Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (10.274-10.347)

Ὣς εἰπὼν παρὰ νηὸς ἀνήϊον ἠδὲ θαλάσσης.
275 ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἄρ᾽ ἔμελλον ἰὼν ἱερὰς ἀνὰ βήσσας
Κίρκης ἵξεσθαι πολυφαρμάκου ἐς μέγα δῶμα,
ἔνθα μοι Ἑρμείας χρυσόρραπις ἀντεβόλησεν
ἐρχομένῳ πρὸς δῶμα, νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς,
πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦ περ χαριεστάτη ἥβη·
280 ἔν τ᾽ ἄρα μοι φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Πῇ δὴ αὖτ᾽, ὦ δύστηνε, δι᾽ ἄκριας ἔρχεαι οἶος,
χώρου ἄϊδρις ἐών; ἕταροι δέ τοι οἵδ᾽ ἐνὶ Κίρκης
ἔρχαται, ὥς τε σύες, πυκινοὺς κευθμῶνας ἔχοντες.
ἦ τοὺς λυσόμενος δεῦρ᾽ ἔρχεαι; οὐδέ σέ φημι
285 αὐτὸν νοστήσειν, μενέεις δὲ σύ γ᾽ ἔνθα περ ἄλλοι.
ἀλλ᾽ ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω·
τῆ, τόδε φάρμακον ἐσθλὸν ἔχων ἐς δώματα Κίρκης
ἔρχευ, ὅ κέν τοι κρατὸς ἀλάλκῃσιν κακὸν ἦμαρ.
πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώϊα δήνεα Κίρκης.
290 τεύξει τοι κυκεῶ, βαλέει δ᾽ ἐν φάρμακα σίτῳ·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται· οὐ γὰρ ἐάσει
φάρμακον ἐσθλόν, ὅ τοι δώσω, ἐρέω δὲ ἕκαστα.
ὁππότε κεν Κίρκη σ᾽ ἐλάσῃ περιμήκεϊ ῥάβδῳ,
δὴ τότε σὺ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
295 Κίρκῃ ἐπαΐξαι ὥς τε κτάμεναι μενεαίνων.
ἡ δέ σ᾽ ὑποδείσασα κελήσεται εὐνηθῆναι·
ἔνθα σὺ μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν,
ὄφρα κέ τοι λύσῃ θ᾽ ἑτάρους αὐτόν τε κομίσσῃ·
ἀλλὰ κέλεσθαί μιν μακάρων μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι
300 μή τί τοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο,
μή σ᾽ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ.»
Ὣς ἄρα φωνήσας πόρε φάρμακον ἀργειφόντης
ἐκ γαίης ἐρύσας, καί μοι φύσιν αὐτοῦ ἔδειξε.
ῥίζῃ μὲν μέλαν ἔσκε, γάλακτι δὲ εἴκελον ἄνθος·
305 μῶλυ δέ μιν καλέουσι θεοί· χαλεπὸν δέ τ᾽ ὀρύσσειν
ἀνδράσι γε θνητοῖσι· θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται.
Ἑρμείας μὲν ἔπειτ᾽ ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον
νῆσον ἀν᾽ ὑλήεσσαν, ἐγὼ δ᾽ ἐς δώματα Κίρκης
ἤϊα· πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι.
310 ἔστην δ᾽ εἰνὶ θύρῃσι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο·
ἔνθα στὰς ἐβόησα, θεὰ δέ μευ ἔκλυεν αὐδῆς.
ἡ δ᾽ αἶψ᾽ ἐξελθοῦσα θύρας ὤϊξε φαεινὰς
καὶ κάλει· αὐτὰρ ἐγὼν ἑπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ.
εἷσε δέ μ᾽ εἰσαγαγοῦσα ἐπὶ θρόνου ἀργυροήλου,
315 καλοῦ δαιδαλέου· ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν·
τεῦχε δέ μοι κυκεῶ χρυσέῳ δέπᾳ, ὄφρα πίοιμι,
ἐν δέ τε φάρμακον ἧκε, κακὰ φρονέουσ᾽ ἐνὶ θυμῷ.
αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον οὐδέ μ᾽ ἔθελξε,
ῥάβδῳ πεπληγυῖα ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
320 «Ἔρχεο νῦν συφεόνδε, μετ᾽ ἄλλων λέξο ἑταίρων.»
ὣς φάτ᾽, ἐγὼ δ᾽ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
Κίρκῃ ἐπήϊξα ὥς τε κτάμεναι μενεαίνων.
ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων,
καί μ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
325 «Τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;
θαῦμά μ᾽ ἔχει ὡς οὔ τι πιὼν τάδε φάρμακ᾽ ἐθέλχθης.
οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος ἀνὴρ τάδε φάρμακ᾽ ἀνέτλη,
ὅς κε πίῃ καὶ πρῶτον ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων·
σοὶ δέ τις ἐν στήθεσσιν ἀκήλητος νόος ἐστίν.
330 ἦ σύ γ᾽ Ὀδυσσεύς ἐσσι πολύτροπος, ὅν τέ μοι αἰεὶ
φάσκεν ἐλεύσεσθαι χρυσόρραπις ἀργειφόντης,
ἐκ Τροίης ἀνιόντα θοῇ σὺν νηῒ μελαίνῃ.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ κολεῷ μὲν ἄορ θέο, νῶϊ δ᾽ ἔπειτα
εὐνῆς ἡμετέρης ἐπιβήομεν, ὄφρα μιγέντε
335 εὐνῇ καὶ φιλότητι πεποίθομεν ἀλλήλοισιν.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Κίρκη, πῶς γάρ με κέλεαι σοὶ ἤπιον εἶναι,
ἥ μοι σῦς μὲν ἔθηκας ἐνὶ μεγάροισιν ἑταίρους,
αὐτὸν δ᾽ ἐνθάδ᾽ ἔχουσα δολοφρονέουσα κελεύεις
340 ἐς θάλαμόν τ᾽ ἰέναι καὶ σῆς ἐπιβήμεναι εὐνῆς,
ὄφρα με γυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃς.
οὐδ᾽ ἂν ἐγώ γ᾽ ἐθέλοιμι τεῆς ἐπιβήμεναι εὐνῆς,
εἰ μή μοι τλαίης γε, θεά, μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι
μή τί μοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.»
345 Ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀπόμνυεν ὡς ἐκέλευον.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον,
καὶ τότ᾽ ἐγὼ Κίρκης ἐπέβην περικαλλέος εὐνῆς.

***
Μ᾽ αυτά τα λόγια, πήρα να ξεμακραίνω από το πλοίο
κι από το περιγιάλι. Αλλά όταν πια, περνώντας μέσα από ιερές κοιλάδες,
πλησίαζα το μέγα αρχοντικό της Κίρκης, με τα πολλά φαρμάκια της,
τότε, την ώρα που είχα φτάσει πια στο σπίτι, με συναπάντησε
ο Ερμής με το χρυσό ραβδί του· πήρε την όψη εφήβου
που μόλις χνούδισε το γένι του, κι η πρώτη νιότη λάμπει
πάνω του με πάσα χάρη.
280 Σφίγγει λοιπόν το χέρι μου, σχημάτισε τα λόγια του, και μίλησε:
«Πού πας και πάλι, δύστυχε, μόνος σ᾽ απόμερες κορφές
χώρας που δεν την ξέρεις; ενώ οι μισοί σου σύντροφοι στης Κίρκης
παγιδεύτηκαν, μαζί με τα γουρούνια, κλεισμένοι
σε περίφρακτους κρυψώνες. Ή μήπως ήλθες να τους λευτερώσεις;
Λοιπόν σ᾽ το λέω, μήτε ο ίδιος θα γυρίσεις πίσω·
εδώ θα μείνεις, όπου βρίσκονται κι οι άλλοι.
Δώσε ωστόσο προσοχή, υπόσχομαι να σε γλιτώσω, να σε σώσω·
να, πάρε αυτό, καλό βοτάνι, να το κρατάς, όταν θα μπεις
στο αρχοντικό της Κίρκης· μπορεί και να γλιτώσεις το κεφάλι σου
από την ώρα την κακιά.
Και θα σου πω όλα της Κίρκης τα πανούργα σχέδια:
290 θα φτιάξει να σου δώσει πηχτό σιρόπι· μέσα στην ψίχα του
θα ρίξει τα φαρμάκια της κι όμως μ᾽ αυτό δεν θα μπορέσει
να σε γητέψει εσένα· γιατί δεν θα το αφήσει να δράσει το άλλο,
το καλό βοτάνι, όποιο σου δίνω εγώ — το πώς σου το εξηγώ καταλεπτώς.
Μόλις η Κίρκη πάει να σε χτυπήσει μ᾽ εκείνο το πολύ μακρύ ραβδί της,
τότε κι εσύ σύρε το κοφτερό σπαθί απ᾽ τον μηρό σου,
χύμηξε καταπάνω της, της Κίρκης, σάμπως και να ᾽θελες να τη σκοτώσεις.
Εκείνη τότε, από τον τρόμο της, θα σε καλέσει να την κοιμηθείς·
εσύ μην αρνηθείς να πέσεις στο κρεβάτι μιας θεάς,
αν πράγματι το θες να λευτερώσει τους συντρόφους, αλλά
να δείξει και σ᾽ εσένα τη φροντίδα της.
Πιο πριν ωστόσο να τη βάλεις να ορκιστεί τον μέγαν όρκο των μακάρων,
300 πως άλλο πια δεν θα σκεφτεί βαρύ κακό εναντίον σου,
μήπως, την ώρα που θα γυμνωθείς, σε κάνει ανήμπορο κι ανίκανο.»
Τελειώνοντας, μου δίνει το καλό βοτάνι του ο Αργοφονιάς,
που το ανέσπασε απ᾽ τη γη και μου εξήγησε τη φύση του·
στη ρίζα του ήταν μελανό, αλλά το άνθος του άσπρο σαν το γάλα·
μώλυ το ονομάζουν οι θεοί, δύσκολο όμως να το ξεριζώσουν με τα χέρια
άνθρωποι θνητοί — για τους αθάνατους είναι τα πάντα δυνατά.
Στο μεταξύ ο Ερμής ανέβαινε ψηλά στον Όλυμπο, περνώντας
μέσα απ᾽ τα δάση του νησιού· τότε κι εγώ
τράβηξα για της Κίρκης το παλάτι, κι όπως εβάδιζα,
ανήσυχη πολύ τρικύμιζε η ψυχή μου.
310 Σταμάτησα μπροστά στο πρόθυρο της καλλιπλόκαμης θεάς,
κι εκεί στημένος φώναξα δυνατά· ακούγοντας τη δυνατή φωνή μου,
πρόβαλε έξω η θεά, με προσκαλούσε, ανοίγοντας θυρόφυλλα που λάμπουν.
Την ακολούθησα, κι ας ήμουν με βαριά καρδιά· μ᾽ επήρε εκείνη μέσα
και με κάθισε σε θρόνο (καρφιά ασημένια,
όμορφα στολισμένος) μ᾽ ένα σκαμνί κάτω απ᾽ τα πόδια μου.
Κι αμέσως φτιάχνει το δικό της μείγμα σε κούπα ολόχρυση,
για να το πιω, ρίχνοντας μέσα το φαρμάκι της —
έκλωθε ακόμη ο νους της το κακό.
Μου το ᾽δωκε, το ρούφηξα, όμως δεν μπόρεσε να με γητέψει·
οπότε με χτυπά με το ραβδί της, κι είπε την προσταγή της:
320 «Σύρε κι εσύ τώρα στο χοιροστάσι, να κυλιστείς με τους συντρόφους σου.»
Το ξόρκι της τελειώνοντας, τραβώ κι εγώ απ᾽ τον μηρό μου
κοφτερό σπαθί και χύμηξα πάνω στην Κίρκη,
σάμπως και να ᾽θελα να τη σκοτώσω.
Εκείνη τότε ανέκραξε φωνή μεγάλη και, στα γόνατά μου πέφτοντας,
πήρε να λέει ολοφυρόμενη τα λόγια της, που πέταξαν σαν τα πουλιά:
«Ποιος είσαι τέλος πάντων; έρχεσαι από πού; ποια η πατρίδα σου;
ποιοι οι γονείς σου; Γιατί θαυμάζω κι απορώ
που δεν μαγεύτηκες, μόλο που ήπιες το φαρμάκι μου —
τούτο το βότανο, που άλλος κανείς δεν θα μπορούσε να το αντέξει,
μόλις το πιει ή κι αν περάσει μόνο τον φράκτη των δοντιών του.
Όμως τον νου σου εσένα δεν τον πιάνουν μάγια.
330 Λέω λοιπόν πως είσαι ο Οδυσσέας, εκείνος ο πολύτροπος· πάντα
μου το ᾽λεγε πως θα ᾽ρθεις ο χρυσόραβδος θεός που σκότωσε τον Άργο,
γυρίζοντας από την Τροία, σ᾽ ένα καράβι μαύρο.
Αλλά κρατήσου τώρα, βάλε στη θήκη το σπαθί σου, ν᾽ ανέβουμε
κι οι δύο στην κλίνη μου, τα σώματά μας να σμίξουν στο κρεβάτι,
με την αγάπη να δεθούμε μεταξύ μας.»
Έτσι μου μίλησε, αλλά κι εγώ της αποκρίθηκα μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Κίρκη, πώς με καλείς μαζί σου να φανώ καλός;
όταν, μέσα στο σπίτι σου, έκανες τους εταίρους μου γουρούνια.
Τώρα κι εμένα με κρατείς γυρεύοντας, με δόλιο σχέδιο,
340 στην κάμαρή σου να με παρασύρεις, να με ανεβάσεις στο κρεβάτι σου,
ώστε, γυμνόν, να μ᾽ έχεις ανήμπορο κι ανίκανο.
Όχι, δεν θα δεχόμουν ν᾽ ανεβώ στην κλίνη σου, αν πρώτα
δεν συγκατανεύσεις, μια θεά, τον μέγαν όρκο να ορκιστείς,
πως πια δεν θα σκεφτείς άλλο κακό εις βάρος μου.»
Αυτά της είπα, κι έδωσε τον όρκο που της ζήτησα.
Και μόνο όταν πρόφερε και τέλειωσε τον όρκο της,
ανέβηκα κι εγώ σ᾽ εκείνην την περίκαλλη κλίνη της Κίρκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου