Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 4.102.1–4.106.4

Τα γεγονότα της Αμφίπολης

Το 424 π.Χ. οι Σπαρτιάτες νίκησαν στο Δήλιο της Βοιωτίας τους Αθηναίους. Επιπλέον, ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας έφτασε στη Χαλκιδική και κινήθηκε εναντίον της Αμφίπολης.


[4.102.1] Τοῦ δ’ αὐτοῦ χειμῶνος Βρασίδας ἔχων τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης
ξυμμάχους ἐστράτευσεν ἐς Ἀμφίπολιν τὴν ἐπὶ Στρυμόνι
ποταμῷ Ἀθηναίων ἀποικίαν. [4.102.2] τὸ δὲ χωρίον τοῦτο ἐφ’ οὗ
νῦν ἡ πόλις ἐστὶν ἐπείρασε μὲν πρότερον καὶ Ἀρισταγόρας
ὁ Μιλήσιος φεύγων βασιλέα Δαρεῖον κατοικίσαι, ἀλλὰ ὑπὸ
Ἠδώνων ἐξεκρούσθη, ἔπειτα δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἔτεσι δύο
καὶ τριάκοντα ὕστερον, ἐποίκους μυρίους σφῶν τε αὐτῶν
καὶ τῶν ἄλλων τὸν βουλόμενον πέμψαντες, οἳ διεφθάρησαν
ἐν Δραβήσκῳ ὑπὸ Θρᾳκῶν. [4.102.3] καὶ αὖθις ἑνὸς δέοντι τριακοστῷ
ἔτει ἐλθόντες οἱ Ἀθηναῖοι, Ἅγνωνος τοῦ Νικίου οἰκιστοῦ
ἐκπεμφθέντος, Ἠδῶνας ἐξελάσαντες ἔκτισαν τὸ χωρίον
τοῦτο, ὅπερ πρότερον Ἐννέα ὁδοὶ ἐκαλοῦντο. ὡρμῶντο
δὲ ἐκ τῆς Ἠιόνος, ἣν αὐτοὶ εἶχον ἐμπόριον ἐπὶ τῷ στόματι
τοῦ ποταμοῦ ἐπιθαλάσσιον, πέντε καὶ εἴκοσι σταδίους ἀπέχον
ἀπὸ τῆς νῦν πόλεως, ἣν Ἀμφίπολιν Ἅγνων ὠνόμασεν, ὅτι
ἐπ’ ἀμφότερα περιρρέοντος τοῦ Στρυμόνος [διὰ τὸ περιέχειν
αὐτὴν] τείχει μακρῷ ἀπολαβὼν ἐκ ποταμοῦ ἐς ποταμὸν
περιφανῆ ἐς θάλασσάν τε καὶ τὴν ἤπειρον ᾤκισεν.

[4.103.1] Ἐπὶ ταύτην οὖν ὁ Βρασίδας ἄρας ἐξ Ἀρνῶν τῆς Χαλκι-
δικῆς ἐπορεύετο τῷ στρατῷ. καὶ ἀφικόμενος περὶ δείλην
ἐπὶ τὸν Αὐλῶνα καὶ Βορμίσκον, ᾗ ἡ Βόλβη λίμνη ἐξίησιν
ἐς θάλασσαν, καὶ δειπνοποιησάμενος ἐχώρει τὴν νύκτα.
χειμὼν δὲ ἦν καὶ ὑπένειφεν· [4.103.2] ᾗ καὶ μᾶλλον ὥρμησε, βουλό-
μενος λαθεῖν τοὺς ἐν τῇ Ἀμφιπόλει πλὴν τῶν προδιδόντων.
[4.103.3] ἦσαν γὰρ Ἀργιλίων τε ἐν αὐτῇ οἰκήτορες (εἰσὶ δὲ οἱ
Ἀργίλιοι Ἀνδρίων ἄποικοι) καὶ ἄλλοι οἳ ξυνέπρασσον
ταῦτα, οἱ μὲν Περδίκκᾳ πειθόμενοι, οἱ δὲ Χαλκιδεῦσιν.
[4.103.4] μάλιστα δὲ οἱ Ἀργίλιοι, ἐγγύς τε προσοικοῦντες καὶ αἰεί
ποτε τοῖς Ἀθηναίοις ὄντες ὕποπτοι καὶ ἐπιβουλεύοντες τῷ
χωρίῳ, ἐπειδὴ παρέτυχεν ὁ καιρὸς καὶ Βρασίδας ἦλθεν,
ἔπραξάν τε ἐκ πλέονος πρὸς τοὺς ἐμπολιτεύοντας σφῶν
ἐκεῖ ὅπως ἐνδοθήσεται ἡ πόλις, καὶ τότε δεξάμενοι αὐτὸν
τῇ πόλει καὶ ἀποστάντες τῶν Ἀθηναίων ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ
κατέστησαν τὸν στρατὸν πρὸ ἕω ἐπὶ τὴν γέφυραν τοῦ
ποταμοῦ. [4.103.5] ἀπέχει δὲ τὸ πόλισμα πλέον τῆς διαβάσεως,
καὶ οὐ καθεῖτο τείχη ὥσπερ νῦν, φυλακὴ δέ τις βραχεῖα
καθειστήκει· ἣν βιασάμενος ῥᾳδίως ὁ Βρασίδας, ἅμα μὲν
τῆς προδοσίας οὔσης, ἅμα δὲ καὶ χειμῶνος ὄντος καὶ
ἀπροσδοκήτοις προσπεσών, διέβη τὴν γέφυραν, καὶ τὰ ἔξω
τῶν Ἀμφιπολιτῶν οἰκούντων κατὰ πᾶν τὸ χωρίον εὐθὺς
εἶχεν. [4.104.1] τῆς δὲ διαβάσεως αὐτοῦ ἄφνω τοῖς ἐν τῇ πόλει
γεγενημένης, καὶ τῶν ἔξω πολλῶν μὲν ἁλισκομένων, τῶν
δὲ καὶ καταφευγόντων ἐς τὸ τεῖχος, οἱ Ἀμφιπολῖται ἐς
θόρυβον μέγαν κατέστησαν, ἄλλως τε καὶ ἀλλήλοις ὕποπτοι
ὄντες. [4.104.2] καὶ λέγεται Βρασίδαν, εἰ ἠθέλησε μὴ ἐφ’ ἁρπαγὴν
τῷ στρατῷ τραπέσθαι, ἀλλ’ εὐθὺς χωρῆσαι πρὸς τὴν πόλιν,
δοκεῖν ἂν ἑλεῖν. [4.104.3] νῦν δὲ ὁ μὲν ἱδρύσας τὸν στρατόν, ἐπεὶ
τὰ ἔξω ἐπέδραμε καὶ οὐδὲν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ἔνδον ὡς προσ-
εδέχετο ἀπέβαινεν, ἡσύχαζεν· [4.104.4] οἱ δὲ ἐναντίοι τοῖς προδιδοῦσι,
κρατοῦντες τῷ πλήθει ὥστε μὴ αὐτίκα τὰς πύλας ἀνοίγεσθαι,
πέμπουσι μετὰ Εὐκλέους τοῦ στρατηγοῦ, ὃς ἐκ τῶν Ἀθηνῶν
παρῆν αὐτοῖς φύλαξ τοῦ χωρίου, ἐπὶ τὸν ἕτερον στρατηγὸν
τῶν ἐπὶ Θρᾴκης, Θουκυδίδην τὸν Ὀλόρου, ὃς τάδε ξυνέγραψεν,
ὄντα περὶ Θάσον (ἔστι δὲ ἡ νῆσος Παρίων ἀποικία, ἀπέχουσα
τῆς Ἀμφιπόλεως ἡμίσεος ἡμέρας μάλιστα πλοῦν), κελεύοντες
σφίσι βοηθεῖν. [4.104.5] καὶ ὁ μὲν ἀκούσας κατὰ τάχος ἑπτὰ ναυσὶν
αἳ ἔτυχον παροῦσαι ἔπλει, καὶ ἐβούλετο φθάσαι μάλιστα μὲν
οὖν τὴν Ἀμφίπολιν, πρίν τι ἐνδοῦναι, εἰ δὲ μή, τὴν Ἠιόνα
προκαταλαβών.

[4.105.1] Ἐν τούτῳ δὲ ὁ Βρασίδας δεδιὼς καὶ τὴν ἀπὸ τῆς Θάσου
τῶν νεῶν βοήθειαν καὶ πυνθανόμενος τὸν Θουκυδίδην κτῆσίν
τε ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων ἐργασίας ἐν τῇ περὶ ταῦτα
Θρᾴκῃ καὶ ἀπ’ αὐτοῦ δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις τῶν ἠπειρωτῶν,
ἠπείγετο προκατασχεῖν, εἰ δύναιτο, τὴν πόλιν, μὴ ἀφικνου-
μένου αὐτοῦ τὸ πλῆθος τῶν Ἀμφιπολιτῶν, ἐλπίσαν ἐκ θα-
λάσσης ξυμμαχικὸν καὶ ἀπὸ τῆς Θρᾴκης ἀγείραντα αὐτὸν
περιποιήσειν σφᾶς, οὐκέτι προσχωροίη. [4.105.2] καὶ τὴν ξύμβασιν
μετρίαν ἐποιεῖτο, κήρυγμα τόδε ἀνειπών, Ἀμφιπολιτῶν καὶ
Ἀθηναίων τῶν ἐνόντων τὸν μὲν βουλόμενον ἐπὶ τοῖς ἑαυτοῦ
τῆς ἴσης καὶ ὁμοίας μετέχοντα μένειν, τὸν δὲ μὴ ἐθέλοντα
ἀπιέναι τὰ ἑαυτοῦ ἐκφερόμενον πέντε ἡμερῶν. [4.106.1] οἱ δὲ πολλοὶ
ἀκούσαντες ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας, ἄλλως τε καὶ
βραχὺ μὲν Ἀθηναίων ἐμπολιτεῦον, τὸ δὲ πλέον ξύμμεικτον,
καὶ τῶν ἔξω ληφθέντων συχνοῖς οἰκεῖοι ἔνδον ἦσαν· καὶ τὸ
κήρυγμα πρὸς τὸν φόβον δίκαιον εἶναι ὑπελάμβανον, οἱ μὲν
Ἀθηναῖοι διὰ τὸ ἄσμενοι ἂν ἐξελθεῖν, ἡγούμενοι οὐκ ἐν
ὁμοίῳ σφίσι τὰ δεινὰ εἶναι καὶ ἅμα οὐ προσδεχόμενοι
βοήθειαν ἐν τάχει, ὁ δὲ ἄλλος ὅμιλος πόλεώς τε ἐν τῷ
ἴσῳ οὐ στερισκόμενοι καὶ κινδύνου παρὰ δόξαν ἀφιέμενοι.
[4.106.2] ὥστε τῶν πρασσόντων τῷ Βρασίδᾳ ἤδη καὶ ἐκ τοῦ φανεροῦ
διαδικαιούντων αὐτά, ἐπειδὴ καὶ τὸ πλῆθος ἑώρων τετραμμένον
καὶ τοῦ παρόντος Ἀθηναίων στρατηγοῦ οὐκέτι ἀκροώμενον,
ἐγένετο ἡ ὁμολογία καὶ προσεδέξαντο ἐφ’ οἷς ἐκήρυξεν. [4.106.3] καὶ
οἱ μὲν τὴν πόλιν τοιούτῳ τρόπῳ παρέδοσαν, ὁ δὲ Θουκυδίδης
καὶ αἱ νῆες ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψὲ κατέπλεον ἐς τὴν Ἠιόνα.
[4.106.4] καὶ τὴν μὲν Ἀμφίπολιν Βρασίδας ἄρτι εἶχε, τὴν δὲ Ἠιόνα
παρὰ νύκτα ἐγένετο λαβεῖν· εἰ γὰρ μὴ ἐβοήθησαν αἱ νῆες
διὰ τάχους, ἅμα ἕῳ ἂν εἴχετο.

***
[4.102.1] Τον ίδιο χειμώνα ο Βρασίδας, έχοντας μαζί του τους συμμάχους στη Θράκη, έκανε εκστρατεία να χτυπήσει την Αμφίπολη, την αποικία των Αθηναίων στις όχθες του Στρυμόνα ποταμού. [4.102.2] Το μέρος όπου βρίσκεται τώρα η πολιτεία, είχε κι άλλοτε δοκιμάσει να το ιδρύσει ως Ελληνική αποικία ο Αρισταγόρας από την Μίλητο, φεύγοντας την καταδίωξη του βασιλιά Δαρείου, αλλά τον είχαν αποκρούσει και αναγκάσει να υποχωρήσει οι Ηδώνες· και τριάντα δύο χρόνια αργότερα έκαναν την ίδια απόπειρα οι Αθηναίοι, στέλνοντας δέκα χιλιάδες αποίκους δικούς τους, κι όποιον άλλον ήθελε να πάει· κι αυτοί χαλάστηκαν στη Δραβησκό από τους Θράκες. [4.102.3] Και ξαναπήγαν οι Αθηναίοι ύστερα από άλλα τριάντα χρόνια παρά ένα, τότε πού έστειλαν τον Άγνωνα το γιο του Νικία, ως αρχηγό της αποικίας, κι αφού έδιωξαν τους Ηδώνες, έχτισαν το μέρος αυτό, που λεγόταν πριν Εννέα Δρόμοι. Ξεκίνησαν να το κυριέψουν από την Ηιόνα, που την κρατούσανε για εμπορικό σταθμό, στις εκβολές του ποταμού στην ακροθαλασσιά και είκοσι πέντε στάδια μακριά από τη σημερινή πολιτεία, που ο Άγνωνας την ονόμασε Αμφίπολη, γιατί κυλάει γύρω της ο Στρυμόνας κι από τις δυο μεριές, κι αφού την οχύρωσε με μακρύ τείχος από τη μια στροφή του ποταμού στην άλλη, την ίδρυσε, λαμπρή πολιτεία που φαινόταν από τη θάλασσα κι από τη στεριά.

[4.103.1] Ξεκίνησε λοιπόν ο Βρασίδας από τις Άρνες της Χαλκιδικής και βάδιζε με το στρατό του ενάντια στην πολιτεία τούτη. Και φτάνοντας κατά το δείλι στον Αυλώνα και το Βρομίσκο, όπου εκβάλλει στη θάλασσα η λίμνη Βόλβη κι αφού έβαλε το στρατό να δειπνήσει εξακολούθησε την πορεία τη νύχτα. Ήταν κακοκαιρία κ' έριχνε χιονόνερο· [4.103.2] και γι' αυτό έβιαζε την πορεία περισσότερο, θέλοντας να μην τον πάρουν είδηση οι κάτοικοι της Αμφίπολης εξόν εκείνοι που του την πρόδιναν. [4.103.3] Γιατί υπήρχαν μέσα στην πολιτεία Αργίλιοι εγκατεστημένοι (και η Άργιλος είναι αποικία των Ανδρίων) καθώς και άλλοι που ενεργούσανε μαζί τους σ' αυτά, μερικούς που είχε πείσει ο Περδίκκας κι άλλοι που άκουγαν τους Χαλκιδέους. [4.103.4] Περισσότερο όμως απ' όλους συνωμοτούσαν οι Αργίλιοι που κατοικούσαν εκεί κοντά και που είχαν ανέκαθεν υποψίες για τους Αθηναίους κ' είχαν κακούς σκοπούς ενάντια στην πολιτεία και τώρα που παρουσιάστηκε η ευκαιρία κ' είχε έρθει ο Βρασίδας, διαπραγματεύονταν από καιρό με τους συμπολίτες τους μέσα στην Αμφίπολη πώς να βρεθεί τρόπος να παραδοθεί η πολιτεία και του άνοιξαν τη δική τους πολιτεία κι αποστάτησαν από τους Αθηναίους τη νύχτα εκείνη. Κι οδήγησαν το στρατό πριν ξημερώσει στη γέφυρα του ποταμού [4.103.5] (κ' η μικρή τους πολιτεία απέχει κάμποσο από το πέρασμα)· την εποχή εκείνη δεν κατέβαιναν τα τείχη ως εκεί όπως τώρα, υπήρχε όμως μια μικρή φρουρά που ο Βρασίδας εύκολα νίκησε, και καθώς υπήρχε η προδοσία, κ' ήτανε βαρυχειμωνιά κ' έπεσε απάνω τους χωρίς να τον περιμένουν, πέρασε τη γέφυρα κι αμέσως κατέλαβε τα περίχωρα της Αμφίπολης όπου είχαν σκόρπια σπίτια και χτήματα οι Αμφιπολίτες.

[4.104.1] Κ' επειδή πέρασε τη γέφυρα τόσο ξαφνικά για τους κατοίκους της πολιτείας κ' οι πλήθιοι πολίτες που κατοικούσαν στις εξοχές πιάστηκαν αιχμάλωτοι, ενώ άλλοι ζητούσαν καταφύγιο μέσα στα τείχη, καταταράχτηκαν οι Αμφιπολίτες, και γι' άλλους λόγους και γιατί υποπτεύονταν κι όλας ο ένας τον άλλο. [4.104.2] Και λένε πως αν είχε θελήσει ο Βρασίδας να μην αφήσει το στρατό να ξεχυθεί λεηλατώντας, αλλά να προχωρήσει αμέσως καταπάνω στην πολιτεία, ήταν πολύ πιθανό να την έπαιρνε. [4.104.3] Τώρα όμως αφού εγκατέστησε το στρατό του κι απλώθηκε σ' όλα τα περίχωρα και δεν έβλεπε κανένα αποτέλεσμα από τους μέσα, όπως περίμενε, έμεινε αδρανής· [4.104.4] οι αντίπαλοι όμως εκείνων που προετοίμαζαν την προδοσία, που είχαν επιβολή πάνω στο πλήθος, κ' εμπόδισαν ν' ανοιχτούν οι πύλες αμέσως στέλνουν αγγελιαφόρους κατά συμφωνία και με το στρατηγό Ευκλή που ήταν διορισμένος από την Αθήνα αρχηγός της φρουράς του τόπου, στον άλλο στρατηγό της περιφέρειας της Θράκης, το Θουκυδίδη το γιο του Ολόρου, που γράφει τούτη την Ιστορία και που βρισκόταν γύρω στη Θάσο (το νησί αυτό είναι αποικία της Πάρου και απέχει από την Αμφίπολη μισής μέρας ταξίδι από τη θάλασσα), παρακινώντας τον νά 'ρθει να τους ενισχύσει. [4.104.5] Κι αυτός όταν τ' άκουσε αρμένισε όσο γινόταν γρηγορότερα μ' εφτά καράβια που έτυχε να 'χει μαζί του, κ' ήθελε να προφτάσει, πρώτα απ' όλα βέβαια την Αμφίπολη, πριν παραδοθεί, ειδεμή τουλάχιστο να πιάσει την Ηιόνα πριν από το Βρασίδα.

[4.105.1] Στο μεταξύ ο Βρασίδας, τόσο επειδή φοβόταν την ενίσχυση των καραβιών από τη Θάσο, όσο και γιατί είχε μάθει πως ο Θουκυδίδης είχε το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται τα χρυσωρυχεία στα μέρη εκείνα της Θράκης, και εξ αιτίας αυτού είχε μεγάλη επιρροή ανάμεσα στους πρώτους εντόπιους, βιαζόταν να κυριέψει την πολιτεία πρώτος αυτός, μήπως αν φτάσει ο Θουκυδίδης, ο λαός της Αμφίπολης, ελπίζοντας πως θα τους ελευτερώσει φέρνοντας συμμαχική βοήθεια από τη θάλασσα και μαζεύοντας στρατό από τη Θράκη, δεν έχει πια όρεξη να πάει με το μέρος του. [4.105.2] Γι' αυτό πρότεινε μετριοπαθή συνθηκολόγηση, προκηρύσσοντας τ' ακόλουθα: όποιος από τους Αμφιπολίτες κι από τους Αθηναίους μέσα στην πολιτεία θέλει, να μείνει κρατώντας την περιουσία του κ' έχοντας ίσα δικαιώματα και συμμετοχή στην πολιτική ζωή, όποιος πάλι δε θέλει, να φύγει παίρνοντας τα πράματά του, μέσα σε πέντε μέρες.

[4.106.1] Κι όταν τ' άκουσαν αυτά οι περισσότεροι άρχισαν ν' αμφιταλαντεύονται, αφού μάλιστα λίγοι ήταν οι Αθηναίοι που έμεναν εκεί σαν πολίτες, οι περισσότεροι όμως ήταν ανάκατος πληθυσμός, και πολλοί μέσα στην πολιτεία είχανε συγγενείς που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι στην ύπαιθρο· και συγκρίνοντας την προκήρυξη με το φόβο που είχαν, τη θεώρησαν δίκαιη, οι Αθηναίοι από τη μια μεριά γιατί θα 'φευγαν ευχαρίστως, επειδή νόμιζαν πως είχαν περισσότερους λόγους να φοβούνται και σύγκαιρα δεν περίμεναν γρήγορη βοήθεια, το υπόλοιπο πλήθος από την άλλη, γιατί δε θα 'χαναν τα δικαιώματά τους ως ίσοι πολίτες μέσα στην πολιτεία τους κ' επειδή γλύτωναν τον κίντυνο, πράμα που δεν το περίμεναν. [4.106.2] Έτσι ώστε όσοι είχαν διαπραγματευθεί με το Βρασίδα υποστήριξαν τώρα πια φανερά πως είχανε δίκιο αφού έβλεπαν πως κι ο λαός έκλινε μ' αυτή τη γνώμη και δεν άκουγε πια το στρατηγό των Αθηναίων που ήταν ανάμεσά τους, κ' έγινε η συμφωνία και δέχτηκαν το Βρασίδα με τους όρους που είχε προκηρύξει. [4.106.3] Αυτοί λοιπόν παρέδωσαν την πολιτεία με τον τρόπο που είπαμε. Ο Θουκυδίδης όμως και τα καράβια άραξαν το βράδυ της ίδιας εκείνης ημέρας στην Ηιόνα. [4.106.4] Την Αμφίπολη την είχε πάρει ο Βρασίδας πριν από λίγην ώρα, και μια νύχτα έλειψε να πάρει και την Ηιόνα· γιατί αν δεν είχαν έρθει τόσο γρήγορα τα καράβια, θα 'πεφτε τα ξημερώματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου