Τζέιμς Τζόις, Μπέκετ, Γουίλιαμ Φώλκνερ, Τόμας Μάν, Φράντς Κάφκα, Ρόμπερτ Μούζιλ και Χέρμαν Μπρόχ.
Η ανοιχτή και ελεύθερη μορφή του μοντερνιστικού μυθιστορήματος αποκλίνει από τις παραδοσιακές μορφές της πεζογραφίας. Η πλοκή παύει να είναι προσεκτικά διαρθρωμένη και συνεκτική, χαλαρώνει και σε ορισμένες περιπτώσεις εκλείπει τελείως. Η διαδοχή των γεγονότων καταστρατηγεί τις αιτιολογικές και χρονολογικές σχέσεις, είναι αυθαίρετη, ασυνεχής και αντιφατική, γεμάτη χάσματα και κενά. Το μοντέρνο μυθιστόρημα συχνά δεν έχει αρχή με την παραδοσιακή έννοια του όρου: ο αναγνώστης “ρίχνεται” απευθείας στη ροή των γεγονότων και μόνο σταδιακά εξοικειώνεται με τις αφηγηματικές καταστάσεις.
Αυτή η αμφισβήτηση της πλοκής συνδυάζεται με την ολοκληρωτική άρνηση της πεζογραφίας να αναπαριστά τον εμπειρικό και φυσικό κόσμο. Το γεγονός αυτό περιορίζει την υποχρεωτική ως τότε, αναφορά στον κοινωνικό και ιστορικό περίγυρο μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή. Το μυθιστόρημα πλέον δίνει προτεραιότητα στον εσωτερικό κόσμο και στην υποκειμενικότητα του ατόμου. Βέβαια τα εξωτερικά συμβάντα δεν απουσιάζουν. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει είναι η υποκειμενική τους πρόσληψη. Η ενδοσκόπηση, η ψυχολογική ανάλυση και ο στοχασμός έχουν πλέον σταθερό προβάδισμα έναντι της αναπαράστασης της εξωτερικής πραγματικότητας.
Γιατί εμφανίστηκε ο μοντερνισμός;
Οι κινητήριες δυνάμεις που οδήγησαν στην εμφάνιση του μοντερνισμού –πέρα από την απέχθεια και το μίσος των καλλιτεχνών για την αισχροκέρδεια, την απόκτηση κέρδους, δηλαδή υπεραξίας, που με κάθε τρόπο επιζητεί ένας καπιταλιστής- οι οποίες έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του Δυτικού καπιταλισμού, είναι ο ατομικισμός και η μανία για το καινούριο, οτιδήποτε και να είναι αυτό. Ειδικά ο καλλιτεχνικός ατομικισμός ήταν μια ιδιότητα που λατρευόταν όλο και περισσότερο, καθώς οι γραφειοκρατικές και εμπορικές δομές και σχέσεις κυβερνούσαν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό σε πλείστους τομείς της κοινωνικής ζωής.
Η καλλιτεχνική δημιουργικότητα έγινε έμβλημα υψηλότερων αξιών, έγινε η υπέρτατη τιμητική διάκριση της δημιουργικότητας αυτής. Όσο περισσότερο ιδιοσυγκρασιακό ή αβάνγκαρντ ήταν το παραγόμενο έργο, τόσο περισσότερο ελεύθερη και ανεξάρτητη ήταν ίσως η δημιουργικότητα και ο ατομικισμός που εξέφραζε.
Ο Φωβισμός
Ο Φωβισμός (γαλλικά: Fauvisme) αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα της μοντέρνας τέχνης, στην ζωγραφική. Τοποθετείται χρονικά την περίοδο 1905-1908. Το κίνημα του φωβισμού αναπτύχθηκε στη Γαλλία και θεωρείται ένα από τα πρώτα επαναστατικά κινήματα στην ζωγραφική και με σημαντικό αντίκτυπο στην εξέλιξη της τέχνης του 20ού αιώνα.
Η έννοια φωβισμός προέρχεται από την γαλλική λέξη -fauve που μπορεί να μεταφραστεί άγριο θηρίο (χρησιμοποιείται πολλές φορές για να δηλώσει και τα αιλουροειδή) και δεν θα έπρεπε να συγχέεται με την ελληνική λέξη -φόβος. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1905 στην πρώτη έκθεση της ομάδας των φωβιστών στο Παρίσι.
Πάλι ο Λουΐ Βοξέλ ονομάτισε πρώτος την τάση που, αντίθετα με τον κυβισμό, τελικά θεωρήθηκε οργανωμένο κίνημα με σαφώς περιορισμένους και καθορισμένους στόχους, τούτη γεννήθηκε κι άνθισε με αυτοσχεδιαστικό, παρορμητικό τρόπο και κάπως συγκυριακά. Σε μια έκθεση όπου συμμετείχαν πολλοί “νέοι” υποστηρικτές της νέας ζωγραφικής, υπήρχε ανάμεσά τους κι ένα έργο Αναγεννησιακού τύπου. Ο Βοξέλ, περνώντας και βλέποντας τούτο, αναφώνησε “Τι δουλειά έχει ο Donatelo, μεταξύ τούτων των …αγριμιών”; (Fauve=αγρίμι). Έτσι οι νέοι αυτοί δημιουργοί, καθώς κι η ζωγραφική τους, απέκτησε όνομα.
Αντιπροσωπεύει την ζωηρή και χαρούμενη έκρηξη μιας τέχνης συνώνυμης με τη νεότητα, από καλλιτέχνες παθιασμένους για τον κόσμο και πρόθυμους να μεταφέρουν στον μουσαμά ένα ισχυρό φορτίο αισθήσεων, που υλοποιούνται με το χρώμα. Μέσα στην φρεσκάδα, στην τολμηρή σιγουριά που φαίνεται να θέλει ν’ αποβάλει όλες τις προηγούμενες εμπειρίες, εδρεύει η δύναμη της ξέφρενης ρήξης για την ανανέωση της παρόρμησης. Χρώματα, χρώματα και πάλι χρώματα μέσα σε χρώματα, έτσι που η μορφή πια να μην είναι το ζητούμενο αλλά τούτη η χρωματιστή φόρμα, σαν πανδαισία.
“Δεν υπάρχει στην τέχνη παρά ένα πράγμα που αξίζει: αυτό που δεν μπορεί να εξηγηθεί” Ζωρζ Μπρακ.
Ο κύριος εμπνευστής της, ο Henri Émile Benoît Matisse (Ανρί Ματίς), μα και μετέπειτα όλοι οι άλλοι που ακολούθησαν, μέσα στην διάσπαρτη ποικιλομορφία, στο τέλος του 19ου αιώνα, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ιδίωμα ουσιαστικώς αυτόνομο και νέο, για να πετύχουν τους στόχους του. Με τον Ματίς λοιπόν και τους άλλους Φωβιστές -που θεωρούν ήδη ξεπερασμένο τον Ιμπρεσσιονισμό, παρόλο που αυτός ακόμα αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, αμηχανία, φιλυποψία και σκεπτικισμό, από κοινό και κριτικούς- γεννιέται μια καθαρή ζωγραφική που αποτελεί αυτοσκοπό. Μια ζωγραφική παράφορη, μες την ευτυχία της ακαταπίεστης ύπαρξής της κι υποκειμενική μόνο, όχι στους επιστημονικούς αλλά στους ενστικτώδεις νόμους της αρμονίας των χρωμάτων, μέσα στον πίνακα. Δεν είναι τυχαίο που τελικά κι ο ίδιος ο Μπρακ, γρήγορα εντάχτηκε σ’ αυτή την τάση, εγκαταλείποντας τον Κυβισμό.
Οι φωβιστές αποτέλεσαν ουσιαστικά μια ομάδα Γάλλων ζωγράφων, μαθητών του Γκυστάβ Μορώ στην Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, ανάμεσα στους οποίους ο Ανρί Ματίς (ο οποίος αναφέρεται συχνά ως ο ηγέτης του φωβισμού), ο Αντρέ Ντεραίν και ο Ζωρζ Μπρακ, ο οποίος λίγο αργότερα αποτέλεσε κεντρική φυσιογνωμία του κινήματος του κυβισμού.
Ο φωβισμός ως καλλιτεχνική τάση, βασίστηκε σε μία χαρακτηριστική ρήση του Πωλ Γκωγκέν σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε, αν ένας καλλιτέχνης φαντάζεται τα φύλλα των δέντρων να είναι κίτρινα, να τα ζωγραφίζει κατά αυτό τον τρόπο. Τα έργα που ανήκουν στο ρεύμα του φωβισμού χαρακτηρίζονται από έντονα χρώματα, συχνά σκοτεινά και με έντονες αντιθέσεις, με έμφαση στο κόκκινο χρώμα και απλές γραμμές, πολλές φορές ελαφρά παραμορφωμένες. Σημαντική επίδραση στην τεχνοτροπία των φωβιστών είχε εκτός από τον Γκωγκέν και ο Βαν Γκόγκ.
Παρουσιάστηκαν συνολικά μόλις τρεις εκθέσεις από την ομάδα των φωβιστών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου