ἀκρότατον δὲ παρ᾽ οὐδὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο
ἦν ὁδὸς ἐς λαύρην, σανίδες δ᾽ ἔχον εὖ ἀραρυῖαι·
τὴν Ὀδυσεὺς φράζεσθαι ἀνώγει δῖον ὑφορβὸν
130 ἑσταότ᾽ ἄγχ᾽ αὐτῆς· μία δ᾽ οἴη γίγνετ᾽ ἐφορμή.
τοῖς δ᾽ Ἀγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων·
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἀν᾽ ὀρσοθύρην ἀναβαίη
καὶ εἴποι λαοῖσι, βοὴ δ᾽ ὤκιστα γένοιτο;
τῷ κε τάχ᾽ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.»
135 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν·
«οὔ πως ἔστ᾽, Ἀγέλαε διοτρεφές· ἄγχι γὰρ αἰνῶς
αὐλῆς καλὰ θύρετρα, καὶ ἀργαλέον στόμα λαύρης·
καί χ᾽ εἷς πάντας ἐρύκοι ἀνήρ, ὅς τ᾽ ἄλκιμος εἴη.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, ὑμῖν τεύχε᾽ ἐνείκω θωρηχθῆναι
140 ἐκ θαλάμου· ἔνδον γάρ, ὀΐομαι, οὐδέ πῃ ἄλλῃ
τεύχεα κατθέσθην Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός.»
Ὣς εἰπὼν ἀνέβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
ἐς θαλάμους Ὀδυσῆος ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο.
ἔνθεν δώδεκα μὲν σάκε᾽ ἔξελε, τόσσα δὲ δοῦρα
145 καὶ τόσσας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας·
βῆ δ᾽ ἴμεναι, μάλα δ᾽ ὦκα φέρων μνηστῆρσιν ἔδωκε.
καὶ τότ᾽ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὡς περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα χερσί τε δοῦρα
μακρὰ τινάσσοντας· μέγα δ᾽ αὐτῷ φαίνετο ἔργον.
150 αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Τηλέμαχ᾽, ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν
νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακὸν ἠὲ Μελανθεύς.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ὦ πάτερ, αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ᾽ ἤμβροτον ―οὐδέ τις ἄλλος
155 αἴτιος― ὃς θαλάμοιο θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν
κάλλιπον ἀγκλίνας· τῶν δὲ σκοπὸς ἦεν ἀμείνων.
ἀλλ᾽ ἴθι, δῖ᾽ Εὔμαιε, θύρην ἐπίθες θαλάμοιο,
καὶ φράσαι ἤ τις ἄρ᾽ ἐστὶ γυναικῶν ἣ τάδε ῥέζει,
ἦ υἱὸς Δολίοιο Μελανθεύς, τόν περ ὀΐω.»
160 Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον.
βῆ δ᾽ αὖτις θάλαμόνδε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
οἴσων τεύχεα καλά. νόησε δὲ δῖος ὑφορβός,
αἶψα δ᾽ Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
165 κεῖνος δὴ αὖτ᾽ ἀΐδηλος ἀνήρ, ὃν ὀϊόμεθ᾽ αὐτοί,
ἔρχεται ἐς θάλαμον· σὺ δέ μοι νημερτὲς ἐνίσπες,
ἤ μιν ἀποκτείνω, αἴ κε κρείσσων γε γένωμαι,
ἦέ σοι ἐνθάδ᾽ ἄγω, ἵν᾽ ὑπερβασίας ἀποτίσῃ
πολλάς, ὅσσας οὗτος ἐμήσατο σῷ ἐνὶ οἴκῳ.»
170 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ἦ τοι ἐγὼ καὶ Τηλέμαχος μνηστῆρας ἀγαυοὺς
σχήσομεν ἔντοσθεν μεγάρων, μάλα περ μεμαῶτας·
σφῶϊ δ᾽ ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν
ἐς θάλαμον βαλέειν, σανίδας δ᾽ ἐκδῆσαι ὄπισθε,
175 σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε
κίον᾽ ἀν᾽ ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν,
ὥς κεν δηθὰ ζωὸς ἐὼν χαλέπ᾽ ἄλγεα πάσχῃ.»
ἦν ὁδὸς ἐς λαύρην, σανίδες δ᾽ ἔχον εὖ ἀραρυῖαι·
τὴν Ὀδυσεὺς φράζεσθαι ἀνώγει δῖον ὑφορβὸν
130 ἑσταότ᾽ ἄγχ᾽ αὐτῆς· μία δ᾽ οἴη γίγνετ᾽ ἐφορμή.
τοῖς δ᾽ Ἀγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων·
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἀν᾽ ὀρσοθύρην ἀναβαίη
καὶ εἴποι λαοῖσι, βοὴ δ᾽ ὤκιστα γένοιτο;
τῷ κε τάχ᾽ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.»
135 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν·
«οὔ πως ἔστ᾽, Ἀγέλαε διοτρεφές· ἄγχι γὰρ αἰνῶς
αὐλῆς καλὰ θύρετρα, καὶ ἀργαλέον στόμα λαύρης·
καί χ᾽ εἷς πάντας ἐρύκοι ἀνήρ, ὅς τ᾽ ἄλκιμος εἴη.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, ὑμῖν τεύχε᾽ ἐνείκω θωρηχθῆναι
140 ἐκ θαλάμου· ἔνδον γάρ, ὀΐομαι, οὐδέ πῃ ἄλλῃ
τεύχεα κατθέσθην Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός.»
Ὣς εἰπὼν ἀνέβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
ἐς θαλάμους Ὀδυσῆος ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο.
ἔνθεν δώδεκα μὲν σάκε᾽ ἔξελε, τόσσα δὲ δοῦρα
145 καὶ τόσσας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας·
βῆ δ᾽ ἴμεναι, μάλα δ᾽ ὦκα φέρων μνηστῆρσιν ἔδωκε.
καὶ τότ᾽ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὡς περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα χερσί τε δοῦρα
μακρὰ τινάσσοντας· μέγα δ᾽ αὐτῷ φαίνετο ἔργον.
150 αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Τηλέμαχ᾽, ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν
νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακὸν ἠὲ Μελανθεύς.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ὦ πάτερ, αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ᾽ ἤμβροτον ―οὐδέ τις ἄλλος
155 αἴτιος― ὃς θαλάμοιο θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν
κάλλιπον ἀγκλίνας· τῶν δὲ σκοπὸς ἦεν ἀμείνων.
ἀλλ᾽ ἴθι, δῖ᾽ Εὔμαιε, θύρην ἐπίθες θαλάμοιο,
καὶ φράσαι ἤ τις ἄρ᾽ ἐστὶ γυναικῶν ἣ τάδε ῥέζει,
ἦ υἱὸς Δολίοιο Μελανθεύς, τόν περ ὀΐω.»
160 Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον.
βῆ δ᾽ αὖτις θάλαμόνδε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
οἴσων τεύχεα καλά. νόησε δὲ δῖος ὑφορβός,
αἶψα δ᾽ Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
165 κεῖνος δὴ αὖτ᾽ ἀΐδηλος ἀνήρ, ὃν ὀϊόμεθ᾽ αὐτοί,
ἔρχεται ἐς θάλαμον· σὺ δέ μοι νημερτὲς ἐνίσπες,
ἤ μιν ἀποκτείνω, αἴ κε κρείσσων γε γένωμαι,
ἦέ σοι ἐνθάδ᾽ ἄγω, ἵν᾽ ὑπερβασίας ἀποτίσῃ
πολλάς, ὅσσας οὗτος ἐμήσατο σῷ ἐνὶ οἴκῳ.»
170 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ἦ τοι ἐγὼ καὶ Τηλέμαχος μνηστῆρας ἀγαυοὺς
σχήσομεν ἔντοσθεν μεγάρων, μάλα περ μεμαῶτας·
σφῶϊ δ᾽ ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν
ἐς θάλαμον βαλέειν, σανίδας δ᾽ ἐκδῆσαι ὄπισθε,
175 σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε
κίον᾽ ἀν᾽ ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν,
ὥς κεν δηθὰ ζωὸς ἐὼν χαλέπ᾽ ἄλγεα πάσχῃ.»
***
Ψηλά, προς τον καλοχτισμένο τοίχο, πάνω από το κατώφλι
του απαρασάλευτου μεγάρου, έστεκε κάποιο παραπόρτι,
με σανιδόφυλλα συναρμοσμένα, που έβγαζε σε διάδρομο μακρύ.
Σ᾽ αυτή την πόρτα ο Οδυσσέας πρόσταξε να ᾽χει τον νου του
130 ο πιστός χοιροβοσκός, στημένος πλάι της — ήταν το μόνο πέρασμα.
Την ίδια ώρα ωστόσο ο Αγέλαος φώναξε γύρω του, να τον ακούσουν όλοι:
«Φίλοι, κάποιος λοιπόν δεν θα μπορούσε ν᾽ ανεβεί στο παραπόρτι,
φωνή να βγάλει στον λαό, για να βουίξει αυτοστιγμεί ο τόπος;
Τότε κι αυτός στερνή φορά θα μας ετόξευε.»
Μίλησε όμως ο γιδοβοσκός Μελάνθιος, του είπε:
«Άρχοντα Αγέλαε, όχι αυτό δεν γίνεται! Στέκουν οι πόρτες,
αυτές που βγάζουν στην αυλή, τόσο κοντά, και κάνουν δύσκολο
το πέρασμά μας απ᾽ τον μακρύ διάδρομο· ένας μονάχα,
φτάνει η καρδιά του να το λέει, μόνος του θα μπορούσε
όλους εμάς να μας κρατήσει πίσω.
Αλλά τον νου σας, θα φέρω εγώ όπλα ν᾽ αρματωθείτε
140 από τη μέσα κάμαρη· εκεί φαντάζομαι (και πού αλλού;)
θα ᾽χουν μαζέψει κι έκρυψαν τ᾽ άρματα του πολέμου
ο Οδυσσέας κι ο καμαρωτός του γιος.»
Είπε ο γιδοβοσκός Μελάνθιος, κι ευθύς ανέβαινε, περνώντας απ᾽ ανάμεσα,
στου Οδυσσέα τις κάμαρες, απ᾽ όπου τράβηξε σκουτάρια δώδεκα,
δώδεκα δόρατα, δώδεκα κράνη, δεμένα με χαλκό και φούντες αλογίσιες.
Γύρισε πίσω φορτωμένος και γρήγορα τα παραδίνει στους μνηστήρες.
Τότε του Οδυσσέα κόπηκαν τα γόνατα, λύγισε η περήφανη καρδιά του,
όπως τους είδε ν᾽ αρματώνονται, στα χέρια να κραδαίνουν
δόρατα μακρά — ένιωσε πως τον περιμένει μεγάλο έργο και βαρύ.
150 Στράφηκε αμέσως στον Τηλέμαχο, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, σίγουρα κάποια δούλα παλατιανή σηκώνει τώρα
πόλεμο άσχημο μ᾽ εμάς, μπορεί και ο Μελάνθιος.»
Φρόνιμος ο Τηλέμαχος μιλώντας τού είπε:
«Εγώ, πατέρα, έσφαλα σ᾽ αυτό, εγώ — άλλος κανείς δεν έφταιξε· που ανοιχτή
την άφησα στην κάμαρη την αρμοσμένη πόρτα,
και κάποιος απ᾽ αυτούς το πρόσεξε και φάνηκε καλύτερος.
Αλλά, γενναίε Εύμαιε, τρέξε και σφάλισε της κάμαρης την πόρτα,
και κοίταξε αν κάποια δούλα μας είναι σ᾽ αυτό μπλεγμένη
ή μήπως του Δολίου ο γιος, εκείνος ο Μελάνθιος —
αυτόν εγώ υποψιάζομαι.»
160 Έτσι μιλούσαν συναλλάσσοντας τα λόγια τους,
μα ο Μελάνθιος ξανά στην κάμαρη τραβούσε,
να φέρει κι άλλες όμορφες αρματωσιές. Τον πήρε όμως είδηση
ο τίμιος χοιροβοσκός, κι ευθύς στον Οδυσσέα γύρισε,
που πλάι του στεκόταν, κι είπε:
«Ω πολυμήχανε Οδυσσέα, ευγενικέ γιε του Λαέρτη,
να τος ο τρισκατάρατος, αυτός που φανταστήκαμε κι εμείς, τραβά
ξανά στον θάλαμο. Αλλ᾽ από σένα τώρα γυρεύω
γνώμη αλάνθαστη: ή μόνος μου να τον σκοτώσω,
αν περισσέψει η δύναμή μου, ή να τον φέρω εδώ μπροστά σου,
για να πληρώσει τόσα εγκλήματα, όσα βυσσοδομούσε μέσα στο παλάτι σου.»
Ο Οδυσσέας πολύγνωμος αμέσως αποκρίθηκε:
170 «Εγώ και ο Τηλέμαχος μπορούμε σίγουρα να τους κρατήσουμε εδώ
τους αλαζονικούς μνηστήρες, μόλο που τόσο θέλουν να ξεφύγουν.
Οι δυο σας όμως, πέφτοντας πάνω σ᾽ αυτόν τον άθλιο, στρίψτε
τα πόδια και τα χέρια του, πετάξτε τον στην κάμαρη,
με μια σανίδα δέστε τον πιστάγκωνα, με μια πλεχτή τριχιά
τον περιζώνετε μετά, τραβάτε από την άκρη το σχοινί,
και τον κρεμάτε στην ψηλή κολόνα, να φτάσει ως τα δοκάρια.
Εκεί μετέωρος και ζωντανός, αργά αργά να δοκιμάσει το μαρτύριό του.»
Ψηλά, προς τον καλοχτισμένο τοίχο, πάνω από το κατώφλι
του απαρασάλευτου μεγάρου, έστεκε κάποιο παραπόρτι,
με σανιδόφυλλα συναρμοσμένα, που έβγαζε σε διάδρομο μακρύ.
Σ᾽ αυτή την πόρτα ο Οδυσσέας πρόσταξε να ᾽χει τον νου του
130 ο πιστός χοιροβοσκός, στημένος πλάι της — ήταν το μόνο πέρασμα.
Την ίδια ώρα ωστόσο ο Αγέλαος φώναξε γύρω του, να τον ακούσουν όλοι:
«Φίλοι, κάποιος λοιπόν δεν θα μπορούσε ν᾽ ανεβεί στο παραπόρτι,
φωνή να βγάλει στον λαό, για να βουίξει αυτοστιγμεί ο τόπος;
Τότε κι αυτός στερνή φορά θα μας ετόξευε.»
Μίλησε όμως ο γιδοβοσκός Μελάνθιος, του είπε:
«Άρχοντα Αγέλαε, όχι αυτό δεν γίνεται! Στέκουν οι πόρτες,
αυτές που βγάζουν στην αυλή, τόσο κοντά, και κάνουν δύσκολο
το πέρασμά μας απ᾽ τον μακρύ διάδρομο· ένας μονάχα,
φτάνει η καρδιά του να το λέει, μόνος του θα μπορούσε
όλους εμάς να μας κρατήσει πίσω.
Αλλά τον νου σας, θα φέρω εγώ όπλα ν᾽ αρματωθείτε
140 από τη μέσα κάμαρη· εκεί φαντάζομαι (και πού αλλού;)
θα ᾽χουν μαζέψει κι έκρυψαν τ᾽ άρματα του πολέμου
ο Οδυσσέας κι ο καμαρωτός του γιος.»
Είπε ο γιδοβοσκός Μελάνθιος, κι ευθύς ανέβαινε, περνώντας απ᾽ ανάμεσα,
στου Οδυσσέα τις κάμαρες, απ᾽ όπου τράβηξε σκουτάρια δώδεκα,
δώδεκα δόρατα, δώδεκα κράνη, δεμένα με χαλκό και φούντες αλογίσιες.
Γύρισε πίσω φορτωμένος και γρήγορα τα παραδίνει στους μνηστήρες.
Τότε του Οδυσσέα κόπηκαν τα γόνατα, λύγισε η περήφανη καρδιά του,
όπως τους είδε ν᾽ αρματώνονται, στα χέρια να κραδαίνουν
δόρατα μακρά — ένιωσε πως τον περιμένει μεγάλο έργο και βαρύ.
150 Στράφηκε αμέσως στον Τηλέμαχο, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, σίγουρα κάποια δούλα παλατιανή σηκώνει τώρα
πόλεμο άσχημο μ᾽ εμάς, μπορεί και ο Μελάνθιος.»
Φρόνιμος ο Τηλέμαχος μιλώντας τού είπε:
«Εγώ, πατέρα, έσφαλα σ᾽ αυτό, εγώ — άλλος κανείς δεν έφταιξε· που ανοιχτή
την άφησα στην κάμαρη την αρμοσμένη πόρτα,
και κάποιος απ᾽ αυτούς το πρόσεξε και φάνηκε καλύτερος.
Αλλά, γενναίε Εύμαιε, τρέξε και σφάλισε της κάμαρης την πόρτα,
και κοίταξε αν κάποια δούλα μας είναι σ᾽ αυτό μπλεγμένη
ή μήπως του Δολίου ο γιος, εκείνος ο Μελάνθιος —
αυτόν εγώ υποψιάζομαι.»
160 Έτσι μιλούσαν συναλλάσσοντας τα λόγια τους,
μα ο Μελάνθιος ξανά στην κάμαρη τραβούσε,
να φέρει κι άλλες όμορφες αρματωσιές. Τον πήρε όμως είδηση
ο τίμιος χοιροβοσκός, κι ευθύς στον Οδυσσέα γύρισε,
που πλάι του στεκόταν, κι είπε:
«Ω πολυμήχανε Οδυσσέα, ευγενικέ γιε του Λαέρτη,
να τος ο τρισκατάρατος, αυτός που φανταστήκαμε κι εμείς, τραβά
ξανά στον θάλαμο. Αλλ᾽ από σένα τώρα γυρεύω
γνώμη αλάνθαστη: ή μόνος μου να τον σκοτώσω,
αν περισσέψει η δύναμή μου, ή να τον φέρω εδώ μπροστά σου,
για να πληρώσει τόσα εγκλήματα, όσα βυσσοδομούσε μέσα στο παλάτι σου.»
Ο Οδυσσέας πολύγνωμος αμέσως αποκρίθηκε:
170 «Εγώ και ο Τηλέμαχος μπορούμε σίγουρα να τους κρατήσουμε εδώ
τους αλαζονικούς μνηστήρες, μόλο που τόσο θέλουν να ξεφύγουν.
Οι δυο σας όμως, πέφτοντας πάνω σ᾽ αυτόν τον άθλιο, στρίψτε
τα πόδια και τα χέρια του, πετάξτε τον στην κάμαρη,
με μια σανίδα δέστε τον πιστάγκωνα, με μια πλεχτή τριχιά
τον περιζώνετε μετά, τραβάτε από την άκρη το σχοινί,
και τον κρεμάτε στην ψηλή κολόνα, να φτάσει ως τα δοκάρια.
Εκεί μετέωρος και ζωντανός, αργά αργά να δοκιμάσει το μαρτύριό του.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου