Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (17.409-17.476)

Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, καὶ θρῆνυν ἑλὼν ὑπέφηνε τραπέζης
410 κείμενον, ᾧ ῥ᾽ ἔπεχεν λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων.
οἱ δ᾽ ἄλλοι πάντες δίδοσαν, πλῆσαν δ᾽ ἄρα πήρην
σίτου καὶ κρειῶν· τάχα δὴ καὶ ἔμελλεν Ὀδυσσεὺς
αὖτις ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν·
στῆ δὲ παρ᾽ Ἀντίνοον, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
415 «δός, φίλος· οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν
ἔμμεναι, ἀλλ᾽ ὤριστος, ἐπεὶ βασιλῆϊ ἔοικας.
τῷ σε χρὴ δόμεναι καὶ λώϊον ἠέ περ ἄλλοι
σίτου· ἐγὼ δέ κέ σε κλείω κατ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον
420 ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ
τοίῳ, ὁποῖος ἔοι καὶ ὅτευ κεχρημένος ἔλθοι·
ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι ἄλλα τε πολλὰ
οἷσίν τ᾽ εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.
ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων ―ἤθελε γάρ που―
425 ὅς μ᾽ ἅμα ληϊστῆρσι πολυπλάγκτοισιν ἀνῆκεν
Αἴγυπτόνδ᾽ ἰέναι, δολιχὴν ὁδόν, ὄφρ᾽ ἀπολοίμην.
στῆσα δ᾽ ἐν Αἰγύπτῳ ποταμῷ νέας ἀμφιελίσσας.
ἔνθ᾽ ἦ τοι μὲν ἐγὼ κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους
αὐτοῦ πὰρ νήεσσι μένειν καὶ νῆα ἔρυσθαι,
430 ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὄτρυνα νέεσθαι.
οἱ δ᾽ ὕβρει εἴξαντες, ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ,
αἶψα μάλ᾽ Αἰγυπτίων ἀνδρῶν περικαλλέας ἀγροὺς
πόρθεον, ἐκ δὲ γυναῖκας ἄγον καὶ νήπια τέκνα,
αὐτούς τ᾽ ἔκτεινον· τάχα δ᾽ ἐς πόλιν ἵκετ᾽ ἀϋτή.
435 οἱ δὲ βοῆς ἀΐοντες ἅμ᾽ ἠοῖ φαινομένηφιν
ἦλθον· πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων
χαλκοῦ τε στεροπῆς· ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος
φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν, οὐδέ τις ἔτλη
στῆναι ἐναντίβιον· περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη.
440 ἔνθ᾽ ἡμέων πολλοὺς μὲν ἀπέκτανον ὀξέϊ χαλκῷ,
τοὺς δ᾽ ἄναγον ζωούς, σφίσιν ἐργάζεσθαι ἀνάγκῃ.
αὐτὰρ ἔμ᾽ ἐς Κύπρον ξείνῳ δόσαν ἀντιάσαντι,
Δμήτορι Ἰασίδῃ, ὃς Κύπρου ἶφι ἄνασσεν·
ἔνθεν δὴ νῦν δεῦρο τόδ᾽ ἵκω πήματα πάσχων.»
445 Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, δαιτὸς ἀνίην;
στῆθ᾽ οὕτως ἐς μέσσον, ἐμῆς ἀπάνευθε τραπέζης,
μὴ τάχα πικρὴν Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἵκηαι·
ὥς τις θαρσαλέος καὶ ἀναιδής ἐσσι προΐκτης.
450 ἑξείης πάντεσσι παρίστασαι· οἱ δὲ διδοῦσι
μαψιδίως, ἐπεὶ οὔ τις ἐπίσχεσις οὐδ᾽ ἐλεητὺς
ἀλλοτρίων χαρίσασθαι, ἐπεὶ πάρα πολλὰ ἑκάστῳ.»
Τὸν δ᾽ ἀναχωρήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὢ πόποι, οὐκ ἄρα σοί γ᾽ ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν·
455 οὐ σύ γ᾽ ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ᾽ ἅλα δοίης,
ὃς νῦν ἀλλοτρίοισι παρήμενος οὔ τί μοι ἔτλης
σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι· τὰ δὲ πολλὰ πάρεστιν.»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀντίνοος δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον,
καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
460 «νῦν δή σ᾽ οὐκέτι καλὰ διὲκ μεγάροιό γ᾽ ὀΐω
ἂψ ἀναχωρήσειν, ὅτε δὴ καὶ ὀνείδεα βάζεις.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, καὶ θρῆνυν ἑλὼν βάλε δεξιὸν ὦμον,
πρυμνότατον κατὰ νῶτον· ὁ δ᾽ ἐστάθη ἠΰτε πέτρη
ἔμπεδον, οὐδ᾽ ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Ἀντινόοιο,
465 ἀλλ᾽ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.
ἂψ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο, κὰδ δ᾽ ἄρα πήρην
θῆκεν ἐϋπλείην, μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπε·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης,
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
470 οὐ μὰν οὔτ᾽ ἄχος ἐστὶ μετὰ φρεσὶν οὔτε τι πένθος,
ὁππότ᾽ ἀνὴρ περὶ οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι
βλήεται, ἢ περὶ βουσὶν ἢ ἀργεννῇς ὀΐεσσιν·
αὐτὰρ ἔμ᾽ Ἀντίνοος βάλε γαστέρος εἵνεκα λυγρῆς,
οὐλομένης, ἣ πολλὰ κάκ᾽ ἀνθρώποισι δίδωσιν.
475 ἀλλ᾽ εἴ που πτωχῶν γε θεοὶ καὶ ἐρινύες εἰσίν,
Ἀντίνοον πρὸ γάμοιο τέλος θανάτοιο κιχείη.»

***
Μιλώντας, έπιασε κι έδειξε με το μάτι του κάτω από το τραπέζι
410 το σκαμνί όπου γλεντοκοπώντας άπλωνε τα κάτασπρά του πόδια.
Οι άλλοι όμως, όλοι, όλο και κάτι πρόσφεραν, γέμισε το δισάκι
κρέατα και ψωμί.
Έτοιμος πια, γυρίζοντας και πάλι στο κατώφλι,
τη δωρεά τους να γευτεί, ο Οδυσσέας σταμάτησε
και στον Αντίνοο μπροστά, κι έτσι του μίλησε:
«Φίλε, δώσε κάτι κι εσύ. Δεν φαίνεσαι ο χειρότερος μέσα στους Αχαιούς,
θα ᾽λεγα ο καλύτερος, αν κρίνω απ᾽ τη βασιλική θωριά σου.
Πρέπει λοιπόν να δώσεις, δόσιμο μάλιστα ακριβότερο
από των άλλων το ψωμί — τότε κι εγώ στης γης τα πέρατα
τη δόξα σου θα ομολογήσω.
Εγώ, που κάποτε, σε σπίτι ανθρώπινο, άνετος κατοικούσα
420 και με πλούτη, κι έδινα σε κάθε πλάνητα ζητιάνο, χωρίς φειδώ,
ό,τι είχε ανάγκη, όποιος κι αν ήταν ο φτωχός
την πόρτα μου χτυπώντας.
Είχα, στ᾽ αλήθεια, τότε δούλους αμέτρητους και πολλά αγαθά,
όσα οι καλοζωισμένοι έχουν — οι πλούσιοι, που λένε.
Αλλά τα σκόρπισε ο Κρονίδης Δίας (ήταν αυτό το θέλημά του),
που μ᾽ έσπρωξε με πειρατές πολυταξιδεμένους να πάω
στην Αίγυπτο (δρόμος μακρύς) για να χαθώ.
Έστησα εκεί στον Νείλο ποταμό τα αμφίκυρτα καράβια,
όπου και δίνω εντολή στους τιμημένους μου συντρόφους
εκεί να μείνουν στα πλεούμενα κοντά, να ᾽χουν τον νου τους στ᾽ άρμενα —
430 έστειλα ακόμη και σκοπούς στις γύρω βίγλες να φυλάνε.
Εκείνοι όμως το πήρανε ψηλά, ενέδωσαν στο θράσος τους,
κι αμέσως καταπάτησαν των Αιγυπτίων τα πανέμορφα χωράφια,
άρπαξαν τις γυναίκες, τα μικρά παιδιά, κι έσφαξαν τους άντρες.
Γρήγορα ωστόσο ανέβηκε το βουητό στην πόλη, κι αυτοί ακούγοντας
φωνές που τους καλούσαν, μόλις ξημέρωσε, κατέφθασαν.
Όλος ο κάμπος γέμισε πεζούς και καβαλάρηδες,
άστραψαν όπλα χάλκινα. Τότε κι ο Δίας κεραυνοβόλος
φύτεψε στους συντρόφους μου τον άγριο πανικό, και πια κανείς
δεν βρήκε δύναμη ν᾽ αντισταθεί — ο χαλασμός από παντού τους κύκλωσε.
440 Εκεί πολλούς δικούς μας τους θανάτωσε ο ανελέητος χαλκός,
κι άλλους τους πιάσαν ζωντανούς, να τους δουλεύουνε σαν σκλάβοι.
Μόνο εμένα με παρέδωσαν σ᾽ ένα φιλόξενο (βρέθηκε κατά τύχη εκεί),
για να με πάει στην Κύπρο, στον Ιασίδη Δμήτορα,
που αφέντευε στην Κύπρο.
Από όπου κι έφτασα τώρα στα μέρη σας, στα πάθη μου πνιγμένος.»
Απάντησε ο Αντίνοος με φωνή υψωμένη:
«Ποιος δαίμονας μας έφερε ετούτο το συφοριασμένο πράμα,
την αηδία αυτή, για να χαλάσει το φαΐ μας;
Στη μέση παραμέρισε, μακριά από το τραπέζι μου.
Μήπως και βρεις μιαν άλλη Αίγυπτο και Κύπρο πιο πικρή,
που ζήτουλας θρασύς μας βγήκες κι αναιδής.
450 Τους πήρες όλους στη σειρά, κι αυτοί αψήφιστα σου δίνουν·
τίποτε δεν τους σταματά, αλύπητα χαρίζοντας
ξένα αγαθά — έχει ο καθένας τους πολλά μπροστά του.»
Υποχωρώντας του αντιμίλησε πολύστροφος ο Οδυσσέας:
«Ουαί κι αλίμονο, δεν φαίνεται στα κάλλη σου να ταίριαξε
και το μυαλό σου. Απ᾽ τα δικά σου εσύ δεν θα ᾽δινες σε κάποιον άλλο
μήτε σπυρί αλάτι· που τώρα καθισμένος
σε τραπέζι ξενικό, δεν δέχτηκες να μου προσφέρεις καν
λίγο ψωμί, κι ας έχεις τόσα φαγητά μπροστά σου.»
Είπε, και φρένιασε ακόμα πιο πολύ ο Αντίνοος,
τον λοξοκοίταξε άγρια, προφέροντας τα λόγια του,
που σαν πουλιά πετούσαν:
460 «Ε, τώρα πια δεν το νομίζω σώος ν᾽ αφήσεις τούτο το παλάτι,
που τόλμησες να ξεστομίσεις και βρισιές.»
Μιλώντας, πιάνει το σκαμνί και ρίχνοντας τον βρήκε
στον ώμο τον δεξή, ψηλά στην πλάτη. Έμεινε εκείνος
ασάλευτος σαν βράχος, κι ενώ τον πέτυχε του Αντινόου
η βολή, μιλιά δεν έβγαλε, μόνο κουνώντας το κεφάλι
βυσσοδομούσε την εκδίκηση.
Γύρισε πίσω στο κατώφλι, κάθησε κάτω, κι ακουμπώντας
το σακούλι του γιομάτο, μίλησε κι είπε στους μνηστήρες:
«Ακούστε με, μνηστήρες της περήφανης βασίλισσας,
τι μέσα μου η ψυχή με σπρώχνει να σας πω:
470 βάρος δεν νιώθει στην καρδιά μήτε κι ασήκωτο καημό
όποιος χτυπήθηκε την ώρα που διαφέντευε το βιος του —
τα βόδια του, τ᾽ άσπρα του πρόβατα.
Εμένα όμως ο Αντίνοος μου ρίχτηκε για την κοιλιά,
αναθεματισμένη κι έρμη, που τόσες συμφορές φέρνει στον άνθρωπο.
Αν όμως κάπου υπάρχουν και για τους φτωχούς θεοί και ερινύες,
να τον πετύχει τον Αντίνοο, πριν απ᾽ τον γάμο του,
το τέλος του θανάτου.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου