ΞΕΝ ΚΑναβ 3.4.41–3.4.49
Κατάληψη λόφου από τον Ξενοφώντα
Οι Μύριοι, με νέα ηγεσία πλέον, (βλ. ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.7–3.2.19) ξεκίνησαν την επίπονη πορεία τους προς τη σωτηρία. Σε όλη τους τη διαδρομή κατά μήκος της ανατολικής όχθης του Τίγρη δέχονταν επιθέσεις από τις δυνάμεις του Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη, που τους ακολουθούσαν. Σε κάποιο πέρασμα προς μία πεδιάδα ο αρχιστράτηγος Χειρίσοφος διαπίστωσε ότι οι εχθροί είχαν καταλάβει ένα ύψωμα και έτσι μπορούσαν να πλήξουν από ψηλά τους Έλληνες. Έτσι, κάλεσε τον Ξενοφώντα, που διοικούσε την οπισθοφυλακή του στρατεύματος.
[3.4.41] ἐνταῦθα Ξενοφῶν ὁρᾷ τοῦ ὄρους τὴν κορυφὴν ὑπὲρ
αὐτοῦ τοῦ ἑαυτῶν στρατεύματος οὖσαν, καὶ ἀπὸ ταύτης ἔφοδον
ἐπὶ τὸν λόφον ἔνθα ἦσαν οἱ πολέμιοι, καὶ λέγει· Κράτιστον,
ὦ Χειρίσοφε, ἡμῖν ἵεσθαι ὡς τάχιστα ἐπὶ τὸ ἄκρον· ἢν γὰρ
τοῦτο λάβωμεν, οὐ δυνήσονται μένειν οἱ ὑπὲρ τῆς ὁδοῦ.
ἀλλά, εἰ βούλει, μένε ἐπὶ τῷ στρατεύματι, ἐγὼ δ’ ἐθέλω
πορεύεσθαι· εἰ δὲ χρῄζεις, πορεύου ἐπὶ τὸ ὄρος, ἐγὼ δὲ μενῶ
αὐτοῦ. [3.4.42] Ἀλλὰ δίδωμί σοι, ἔφη ὁ Χειρίσοφος, ὁπότερον βούλει
ἑλέσθαι. εἰπὼν ὁ Ξενοφῶν ὅτι νεώτερός ἐστιν αἱρεῖται
πορεύεσθαι, κελεύει δέ οἱ συμπέμψαι ἀπὸ τοῦ στόματος
ἄνδρας· μακρὸν γὰρ ἦν ἀπὸ τῆς οὐρᾶς λαβεῖν. [3.4.43] καὶ ὁ Χειρί-
σοφος συμπέμπει τοὺς ἀπὸ τοῦ στόματος πελταστάς, ἔλαβε δὲ
τοὺς κατὰ μέσον πλαισίου. συνέπεσθαι δ’ ἐκέλευσεν αὐτῷ
καὶ τοὺς τριακοσίους οὓς αὐτὸς εἶχε τῶν ἐπιλέκτων ἐπὶ τῷ
στόματι τοῦ πλαισίου. [3.4.44] ἐντεῦθεν ἐπορεύοντο ὡς ἐδύναντο
τάχιστα. οἱ δ’ ἐπὶ τοῦ λόφου πολέμιοι ὡς ἐνόησαν αὐ-
τῶν τὴν πορείαν ἐπὶ τὸ ἄκρον, εὐθὺς καὶ αὐτοὶ ὥρμησαν
ἁμιλλᾶσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον. [3.4.45] καὶ ἐνταῦθα πολλὴ μὲν κραυγὴ
ἦν τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατεύματος διακελευομένων τοῖς ἑαυ-
τῶν, πολλὴ δὲ κραυγὴ τῶν ἀμφὶ Τισσαφέρνην τοῖς ἑαυτῶν
διακελευομένων. [3.4.46] Ξενοφῶν δὲ παρελαύνων ἐπὶ τοῦ ἵππου
παρεκελεύετο· Ἄνδρες, νῦν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα νομίζετε ἁμιλ-
λᾶσθαι, νῦν πρὸς τοὺς παῖδας καὶ τὰς γυναῖκας, νῦν ὀλίγον
πονήσαντες ἀμαχεὶ τὴν λοιπὴν πορευσόμεθα. [3.4.47] Σωτηρίδας δὲ
ὁ Σικυώνιος εἶπεν· Οὐκ ἐξ ἴσου, ὦ Ξενοφῶν, ἐσμέν· σὺ μὲν
γὰρ ἐφ’ ἵππου ὀχῇ, ἐγὼ δὲ χαλεπῶς κάμνω τὴν ἀσπίδα
φέρων. [3.4.48] καὶ ὃς ἀκούσας ταῦτα καταπηδήσας ἀπὸ τοῦ ἵππου
ὠθεῖται αὐτὸν ἐκ τῆς τάξεως καὶ τὴν ἀσπίδα ἀφελόμενος ὡς
ἐδύνατο τάχιστα ἔχων ἐπορεύετο· ἐτύγχανε δὲ καὶ θώρακα
ἔχων τὸν ἱππικόν· ὥστ’ ἐπιέζετο. καὶ τοῖς μὲν ἔμπροσθεν
ὑπάγειν παρεκελεύετο, τοῖς δὲ ὄπισθεν παριέναι μόλις ἑπό-
μενος. [3.4.49] οἱ δ’ ἄλλοι στρατιῶται παίουσι καὶ βάλλουσι καὶ
λοιδοροῦσι τὸν Σωτηρίδαν, ἔστε ἠνάγκασαν λαβόντα τὴν
ἀσπίδα πορεύεσθαι. ὁ δὲ ἀναβάς, ἕως μὲν βάσιμα ἦν,
ἐπὶ τοῦ ἵππου ἦγεν, ἐπεὶ δὲ ἄβατα ἦν, καταλιπὼν τὸν ἵππον
ἔσπευδε πεζῇ. καὶ φθάνουσιν ἐπὶ τῷ ἄκρῳ γενόμενοι τοὺς
πολεμίους.
***
Τότε ο Ξενοφών βλέπει ότι του όρους η κορυφή ευρίσκετο υπεράνω ακριβώς του ιδικού των στρατεύματος, και ότι από αυτήν ηδύνατο να επάλθη κανείς απ' επάνω εναντίον του λόφου, όπου ήσαν οι εχθροί. Λέγει λοιπόν∙ Το καλύτερον δι' ημάς, Χειρίσοφε, είναι να ορμήσωμεν όσον το δυνατόν τάχιστα να ανέλθωμεν εις την κορυφήν. Διότι, αν την καταλάβωμεν την κορυφήν αυτήν, δεν θα ημπορέσουν να κρατηθούν εις την θέσιν των οι υπεράνω της οδού ευρισκόμενοι εχθροί. Λοιπόν, αν θέλης, μένε συ εδώ επί κεφαλής του στρατεύματος, και εγώ είμαι πρόθυμος να υπάγω. Εάν δε πάλιν επιθυμείς, βάδιζε συ επάνω εις το όρος, και εγώ θα μείνω εδώ. Αλλά αφήνω εις σε, είπεν ο Χειρίσοφος, να εκλέξης ό,τι από τα δύο θέλεις. Ο Ξενοφών τότε είπε, ότι ως νεώτερος προτιμά να υπάγη αυτός, τον παρακαλεί όμως να του δώση να τον ακολουθήσουν άνδρες από την εμπροσθοφυλακήν∙ διότι εχρειάζετο πολλή ώρα δια να υπάγη να παραλάβη άνδρας από την οπισθοφυλακήν. Και ο Χειρίσοφος δίδει εντολήν να τον ακολουθήσουν οι εις την εμπροσθοφυλακήν ευρισκόμενοι πελτασταί, αυτός δε έλαβε τους ευρισκομένους εις το μέσον του πλαισίου. Διέταξε δε να τον ακολουθήσουν και οι τριακόσιοι τους οποίους αυτός είχε εκ των επιλέκτων εις το έμπροσθεν μέρος του πλαισίου. Κατόπιν επορεύοντο με όσην ηδύναντο μεγαλυτέραν ταχύτητα. Οι δε ευρισκόμενοι επάνω εις τον λόφον εχθροί, άμα αντελήφθησαν την πορείαν των προς την κορυφήν, αμέσως και αυτοί ώρμησαν αμιλλώμενοι να φθάσουν πριν από τους Έλληνας επάνω εις την κορυφήν. Και κατά την περίστασιν αυτήν αφ' ενός μεν μεγάλη κραυγή προήρχετο από τους άνδρας του Τισσαφέρνους, οι οποίοι επίσης παρώτρυνον τους ιδικούς των. Ο δε Ξενοφών τρέχων έφιππος πλαγίως της γραμμής των στρατιωτών του προσεπάθει να τους εμψυχώσει με τους εξής λόγους∙ Στρατιώται, βάλετε εις τον νουν σας ότι τώρα διαγωνιζόμεθα προς τους εχθρούς δια την επάνοδόν μας εις την Ελλάδα, ότι τώρα διαγωνιζόμεθα δια να υπάγωμεν εις τα τέκνα μας και τας γυναίκας μας, ότι, εάν τώρα κοπιάσωμεν ολίγον, αμαχητί θα διανύσωμεν το υπόλοιπον μέρος της πορείας. Ο Σωτηρίδας όμως ο Σικυώνιος είπε∙ Δεν ευρισκόμεθα υπό τας αυτάς συνθήκας, Ξενοφών. Διότι συ μεν φέρεσαι επάνω εις ίππον, ενώ εγώ κοπιάζω και ταλαιπωρούμαι πολύ βαστάζων την ασπίδα. Ο Ξενοφών, άμα τα ήκουσεν αυτά, επήδησε κάτω από τον ίππον του, και τον σπρώχνει έξω από την γραμμήν, και κατόπιν αφού του απέσπασε την ασπίδα, κρατών αυτήν επορεύετο με όσον ηδύνατο μεγαλυτέραν ταχύτητα, μολονότι εφόρει τον ιππικόν θώρακα, πράγμα που τον εστενοχώρει αρκετά. Και τους μεν έμπροσθέν του προέτρεπε να προχωρούν εμπρός, τους δε κατόπιν του να προσπερνούν, ενώ αυτός μετά κόπου και δυσκολίας ηκολούθει. Οι άλοι στρατιώται όμως αρχίζουν να κτυπούν και να λιθοβολούν και να υβρίζουν τον Σωτηρίδαν, έως ότου τον εξηνάγκασαν να πάρη πάλιν την ασπίδα του και να πορεύεται και αυτός εις την θέσιν του. Ο δε Ξενοφών, αφού ανέβη πάλιν εις τον ίππον του, μέχρι μεν του σημείου όπου ήτο το μέρος βατόν δι' ίππον, έφιππος επήγαινε, άμα δε το έδαφος ήρχισε να είναι άβατον, αφήκε το ίππον και έτρεχε πεζός. Και τέλος προλαμβάνουν και φθάνουν επάνω εις την κορυφήν πριν από τους εχθρούς.
Τότε ο Ξενοφών βλέπει ότι του όρους η κορυφή ευρίσκετο υπεράνω ακριβώς του ιδικού των στρατεύματος, και ότι από αυτήν ηδύνατο να επάλθη κανείς απ' επάνω εναντίον του λόφου, όπου ήσαν οι εχθροί. Λέγει λοιπόν∙ Το καλύτερον δι' ημάς, Χειρίσοφε, είναι να ορμήσωμεν όσον το δυνατόν τάχιστα να ανέλθωμεν εις την κορυφήν. Διότι, αν την καταλάβωμεν την κορυφήν αυτήν, δεν θα ημπορέσουν να κρατηθούν εις την θέσιν των οι υπεράνω της οδού ευρισκόμενοι εχθροί. Λοιπόν, αν θέλης, μένε συ εδώ επί κεφαλής του στρατεύματος, και εγώ είμαι πρόθυμος να υπάγω. Εάν δε πάλιν επιθυμείς, βάδιζε συ επάνω εις το όρος, και εγώ θα μείνω εδώ. Αλλά αφήνω εις σε, είπεν ο Χειρίσοφος, να εκλέξης ό,τι από τα δύο θέλεις. Ο Ξενοφών τότε είπε, ότι ως νεώτερος προτιμά να υπάγη αυτός, τον παρακαλεί όμως να του δώση να τον ακολουθήσουν άνδρες από την εμπροσθοφυλακήν∙ διότι εχρειάζετο πολλή ώρα δια να υπάγη να παραλάβη άνδρας από την οπισθοφυλακήν. Και ο Χειρίσοφος δίδει εντολήν να τον ακολουθήσουν οι εις την εμπροσθοφυλακήν ευρισκόμενοι πελτασταί, αυτός δε έλαβε τους ευρισκομένους εις το μέσον του πλαισίου. Διέταξε δε να τον ακολουθήσουν και οι τριακόσιοι τους οποίους αυτός είχε εκ των επιλέκτων εις το έμπροσθεν μέρος του πλαισίου. Κατόπιν επορεύοντο με όσην ηδύναντο μεγαλυτέραν ταχύτητα. Οι δε ευρισκόμενοι επάνω εις τον λόφον εχθροί, άμα αντελήφθησαν την πορείαν των προς την κορυφήν, αμέσως και αυτοί ώρμησαν αμιλλώμενοι να φθάσουν πριν από τους Έλληνας επάνω εις την κορυφήν. Και κατά την περίστασιν αυτήν αφ' ενός μεν μεγάλη κραυγή προήρχετο από τους άνδρας του Τισσαφέρνους, οι οποίοι επίσης παρώτρυνον τους ιδικούς των. Ο δε Ξενοφών τρέχων έφιππος πλαγίως της γραμμής των στρατιωτών του προσεπάθει να τους εμψυχώσει με τους εξής λόγους∙ Στρατιώται, βάλετε εις τον νουν σας ότι τώρα διαγωνιζόμεθα προς τους εχθρούς δια την επάνοδόν μας εις την Ελλάδα, ότι τώρα διαγωνιζόμεθα δια να υπάγωμεν εις τα τέκνα μας και τας γυναίκας μας, ότι, εάν τώρα κοπιάσωμεν ολίγον, αμαχητί θα διανύσωμεν το υπόλοιπον μέρος της πορείας. Ο Σωτηρίδας όμως ο Σικυώνιος είπε∙ Δεν ευρισκόμεθα υπό τας αυτάς συνθήκας, Ξενοφών. Διότι συ μεν φέρεσαι επάνω εις ίππον, ενώ εγώ κοπιάζω και ταλαιπωρούμαι πολύ βαστάζων την ασπίδα. Ο Ξενοφών, άμα τα ήκουσεν αυτά, επήδησε κάτω από τον ίππον του, και τον σπρώχνει έξω από την γραμμήν, και κατόπιν αφού του απέσπασε την ασπίδα, κρατών αυτήν επορεύετο με όσον ηδύνατο μεγαλυτέραν ταχύτητα, μολονότι εφόρει τον ιππικόν θώρακα, πράγμα που τον εστενοχώρει αρκετά. Και τους μεν έμπροσθέν του προέτρεπε να προχωρούν εμπρός, τους δε κατόπιν του να προσπερνούν, ενώ αυτός μετά κόπου και δυσκολίας ηκολούθει. Οι άλοι στρατιώται όμως αρχίζουν να κτυπούν και να λιθοβολούν και να υβρίζουν τον Σωτηρίδαν, έως ότου τον εξηνάγκασαν να πάρη πάλιν την ασπίδα του και να πορεύεται και αυτός εις την θέσιν του. Ο δε Ξενοφών, αφού ανέβη πάλιν εις τον ίππον του, μέχρι μεν του σημείου όπου ήτο το μέρος βατόν δι' ίππον, έφιππος επήγαινε, άμα δε το έδαφος ήρχισε να είναι άβατον, αφήκε το ίππον και έτρεχε πεζός. Και τέλος προλαμβάνουν και φθάνουν επάνω εις την κορυφήν πριν από τους εχθρούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου