Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

Από τον Θεό Διόνυσο στον Θεό Απόλλωνα

“…είπον υός Γαίας και Ορανό αστερόεντος- δίψαι δ’ εμί αύος και απόλλυμαΓ αλά δότ’ όκα ψυχρόν ύδορ προρέον τες Μνεμοσύνες από λίμνας. και δε τοι ελεόσιν οι υπό Χθονίοι Βασιλέι, και δε τοι δότοισι πιέν τας Μναμοσύνας από λίμνας. και δε και συχνόν ίιοδόν έρχεαι, αν τε και άλλοι μύσται και βάχχοι ίιιεράν στείχοσι κλεινοί.
(Πες: «είμαι παιδί της Γης και του έναστρου Ουρανού’ στέγνωσα απ’ την δίψα και πεθαίνω’ γι’ αυτό δώστε μου
Γρήγορα
κρύο νερό, απ’ αυτό που ρέει από την λίμνη της Μνημοσύνης».
Και οι Βασιλιάδες του Κάτω Κόσμου θα σε σπλαχνιστούν, και θα σου δώσουν να πιείς απ’ της Μνημοσύνης την λίμνη. Και τότε σύντονο δρόμο παίρνεις ιερό, που και άλλοι μύστες και βακχευτές ξακουστοί πορεύονται.
”)
Ορφική ραψωδία σε χρυσό έλασμα του 400 π.κ.ε. από το Ιππώνιο.

Είμαστε παιδιά της Γης και του έναστρου ουρανού. Στα στήθια μας, μια σπίθα παρμένη από την ουσία των άστρων. Βρισκόμαστε σε τούτο τον πλανήτη εδώ και τόσο καιρό, που ξεχύσαμε τον λόγο και την αποστολή μας. Μαζί χάσαμε και την ικανότητα να θέτουμε ερωτήσεις: «Ποιος είμαι;» «Γιατί ήρθα εδώ;» «Πού πηγαίνω μετά το θάνατο;» Αν και η ικανότητά μας να θέτουμε ερωτήσεις ήταν πάντοτε μεγαλύτερη από την ικανότητα να τις απαντούμε, όταν παύουμε να αναρωτιόμαστε, βυθιζόμαστε στο λήθαργο. Έτσι, αποκοβόμαστε από τον πυρήνα της ύπαρξής μας και δεν μπορούμε να ξαναθυμηθούμε. Δίχως την μνήμη της καταγωγής μας, δίχως όραμα για το πού πρέπει να πορευτούμε, περιπλανιόμαστε στα τυφλά σ’ έναν δρόμο που δεν έχει τέλος.

Όμως κάπου, έστω και σκουριασμένο, βρίσκεται το κλειδί που ανοίγει τις σφιχτές κλειδωνιές της μνήμης. Το κλειδί αυτό, αν και προσφέρεται δίχως αντάλλαγμα, με τον καιρό έγινε αζήτητο δώρο. Σαν ήρωες προμηθεϊκοί, προτιμάμε τα πάθη που συνοδεύουν την σταύρωση στον βράχο-μηχανισμό της ύλης, παρά την ελευθερία. Όπως ο δολοφόνος επιστρέφει πάντοτε στον τόπο του εγκλήματος, έτσι κι εμείς προτιμάμε την περιπλάνηση από ενσάρκωση σε ενσάρκωση. Τι φταίει; Μήπως το γεγονός ότι όλα όσα ζούμε εξουσιάζονται από την ακατάλυτη δύναμη των Μοιρών;

Μήπως ότι αναπτύσσουμε ελάχιστα τον κριτικό νου, αναβάλλοντας για αύριο αυτό που έπρεπε να είχαμε πραγματώσει χθες; Ή μήπως ο αγώνας της προσαρμογής μας σε αυτόν τον κόσμο και η επιθυμία να απολαύσουμε τα δώρα που μας προσφέρονται δημιουργούν τα κοινωνικά δεσμά με τα οποία φυλακίζουμε ισόβια την ύπαρξή μας; Ό,τι κι αν φταίει, βυθισμένοι καθώς είμαστε στη δίνη που δημιουργούν όνειρα, σκέψεις και φιλοδοξίες, ποτέ δεν αναρωτιόμαστε αν η εξέλιξη συνεχίζεται και πέραν του ανθρώπου.

Έτσι, από γιοι και κόρες του έναστρου ουρανού γινόμαστε βασανισμένα παιδιά της γης και ύστερα παιδιά που μόνη τους έγνοια και ύστατο καταφύγιο μια θέση στις ανήλιαγες πτυχές της. Και όταν αυτή μας δέχεται στην κρύα αγκαλιά της, μπορεί να θυμόμαστε τον απόηχο του τελευταίου χειροκροτήματος που μας έρανε από χέρια φιλικά, αλλά σίγουρα δεν θυμόμαστε το βροντερό γέλιο που ξεσπάει ολόγυρα από τον σαρκασμό ότι αφήσαμε ανεκμετάλλευτο το πιο πολύτιμο δώρο -το κλειδί που ανοίγει διάπλατα την πύλη για την ελευθερία- θύματα του θύτη εαυτού μας.

Μεθυσμένοι από χαρά και ζωή, μεθυσμένοι από χρόνο.

“Τα πάντα ρεί, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν”.

Το νόημα του κόσμου είναι η διαρκής κίνηση ή η απόλυτη ακινησία; Η αλήθεια είναι ότι τα θεωρητικά διλήμματα ασκούσαν πάντοτε ακατανίκητη έλξη στους φιλοσόφους. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης συνυπήρξαν χρονικά. Από όσο γνωρίζουμε δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή μεταξύ τους ούτε ενεπλάκησαν σε κάποιο διάλογο ή πολεμική. Οι μεταγενέστεροι ωστόσο προτίμησαν να τους δουν ως συνειδητούς αντιπάλους. Αν υπήρξε κάτι κοινό στις αναζητήσεις τους, αυτό παραμερίστηκε, και έμεινε η θεμελιώδης αντίθεση: προέχει η κίνηση στον κόσμο ή η ακινησία;

Θα πρέπει κανείς να ακολουθήσει τον Ηράκλειτο και να αποδεχθεί την συνεχή μεταλλαγή των φαινομένων; Ή θα πρέπει μαζί με τον Παρμενίδη να αναζητήσει εκείνη την πλευρά της πραγματικότητας που παραμένει αμετάβλητη; Για τον Παρμενίδη δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τάχθηκε υπέρ της ακινησίας των πραγμάτων, αφού προέβη στην προκλητική δήλωση ότι αυτό που υπάρχει, «το ον», «είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες». Σχετικά με τον Ηράκλειτο όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Δεν γνωρίζουμε αν ο Ηράκλειτος χρησιμοποίησε ποτέ την πασίγνωστη έκφραση τὰ πάντα ῥεῖ. Την πληροφορία αυτή μας την δίνει ο Πλάτων: «Λέει κάπου ο Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει, και παρομοιάζοντας τα υπάρχοντα πράγματα με τη ροή ενός ποταμού λέει ότι δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές» (Κρατύλος 402a). Για τον Πλάτωνα πρέπει ωστόσο να πούμε ότι δεν είχε και σε μεγάλη εκτίμηση τον Ηράκλειτο. Τον αντιμετώπιζε ως τον φιλόσοφο της διαρκούς ροής και γι᾽ αυτό ακριβώς του καταλόγιζε φιλοσοφική αφέλεια. Ο Πλάτων, από την πλευρά του, δεν είχε άδικο.

Αν η φιλοσοφία του Ηράκλειτου περιοριζόταν στην πιστοποίηση της διαρκούς μεταβολής των φαινομένων, τότε θα ήταν όντως αφελής, αφού θα υποστήριζε το αυτονόητο. Θα ήταν μάλιστα και οπισθοδρομική, αφού η φιλοσοφία είχε ξεκινήσει 100 χρόνια νωρίτερα με την προσπάθεια να βρεθεί κάτι σταθερό πίσω από τη φυσική μεταβολή. Είναι λοιπόν μάλλον απίθανο η μεγάλη φήμη του Ηράκλειτου να στηρίζεται σε αυτονόητες και αφελείς διαπιστώσεις.

Καταρχήν ο Ηράκλειτος δεν ανήκει στους φυσιοκράτες φιλοσόφους. Η προσέγγισή του προϋποθέτει την προηγούμενη Ιωνική παράδοση, έχει όμως και κάτι το εντελώς καινοτομικό. Πολλά αποσπάσματά του αναλύουν πλευρές της φυσικής πραγματικότητας, το ενδιαφέρον του όμως δεν είναι επικεντρωμένο στην περιγραφή της φύσης αλλά στο νόημά της. Εκείνο που κυρίως τον απασχολεί είναι η ανθρώπινη οπτική: πώς ο άνθρωπος κατανοεί την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, πώς κατανοεί τη θέση του μέσα στον κόσμο, πώς κατανοεί τον ίδιο του τον εαυτό.

Η φύση, σε πρώτη προσέγγιση, εμφανίζεται ως πεδίο μάχης. Τα πάντα μεταβάλλονται συνεχώς και οι μορφές των πραγμάτων εναλλάσσονται. Η φωτιά, ο πόλεμος και η έρις είναι οι προσφιλείς ηρακλείτειες έννοιες που εκφράζουν την κοσμική αστάθεια και μεταλλαγή.

“Αυτό τον κόσμο, που είναι ένας στην ολότητά του, δεν τον έπλασε κανένας θεός ή άνθρωπος· υπήρχε πάντοτε, υπάρχει και θα υπάρχει: μια αιώνια ζωντανή φωτιά που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.” Ηράκλειτος, απόσπ. 30

“Ο πόλεμος είναι πατέρας των πάντων και βασιλιάς των πάντων· άλλους τους έκανε θεούς και άλλους ανθρώπους, άλλους δούλους και άλλους ελεύθερους.” Ηράκλειτος, απόσπ. 53

“Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο πόλεμος είναι κοινός, και η δικαιοσύνη είναι έρις· και ότι όλα τα πράγματα γίνονται με έριδα και αναγκαιότητα.” Ηράκλειτος, απόσπ. 80

Η εικόνα όμως της αστάθειας υπονομεύεται αμέσως. Το φυσικό σύμπαν ονομάζεται «κόσμος» – λέξη που προέρχεται από το ρήμα κοσμῶ και σηματοδοτεί την τάξη. Ο κόσμος ταυτίζεται με τη φωτιά, γιατί η φωτιά είναι ακριβώς το πιο ευμετάβλητο φυσικό στοιχείο. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Ηράκλειτος επιλέγει τη φωτιά, όπως ο Θαλής επέλεξε το νερό και ο Αναξιμένης τον αέρα. Τότε όμως η φωτιά θα ήταν το πρωταρχικό κοσμογονικό στοιχείο από το οποίο θα είχε δημιουργηθεί ο κόσμος, πράγμα που δεν ισχύει.

Ο κόσμος του Ηράκλειτου υπήρχε πάντοτε, είναι αγέννητος και άφθαρτος – μια ιδέα που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική σκέψη. Η φωτιά επομένως δεν είναι το συστατικό του κόσμου, αλλά το νόημά του. Μέσα από την εικόνα της φωτιάς, όπως και από τις ανθρωποκεντρικές μεταφορές του πολέμου και της έριδας, φαίνεται η αντιθετική δομή της πραγματικότητας. Οι αντιθέσεις χαρακτηρίζουν τον κόσμο, δεν αναιρούν όμως την ενότητά του: η κοσμική φωτιά «ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο», η διαμάχη συμβαδίζει με την αναγκαιότητα.

Για να αντιληφθεί κάποιος την αληθινή δομή της πραγματικότητας θα πρέπει πρώτα να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις και τις βεβαιότητές του. Ο φιλόσοφος θα τον βοηθήσει κλονίζοντάς τον, οδηγώντας τον σε μια κατάσταση αβεβαιότητας και απορίας. Ο Ηράκλειτος επιδίδεται σε μια συστηματική απόρριψη των απλοϊκών αντιλήψεων. Όπου οι άνθρωποι βλέπουν αντίθεση, υπάρχει ενότητα. Όπου ενότητα, υπάρχει αντίθεση. Όπου τομή, συνέχεια. Όπου βλέπουν το καλό, υπάρχει σχετικότητα.

Ο Ηράκλειτος μεταφέρει σκηνές από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Τις φωτίζει όμως με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλυφθεί και μια δεύτερη, αναπάντεχη πλευρά τους. Το θαλασσινό νερό είναι σωτήριο για τα ψάρια και ολέθριο για τον άνθρωπο που θα το πιει. Οι γάιδαροι προτιμούν τα σκουπίδια από το χρυσάφι. Οι γιατροί μάς ωφελούν προκαλώντας μας πόνο. Η αρχή και το τέλος σε έναν κύκλο ταυτίζονται, όπως και ο κατήφορος με τον ανήφορο. Η χόρταση προϋποθέτει την πείνα, η ανάπαυση την κούραση, η υγεία την αρρώστια, η μέρα τη νύχτα, ο πόλεμος την ειρήνη (απόσπ. 61, 13, 58, 103, 60, 111, 67).

Το λάθος των ανθρώπων είναι ότι έχουν την τάση να ερμηνεύουν μονοσήμαντα τις καταστάσεις. Πάντα όμως υπάρχει και μια δεύτερη δυνατή ερμηνεία. Επομένως, η πραγματική σοφία συνίσταται στην υπέρβαση των πλασματικών διλημμάτων και στη σύλληψη της ενότητας των αντιθέτων. Το καθετί είναι το ίδιο και το αντίθετο ταυτόχρονα, είναι πολλά και είναι ένα.

“Από τα πάντα προέρχεται το ένα, και από το ένα τα πάντα.” Ηράκλειτος, απόσπ. 10

“Ένα είναι το σοφό: να γνωρίζεις τη σκέψη που τα κυβερνά όλα μέσα από όλα.” Ηράκλειτος, απόσπ. 41

“Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά τον Λόγο είναι σοφό να ομολογήσετε ότι τα πάντα είναι ένα.” Ηράκλειτος, απόσπ. 50

Ο φιλόσοφος είναι γνώστης και φορέας της αλήθειας. Η αλήθεια αποκαλύπτεται στους ανθρώπους μέσα από τον λόγο (τα λεγόμενα) του φιλοσόφου, δεν εξαντλείται όμως σε αυτόν. Ο φιλόσοφος κρίνει πλευρές της πραγματικότητας, και, όπως η Πυθία, δίνει σημάδια της αλήθειας. Οι άνθρωποι σπανίως τον ακούν και, όταν ακόμη τον ακούσουν, αδυνατούν να κατανοήσουν τη σημασία των λεγομένων του. Συνεχίζουν να μένουν εγκλωβισμένοι στον προσωπικό τους μικρόκοσμο, και δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει κάτι κοινό και αληθινό, που τους ξεπερνά: «Πρέπει να ακολουθούμε το κοινό· ενώ όμως ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν ο καθένας τη δική του αντίληψη» (απόσπ. 2).

Η λέξη «λόγος» πρέπει καταρχάς να σήμαινε τη λεκτική εκφορά, τα λόγια. Ο Ηράκλειτος είναι ο πρώτος που εντάσσει τον Λόγο στην γλώσσα της φιλοσοφίας, δίνοντάς του μάλιστα κεντρική σημασία. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί την λέξη δείχνει ότι θέλει να της προσδώσει μια νέα έννοια, προφυλάσσοντας τους αναγνώστες του από παρανοήσεις: μην ακούτε εμένα αλλά τον Λόγο· ο Λόγος αυτός δεν είναι δικός μου ούτε δικός σας, είναι κοινός. Ο Λόγος λοιπόν είναι κάτι που υπάρχει αντικειμενικά, βρίσκεται πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων, στην ίδια τη δομή του Κόσμου.

Δίνει το μέτρο, την διάταξη και την αρμονία των πραγμάτων. Ο κόσμος του Ηράκλειτου, παρά την επιφανειακή του αστάθεια, διέπεται από ενότητα, από κρυφή αρμονία, από Λόγο. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί την επιλογή του Ηράκλειτου, αν σκεφτεί ότι λίγο αργότερα η πολυσήμαντη λέξη «λόγος» στα συμφραζόμενα της φιλοσοφίας σηματοδοτεί άλλοτε την αναλογία και το μέτρο, άλλοτε τον συλλογισμό και άλλοτε την ορθή σκέψη.

Για να επιστρέψουμε στον περίφημο αφορισμό “Τα πάντα ρεί, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν” όπου βρίσκεται αποτυπωμένη όλη η ροή, όλη η φευγαλέα κίνηση των πραγμάτων. Αυτή η οργιαστική ροή μας καθιστά και παιδιά της γης, η σπίθα (ΠΥΡ) που έχουμε μέσα μας από την ουσία των άστρων, μας καθιστά και παιδιά τ’ ουρανού. Ταξιδευτές του σύμπαντος, είδαμε αυτόν τον κόσμο και τον ερωτευτήκαμε. Ίσως γιατί προσφέρει καταφύγιο στους κοσμικούς οδοιπόρους, τους κουρασμένους από την αστρική περιπλάνηση. Ίσως να μας τράβηξε η σοφία του και να εμπιστευθήκαμε τις εξελικτικές του δυνάμεις. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, ριζώσαμε εδώ και φτιάξαμε τον κόσμο μας.

Και από τότε ερχόμαστε και ξαναερχόμαστε. Αλλά ο κόσμος αυτός που τόσο αγαπάμε και τόσο χαιρόμαστε, που μας γεμίζει άφατη χαρά κι άλλοτε πόνο και θλίψη, είναι ο κόσμος του Άδη. Μόνο που το έχουμε ξεχάσει και τον ταυτίζουμε με την πραγματική ζωή. Όπως οι καταδικασμένοι να πιουν κώνειο ένιωθαν τα μέλη του σώματός τους να παγώνουν, έτσι κι εμείς πριν έρθουμε είναι απαραίτητο να πιούμε το νερό της Λήθης. Και η ύπαρξή μας μια χαοτική σύγχυση, μια συνεχής ροή από στιγμές τρικυμισμένες.

Υπήρχε παλιά ένα σπίτι στον Ακράγαντα που ονομάστηκε “τριήρης” για τον εξής λόγο. Μερικοί νέοι μεθοκοπώντας μερόνυχτα μέσα σ’ αυτό ήρθαν σε τέτοιο σημείο έξαψης και παραλογισμού, ώστε να νομίζουν από την μια μεριά ότι ταξιδεύουν πάνω σε πλοίο και απ’ την άλλη ότι είχε πιάσει φοβερή τρικυμία. Τόσο πολύ σάλεψε τα λογικά τους από το πολύ πιοτό, ώστε άρχισαν να ρίχνουν από τα παράθυρα του σπιτιού όλα τα σκεύη και τα στρώματα, πιστεύοντας ότι εκτελούσαν διαταγή του κυβερνήτη. Έπρεπε να ελαφρώσουν το πλοίο που κινδύνευε να βουλιάξει.

Όπως ήταν επόμενο, μαζεύτηκε πολύς κόσμος που άρπαζε ό,τι πετούσαν. Αλλά αυτοί πού να πάρουν χαμπάρι! Την επομένη, όταν έφτασαν στο σπίτι οι αρχές της πόλης και κλήθηκαν οι νεαροί σε απολογία, ζαλισμένοι ακόμη, αποκρίθηκαν ότι εξαιτίας της σφοδρής θαλασσοταραχής αναγκάστηκαν να ελαφρώσουν το πλοίο, ρίχνοντας τα περιττά φορτία στη θάλασσα. Και ενώ οι άρχοντες έστεκαν αποσβολωμένοι, μη μπορώντας να καταλάβουν πώς έγινε τόσο νέοι άνθρωποι να χάσουν τόσο πολύ τα λογικά τους, ένας από αυτούς, αν και φαινόταν κάπως μεγαλύτερος στην ηλικία από τους άλλους, είπε: «Εγώ, κύριοι Τρίτωνες (μεθυσμένος ακόμη, νόμιζε ότι οι άρχοντες ήταν συνοδοί του Ποσειδώνα), δεν έκανα τίποτε. Μόλις έπιασε θαλασσοταραχή, επειδή φοβήθηκα, ρίχτηκα γρήγορα στο αμπάρι κι έμεινα εκεί ξαπλωμένος».

Οι άρχοντες τους συγχώρεσαν για την τρέλα τους κι αφού τους συνέστησαν να πίνουν στο μέλλον λιγότερο κρασί, τους άφησαν ελεύθερους. Κι εκείνοι, νιώθοντας απέραντη ευγνωμοσύνη, είπαν: «Αφού επιζήσαμε από τέτοια κακοκαιρία, μόλις πιάσουμε λιμάνι θα σας ανακηρύξουμε σωτήρες μας, στήνοντας στην πατρίδα μας τα αγάλματά σας δίπλα στους θαλάσσιους δαίμονες. Γιατί χρωστάμε την σωτηρία μας στην έγκαιρη παρέμβασή σας». (Αθηναίου, Δειπνοσοφιστές Β’ 37b).

Η συνείδησή μας αποτελείται από στιγμές του παρελθόντος και εικόνες και σχέδια για το μέλλον. Παγιδευμένοι στα δεσμό του χρόνου δεν ζούμε ποτέ στο παρόν.

ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.

Όχι μόνο πίνουμε αχόρταγα από το νερό της Λήθης, αλλά στα εκατομμύρια χρόνια που μεσολάβησαν από τον ερχομό μας εδώ, πλάσαμε έναν χρονικό ιστό στα δίχτυα του οποίου είμαστε παγιδευμένοι. Κάθε φορά που φεύγουμε, σβήνεται από την μνήμη μας καθετί που με κόπο συλλέξαμε στην επίγεια ύπαρξή μας. Θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διαγραφή όλων των αρχείων που περιέχουν βιώματα, πληροφορίες, ονόματα και περιστατικά. Και κάθε φορά που πρόκειται να κάνουμε μια νέα εμφάνιση, σβήνεται πάλι από το νου κάθε πράγμα που διδαχτήκαμε ή αντικρίσαμε στο υπερκόσμιο (ή μήπως υποχθόνιο;) πεδίο. Διασχίζουμε δυο φορές τον ποταμό της πεδιάδας της Λήθης – μια από εδώ προς τα εκεί, και μια από τα εκεί προς τα εδώ.

«Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι, ζώντες τον εκείνων θάνατον τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες», υπενθυμίζει ακούραστα ο Μέγιστος Σοφός της Εφέσου. Αυτός ο δεύτερος θάνατος -το νερό της Λήθης- ισοδυναμεί σε κοσμικό επίπεδο με τους ιούς που χτυπάνε την μνήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Το μυαλό μας γίνεται tabula rasa, «χάρτης ενεργός εις απογραφή», ένα λευκό χαρτί όπου πρέπει να τυπωθούν ξανά ονόματα, περιστατικά και πληροφορίες.

Κάθε φορά που γεννιόμαστε, πλάθουμε έναν νέο εαυτό από γνώσεις, βιώματα και πληροφορίες. Αυτός ο νέος εαυτός επικάθεται πάνω στον αρχαίο εαυτό μας, όπως ο πηλός σκεπάζει την αρματούρα -τον σκελετό από σύρμα στα προπλάσματα των γλυπτών. Έτσι, ο αρχαίος εαυτός δεν εμφανίζεται σχεδόν ποτέ. Παραμένει πάντοτε θύραθεν, αχρονικός και αγέννητος. Αυτή η απώλεια γίνεται αισθητή ως “χάσιμο της παιδικής αθωότητας”. Σε κάποια ηλικία νιώθουμε ότι χάσαμε κάτι πολύτιμο και οικείο. Και αυτό που αντιλαμβανόμαστε πλέον ως “εαυτό”, δεν είναι παρά το ένχρονο οικοδόμημα που συναρμολογούμε από περιστασιακά βιώματα και πρόσφατες εμπειρίες.

Σχηματίζουμε μια χρονική αλυσίδα, με την οποία σφιχτοδένουμε την ζωή μας. Πιστεύουμε ότι ζούμε στο παρόν. Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, το παρόν μας δεν είναι τίποτε άλλο από κλεμμένες στιγμές από το παρελθόν, όνειρα και εικόνες για το μέλλον. Η συνείδησή μας είναι συνεχώς κατειλημμένη από βιώματα και μνήμες, σχέδια και προσμονές. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ζούμε στο παρόν. Ολόκληρη η ύπαρξή μας αποτελείται από στιγμές του παρελθόντος και προσδοκίες του μέλλοντος. Αυτές καθορίζουν την συμπεριφορά μας και συνεργούν στις αποφάσεις μας.

Από την στιγμή που θα γεννηθούμε, η συνείδησή μας ασχολείται με την καταγραφή. Τις καταχωρήσεις αυτές τις ανακαλούμε, όποτε θέλουμε να θυμηθούμε γεγονότα, πρόσωπα και περιστατικά. Στα πρώτα χρόνια της ζωής μας περισσεύουν οι ελπίδες. Μεγαλώνοντας, η ζωή μας γίνεται όλο και περισσότερο παρελθόν. Το μέλλον, το κομμάτι εκείνο που το κρατάμε πάντοτε άγραφο, ελπίζοντας να γράψουμε σε αυτό καλύτερα και πιο θαυμαστά συμβάντα, ολοένα και λιγοστεύει. Και κάποια στιγμή δεν υπάρχει πια άλλος χρόνος. Στις λίγες σελίδες που απομένουν, στριμώχνονται οι θολές ελπίδες μας για μια άλλη ζωή μετά θάνατο, είτε αυτή συμβεί εδώ στη γη στο μακρινό μέλλον, είτε στο υπερπέραν. Γιατί όπως λέγει ο Σοφοκλής:

“Μόνο οι Θεοί δεν γερνούν και δεν πεθαίνουν ποτέ.
Όλα τα άλλα εξουσιάζονται από τον χρόνο, που δαμάζει τα πάντα.”

Ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος, που ήταν σύγχρονος του Σωκράτη, έλεγε πως «μόνον ημέτερον είναι το παρόν, μήτε δε το φθάνον μήτε το προσδοκώμενον: το μεν γαρ απολωλέναι, το δε άδηλον είναι ει πάρεσται». Παρ’ όλα αυτά, δεν ζούμε στο παρόν. Έτσι, ποτέ δεν δρασκελίζουμε το κατώφλι του χρόνου για να συναντήσουμε τον αγέννητο ή αχρονικό εαυτό μας. Παγιδευμένοι αιώνια στα δεσμά του χρόνου. Βυθισμένοι στην ληθαργική κατάσταση που αποκαλούμε ‘ζωή’, πλανιόμαστε σαν τις σκιές στον Αδη, αθάνατοι νεκροί. Για να το θέσουμε διαφορετικά, εάν το παρόν μας αποτελείται από παρελθόν και μέλλον, τότε πρέπει να το μηδενίσουμε. Μόνο έτσι μπορούμε να αρχίσουμε τον Μέγα Διάκοσμο.

Ο Ύπνος και ο Θάνατος

Στην Ιλιάδα διαβάζουμε ότι «ο Θάνατος είναι αδελφός του Ύπνου» (Β 671). Για τον Ησίοδο, ο Ύπνος και ο Θάνατος είναι δίδυμα αδέλφια, τέκνα της μαύρης Νύχτας (Θεογονία 759). Οι καλλιτέχνες της αρχαιότητας εικόνιζαν την Νύχτα με τα χαρακτηριστικά γυναίκας, η οποία είχε στο δεξί χέρι καθισμένο ένα λευκό παιδί και στο αριστερό ένα μαύρο και τα θήλαζε (Παυσανίας, Ε 18, 1). Με την πάροδο του χρόνου, η αντίθεση του Ύπνου και του Θανάτου ελαττώθηκε και τελικά τα δυο αδέλφια ταυτίστηκαν σε ένα. Στις σαρκοφάγους της ελληνιστικής περιόδου βλέπουμε ένα νεκρό φτερωτό παιδί να κοιμάται ήσυχα ή να είναι όρθιο, κρατώντας τη δάδα της ζωής σβηστή και ανεστραμμένη.

Για τον Ηράκλειτο, «θάνατος εστι οκόσα εγερθέντες ορέομεν· οκόσα δε εύδοντες ύπνος».
(Θάνατος είναι όσα βλέπουμε ξύπνιοι και ύπνος όσα κοιμισμένοι)

Σύμφωνα με τις ρήσεις των αρχαίων στοχαστών, ο άνθρωπος είναι ένας ήδη νεκρός που κατατρέχεται από φοβίες και ανασφάλειες, επειδή πιστεύει ότι ζει. Χαίρεται την ζωή και την απολαμβάνει, επειδή αγνοεί ότι είναι νεκρός. Φροντίζει για τις δουλειές. την περιουσία, την οικογένειά του. Μεριμνά για το μέλλον του. Και ο χρόνος, σαν τους κόκκους της άμμου, γλιστράει μεσ’ απ’ τα δάκτυλά του.

Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

Σπάνια αναρωτιόμαστε ποια είναι η μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτής της γέφυρας που οδηγεί από την γέννηση στο θάνατο, μέσω της αναπαραγωγής. Όταν είμαστε νέοι είναι νωρίς για να σκεφτούμε· όταν γεράσουμε είναι αργά. Η προσοχή μας εγκλωβίζεται στις εγκόσμιες υποθέσεις. Αλλά ακόμη κι αν κάποιος μείωνε στο ελάχιστο τα εγκόσμια ενδιαφέροντά του και στρεφόταν στον εαυτό του, τι θα συναντούσε; Ένα κουβάρι από απωθημένες επιθυμίες, όνειρα και φιλοδοξίες που δουλεύουν υπόγεια και τον κατευθύνουν. Είναι δύσκολο να πολεμάς την καρδιά σου, λέει ο Ηράκλειτος. Γιατί αυτή, ό,τι θέλει, το αγοράζει με ζωή.

Για τον Μέγιστο Σοφό της Εφέσου οι άνθρωποι:

«γενόμενοι ζώειν εθέλουσι μόρους τ’ έχειν, μάλλον δε αναπαύεσθαι· και παίδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι».
(Οι άνθρωποι έρχονται στην ζωή για να βρουν το θάνατό τους, ή μάλλον να αναπαυθούν κι αφήνουν πίσω τους παιδιά που κι αυτά πρόκειται να πεθάνουν.)

Στον παράδοξο αυτόν ορισμό παρατηρούμε ότι η ανθρώπινη μοίρα (μερίδιο ζωής) εξισώνεται με τον μόρο (μερίδιο θανάτου). Ο Ηράκλειτος δεν μας λέει κάτι που είναι αυτονόητο, ότι δηλαδή οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν, αλλά ότι έρχονται στην ζωή για να συναντήσουν το θάνατο, επειδή δεν μπορούν να αντέξουν την κοσμική ένταση της φυλακής του περίκλειστου σύμπαντος. Έρχονται για να αναπαυθούν. Και τους θεωρεί ανόητους γιατί, αν και βρίσκονται στον Άδη, πιστεύουν ότι ζουν και θέλουν να διαιωνίσουν το είδος τους, αφήνοντας πίσω τους παιδιά που κι αυτά έχουν μέσα τους τον σπόρο του θανάτου: μαζί με αυτό που τους δίνει ζωή, σέρνουν κι εκείνο που τα καταστρέφει.

“Το ‘χει το κρίμα το παλιό καινούριο να γεννοβολάει κρίμα” λέγει ο Αισχύλος στην Ορέστεια.

Ωστόσο, τίποτε δεν είναι ικανό να μας ξεκουνήσει από την μακαριότητά μας. Ένας πόλεμος, μια ασθένεια ή ένας σεισμός κάπως μας ταρακουνούν. Αλλά για λίγο. Οι δονήσεις του σοκ καταλαγιάζουν και όλα γίνονται όπως και πριν. Αν και το μαγικό κλειδί βρίσκεται συνεχώς δίπλα μας, σαν υποτίθεται, νοήμονα όντα έχουμε βρει μύριους τρόπους να καθησυχάζουμε την συνείδησή μας:

«Του δε λόγου τούδ’ εόντος αιεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι και πρόσθεν ή ακούσαι και ακούσαντες το πρώτον».
(Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια παρών, λέει ο Ηράκλειτος, οι άνθρωποι φέρονται ανόητα και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά)

Και συνεχίζει:

«Ασύνετοι ακούσαντες κωφοίσι εοίκασυ φάτις αυτοίσι μαρτυρέει, παρεόντας απείναι».
(Ασύνετοι όπως είναι, αν και ακούν, μοιάζουν με κουφούς- μαρτυρεί γι’ αυτούς η παροιμία: παρόντες απουσιάζουν.)

Περί της Ηράκλειας σημειολογίας.

Όμως γιατί το σύνολο των κορυφαίων στοχαστών της αρχαιότητας τοποθετούσε στον ίδιο παρονομαστή την ανθρώπινη ζωή και τον θάνατό της; Είχαν δίκιο να πιστεύουν ότι ο Άδης και ο ένυλος κόσμος μας είναι ένας και ο αυτός; Και εάν έτσι έχουν τα πράγματα, πώς μπορεί κανείς να αποδράσει από αυτόν τον κόσμο του θανάτου; Υπάρχει κάποια πρακτική μέθοδος, κάποια οδός διαφυγής, ή πρόκειται μόνο για θρύλους και παραμύθια όταν ακούμε ότι πολλοί σοφοί κατέκτησαν την αθανασία;

Αν και τα ερωτήματα αυτά δεν απασχολούν σήμερα κανέναν, δεν παύουν να αποτελούν πρόκληση για την λογική και την φαντασία μας. Είναι γνωστό πως από το μηδέν γεννιέται μηδέν. Είναι επίσης προφανές πως έναν νέο άνθρωπο δεν τον κατασκευάζουν οι γονείς του, αλλά ότι έρχεται στην ζωή μέσω αυτών, για να εκδηλώσει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Επομένως, καθετί που έρχεται στον κόσμο προϋπάρχει και τίποτε δεν καταστρέφεται με το θάνατο. Πρόκειται για κοσμικό νόμο:

«Κόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησε, αλλ’ ην αιεί και έστι και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα», διατρανώνει ο Ηράκλειτος.
(Τον κόσμο αυτόν με όλα όσα περιέχει, δεν τον έφτιαξε κανείς θεός ή άνθρωπος, αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι, αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.)

ΔΥΟ ΕΙΔΗ ΨΥΧΗΣ.

Την κατάσταση αυτή της αιώνιας ανακύκλησης των πραγμάτων, οι Έλληνες δάσκαλοι την αποκαλούσαν “ψυχή” και ορθά υποστήριζαν πως είναι “αθάνατη”. (Βέβαια, όπως θα δείξουμε πιο κάτω, στην ελληνική διδασκαλία η ιδέα της αθανασίας της ψυχής έχει κοσμολογική καταγωγή, πράγμα που την διαφοροποιεί από κάθε προγενέστερη ή μεταγενέστερη θρησκευτική/δογματική παράδοση). Η ψυχή έχει το χάρισμα να εμψυχώνει τα πάντα και να ξεπερνάει τα πάντα. Υπάρχουν δυο είδη ψυχής: η συμπαντική ψυχή -η anima mundi- και η ατομική ψυχή του ανθρώπου. Αλλά εδώ χρειάζεται το μέγιστο της προσοχής μας, γιατί η διάκριση αυτή είναι πραγματική μαζί και πλασματική. Είναι πραγματική στο βαθμό ότι η ανθρώπινη ψυχή προέρχεται από την συμπαντική- οδηγούμαστε όμως σε πλάνη αν δεχτούμε ως βάση των συλλογισμών μας ότι κατά την επίγεια εμφάνισή της, καθώς δηλαδή εξατομικεύεται, η ανθρώπινη ψυχή διαφοροποιείται από την παγκόσμια.

Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξουμε αφορά την χρήση του όρου “ψυχή”, τον οποίο δεν μπορούμε να παρακάμψουμε εφόσον είναι ένας από τους σημαντικότερους στην αρχαιοελληνική γραμματεία. Πρέπει όμως να τον αποσαφηνίσουμε, διότι σήμερα εκφέρεται διαφορετικά απ’ ό,τι στο παρελθόν. Για παράδειγμα, όταν οι αρχαίοι Έλληνες στοχαστές μιλούσαν για την ψυχή, δεν εννοούσαν κάτι αντίθετο της ύλης, αλλά κάτι που περιλάμβανε και την ύλη.

Σε αντίθεση με τη δική μας καρτεσιανή λογική, που διαχωρίζει το πνεύμα ή την ψυχή από την ύλη, οι αρχαίοι φιλόσοφοι δεν ήταν δυαρχικοί. Εμείς τους ερμηνεύουμε έτσι. Με την ευκαιρία, να πούμε ότι και το νόημα του όρου “ύλη” ήταν διαφορετικό απ’ ό,τι σήμερα. Εμείς έχουμε αναιρέσει από την ύλη κάθε μορφοποιητική και κάθε αισθητή ιδιότητα. Αντίθετα οι αρχαίοι μιλούσαν για ύλη με την ενύπαρξη του νοείν.

Γι’ αυτούς η ύλη δεν ήταν νεκρή – ιδιαίτερα η αρχέγονη ύλη της κοσμολογίας. Με τον όρο αυτόν δεν εννοούσαν μια χαώδη κατάσταση, αλλά μια ενσυνείδητη, στην οποία υπήρχαν ενσωματωμένοι ρυθμοί και αρμονίες. Όχι όμως σε πλήρη ανάπτυξη. Η εμφάνιση του Λόγου ή του Ενός, απεικονίζει ακριβώς την προσπάθεια που αναλαμβάνεται να αποκτήσουν αυτοί οι πρωταρχικοί ρυθμοί και οι αρμονίες εσωτερική και εξωτερική πληρότητα.

Ας επανέρθουμε όμως στο θέμα της παγκόσμιας και της ατομικής ψυχής. Σήμερα πιστεύουμε στη “μοίρα της ατομικής ψυχής”, ότι δηλαδή κάθε ανθρώπινο ον έχει το δικό του προδιαγεγραμμένο μερίδιο στην ευτυχία ή στην δυστυχία, στον πλούτο ή στην φτώχεια, στις ευκαιρίες ή στις δυσκολίες. Γι’ αυτό έχουμε διαιρέσει την ζωή σε Κόλαση και Παράδεισο, τόσο στην φυσική όσο και στην μεταφυσική της διάσταση. Αλλά από την σκοπιά του νου τα πράγματα αυτά φαίνονται ανόητα και απατηλά. Ο κλήρος κάθε ψυχής δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτόν της παγκόσμιας ψυχής. Κληρονομιά της ατομικής ψυχής δεν είναι τα βάσανα και οι αμαρτίες -και φυσικά ούτε η εξιλέωση- αλλά η παγκόσμια ψυχή. Είναι εκπληκτικό το ότι έχουμε ξεχάσει πως η ψυχή είναι μέρος και όλο μαζί, και ότι αυτό αποτελεί την κύρια ιδιότητά της.

Ο Διόνυσος σε πάνθηρα. (εικ.) Ψηφιδωτό δάπεδο από τον Οίκο της Τρίαινας στη Δήλο. Γύρω στα 100 π.κ.ε. Εδώ ο Διόνυσος εικονίζεται να κρατά ντέφι και μουσική ράβδο, με τα οποία εμπνέει την ιερή μανία στους οπαδούς του. Η ιερή μανία δεν είναι ισοδύναμο της παραφροσύνης, αλλά αποτέλεσμα του σοκ που υφίσταντο οι μυούμενοι μετά την φώτιση, από την επαφή τους με έναν άγνωστο και καινούριο κόσμο. Η εσωτερική ισορροπία διαταρασσόταν, τουλάχιστον έως ότου η λογική πάρει ξανά το πάνω χέρι. Ο πάνθηρας συμβολίζει το δέρμα πάνω στο οποίο ξάπλωναν οι προς μύηση μαθητές. Στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες του αρχαίου κόσμου, το δέρμα του πάνθηρα ήταν ιερατικό ένδυμα.

ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΗΣ ΜΥΗΣΗΣ.

Ας δούμε τώρα τι συμβαίνει όταν η ατομική ψυχή συνηχεί με την παγκόσμια ή όταν το μέρος αποκαθίσταται στο φυσικό περιβάλλον του που είναι το όλο. Ο Ρωμαίος γραμματικός Μακρόβιος, στο έργο του Commentarium Scipionis. λέει τα εξής: «Ο Ηράκλειτος βεβαιώνει πως η ψυχή είναι μια σπίθα (ΠΥΡ) από αστρική ουσία». Εδώ έχουμε την γνωστή ηρακλειτική θέση, την οποία αναφέρει στα γραπτά του και ο Αέτιος, ότι «η ψυχή είναι πύρινη» (IV 3, 4). Είναι προφανές πως στο απόσπασμα που διασώζει ο Μακρόβιος γίνεται λόγος για την ατομική ψυχή, ενώ στο δεύτερο, του Αέτιου, για την παγκόσμια.

Η συμπαντική ψυχή, που ουσία της είναι ο Λόγος, είναι πύρινη· σαν ατομική όμως τέρπεται όταν βυθίζει τα πόδια της στην υγρασία: «Ψυχήσι τέρψις υγρήσι γενέσθαι». Στις ψυχές αρέσει να γίνονται υγρές. «Βορβόρω χαίρειν», λέει ένα άλλο απόσπασμα του Ηράκλειτου. Σαν τα γουρούνια, οι άνθρωποι χαίρονται όταν κυλιούνται στην λάσπη.

Στην ηρακλειτική σημειολογία, το ΠΥΡ αντιδιαστέλλεται με το ύδωρ (θυμικό). Γενικά, στην κωδικοποιημένη γλώσσα των φιλοσόφων, οι όροι “ωκεανός”, “θάλασσα” και “νερό” συμβολίζουν τον υγρό κόσμο της γέννησης, την απόλαυση των επιθυμιών και κατ’ επέκταση την συσκότιση και τον πνευματικό λήθαργο. Όσο επιδέξιος κολυμβητής κι αν είναι κάποιος, είναι διαφορετικό να ζει μόνιμα στο νερό και διαφορετικό να μπορεί να περπατά επάνω σε αυτό. Με άλλα λόγια, όταν τα ύδατα του θυμικού ανέρχονται σε επικίνδυνο βαθμό, απειλούν να πνίξουν τον καθαρό νου και τον λογισμό της ψυχής.

Δίχως καθαρό νου, διευθυνόμενος από πάθη και μισαλλοδοξίες, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αναζητήσει την σοφία. «Ανήρ οκότ’ αν μεθυσθή, άγεται υπό παιδός ανήβου σφαλλόμενος, ουκ επαΐων όκη βαίνει, υγρήν την ψυχήν έχων». Όπως ένας μεθυσμένος παραπατά, έτσι κι αυτός που πίνει αχόρταγα ό,τι του προσφέρεται, μοιάζει να οδηγείται από μωρό παιδί, κάνοντας λάθη και μη γνωρίζοντας πού πηγαίνει. Η ψυχή του έχει κατακλυσθεί από τα ύδατα. Ακούραστος ο Τιτάνιος Ηράκλειτος δεν σταματά να επαναλαμβάνει πως για τις ψυχές είναι θάνατος να είναι υγρές:

«Ψυχή σι γαρ θάνατος ύδωρ γενέσθαι». Και αλλού σημειώνει: «Θάλασσα ύδωρ καθαρώτατον και μιαρώτατον, ιχθύσι μεν πότιμον και σωτήριον, ανθρώποις δε άποτον και ολέθριον».
(Όπως το θαλασσινό νερό ωφελεί μόνο τα ψάρια και δεν είναι πόσιμο από τους ανθρώπους, έτσι και ο υγρός κόσμος μας είναι ακατάλληλος για την ψυχή, γιατί την οδηγεί σε κατάσταση μέθης.)

«Αύη ψυχή σοφωτάτη και αρίστη».
(Άριστη είναι η ξηρή ψυχή, η στεγνή από επιθυμίες. Αυτή βρίσκεται πιο κοντά στην σοφία.)

Βλέπουμε λοιπόν πόσο θαυμάσια φωτίζεται το “σκοτεινό” νόημα του ηρακλειτικού λογισμού. Όσο πιο αποκομμένη είναι η ψυχή από το ΠΥΡ, τόσο πιο υγρή γίνεται· αντίθετα, όσο πιο πολύ θυμάται την προέλευση και την καταγωγή της, τόσο πιο πύρινη γίνεται. Αυτή η μετακίνηση προς τα πάνω γίνεται με τον ίδιο τρόπο με αυτήν προς τα κάτω: είναι απλά θέμα επικέντρωσης και εστιασμού. «Οδός άνω κάτω μία και ωυτή», υπενθυμίζει ο Ηράκλειτος. (Ο δρόμος που ανεβαίνει και ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ο ίδιος).

Δεν τίθεται επομένως θέμα ηθικής συμπεριφοράς, αλλά εξομοίωσης με το θείο. Η εξομοίωση αυτή πετυχαίνεται όταν ο νους -νοούμενος εδώ ως ανώτερο τμήμα της ψυχής- καθαρίζεται και εστιάζεται στο όλο. Αλλά επειδή όπως είπαμε η ατομική ψυχή είναι ταυτόχρονα και μέρος της παγκόσμιας, χρειάζεται την προσεκτική παρέμβασή μας στην ολοκλήρωση του προσωπικού διάκοσμου, για τον οποίο μιλήσαμε πιο πάνω.

Αυτός γίνεται όχι τυχαία και συμπτωματικά, αλλά με κάποιους νόμους και με κάποιες αρχές, που αν και είναι πολύ δύσκολο να περιγραφούν έτσι πρόχειρα, οπωσδήποτε δεν σχετίζονται με κάποια ηθική συμπεριφορά, ούτε με τον αμοραλισμό. Αυτός ήταν ο λόγος που το σύνολο των φιλοσόφων είχε στάση περιφρονητική αν όχι εχθρική απέναντι στις θρησκευτικές δοξασίες του λαού.

Δεν υπάρχει χειρότερο εμπόριο, μας λέει ο Επίκουρος, από το παζάρι που γίνεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό: το να κάνει κάποιος τον καλό ή να αποστρέφεται τις χαρές της ζωής για να κερδίσει την ουράνια ευδαιμονία. «Αγαθόν και κακόν ταυτόν», λέει ο Ηράκλειτος. Ο δρόμος της σοφίας κινείται πέραν του καλού και του κακού, του χρέους και της απιστίας, της ηθικότητας και της ασυδοσίας. Αυτά είναι ανθρώπινες καταστάσεις και απορρέουν από την σύγχυση και την τυφλότητα του νου. Τέτοιου είδους διλήμματα αξίζουν όσο και μια συζήτηση σχετικά με την διαγωγή ενός νεκρού.

Διόνυσος, Άδης και Ορφικοί

Για τον Μέγιστο Σοφό της Εφέσου οι άνθρωποι είναι νεκροί, ή μάλλον πορεύονται προς τον θάνατο μεθυσμένοι από το κρασί της ζωής. Από την σκοπιά αυτή, το κρασί της ζωής δεν διαφέρει σε τίποτε από το νερό της Λήθης. Έχοντας λησμονήσει ο άνθρωπος την νηφάλια σπίθα της αστρικής ουσίας που έχει μέσα του, κατηφορίζει το μονοπάτι της ζωής «με μουσικές εξαίσιες, με φωνές», με γιορτινά στεφάνια, παραδομένος στην απόλαυση. Γι’ αυτόν κάθε συμβάν -αίσιο ή ατυχές- αποτελεί αφορμή χαράς και γλεντιού, από την γέννηση ώς τα τελευταία. Γιατί ο κόσμος μας, που είναι ο Κάτω Κόσμος, είναι παράλληλα και ο κόσμος του Θεού Διονύσου. Άλλωστε, πού αλλού θα ταίριαζαν καλύτερα νυκτωδίες και θρηνωδίες αν όχι στον κόσμο του Άδη;

Για τον κοφτερό νου του Ηράκλειτου, ο Διόνυσος είναι η Θεοποίηση της ζωής:

“Ει μη γαρ Διονύσω πομπήν εποιεύντο και ύμνεον άσμα αιδοίοισι, αναιδέστατα είργαστ’ αν ωυτός δε Αΐδης και Διόνυσος, ότεω μαίνονται και ληναΐζουσή.”
(Γιατί αν δεν έκαναν πομπή για τον Διόνυσο και δεν υμνούσαν με άσμα τα αιδοία, θα ήταν όσα κάνουν αναιδέστατα· είναι το ίδιο πράγμα ο Άδης και ο Διόνυσος, που στο όνομά του καταλαμβάνονται από μανία και παραληρούν.)

Βλέπουμε λοιπόν ότι Άδης και Διόνυσος αποτελούν τις δυο όψεις του νομίσματος με το οποίο εξαγοράζουμε την ζωή μας. Αξίζει να προσέξουμε την φωνητική ομοιότητα αλλά και την νοηματική αμφισημία των λέξεων άσμα αιδοίοισι, αναιδέστατα και Αΐδης. Τα ανθρώπινα όντα, προερχόμενα από τον υγρό κόσμο των γεννητικών οργάνων (αιδοία), καταλήγουν στην αγκαλιά του Άδη. Ο άνθρωπος είναι αΐδιος (αιώνιος), αλλά και αίδής (τυφλός). Όσα κάνει, αντί να είναι αιδοία (άξια σεβασμού), είναι χωρίς αιδώ και αΐδηλα (καταστροφικά). Παραγνωρίζοντας την θεία φύση του, γίνεται αναιδής απέναντι στο Λόγο και υμνεί με άσματα την ζωή την στιγμή που θα έπρεπε να θρηνεί, αφού ο Διόνυσος, ως θεός-χορευτής, είναι επικεφαλής της πομπής που οδηγεί στον όλεθρο.

Το Διονυσιακό στοιχείο εκδηλώνεται στον ανθρώπινο κόσμο με την λατρεία της επίγειας ύπαρξης. Η ψυχή ευφραίνεται να γεννιέται υγρή. Γελάμε, γλεντάμε, μεθάμε σε ένα ατέλειωτο πανηγύρι. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο βίος μας χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ομαδική έξαρση, την ξέφρενη μανία, τον ενθουσιασμό που σπιρουνίζεται από το βακχικό μεθύσι, το εκστατικό παραλήρημα, τα άγρια όργια.

Ο Πλάτωνας, μεταξύ αστείου και σοβαρού, λέει ότι ο θεός του κρασιού ονομάστηκε Διδοίνυσος (ο δίδων τον οίνον), «επειδή κάνει τους περισσότερους απ’ όσους πίνουϊλοίεσθαι νουν έχειν (να νομίζουν ότι έχουν τα λογικά τους), ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν» (Κρατύλος 406c). Σε ένα άλλο χωρίο (Νόμοι 672b) αναφέρει ότι το κρασί και η μέθη -στην συμβολική τους διάσταση- είναι δυνατό να εκληφθούν ως εκδίκηση του θεού. Από την σκοπιά αυτή, η έννοια της “ελευθέρωσης” αντιπαραβάλλεται με την “μανία” και ο Διόνυσος Λύσιος ή ελευθερωτής με τον Διόνυσο Βάκχο.

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ.

Την γνώμη του Ηράκλειτου, ότι η εγκόσμια ζωή είναι θάνατος, ασπάζεται και ο Πλούταρχος στο Περί Ίσιδος και Οσίριδος (28). Στο ίδιο έργο (34) αποκαλεί τον Διόνυσο Υήν, δηλαδή υγρόν, επειδή τον θεωρεί προσωποποίηση της υγρής φύσης του ανθρώπου (ορμέφυτα, θυμικό, επιθυμητικό). Και αμέσως μετά τον ταυτίζει με τον αιγύπτιο Όσιρι, λόγω της ομοιότητας των δυο Θεών (35): όπως ο Όσιρις, έτσι και ο Διόνυσος διαμελίζεται από τους Τιτάνες’ το σώμα του σχίζεται, κομματιάζεται, εκμηδενίζεται και τα μέλη σκορπίζονται σε όλη την γη. Αλλά από τον οδυνηρό αυτό θάνατο προκύπτει μια νέα ζωή, γεμάτη ενεργητικότητα και αφθονία. «Μιλούν για τον Διόνυσο», λέει ο Πλούταρχος, «σαν να ήταν ο Θεός που καταστρέφεται, εξαφανίζεται και εγκαταλείπει την ζωή, ο οποίος όμως ύστερα ξαναγεννιέται».

Στην φιλοσοφική ορολογία, ο Διόνυσος είναι η παγκόσμια ψυχή που διαμελίζεται και μοιράζει τα κομμάτια της με κλήρο στις ατομικές ψυχές. Είναι ο Θεός που κατεβαίνει στον Άδη και πεθαίνει για να αναστηθεί ξανά. Με την έλευση του βδελυρού χριστιανισμού, τα πάθη του Διονύσου και οι ανοιξιάτικες τελετές που τα συνόδευαν -απογυμνωμένες από τον διθυραμβικό χαρακτήρα τους- αποτυπώθηκαν στα πάθη του Γιαχβέ-Ιησού: ο άρτος και ο οίνος, σύμβολα του σώματος και του αίματός του, προσφέρονται κατά τον Μυστικό Δείπνο στους μαθητές του· οι στρατιώτες μοιράζουν με κλήρο τα ιμάτιά του’ ακολουθεί η κάθοδος στον Άδη και τέλος η ανάσταση.

Πίσω από τις μεταλλαγές του Διονύσου, της γέννησης, του θανάτου και της επιστροφής του στην ζωή, βρίσκεται η ιδέα της αθανασίας της ψυχής και κατ’ επέκταση της μετενσάρκωσης. Τα ίχνη αυτής της παράδοσης οδηγούν στην πρώιμη εκείνη περίοδο κατά την οποία δρούσαν στην Ελλάδα τα μυστήρια των Ορφικών. Σύμφωνα με τον μύθο, ο αρχικός σκελετός του οποίου προέρχεται από την μινωική Κρήτη, ο Διόνυσος γεννήθηκε από την Περσεφόνη και κατακρεουργήθηκε από τους Τιτάνες, τους προγόνους του ανθρώπου. Όταν ήταν μικρός, τον πλησίασαν με δολιότητα οι αδελφοί του Τιτάνες, προσφέροντας σε αυτόν παιχνίδια, και αφού τον συνέλαβαν, τεμάχισαν το σώμα του και έριξαν τα κομμάτια σε ένα λέβητα για να τα βράσουν.

Αλλά ένα από τα μέλη του σώματός του διέφυγε. Την ώρα του εγκλήματος, η Αθηνά κατόρθωσε να τους πάρει την καρδιά του θύματος και ενώ ακόμη χτυπούσε να την φέρει στον Δία. Το μέρος αυτό του σώματός του έδωσε στο Διόνυσο νέα ζωή. Η αθάνατη ύπαρξή του δεν καταστράφηκε, αλλά απλώς άλλαξε μορφή. Έτσι λοιπόν ο Διόνυσος έγινε σύμβολο της ισχυρής ζωής που υπάρχει παντού μέσα στο σύμπαν και δίνει ζωή σε όλα τα όντα, στα οποία τα φαινόμενα της καταστροφής και του θανάτου είναι απλώς οι μεταμορφωτικές εκδηλώσεις της ζωής.

Πράγματι, για τους Ορφικούς ο Διόνυσος ήταν η παγκόσμια ψυχή, η κοινή πηγή όλων των ανθρωπίνων ψυχών, οι οποίες ενσαρκώνονται για να καθαρίσουν από κάθε ξένη ανάμειξη το θείο στοιχείο που υπάρχει μέσα τους και που το οφείλουν στον Βάκχο, το ουράνιο και μυστικό μέρος του Διονύσου. Γι’ αυτό το λόγο όσοι αφιερώνονταν στον Θεό επιζητούσαν με ορισμένες ειδικές τελετουργίες να έρθουν σε επικοινωνία με αυτόν.

Ο ΒΑΚΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ.

Σε ανάμνηση των παθών του Διονύσου και του τεμαχισμού του από τους Τιτάνες, τα μέλη των θιάσων, όπως ονομάζονταν οι ορφικές ομάδες, θυσίαζαν στις αρχές Μαΐου έναν ταύρο και έτρωγαν ομαδικά από τις σάρκες του -ένα έθιμο ανάλογο με αυτό του Πάσχα. Ο ταύρος ήταν μια από τις μορφές του Διονύσου (πρβλ. το κάλεσμα του Διονύσου από τις γυναίκες της Ήλιδας: «Έλα, ήρωα Διόνυσε, μαζί με τις Χάριτες στον άγιο ναό σου’ τρέξε με τα βοϊδίσια σου πόδια. Άξιε ταύρε»).

Επομένως οι μυημένοι έτρωγαν το ίδιο το σώμα του Θεού και έπιναν συμβολικά το αίμα του στο μυστικό αυτό συμπόσιο. Πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο έμπαινε μέσα τους ο Διόνυσος, ότι η ψυχή τους γέμιζε με το πνεύμα του. Αν και οι παραδόσεις σχετικά με αυτά τα έθιμα δεν έχουν διασωθεί ακέραιες αλλά συγκεχυμένες, στον Ηρόδοτο (Β, 81), καθώς και στο στο βιβλίο των Νόμων του Πλάτωνα, διαβάζουμε ότι η τελετή αυτή ήταν μια από τις ιεροτελεστίες του Ορφικού ή Βακχικού βίου, δηλαδή της ζωής που υποβαλλόταν σε αυστηρούς και ασκητικούς κανόνες που εξασφάλιζαν στους ανθρώπους, ενόσω ζούσαν, την γαλήνη μέσω κάθαρσης, και όταν πέθαιναν την ευνοϊκή μετενσάρκωσή τους σε νέα σώματα. Με αυτά θα συμπλήρωναν τον κύκλο της κάθαρσης μέχρι τον πλήρη εξαγνισμό τους με τελικό στόχο την κατάσταση της απόλυτης μακαριότητας ή θέωσης.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η μυστηριακή λατρεία των Ορφικών, τον τύπο της οποίας έκλεψαν και μιμίθηκαν όλα τα μεταγενέστερα θρησκευτικά και μυστικιστικά δόγματα, κατέληγε στην μετενσάρκωση, όπως και η σχολή των Πυθαγορείων: κάθε φορά η παγκόσμια ψυχή προβάλλει ορισμένα τμήματά της που ενσαρκώνονται εδώ ως άνθρωποι, για να επιστρέφουν κάποια στιγμή στο παγκόσμιο όλο, στο ράμφος του Αετού/Θεού/ Δημιουργού.

Για τον λόγο αυτόν, οι Ορφικοί θεωρούσαν τον Διόνυσο ταυτόχρονα ως Θεό του θανάτου και της παγκόσμιας ζωής. Η κάθοδος στην χώρα του Άδη, δηλαδή στην Γη, συνέβαλε ώστε το δόγμα αυτό να συνδεθεί με τα Ελευσίνια Μυστήρια και την Δήμητρα -ένας άλλος όρος για τη Μητέρα θεά: Δημήτηρ = γη μήτηρ. (Νόμοι βιβλ. ε’). Αν και υπάρχει αρκετό έδαφος για έρευνα, δεν θα σταθούμε εδώ στις ομοιότητες που παρουσιάζει το Ορφικό δόγμα με τον χριστιανισμό, ο οποίος φαίνεται να έκλεψε από αυτό όλο το μυθολογικό υπόβαθρό του.

Θα σημειώσουμε μόνο ότι η μορφή της θεολογίας κατά την αρχαιότητα, με την έννοια του ιερού λόγου που αποκαλυπτόταν στα μυστήρια, ήταν τελείως διαφορετική από τη θεολογία που αναπτύχθηκε στις μεταγενέστερες εποχές. (Για τα σημεία αυτά ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στο ενδιαφέρον βιβλίο του καθηγητή Walter Burket: Μυστηριακές λατρείες της αρχαιότητας, εκδ. Καρδαμίτσα).

Η μεταμόρφωση του Θεού σε Θεό Απόλλωνα.

Είδαμε μέχρι τώρα δυο από τις υποστάσεις του Θεού: τον Διόνυσο-χορευτή και τον Διόνυσο-πάσχοντα. Αλλά ο Θεός αυτός έχει και μια τρίτη υπόσταση. Κάθε άνοιξη στην αρχαία Αθήνα, ένα μήνα μετά τα Ανθεστήρια, γιορτάζονταν τα Μεγάλα Διονύσια, η μεγαλύτερη και η πιο λαμπρή από όλες τις τελετές που γίνονταν προς τιμήν του Θεού. Το επίκεντρο των Αθηναϊκών Διονυσίων ήταν ο δήμος των Ελευθερών. Εκεί υπήρχε ιερό του Θεού με το όνομα Διόνυσος Ελευθερεύς ή Ελευθέριος, ο ελευθερωτής Θεός.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στα πλαίσια των διονυσιακών εορτών, για την ευγένεια και το μεγαλείο των οποίων μας μιλάει με ενθουσιασμό ο Πίνδαρος, γίνονταν οι περίφημοι δραματικοί αγώνες, στην διάρκεια των οποίων Έλληνες και ξένοι παρακολουθούσαν στο θέατρο του Θεού Διονύσου, στην σκιά του Ιερού Βράχου, όλα τα θαυμάσια είδη του Αττικού θεάτρου: τραγωδία, κωμωδία και ιδιαίτερα το σατυρικό δράμα.

Δίκαια λοιπόν οι Αθηναίοι μπορούσαν να περηφανεύονται ότι ο Θεός αυτός, ο οποίος γιορταζόταν με τόσο υψηλόφρονα και ευγενή έργα, ήταν πράγματι ο Ελεύθερος Διόνυσος, ο ελευθερωτής Θεός που έδινε στους ανθρώπους την δυνατότητα, μέσω της αναπαράστασης ιδεωδών περιστατικών και ηρωικών συναισθημάτων, να αποσπάσουν για λίγο την ψυχή τους από τις ανάγκες και τα δεσμά της ευτελούς πραγματικότητας και να μεταφερθούν στον ανώτερο κόσμο της φαντασίας.

Από την σκοπιά αυτή ο Ελεύθερος Διόνυσος ταυτίζεται με τον Απόλλωνα. Στους Δελφούς υπήρχε δίπλα στο μαντείο ο τάφος του Διονύσου, στον οποίο οι έφοροι του μαντείου προσέφεραν κατά την άνοιξη, μέσα στο ναό του Θεού Απόλλωνα, μυστηριώδεις θυσίες. (Περί Ίσιδος και Οσίριδος 35). Στο Μουσείο Ερμιτάζ, της Αγίας Πετρούπολης, υπάρχει ένας αμφορέας του 5ου αιώνα π.κ.ε. που εικονίζει τον ολόφωτο Θεό Απόλλωνα να υποδέχεται στους Δελφούς τον Θεό Διόνυσο, που καταφθάνει με τις μαινάδες και τους σατύρους του.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τα Διονυσιακά πάθη ως αλληγορική διατύπωση της ανθρώπινης ζωής, όπως την βιώνουμε καθημερινά. Ο Θεός Διόνυσος-πάσχων δεν είναι σύμβολο του βασανισμένου ανθρώπου, αλλά εκείνου που αποφασίζει να μεταμορφωθεί: να πεθάνει ως άνθρωπος και να αναστηθεί ως Θεός· εκείνου που αναζητά την Θεότητα μέσα του. Αυτό το στοιχείο έκλεψαν οι χριστιανοί, τον Θεό που ενσαρκώνει αυτόν που αποφασίζει να αφυπνίσει το Θεικό στοιχείο του εαυτού του. Γιατί όπως η παγκόσμια ψυχή είναι ο Θεός Διόνυσος, έτσι και ο Γιαχβέ-Χριστός μπορεί να αντιπαραβληθεί με τον Διόνυσο.

Οι υποστάσεις του Διονύσου αντιστοιχούν σε εκείνες που αναφέρει η πλατωνική ρήση: «ναρθηκοφόροι μεν πολλοί, βάκχοι δε τε παύροι». Το χρυσό έλασμα του Ιππωνίου, που προτάξαμε στην αρχή του κεφαλαίου, απεικονίζει τους μύστες ή βάκχους σε αυτόν εδώ τον υπόγειο κόσμο να ακολουθούν την σύντονη (που σφύζει από ζωή) ιερή οδό προς την αιώνια μακαριότητα.

Και τους αντιπαραβάλλει με βασιλιάδες, γιατί πολλοί μπορεί να είναι υπηρέτες του θεού, αληθινοί μύστες όμως λίγοι. Το να είσαι ένθεος ή θεοφόρητος, δηλαδή να «κατέχεσαι από τον Θεό» (Ηρόδοτος Δ’, 79, 4) είναι κάτι που συμβαίνει απροσδόκητα και πιθανόν μόνο σε ελάχιστες, εξαιρετικές περιπτώσεις. Όπως το κρασί δεν αρκεί για να προκαλέσει αληθινή βακχεία, αφού ο καθένας μπορεί να μεθύσει ή να μεταλάβει δίχως να γίνει βάκχος (ένθεος), έτσι και η απόλαυση που προέρχεται από την ικανοποίηση των άλογων ψυχικών ορμών και ορέξεων μπορεί να κάνει κάποιον στιγμιαία ευτυχισμένο ή εμπνευσμένο, δεν τον κάνει όμως μόνιμο κάτοικο της σοφίας.

Ο άνθρωπος λοιπόν πρέπει να μετεξελιχθεί από Διόνυσο-χορευτή σε Διόνυσο-πάσχοντα, δηλαδή σε αυτόν που ρίχνεται αποφασιστικά στην ατραπό μέχρι την μεταμόρφωσή του σε Θεό Απόλλωνα. Ο Απόλλωνος είναι η προσωποποίηση του Νου (όπως αναφέρεται στον Αναξαγόρα). Στις αρχαίες μυήσεις, Απολλώνιος ήταν ένας από τους υψηλότερους βαθμούς της πνευματικής ατραπού, βγαλμένος κατευθείαν από τα Δελφικά Μυστήρια και έδειχνε τον φιλόσοφο εκείνον για τον οποίο ο νους αποτελούσε το χαμηλότερο σκαλοπάτι στην επίγεια κλίμακα, όπως για εμάς τους συνηθισμένους ανθρώπους το χαμηλότερο επίπεδο είναι η περιοχή των γεννητικών οργάνων και με τις δυο έννοιες: σαν τεκνοποίηση και σαν ερωτικό παιχνίδι.

Η πολύφημος οδός.

Στο χρυσό έλασμα του Ιππωνίου γίνεται λόγος για το μονοπάτι που ακολουθούν οι μύστες: συχνόν ίιοδόν ίιιεράν. Ο δρόμος αυτός δεν είναι ο δρόμος που ακολουθεί η ψυχή, της ενσάρκωσης και απόσυρσής της, αλλά εκείνος που πλησιάζει την ατομική αστρική σπίθα του ανθρώπου στο ΠΥΡ του σύμπαντος. Το συχνόν που προτάσσεται εδώ δεν σημαίνει πολυάριθμος ή πολυσύχναστος, αλλά συνεχής, άφθονος, μέγας και συστηματικός. Η οδός αυτή είναι λοιπόν σύντονος, απαιτεί δηλαδή εντατική προσπάθεια και επαγρύπνηση, όπως η χορδή ενός τεντωμένου τόξου. Κατά συνέπεια βρίσκεται μακριά από καταστάσεις πνευματικού ληθάργου, από καταστάσεις του νιρβάνα ή από αισθήματα παρόμοια με το “ωκεάνειο συναίσθημα” των χριστιανών δογματιστών.

Οπωσδήποτε πιο αρμόδιος να μας μιλήσει γι’ αυτήν είναι ένας που την έχει βαδίσει. Και αυτός δεν είναι άλλος από τον Παρμενίδη (540-470 π.κ.ε.) που ήταν μαθητής του Ξενοφάνη (και αυτός, όπως μεταδίδει ο Διογένης Λαέρτιος, μαθητής του Αναξίμανδρου). Ζώντας στην Ελέα της Ιταλίας, ήρθε σε επαφή με την σχολή των Πυθαγορείων, πράγμα που του επέτρεψε να ολοκληρώσει τον φιλοσοφικό του στοχασμό. Ο Διογένης Λαέρτιος λέει ακόμη ότι -κατά τον Σπεύσιππο- ο Παρμενίδης έκανε και νόμους για τους πολίτες της Ελέας (Βίοι φιλοσόφων IX, 21-23). Επίσης, από τον Πλάτωνα γνωρίζουμε ότι ήρθε στην Αθήνα, «εξηνταπεντάρης και γκριζομάλλης, αλλά με αρχοντικό παρουσιαστικό που αντανακλούσε την φυσική και ηθική του ρώμη», συνοδευόμενος από τον Ζήνωνα και ότι συνάντησε τον 20χρονο τότε Σωκράτη (Παρμενίδης 127a).

Για να καταλάβουμε την επίδραση που άσκησε πάνω στον Παρμενίδη το δόγμα των Πυθαγορείων, πρέπει να πούμε ότι η Σχολή των Ιώνων στοχαστών (Θαλής, Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος κ.ά.) ήταν περισσότερο τεχνοκρατική, όπως θα λέγαμε σήμερα, δίνοντας έμφαση σε επιστήμες όπως η βιολογία, η γενετική, τα μαθηματικά, η φυσική, η αστρονομία και η κοσμολογία. Οι Πυθαγόρειοι αντίθετα καλλιέργησαν μιαν ατραπό περισσότερο συνθετική, που σημαίνει ότι χρησιμοποιούσαν τις επιστήμες όχι σαν αυτοσκοπό αλλά σαν μέσο και ορισμένες φορές σαν κάλυμμα.

Οι διαφορές βέβαια δεν ήταν μεγάλες, αφού η βάση και ο σκοπός ήταν κοινά. Αλλά ενώ στην ιωνική σχολή η αλήθεια ή¬ταν διασκορπισμένη σε επιμέρους τομείς -και έπρεπε κά¬ποιος να κοπιάσει αρκετά για να συγκεντρώσει τα στοιχεία ώστε να του αποκαλυφθεί η συνολική εικόνα- στην ιταλική σχολή ήταν συγκαλυμμένη και αποκαλυπτόταν σταδιακά σε όποιον μπορούσε να πλησιάσει τον εσωτερικό πυρήνα της, μέσω διαδοχικών μυήσεων.

Μπορούμε επομένως να υποθέσουμε ότι ο Παρμενίδης ήταν γνώστης και των δυο μεθόδων προσέγγισης της αλήθειας. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να δεχτούμε ότι τη διδασκαλία περί του Ενός την πήρε από τους Πυθαγορείους. Ας δούμε τώρα τι λέει ο ίδιος σχετικά με την θεία φανερωτική οδό -που κάνει την ψυχή πύρινη ή ξηρή και οδηγεί τον άνθρωπο στην αλήθεια και στην πραγματική ζωή, σε αντίθεση με τα επίγεια μονοπάτια που οδηγούν στην υγρή ψυχή και στο θάνατο- στους πρώτους στίχους του ποιήματος του που διασώζει ο Σέξτος Εμπειρικός (Προς μαθηματικούς VII, 111):

“…ίπποι ται με φέρουσιν, όσον τ’ επί θυμός ικάνοι, πέμπον, επεί μ’ ες οδόν βήσαν πολύφημον άγουσαι δαίμονας, η κατά πάντα σαφή φέρει ειδότα φώτα.”
(Τα άτια που με οδηγούν, όσο μακριά ποθεί η ψυχή μου, μ’ εξακόντισαν (στην ουράνια πατρίδα μου), αφού με έβαλαν πρώτα στην περίφημη οδό του θεού, που κάνει τα πάντα ολοφάνερα, γεμίζοντας με φως τον γνώστη.)

Δεν θα σταθούμε εδώ στις φιλολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει αυτό το εξαιρετικά δυσπρόσιτο και ερμητικού χαρακτήρα κείμενο που είναι αντιπροσωπευτικό της προσωκρατικής σκέψης, όσο στην νοηματική αποσαφήνιση ορισμένων όρων. Οι ίπποι δεν είναι τίποτε άλλο από τον Πήγασο, το μεταμορφωμένο σε έλλογο στοχασμό άλογο μέρος της ψυχής· η μετοχή πέμπον έχει την έννοια του εκσφενδονίζω, αλλά και του αποστέλλω κάποιον οίκαδε, στο σπίτι του- η οδός της αλήθειας είναι πολύφημος (περίφημη), αλλά απέχει πολύ από το να είναι φημισμένη· οι πολλοί άνθρωποι την αγνοούν, γιατί, όπως αναφέρει ένας πιο κάτω στίχος του ποιήματος, είναι έξω από την πατησιά τους (απ’ ανθρώπων εκτός πάτου εστίν)· είναι οδός άγουσα προς τη φανέρωση του Λόγου- γι’ αυτό είναι οδός θεϊκή, οδός δαίμονας·

Ο Πλάτωνας (Κρατύλος 398 b-c), εξηγεί ότι ο όρος δαίμων (δαιμόνιος) δείχνει τον δαήμονα, δηλαδή τον ειδήμονα, τον ειδικό, κατά συνέπεια τον σοφό ή γνώστη. (Βλέπουμε ότι και στο ποίημα του Παρμενίδη ο όρος αυτός συνδέεται με το ειδότας που προέρχεται από το ρήμα οίδα = γνωρίζω). Ο Πλούταρχος καθιστά ακόμη πιο σαφές το φιλοσοφικό νόημα του όρου, λέγοντας ότι «δαίμονες ονομάζονταν κατά το παρελθόν οι άνθρωποι εκείνοι που ήταν ισχυρότεροι στο φρόνημα και την αρετή από τους άλλους ανθρώπους, δεν είχαν όμως αμιγή και ατόφια φύση όπως οι Θεοί», υπονοώντας με αυτό τον τρόπο την ενδιάμεση εκείνη βαθμίδα της εξέλιξης από το ανθρώπινο στο θεϊκό που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν ημιθεϊκή κατάσταση (Περί Ίσιδος και Οσίριδος 25). Η κατάσταση αυτή αντιστοιχεί σε αυτήν του πάσχοντος Διονύσου.

Ο Ορφέας, που υπήρξε ιδρυτής του ορφικού βίου, εικονίζεται να παίζει λύρα και να τραγουδά καθισμένος σε βράχο. Ο ορφικός βίος σχημάτιζε έναν δρόμο στο τέλος του οποίου ο μαθητής έβγαινε μεταμορφωμένος σε μύστη. Σύμφωνα με τον Ερατοσθένη, ο Ορφέας δεν τιμούσε τον Θεό Διόνυσο αλλά τον Θεό Απόλλωνα. Για τον λόγο αυτό κατακρεουργήθηκε από τις Μαινάδες. Οι Μούσες περισυνέλεξαν τα κομμάτια του σώματός του και τα έθαψαν στο Δίον, την ιερή πόλη των Μακεδόνων.

Οι θησαυροί του Άδη.

Ο πασχών λοιπόν Διόνυσος συμβολίζει εκείνον ο οποίος, πριν ριχτεί στην ατραπό και μεταμορφωθεί σε Απόλλωνα, κατοικεί στον Άδη. Αυτός ο Κάτω Κόσμος δεν είναι η “άλλη όχθη” στην οποία περνάμε όταν πεθαίνουμε, αλλά αυτός εδώ ο κόσμος στην γη. Λόγω όμως του ότι η συνείδησή μας είναι συνεχώς κατειλημμένη από την διαρκή ροή των πραγμάτων, δεν αντιλαμβανόμαστε αυτή την απλή αλήθεια.

Ο Πλάτωνας στον Κρατύλο (403a-e), αναζητώντας την προέλευση του ονόματος του Άδη, λέει ότι προέρχεται από το αιδές (αόρατο) και προσθέτει ότι έχει ένα συνακόλουθο νόημα, που αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη πτυχή της ιδιότητάς του. Γιατί κανείς απ’ όσους πάνε στον Άδη δεν γυρίζει πίσω. Ο Σωκράτης λοιπόν ρωτάει τον συνομιλητή του, Ερμογένη, τι είναι αυτό που κάνει ένα ον να μένει συνεχώς προσκολλημένο στο ίδιο μέρος, η ανάγκη ή η επιθυμία;

Γιατί πολλοί θα έφευγαν με χαρά από τον Άδη, αν δεν τους κρατούσε εκεί με ισχυρά δεσμά. Και ποια δεσμά είναι ισχυρότερα από την επιθυμία; Στην συνέχεια, ο Σωκράτης ρωτάει αν υπάρχει μεγαλύτερη επιθυμία από το να πιστεύει κάποιος ότι, συναναστρεφόμενος έναν άλλον, θα γίνει καλύτερος. Όχι, απαντάει ο Ερμογένης. «Γι’ αυτό κι εμείς θα πούμε», συνεχίζει ο Σωκράτης, «ότι κανένας δεν θέλει να φύγει από εκεί και να έρθει προς τα εδώ, ούτε οι ίδιες οι Σειρήνες, και ότι κι αυτές όπως και τόσοι άλλοι μαγεύτηκαν από εκείνον. Τόσο ωραία λόγια, καθώς φαίνεται, γνωρίζει να λέει ο Άδης, και είναι, για το λόγο αυτό, τέλειος σοφιστής και μέγας ευεργέτης όσων κάθονται κοντά του, γιατί και στους εδώ χαρίζει πολλά αγαθά. Τόσο πολλά είναι τα πλούτη του εκεί, ώστε πήρε το όνομα Πλούτων».

Σε ολόκληρη την ελληνική γραμματεία δεν υπάρχει μεγαλύτερος χιουμορίστας από τον Πλάτωνα. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε σωστά τα λεγόμενό του, θα πρέπει να παρακάμψουμε την περιπαικτική διάθεσή του και να αναρωτηθούμε πού τοποθετεί το βασίλειο του Άδη: εδώ στην γη ή σε κάποιο μεταθανάτιο επίπεδο; Βέβαια, οποιαδήποτε υπόθεση είναι παρακινδυνευμένη. Ωστόσο, κοινός τόπος όλων των φιλοσόφων ήταν η ταύτιση του γήινου κόσμου μας με αυτόν του Άδη.

Για τον Εμπεδοκλή, οι άνθρωποι είναι δαίμονες που γκρεμίζονται στο λιβάδι της Άτης- για τον Θαλή και τον Χρύσιππο είτε είμαστε ζωντανοί, είτε πεθαμένοι είναι το ίδιο πράγμα· για τον Πλάτωνα, ο κόσμος μας είναι μια υπόγεια κακοφωτισμένη υγρή σπηλιά στην οποία οι άνθρωποι, φυλακισμένοι από τους δεσμώτες/θαυματοποιούς σέρνουν τις αλυσίδες τους· για τον Απολλώνιο Τυανέα «οι άνθρωποι εν δεσμωτηρίω εσμέν τον χρόνον Γούτον, ος δη ωνόμασται βίος» (Φιλόστρατος 306-307). Ο κοινός άνθρωπος μαγεμένος από τα δώρα της ζωής δεν σκέφτεται παρά πώς θα τα απολαύσει. Καθήκον του φιλοσόφου είναι να φύγει από την πνιγηρή αυτή φυλακή και όχι να κατασκηνώσει μόνιμα. Την πρόθεση αυτή την αποκαλούσαν “φιλοσοφικό θάνατο”.

Πόσο διαφορετική ήταν η φιλοσοφία εκείνων των ημερών από την δυτικοευρωπαϊκή των περασμένων αιώνων ή αυτήν της εποχής μας. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι δεν επεδίωκαν μόνο να εξηγήσουν ή να τακτοποιήσουν τα του δεσμωτηρίου- αντίθετα, μετά από πολύχρονες προσπάθειες, επεδίωκαν να δραπετεύσουν από τον υπόγειο κόσμο και να ανέλθουν στην επιφάνεια, εκεί όπου το φυσικό φως του Ήλιου (ΠΥΡ) θερμαίνει τα πάντα.

Αλλά, όπως λέει κι ο Πλάτωνας στο 7ο βιβλίο της Πολιτείας, όταν κάποιος από αυτούς τους δραπέτες γύριζε πίσω για να διηγηθεί στους έγκλειστους τα περί του νέου κόσμου και του καθαρού φωτός που ανακάλυψε στην επιφάνεια, αυτοί τον έπαιρναν για τρελό και έφευγαν από κοντά του μήπως και τους μολύνει με καινά δαιμόνια, λέγοντας πως τα όσα διηγείται είναι μυθεύματα και φαντασιοκοπίες… κι ακόμη χειρότερα, τον δολοφονούσαν!!

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου