ΙΣΑΙΟΣ 1.1–8
Προοίμιον: Οι πραγματικοί κληρονόμοι και η απληστία των εναγομένων
Ο ομιλητής είναι ανιψιός του Κλεώνυμου και μαζί με τα αδέλφια του διεκδικούν την περιουσία που ο θείος τους άφησε με διαθήκη σε κάποιους άλλους, λιγότερο στενούς συγγενείς του, τους Ποσείδιππο, Σίμωνα και Φερένικο. Οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν τη γνησιότητα της διαθήκης, αλλά επικαλούνται τη βούληση του θείου τους για ακύρωσή της, επιθυμία που δεν πρόλαβε να ικανοποιήσει πριν από τον θάνατό του.
[1] Πολλὴ μὲν ἡ μεταβολή μοι γέγονεν, ὦ ἄνδρες, τελευ-
τήσαντος Κλεωνύμου. ἐκεῖνος γὰρ ζῶν μὲν ἡμῖν κατέλειπε
τὴν οὐσίαν, ἀποθανὼν δὲ κινδυνεύειν περὶ αὐτῆς πεποίηκε.
καὶ τότε μὲν οὕτως ὑπ’ αὐτοῦ σωφρόνως ἐπαιδευόμεθα,
ὥστ’ οὐδὲ ἀκροασόμενοι οὐδέποτ’ ἤλθομεν ἐπὶ δικαστή-
ριον, νῦν δὲ ἀγωνιούμενοι περὶ πάντων ἥκομεν τῶν ὑπαρ-
χόντων· οὐ γὰρ τῶν Κλεωνύμου μόνον ἀμφισβητοῦσιν ἀλλὰ
καὶ τῶν πατρῴων, ὀφείλειν ἐπὶ τούτοις <ἡμᾶς> ἐκείνῳ φά-
σκοντες ἀργύριον. [2] καὶ οἱ μὲν οἰκεῖοι καὶ οἱ προσήκοντες
[ἐπὶ τούτοις] οἱ τούτων ἀξιοῦσιν ἡμᾶς καὶ τῶν ὁμολογου-
μένων, ὧν Κλεώνυμος κατέλιπεν, αὐτοῖς τούτων ἰσομοιρῆ-
σαι· οὗτοι δὲ εἰς τοῦτο ἥκουσιν ἀναισχυντίας, ὥστε καὶ τὰ
πατρῷα προσαφελέσθαι ζητοῦσιν ἡμᾶς, οὐκ ἀγνοοῦντες, ὦ
ἄνδρες, τὸ δίκαιον, ἀλλὰ πολλὴν ἡμῶν ἐρημίαν καταγνόντες.
[3] Σκέψασθε γὰρ οἷς ἑκάτεροι πιστεύοντες ὡς ὑμᾶς εἰσελη-
λύθαμεν· οὗτοι μὲν διαθήκαις ἰσχυριζόμενοι τοιαύταις, ἃς
ἐκεῖνος διέθετο μὲν οὐχ ἡμῖν ἐγκαλῶν ἀλλ’ ὀργισθεὶς τῶν
οἰκείων τινὶ τῶν ἡμετέρων, ἔλυσε δὲ πρὸ τοῦ θανάτου, πέμ-
ψας Ποσείδιππον ἐπὶ τὴν ἀρχήν· [4] ἡμεῖς δὲ γένει μὲν ἐγγυτάτω
προσήκοντες, χρώμενοι δὲ ἐκείνῳ πάντων οἰκειότατα, δεδω-
κότων δ’ ἡμῖν καὶ τῶν νόμων κατὰ τὴν ἀγχιστείαν καὶ αὐτοῦ
τοῦ Κλεωνύμου διὰ τὴν φιλίαν τὴν ὑπάρχουσαν αὐτῷ, ἔτι δὲ
Πολυάρχου, τοῦ πατρὸς <τοῦ> Κλεωνύμου, πάππου δ’ ἡμε-
τέρου, προστάξαντος, εἴ τι πάθοι Κλεώνυμος ἄπαις, ἡμῖν
δοῦναι τὰ αὑτοῦ. [5] τοσούτων τοίνυν ἡμῖν ὑπαρχόντων οὗτοι,
καὶ συγγενεῖς ὄντες καὶ οὐδὲν δίκαιον εἰπεῖν ἔχοντες, οὐκ
αἰσχύνονται καταστήσαντες ἡμᾶς εἰς ἀγῶνα περὶ τούτων,
περὶ ὧν αἰσχρὸν ἦν ἀμφισβητῆσαι καὶ τοῖς μηδὲν προσήκου-
σιν. [6] οὐχ ὁμοίως δέ μοι δοκοῦμεν, ὦ ἄνδρες, διακεῖσθαι πρὸς
ἀλλήλους. ἐγὼ μὲν γὰρ οὐχ ὅτι ἀδίκως κινδυνεύω, τοῦθ’
ἡγοῦμαι μέγιστον εἶναι τῶν παρόντων κακῶν, ἀλλ’ ὅτι
ἀγωνίζομαι πρὸς οἰκείους, οὓς οὐδ’ ἀμύνεσθαι καλῶς ἔχει·
οὐ γὰρ ἂν ἐλάττω συμφορὰν ἡγησαίμην κακῶς ποιεῖν
τούτους ἀμυνόμενος, οἰκείους ὄντας, ἢ κακῶς παθεῖν ἐξ
ἀρχῆς ὑπὸ τούτων. [7] οὗτοι δ’ οὐ τοιαύτην ἔχουσι τὴν γνώμην,
ἀλλ’ ἥκουσιν ἐφ’ ἡμᾶς καὶ τοὺς φίλους παρακαλέσαντες
καὶ ῥήτορας παρασκευασάμενοι καὶ οὐδὲν ἀπολείποντες
τῆς αὑτῶν δυνάμεως, ὥσπερ, ὦ ἄνδρες, ἐχθροὺς τιμωρησό-
μενοι, καὶ οὐκ ἀναγκαίους καὶ συγγενεῖς κακῶς ποιήσοντες.
[8] τὴν μὲν οὖν τούτων ἀναισχυντίαν καὶ τὴν αἰσχροκέρδειαν
ἔτι μᾶλλον γνώσεσθε, ἐπειδὰν πάντων ἀκούσητε· ὅθεν δ’
οἶμαι τάχιστ’ ἂν ὑμᾶς μαθεῖν περὶ ὧν ἀμφισβητοῦμεν,
ἐντεῦθεν ἄρξομαι διδάσκειν.
Ο ομιλητής είναι ανιψιός του Κλεώνυμου και μαζί με τα αδέλφια του διεκδικούν την περιουσία που ο θείος τους άφησε με διαθήκη σε κάποιους άλλους, λιγότερο στενούς συγγενείς του, τους Ποσείδιππο, Σίμωνα και Φερένικο. Οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν τη γνησιότητα της διαθήκης, αλλά επικαλούνται τη βούληση του θείου τους για ακύρωσή της, επιθυμία που δεν πρόλαβε να ικανοποιήσει πριν από τον θάνατό του.
[1] Πολλὴ μὲν ἡ μεταβολή μοι γέγονεν, ὦ ἄνδρες, τελευ-
τήσαντος Κλεωνύμου. ἐκεῖνος γὰρ ζῶν μὲν ἡμῖν κατέλειπε
τὴν οὐσίαν, ἀποθανὼν δὲ κινδυνεύειν περὶ αὐτῆς πεποίηκε.
καὶ τότε μὲν οὕτως ὑπ’ αὐτοῦ σωφρόνως ἐπαιδευόμεθα,
ὥστ’ οὐδὲ ἀκροασόμενοι οὐδέποτ’ ἤλθομεν ἐπὶ δικαστή-
ριον, νῦν δὲ ἀγωνιούμενοι περὶ πάντων ἥκομεν τῶν ὑπαρ-
χόντων· οὐ γὰρ τῶν Κλεωνύμου μόνον ἀμφισβητοῦσιν ἀλλὰ
καὶ τῶν πατρῴων, ὀφείλειν ἐπὶ τούτοις <ἡμᾶς> ἐκείνῳ φά-
σκοντες ἀργύριον. [2] καὶ οἱ μὲν οἰκεῖοι καὶ οἱ προσήκοντες
[ἐπὶ τούτοις] οἱ τούτων ἀξιοῦσιν ἡμᾶς καὶ τῶν ὁμολογου-
μένων, ὧν Κλεώνυμος κατέλιπεν, αὐτοῖς τούτων ἰσομοιρῆ-
σαι· οὗτοι δὲ εἰς τοῦτο ἥκουσιν ἀναισχυντίας, ὥστε καὶ τὰ
πατρῷα προσαφελέσθαι ζητοῦσιν ἡμᾶς, οὐκ ἀγνοοῦντες, ὦ
ἄνδρες, τὸ δίκαιον, ἀλλὰ πολλὴν ἡμῶν ἐρημίαν καταγνόντες.
[3] Σκέψασθε γὰρ οἷς ἑκάτεροι πιστεύοντες ὡς ὑμᾶς εἰσελη-
λύθαμεν· οὗτοι μὲν διαθήκαις ἰσχυριζόμενοι τοιαύταις, ἃς
ἐκεῖνος διέθετο μὲν οὐχ ἡμῖν ἐγκαλῶν ἀλλ’ ὀργισθεὶς τῶν
οἰκείων τινὶ τῶν ἡμετέρων, ἔλυσε δὲ πρὸ τοῦ θανάτου, πέμ-
ψας Ποσείδιππον ἐπὶ τὴν ἀρχήν· [4] ἡμεῖς δὲ γένει μὲν ἐγγυτάτω
προσήκοντες, χρώμενοι δὲ ἐκείνῳ πάντων οἰκειότατα, δεδω-
κότων δ’ ἡμῖν καὶ τῶν νόμων κατὰ τὴν ἀγχιστείαν καὶ αὐτοῦ
τοῦ Κλεωνύμου διὰ τὴν φιλίαν τὴν ὑπάρχουσαν αὐτῷ, ἔτι δὲ
Πολυάρχου, τοῦ πατρὸς <τοῦ> Κλεωνύμου, πάππου δ’ ἡμε-
τέρου, προστάξαντος, εἴ τι πάθοι Κλεώνυμος ἄπαις, ἡμῖν
δοῦναι τὰ αὑτοῦ. [5] τοσούτων τοίνυν ἡμῖν ὑπαρχόντων οὗτοι,
καὶ συγγενεῖς ὄντες καὶ οὐδὲν δίκαιον εἰπεῖν ἔχοντες, οὐκ
αἰσχύνονται καταστήσαντες ἡμᾶς εἰς ἀγῶνα περὶ τούτων,
περὶ ὧν αἰσχρὸν ἦν ἀμφισβητῆσαι καὶ τοῖς μηδὲν προσήκου-
σιν. [6] οὐχ ὁμοίως δέ μοι δοκοῦμεν, ὦ ἄνδρες, διακεῖσθαι πρὸς
ἀλλήλους. ἐγὼ μὲν γὰρ οὐχ ὅτι ἀδίκως κινδυνεύω, τοῦθ’
ἡγοῦμαι μέγιστον εἶναι τῶν παρόντων κακῶν, ἀλλ’ ὅτι
ἀγωνίζομαι πρὸς οἰκείους, οὓς οὐδ’ ἀμύνεσθαι καλῶς ἔχει·
οὐ γὰρ ἂν ἐλάττω συμφορὰν ἡγησαίμην κακῶς ποιεῖν
τούτους ἀμυνόμενος, οἰκείους ὄντας, ἢ κακῶς παθεῖν ἐξ
ἀρχῆς ὑπὸ τούτων. [7] οὗτοι δ’ οὐ τοιαύτην ἔχουσι τὴν γνώμην,
ἀλλ’ ἥκουσιν ἐφ’ ἡμᾶς καὶ τοὺς φίλους παρακαλέσαντες
καὶ ῥήτορας παρασκευασάμενοι καὶ οὐδὲν ἀπολείποντες
τῆς αὑτῶν δυνάμεως, ὥσπερ, ὦ ἄνδρες, ἐχθροὺς τιμωρησό-
μενοι, καὶ οὐκ ἀναγκαίους καὶ συγγενεῖς κακῶς ποιήσοντες.
[8] τὴν μὲν οὖν τούτων ἀναισχυντίαν καὶ τὴν αἰσχροκέρδειαν
ἔτι μᾶλλον γνώσεσθε, ἐπειδὰν πάντων ἀκούσητε· ὅθεν δ’
οἶμαι τάχιστ’ ἂν ὑμᾶς μαθεῖν περὶ ὧν ἀμφισβητοῦμεν,
ἐντεῦθεν ἄρξομαι διδάσκειν.
***
[1] Μεγάλη πραγματικώς είναι η μεταβολή, κύριοι δικασταί, ήτις επήλθεν εις εμέ από τον θάνατον του Κλεωνύμου. Εκείνος εν όσω έζη αφήκε την περιουσίαν του εις ημάς, αλλ' ο θάνατός του μας έκαμε να κινδυνεύομεν να την χάσωμεν. Και κατά το διάστημα της ζωής του ημείς τόσον καλήν ανατροφήν ελαμβάνομεν απ' αυτόν, ώστε ποτέ μας δεν επήγαμεν εις δικαστήριον ούτε ως ακροαταί· τώρα όμως ήλθομεν εδώ διά να αγωνισθώμεν δι' όλα τα υπάρχοντά μας· διότι οι αντίδικοί μας διαφιλονικούν όχι μόνον την κληρονομίαν του Κλεωνύμου αλλά και την πατρικήν μας περιουσίαν, ισχυριζόμενοι ότι ημείς εξ αυτής χρεωστούμεν εις εκείνον χρήματα. [2] Αλλ' όμως οι φίλοι των και οι συγγενείς των αναγνωρίζουν το δίκαιόν μας να λάβωμεν ίσην μοίραν με αυτούς από την ομολογουμένην περιουσίαν που αφήκε ο Κλεώνυμος· αυτοί δε εις τόσον βαθμόν αναιδείας έχουν φθάσει, ώστε ζητούν να μας στερήσουν ακόμη και την πατρικήν μας περιουσίαν, όχι διότι δεν ηξεύρουν, κύριοι δικασταί, το δίκαιον, αλλά διότι νομίζουν ότι είμεθα τελείως απροστάτευτοι.
[3] Διότι προσέξατε εις ποίους λόγους ούτοι και ημείς βασιζόμενοι παρουσιάσθημεν ενώπιόν σας. Ούτοι μεν στηρίζονται επί διαθήκης τοιαύτης, την οποίαν ο θείος μας συνέταξε, όχι διότι είχε κανέν παράπονον εναντίον μας αλλ' από θυμόν εναντίον κάποιου εκ των συγγενών μας· ηκύρωσε όμως προ του θανάτου του, αποστείλας τον Ποσείδιππον εις το γραφείον του άρχοντος δι' αυτόν τον σκοπόν. [4] Ημείς ήμεθα οι στενώτατοι συγγενείς του Κλεωνύμου και ευρισκόμεθα μεταξύ όλων εις οικειοτάτας σχέσεις με εκείνον· οι νόμοι επίσης μας έδιδον το δίκαιον της κληρονομίας ως εις πλησιεστάτους συγγενείς, ως και αυτός ο Κλεώνυμος ήτο σύμφωνος εις τούτο διά την προς ημάς αγάπην του. Ακόμη δε και ο Πολύαρχος, ο πατήρ του Κλεωνύμου και πάππος μας, είχε παραγγείλει εάν ο Κλεώνυμος απέθνησκε άτεκνος, να αφήση εις ημάς την περιουσίαν του. [5] Ενώ λοιπόν ημείς έχομεν τόσα δικαιώματα, ούτοι, παρ' όλον ότι είναι συγγενείς μας και δεν έχουν κανέν δίκαιον να προβάλουν, δεν εντρέπονται να μας αναγκάσουν να καταφύγωμεν εις δικαστικόν αγώνα διά ζήτημα, το οποίον και άνθρωποι μη συγγενείς θα ήτο αισχρόν να διαφιλονικήσουν.
[6] Αλλ' όμως δεν νομίζω, κύριοι δικασταί, ότι οι αντίπαλοί μας και ημείς έχομεν τα ίδια αισθήματα αναμεταξύ μας. Διότι εγώ θεωρώ ότι είναι το μεγαλύτερον από τα τωρινά μου κακά, όχι το ότι αδίκως ευρίσκομαι εις δικαστικόν κίνδυνον, αλλά το ότι κρισολογούμαι με συγγενείς, εναντίον των οποίων και να αμύνεται τις δεν είναι πράγμα ευϋπόληπτον· διότι δεν θα ενόμιζα ότι είναι μικροτέρα συμφορά να βλάψω τους συγγενείς μου, ακόμη και εν αμύνη, παρά να κακοποιηθώ εγώ προηγουμένως απ' αυτούς.
[7] Αυτοί όμως δεν έχουν τοιαύτα αισθήματα· αλλ' εξεστράτευσαν εναντίον μας αφού και φίλους των επροσκάλεσαν και ρήτορας προητοίμασαν και τίποτε δεν παρέλειψαν από ό,τι ημπορούσαν, ως να επρόκειτο, κύριοι δικασταί, να τιμωρήσουν εχθρούς και όχι να βλάψουν οικείους και συγγενείς.
[8] Θα εννοήσετε δε ακόμη περισσότερον την αναισχυντίαν αυτών και την αισχροκέρδειαν, όταν ακούσητε όλην την ιστορίαν· θα αρχίσω δε από το σημείον εκείνο την εξιστόρησιν, από το οποίον νομίζω ότι ταχύτερον θα αντιληφθήτε τα υπό αμφισβήτησιν ζητήματα.
[1] Μεγάλη πραγματικώς είναι η μεταβολή, κύριοι δικασταί, ήτις επήλθεν εις εμέ από τον θάνατον του Κλεωνύμου. Εκείνος εν όσω έζη αφήκε την περιουσίαν του εις ημάς, αλλ' ο θάνατός του μας έκαμε να κινδυνεύομεν να την χάσωμεν. Και κατά το διάστημα της ζωής του ημείς τόσον καλήν ανατροφήν ελαμβάνομεν απ' αυτόν, ώστε ποτέ μας δεν επήγαμεν εις δικαστήριον ούτε ως ακροαταί· τώρα όμως ήλθομεν εδώ διά να αγωνισθώμεν δι' όλα τα υπάρχοντά μας· διότι οι αντίδικοί μας διαφιλονικούν όχι μόνον την κληρονομίαν του Κλεωνύμου αλλά και την πατρικήν μας περιουσίαν, ισχυριζόμενοι ότι ημείς εξ αυτής χρεωστούμεν εις εκείνον χρήματα. [2] Αλλ' όμως οι φίλοι των και οι συγγενείς των αναγνωρίζουν το δίκαιόν μας να λάβωμεν ίσην μοίραν με αυτούς από την ομολογουμένην περιουσίαν που αφήκε ο Κλεώνυμος· αυτοί δε εις τόσον βαθμόν αναιδείας έχουν φθάσει, ώστε ζητούν να μας στερήσουν ακόμη και την πατρικήν μας περιουσίαν, όχι διότι δεν ηξεύρουν, κύριοι δικασταί, το δίκαιον, αλλά διότι νομίζουν ότι είμεθα τελείως απροστάτευτοι.
[3] Διότι προσέξατε εις ποίους λόγους ούτοι και ημείς βασιζόμενοι παρουσιάσθημεν ενώπιόν σας. Ούτοι μεν στηρίζονται επί διαθήκης τοιαύτης, την οποίαν ο θείος μας συνέταξε, όχι διότι είχε κανέν παράπονον εναντίον μας αλλ' από θυμόν εναντίον κάποιου εκ των συγγενών μας· ηκύρωσε όμως προ του θανάτου του, αποστείλας τον Ποσείδιππον εις το γραφείον του άρχοντος δι' αυτόν τον σκοπόν. [4] Ημείς ήμεθα οι στενώτατοι συγγενείς του Κλεωνύμου και ευρισκόμεθα μεταξύ όλων εις οικειοτάτας σχέσεις με εκείνον· οι νόμοι επίσης μας έδιδον το δίκαιον της κληρονομίας ως εις πλησιεστάτους συγγενείς, ως και αυτός ο Κλεώνυμος ήτο σύμφωνος εις τούτο διά την προς ημάς αγάπην του. Ακόμη δε και ο Πολύαρχος, ο πατήρ του Κλεωνύμου και πάππος μας, είχε παραγγείλει εάν ο Κλεώνυμος απέθνησκε άτεκνος, να αφήση εις ημάς την περιουσίαν του. [5] Ενώ λοιπόν ημείς έχομεν τόσα δικαιώματα, ούτοι, παρ' όλον ότι είναι συγγενείς μας και δεν έχουν κανέν δίκαιον να προβάλουν, δεν εντρέπονται να μας αναγκάσουν να καταφύγωμεν εις δικαστικόν αγώνα διά ζήτημα, το οποίον και άνθρωποι μη συγγενείς θα ήτο αισχρόν να διαφιλονικήσουν.
[6] Αλλ' όμως δεν νομίζω, κύριοι δικασταί, ότι οι αντίπαλοί μας και ημείς έχομεν τα ίδια αισθήματα αναμεταξύ μας. Διότι εγώ θεωρώ ότι είναι το μεγαλύτερον από τα τωρινά μου κακά, όχι το ότι αδίκως ευρίσκομαι εις δικαστικόν κίνδυνον, αλλά το ότι κρισολογούμαι με συγγενείς, εναντίον των οποίων και να αμύνεται τις δεν είναι πράγμα ευϋπόληπτον· διότι δεν θα ενόμιζα ότι είναι μικροτέρα συμφορά να βλάψω τους συγγενείς μου, ακόμη και εν αμύνη, παρά να κακοποιηθώ εγώ προηγουμένως απ' αυτούς.
[7] Αυτοί όμως δεν έχουν τοιαύτα αισθήματα· αλλ' εξεστράτευσαν εναντίον μας αφού και φίλους των επροσκάλεσαν και ρήτορας προητοίμασαν και τίποτε δεν παρέλειψαν από ό,τι ημπορούσαν, ως να επρόκειτο, κύριοι δικασταί, να τιμωρήσουν εχθρούς και όχι να βλάψουν οικείους και συγγενείς.
[8] Θα εννοήσετε δε ακόμη περισσότερον την αναισχυντίαν αυτών και την αισχροκέρδειαν, όταν ακούσητε όλην την ιστορίαν· θα αρχίσω δε από το σημείον εκείνο την εξιστόρησιν, από το οποίον νομίζω ότι ταχύτερον θα αντιληφθήτε τα υπό αμφισβήτησιν ζητήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου