Ο Ελληνικός Διαφωτισμός
Τί στ’ αλήθεια εννοούμε με τον όρο Διαφωτισμό; Σαν Επικούρειος απεχθάνομαι τους ορισμούς, αλλά με ενδιαφέρει να συλλάβω και να αποδώσω το νόημα των λέξεων με όσο περισσότερη σαφήνεια μπορώ. Ο Ιωάννης Δελλής στο βιβλίο του Εισαγωγή στην Φιλοσοφία, γράφει για τον Ευρωπαϊκό διαφωτισμό:
«Ίσως θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, με επίγνωση ότι δεν καλύπτει όλο το πλάτος και το βάθος της έννοιας του Διαφωτισμού, πως το δυναμικό αυτό πνευματικό κίνημα, χαρακτηρίζεται από την μια μεριά από έμφαση στον ρόλο του λογικού, της αισθητηριακής εμπειρίας και της επαγωγικής μεθόδου σχετικά με την προσέγγιση της γνώσης που έχει αντικείμενο την φύση και τον άνθρωπο, την δυσπιστία απέναντι στην θεσμική θρησκεία και την παραδοσιακή αυθεντία, και από την άλλη από την ανάδυση των ιδανικών των ελεύθερων κοσμικών και δημοκρατικών κοινωνιών. Συνακόλουθο του τελευταίου είναι η διατύπωση επίμονων διακηρύξεων πίστης στη φυσική ελευθερία του ανθρώπου, την ισότητα και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα». Τίποτα λιγότερο κατά την γνώμη μου, δεν ισχύει για τον πρώτο Ελληνικό Διαφωτισμό, του οποίου ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός του 18ου αιώνα υπήρξε κατά κάποιο τρόπο αναβίωση και συνέχεια.
Στην ευλογημένη γή της Ιωνίας τον 6ο αιώνα προ της νέας χρονολόγησης, έγινε η μεγάλη παρέκκλιση στην ιστορία του ανθρώπινου πνευματικού πολιτισμού. Ο άνθρωπος αμφισβήτησε την Θεότητα, παρέκαμψε τους μύθους, προσπάθησε να ερμηνεύσει τον κόσμο ερήμην της και ζήτησε να οριοθετήσει τον εαυτό του σε σχέση με την φύση και τους συνανθρώπους του. Φυσική φιλοσοφία και σοφιστική είναι γεννήματα της ίδιας μήτρας. Του ανήσυχου, ανεξάρτητου και ξάστερου Ελληνικού πνεύματος. Η πρώτη προσπαθεί να ερμηνεύσει ορθολογικά την φύση και το σύμπαν, η δεύτερη ασχολείται με τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Ο Πρωταγόρας είναι αυτός που με την έλευσή του στην Αθήνα περί τα μέσα του 5ου αιώνα προ της νέας χρονολόγησης ξεκίνησε ουσιαστικά την σοφιστική κίνηση, που ο Hegel ονόμασε «Ελληνικό Διαφωτισμό». Η κίνηση αυτή, αν και όχι ενιαία όσο αφορά το περιεχόμενο, χαρακτηρίζεται εν τούτοις από ορισμένα κοινά στοιχεία. Το βασικότερο είναι ότι επικεντρώνει το αντικείμενο του στοχασμού για πρώτη φορά στον άνθρωπο και την αντιμετώπιση των πραχτικών προβλημάτων της καθημερινής ζωής, παραιτούμενη από την μάταιη αναζήτηση μιας απόλυτης Αλήθειας για την φύση και το σύμπαν. Αμφισβητεί με ανευλαβή τρόπο την δομή της κοινωνίας που ούτως η άλλως αλλάζει ραγδαία στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα, καθώς η Δημοκρατία ενδυναμώνεται και η εξουσία περνά σταδιακά από την Αριστοκρατία σε μία ανερχόμενη κοινωνικά και οικονομικά μεσαία τάξη από βιοτέχνες, ναυτικούς, εμπόρους και μεσαίους καλλιεργητές. Τα πατροπαράδοτα ήθη, έθιμα και δοξασίες, η θρησκεία και η παράδοση, οι πυλώνες δηλαδή της παλιάς αριστοκρατικής ιεραρχίας, κλονίζονται ανεπανόρθωτα. Η κατεστημένη παιδεία που μαθαίνει απλά ανάγνωση, γραφή μουσική, αποστήθιση επικής και λυρικής ποίησης και γυμναστική στους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών, κρίνεται πλέον ανεπαρκής στα νέα δεδομένα. Ο Πρωταγόρας και οι άλλοι σοφιστές φιλοδοξούν να προσφέρουν έναντι αδρής αμοιβής, την απαραίτητη ανώτερη παιδεία στους γεμάτους αυτοπεποίθηση, έπαρση και ενθουσιασμό Αθηναίους της εποχής, ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης ώστε να μπορούν να επιχειρηματολογούν με ευστοχία, να αντεπεξέρχονται με επιτυχία στις συζητήσεις, τα δικαστήρια και την διευρυμένη Εκκλησία του Δήμου και να μπορούν να διευθετούν με τον καλύτερο τρόπο τα του οίκου και της πόλης τους. «Το δε μάθημά εστίν ευβουλία περί των οικείων, όπως αν άριστα την αυτού οικίαν διοικεί και περι των της πόλεως, όπως τα της πόλεως δυνατώτατος αν είη και πράττειν και λέγειν». Η καλλιέργεια της ρητορικής ικανότητας γίνεται έτσι απαραίτητο συστατικό στοιχείο της προσφερόμενης παιδείας. Ο Πρωταγόρας δίνει μεγάλη βαρύτητα στην επιχειρηματολογία και την σαφήνεια του λόγου και για τον λόγο αυτόν ασχολήθηκε με την γλωσσολογία (ορθοέπεια) και έγινε ο θεμελιωτής της Ελληνικής γραμματικής. Η σοφιστική εισάγει τον σκεπτικισμό και την αμφισβήτηση της ύπαρξης Θεών και Απόλυτης Αλήθειας. «Περι μέν θεών ουκ έχω ειδέναι ουθ’ ώς εισίν, ούθ’ ώς ουκ εισίν, ούθ΄οποίοί τινες ιδέαν. Πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι, ή τ΄άδηλότης και βραχύς ών ο βίος του ανθρώπου». (Όσο για τους θεούς δεν γνωρίζω ούτε πως είναι, ή δεν είναι, ούτε πως μοιάζουν. Είναι πολλά που εμποδίζουν την γνώση. Το γεγονός ότι είναι άδηλοι και άλλωστε είναι πολύ μικρός ο βίος του ανθρώπου για να δώσει απάντηση σε τέτοια ερωτήματα). ‘Έτσι αρχίζει το περί θεών έργο του Πρωταγόρα που στάθηκε αφορμή να εκδιωχθεί απο την Αθήνα. Ο Πρωταγόρας δηλώνει αγνωστικιστής, δέν ασχολείται με τους θεούς και τους εξοστρακίζει απο το κάδρο των ενδιαφερόντων του. Και στο σημαντικότερο έργο του «Αλήθεια ή καταβάλλοντες» δηλώνει εξ αρχής: «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, των μεν όντων ως έστι των δε μη όντων ως ούκ έστι». (Για όλα τα πράγματα ο Άνθρωπος είναι το μέτρο, γι' αυτά που υπάρχουν ότι υπάρχουν και για αυτά που δεν υπάρχουν, ότι δεν υπάρχουν). Η αλήθεια λοιπόν είναι σχετική και διαφορετική για τον κάθε άνθρωπο, ανάλογα με την εμπειρία του, τα βιώματά του, τις γνώσεις, την κρίση και την νοημοσύνη του. Για τον ίδιο άνθρωπο σε μελλοντικό χρόνο, η αλήθεια μπορεί να μεταβληθεί με τον εμπλουτισμό π.χ. της εμπειρίας ή των γνώσεών του. Άν και όλες οι γνώμες αληθεύουν, εν τούτοις μπορεί κάποια γνώμη την δεδομένη στιγμή, να είναι καλύτερη ή ωφελιμότερη απο τις άλλες. Και αυτό θα αναδειχθεί μέσω της επιχειρηματολογίας. Ο Πρωταγόρας δέχεται ότι ο άνθρωπος έχει έμφυτο μέσα του το αίσθημα του ηθικού και του δίκαιου (αιδώς και δίκη), όπως προκύπτει από τον μύθο της φιλοσοφίας του πολιτισμού, που αναφέρει στον ομώνυμο διάλογο ο Πλάτωνας. Δέχεται όμως επίσης ότι τα έθιμα, οι παραδόσεις, η ηθική, η θρησκεία, οι νόμοι και το δίκαιο, έχουν σχετική αξία και δεσμεύουν μόνον την κοινωνία που τους έφτιαξε, για όσο χρόνο αυτή τους αποδέχεται. Ο Πρωταγόρας γίνεται έτσι ο εισηγητής του κοινωνικού συμβολαίου. Οι νόμοι κατ’ αυτόν είναι καθεαυτό ανθρώπινα δημιούργηματα, ανώτεροι απο όλους και απο τους ίδιους τους άρχοντες της πόλης, απαραίτητοι για την συγκρότηση κοινωνίας και δεν έχουν σχέση με τον φυσικό νόμο, που είναι ο νόμος της ζούγκλας. (Ο νόμος του ισχυροτέρου). Κάθε άνθρωπος είναι ικανός να διδαχθεί την αρετή αφού οι προϋποθέσεις της (αιδώς και δίκη) είναι έμφυτες σ΄ αυτόν. Αυτό επιτυγχάνεται με εκπαίδευση απο την βρεφική ηλικία, αρχικά μέσα στην οικογένεια, αργότερα με τους δασκάλους και συνεχίζει μέσω των νόμων που η πολιτεία θεσπίζει, αλλά και μέσω της διαρκούς και ενεργητικής συμμετοχής στα κοινά. Ο Πρωταγόρας εκθειάζει έτσι τον παιδευτικό ρόλο της δημοκρατίας στούς πολίτες. Σημαντική είναι η άποψή του για την απονομή δικαιοσύνης και την τιμωρία. Αυτή είναι άρρηκτα δεμένη με την θεωρία του περί διδασκαλίας της αρετής. Θεωρεί ότι η ποινή πρέπει να έχει παιδευτικό χαρακτήρα, τόσο γι' αυτόν που την υφίσταται, όσο και για τους υπόλοιπους πολίτες, ώστε να αποτρέπει την μελλοντική διάπραξη παρόμοιου αδικήματος. Κανένας λογικός άνθρωπος πιστεύει, δέν τιμωρεί το διαπραχθέν αδίκημα, γιατί ότι έγινε, έγινε και δέν ξεγίνεται. Άν το κάνει, τότε εκδικείται ίδια με τα άγρια θηρία.
Ο Πρόδικος ο Κείος ήρθε στην Αθήνα σαν πρέσβης της πατρίδας του Ιουλίδας της Κέας. Απέκτησε μεγάλη φήμη για την σοφία του. Του αποδίδεται ο μύθος του Ηρακλή μπροστά στους δύο δρόμους, που αποτρέπει τους νέους απο τον μαλθακό και φιλήδονο βίο, τους παρακινεί να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής, τονίζει τον κίνδυνο από τα πάθη και συνιστά αδιαφορία γι' αυτά που οι πολλοί θεωρούν αγαθά, όπως ο πλούτος και η δόξα. Καταπιάστηκε με γλωσσολογικές μελέτες και έγινε ιδρυτής της συνωνυμικής, που πάσχιζε για την ακριβή διάκριση των λέξεων με παραπλήσια σημασία.
Ενδιαφέρουσα είναι η θεωρία του σοφιστή για την προέλευση της θρησκείας. Σύμφωνα με αυτήν, σ’ ένα πρωτόγονο στάδιο οι άνθρωποι λάτρευαν σαν θεούς, αυτά που τους έτρεφαν και τους ωφελούσαν: τους καρπούς, τις πηγές, τα ποτάμια, τον ήλιο. ‘Επειτα θεοποίησαν αυτούς που επινόησαν τις ωφέλιμες τέχνες όπως η γεωργία, η αμπελουργία, η μεταλλουργία και τους λάτρεψαν σαν Δήμητρα, Διόνυσο, Ήφαιστο αντίστοιχα.
Η θρησκειολογική του θεωρία σκανδάλισε κάποιους Αθηναίους και σύμφωνα με το λεξικό του Σουίδα, τελικά δεν απέφυγε την κατηγορία για ασέβεια και διαφθορά των νέων και καταδικάστηκε να πιεί το κώνειο. Υπάρχει όμως και η εκδοχή οτι γίνεται εδώ σύγχυση με τον Σωκράτη.
Ο Γοργίας απο τους Λεοντίνους της Σικελίας μαθητής του Εμπεδοκλή του Τεισία και του Ζήνωνα του Ελεάτη ήρθε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 427 προ νέας χρονολόγησης σαν πρέσβης της πατρίδας του για να ζητήσει την βοήθεια της εναντίον των Συρακουσίων. Ασχολήθηκε κυρίως με την ρητορική και έγινε γνωστός για το πομπώδες ύφος, τα πολλά σχήματα λόγου και την εισαγωγή των λεγόμενων «γοργιείων σχημάτων». Ηταν απόλυτα σκεπτικιστής όπως προκύπτει απο το συγγραμμά του «Περί φύσεως, ή περί του μή όντος» όπου διατείνεται: «... ουδέν έστι. Ή και έστι ακατάληπτον ανθρώπω. Ή και καταληπτόν ανέξοιδον και ανερμήνευτον τω πέλας». (Τίποτα δέν υπάρχει. Και άν υπάρχει είναι ακατάληπτο για τον άνθρωπο. Και άν είναι καταληπτό, δεν μπορεί ούτε να εξηγηθεί ούτε να ερμηνευτεί στους άλλους).
Είναι ο πρώτος που εντόπισε την αξία της κρίσιμης χρονικής στιγμής, και της εκμετάλλευσης της κατάλληλης ευκαιρίας τον κατάλληλο χρόνο, αυτό που σήμερα ονομάζουμε timing, τόσο στην πολιτική όσο και στην στρατηγική τακτική αλλά και την ιατρική και έγραψε γι' αυτό το θέμα.
Ο Γοργίας ενδιαφέρεται μόνον για την πειθώ μέσω της ρητορικής. Γι' αυτόν η ρητορική είναι η μόνη που μπορεί να καλύψει το κενό της αλήθειας που αδυνατούμε να κατακτήσουμε. Δέν ενδιαφέρεται να μεταδώσει γνώση ούτε να διδάξει αρετή, παρά μόνο να πείσει. Για τον Γοργία, ο λόγος είναι όπλο ακαταμάχητο και προβληματίζεται και ο ίδιος για την καλή ή κακή χρήση του. Ο λόγος είναι για την ψυχή ότι τα φάρμακα για το σώμα, διατείνεται ο μεγάλος σοφιστής. Όπως τα φάρμακα ανάλογα με το πώς θα χρησιμοποιηθούν μπορούν να βλάψουν ή να θεραπεύσουν το σώμα, έτσι και ο λόγος μπορεί ανάλογα με την χρήση του να θεραπεύσει η να καταστρέψει την ψυχή. Ο μαθητής του Ισοκράτης, θα τον κατηγορήσει αργότερα ότι με το να μήν δίνει βάρος στήν ουσία του περιεχομένου του λόγου του, αποπροσανατόλιζε σε σχέση με την χρήση του.
Ο Γοργίας υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της ενότητας του Ελληνικού κόσμου, ιδέα που εμφύσησε στον μαθητή του Ισοκράτη. Τόσο στον Ολυμπιακό του λόγο, όσο και στον Επιτάφιό του παρακινεί τους Έλληνες να συνασπιστούν εναντίον των κοινών τους εχθρών των Περσών. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από τον Επιτάφιο που γράφτηκε για τους Αθηναίους που σκοτώθηκαν στην διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου: «Τα μεν κατά βαρβάρων τρόπαια ύμνους απαιτεί, τα δε κατά Ελλήνων θρήνους».
Ο σκεπτικισμός του Γοργία, όσον αφορά την αλήθεια και την ηθική, στάθηκε πιθανά η αιτία να δημιουργηθούν στους μαθητές του, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις, όσον αφορά το φυσικό δίκαιο.
Η πρώτη εκφράζεται από τον Καλλικλή στον «Γοργία» του Πλάτωνα και είναι η θεωρία του δίκαιου του ισχυροτέρου. Κατ’ αυτόν ο νόμος και το έθιμο και η ταύτιση της ισότητας με την δικαιοσύνη, είναι έργο της πλειοψηφίας των αδυνάτων ανθρώπων, για να τιθασεύουν την δύναμη των ισχυρών φύσεων. «…Το σημάδι της δικαιοσύνης – ισχυρίζεται με κυνισμό ο Καλλικλής – είναι η κυριαρχία του δυνατού πάνω στον αδύνατο… Σ΄ όσους έλαχε εξαρχής να είναι γιοί βασιλιάδων, ή οι ίδιοι να είναι ικανοί να αποκτήσουν εξουσία, ή τυραννία ή κυριαρχία, ποιό πράγμα αληθινά θα ήταν γι' αυτούς πιο αισχρό και χειρότερο από την σωφροσύνη; Για ποιό λόγο αυτοί, ενώ μπορούν να απολαύσουν όλα τα αγαθά χωρίς φραγμό, να προσθέσουν σαν αφέντη του εαυτού τους τον Νόμο και την Λογική και την γνώμη των πολλών ανθρώπων; Η εύκολη ζωή, η ασυδοσία και η ακολασία συνιστούν γι' αυτούς την αρετή και την ευτυχία…» Η θρησκεία είναι εφεύρημα κάποιων πονηρών, για να δαμάσουν τους ανθρώπους με τον φόβο αόρατων όντων που βλέπουν και τιμωρούν ακόμα και το κακό που γίνεται κρυφά. Ενάντια σ’ αυτό όμως διαμαρτύρεται η φύση και η ιστορία. Ο δυνατός άνθρωπος, που θα καταλάβει την απάτη, θα σπάσει τα δεσμά και θα γίνει αφέντης των σκλάβων και τότε θα λάμψει το δίκαιο της φύσης, με όλη του την μεγαλοπρέπεια. Γιατί είναι φυσικός νόμος ο δυνατός να εξουσιάζει και ο αδύνατος να εξουσιάζεται και να ακολουθεί τον δυνατό. Εκφραστές αυτής της θεωρίας είναι ο Μένων και ο Κριτίας ο αρχηγός των τριάκοντα τυράννων που κατά την 8μηνη διακυβέρνησή του έπνιξε την Αθήνα στο αίμα.
Η δεύτερη αντίληψη εκφράζεται απο τον Λυκόφρονα και τον Αλκιδάμαντα τον Ελεάτη.
Ο Λυκόφρων είναι γνήσιο τέκνο του Ελληνικού Διαφωτισμού. Οι καταβολές του είναι ξεκάθαρα ελεατικές, σε βαθμό που αποφεύγει να χρησιμοποιεί το κατηγόρημα « είναι » σε αποφαντική πρόταση. Γι’ αυτόν η ευγενική καταγωγή, είναι κάτι τελείως κενό και οι κοινωνικές διακρίσεις, δεν αντέχουν σε καμμιά σοβαρή κριτική. Ο νόμος είναι σύμβαση μεταξύ ελεύθερων ανθρώπων και εγγυάται τα δικαιώματα του ενός απέναντι στον άλλο. Δέν έχει όμως την δυνατότητα να διαπαιδαγωγήσει τους πολίτες στην δικαιοσύνη και την αρετή και αυτό ακριβώς το σημείο αποτελεί αντικείμενο κριτικής του Αριστοτέλη στα Πολιτικά του.
«Ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν» δηλώνει με παρρησία ο Αλκιδάμας ο Ελεάτης. Θεωρεί την φιλοσοφία «επιτοίχισμα των νόμων». Απαιτεί ίσα δικαιώματα για την γυναίκα και απελευθέρωση των δούλων στα πλαίσια του φυσικού δικαίου, γιατί όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι μεταξύ τους.
Το όνομα Αντιφών ο Αθηναίος πρέπει σύμφωνα με τον Δίδυμο τον Αλεξανδρινό και τον Ερμογένη, να αντιστοιχεί σε δύο διαφορετικούς σοφιστές. Ο ένας ο Αντιφών ο Σοφίλου Ραμνούσιος, είναι πολιτικός, ακραιφνής ολιγαρχικός και ρήτορας αυτός που εγκαινίασε τον δικανικό λόγο, ο σημαντικότερος ρήτορας της Εποχής του σύμφωνα με τον Πλάτωνα, Ασχολήθηκε κυρίως με δίκες για ανθρωποκτονία και προώθησε την αποδεικτική τεχνική χρησιμοποιώντας μία εκλεπτυσμένη επιχειρηματολογία βασισμένη σε καθαρούς συλλογισμούς. Υπήρξε αρχηγέτης της συνομωσίας των ολιγαρχικών το 411 προ της νέας χρονολόγησης και ένας απο τους 400, που καταδικάστηκε σε θάνατο μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και το πτώμα του πετάχτηκε μαζί με αυτό του Αρχιπτόλεμου έξω απο τα όρια της Αθηναϊκής επικράτειας.
Στόν άλλο Αντιφώντα, μαθητή του Γοργία, που κατά τον Φιλόστρατο αποκαλούσαν Νέστορα, αποδίδεται το «Περί Αληθείας» σύγγραμμα, έργο που στηρίζεται στόν Πρωταγόρα και τον Παρμενίδη. Υποστηρίζει την αντίθεση νόμου και φύσης και είναι υπέρμαχος του κοινωνικού συμβολαίου και της ισότητας όλων των ανθρώπων, σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο. Είναι απέραντα κοσμοπολίτης και θεωρεί βαρβαρότητα την διάκριση των ανθρώπων σε αριστοκράτες και άσημους, ελεύθερους και δούλους, Έλληνες και βάρβαρους. «Φύσει πάντα ομοίως πεφύκαμεν και βάρβαροι και Έλληνες είναι». Πιστεύει ότι η αλήθεια κυριαρχεί στον κόσμο της φύσης, ενώ στον κόσμο των ανθρώπων επικρατούν το ψεύδος και η απάτη. Ο ανθρώπινος νόμος συχνά αποβαίνει επιβλαβής για την φυσική ελευθερία των ανθρώπων, επειδή συντελεί στην δημιουργία ανισοτήτων, ταξικών διακρίσεων και χωρισμού σε έθνη. Ο Αντιφών συμφωνεί με τον Δημόκριτο, ότι η πατρίδα του σοφού δεν είναι η πόλη αλλά ο κόσμος «Σοφώ ανδρί πάσα γή βατή. Αγαθής γαρ ψυχής πατρίς ο ξύμπας κόσμος». (Ο σοφός άνθρωπος είναι παντού καλοδεχούμενος. Επειδή πατρίδα της αγαθής ψυχής είναι όλος ο κόσμος.)
Ο Αντιφών πιστεύει ότι ο άνθρωπος πρέπει να ζεί το σήμερα και να μην αφιερώνεται σε μεγαλεπήβολα σχέδια, λες και πρόκειται να ζήση μία άλλη ζωή και όχι αυτήν εδώ. Και στο μεταξύ ο χρόνος που του απομένει, πάει χαμένος.
Διαπιστώνει ότι η ζωή δεν έχει τίποτα εξαιρετικό, μεγάλο η υψηλό, αλλά μόνο μικρά εφήμερα και ασήμαντα, όλα ανάμικτα με μεγάλες λύπες.
Στό περιί Ομονοίας σύγγραμμά του αναφέρει ότι ο άνθρωπος πρέπει να ομονοεί με τον εαυτό του πρώτα και έπειτα με τους συμπολίτες του. Θεωρεί την Ομόνοια θεμέλιο της ανθρώπινης και κυρίως της πολιτειακής συμβίωσης.
Γιά τον Αντιφώντα το σημαντικότερο στην ζωή είναι η μόρφωση και η παιδεία και το χειρότερο η αναρχία.
Ο Αντιφών εμπνεόμενος από την θέση του Γοργία ότι ο λόγος έχει την δύναμη να θεραπεύσει ή να καταστρέψει την ψυχή, ανάλογα με το πώς θα χρησιμοποιηθεί, επινόησε μία τεχνική για την θεραπεία της κατάθλιψης, βασισμένη στον λόγο και την συνομιλία. Την ονόμασε «Τέχνη αλυπίας» και την εξασκούσε σε ένα θεραπευτήριο κοντά στην αγορά της Κορίνθου. Έθεσε έτσι τίς βάσεις της ψυχοθεραπείας και προαναγγέλλει την Επικούρεια Αταραξία.
Ο Αντιφών ασχολήθηκε ακόμα με την ερμηνεία των ονείρων, την φυσική και την γεωμετρία και ιδίως με το πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου.
Ο Ιππίας ο Ήλειος μαθητής του Ηγησίδημου ήταν παράδειγμα εγκυκλοπαιδικής πολυμάθειας. Τα ενδιαφέροντά του εκτείνονταν απο την αστρονομία και τα μαθηματικά (όπου λέγεται πως ανακάλυψε την λεγόμενη τετραγωνίζουσα καμπύλη), ως την μουσική, την ποίηση, την γραμματική, την εθνολογία, την γλυπτική, την ζωγραφική και την χειροτεχνία. Ήταν διάσημος για τήν μνημοτεχνική του. Περισσότερο ταξίδεψε στην Σπάρτη και την Σικελία παρά στην Αθήνα. Του άρεσε ιδιαίτερα να ρητορεύει στην Ολυμπία επι παντός επιστητού.
Ο Ιππίας είναι υπέρμαχος της αυτάρκειας όχι με την κυνική έννοια της απαλλαγής απο κάθε περιττή ανάγκη, αλλά της ανεξαρτησίας απο τους άλλους. Φτάνει στο σημείο να κατασκευάζει ο ίδιος τα ρούχα του, τα υποδήματά του, το δαχτυλίδι του την ζώνη του και είναι υπερήφανος γι' αυτό. Καταξιώνει έτσι για πρώτη φορά την χειρωνακτική εργασία, που θεωρούταν κατάλληλη ενασχόληση μόνο για δούλους και γυναίκες. Αυτό πιθανώς εντάσσεται στην διαφορετική νοοτροπία των Δωριέων όπως ο Ιππίας, από τους Ίωνες. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα ο Βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος, υπερηφανεύονταν ότι κατασκεύασε μόνος του τα κουφώματα του σπιτιού του.
Ο Ιππίας πιστεύει ότι ο νόμος και το δίκαιο είναι συμβάσεις που εκφράζουν κάθε φορά τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες. Θεωρεί τον άγραφο φυσικό νόμο ανώτερο του γραπτού και προτείνει ο συμβατικός νόμος να μετριέται και να διορθώνεται πάνω στο φυσικό δίκαιο. Το πλησίασμα στην φυσική κατάσταση το εννοούσε σαν άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων υπέρ των αδυνάτων.
Ο Ιππίας ήταν κοσμοπολίτης και ονειρευόταν μία ελεύθερη πνευματική κοινωνία ανθρώπων πάνω απο φυλές και κοινωνικές διακρίσεις.
Ο Θρασύμαχος ο Χαλκηδόνιος που η ακμή του τοποθετείται τα τελευταία 30 χρόνια του 5ου αιώνα ήταν βασικά δασκαλος της ρητορικής. Ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» τον παρουσιάζει σάν υπέρμαχο της θεωρίας για το δίκαιο του ισχυροτέρου. Ο ισχυρός κυβερνά και νομοθετεί με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του και το ταυτίζει με το δίκαιο. Αυτή είναι άλλωστε η πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως μας περιγράφεται από τον Θουκυδίδη. Δεν γίνεται πάντως σαφές αν αυτή είναι θέση του Θρασύμαχου, η απλά μία κυνική διαπίστωση για την εποχή του.
Δέν υπήρχε γονιμότερη γή γιά να ανθίσει και να δώσει καρπούς ο σπόρος της σοφιστικής απο την Αθήνα του 5ου αιώνα. Η δυναμική, ανερχόμενη και γεμάτη αυτοπεποίθηση μετά τους Περσικούς Πολέμους Δημοκρατία, ήταν το κατάλληλο έδαφος και η σοφιστική το απαραίτητο εργαλείο για το βάθαιμα της. Ο άνθρωπος γίνεται το μέτρο των πραγμάτων. Η ελεύθερη βούληση και έκφραση θριαμβεύει. Η αποτελεσματική και πειστική επιχειρηματολογία απαιτεί ακρίβεια στην έκφραση, σαφήνεια νοημάτων, διάκριση ακόμα και στις αποχρώσεις των εννοιών. Άνθρωποι σαν τον Πρωταγόρα και τον Πρόδικο αναμορφώνουν την Ελληνική γλώσσα και την φτάνουν στην τελειότητά της. Ο κοσμοπολιτισμός των σοφιστών, ανοίγει τα μυαλά των ανθρώπων οι ιδέες της ισότητας και του κοινωνικού συμβολαίου διατυπώνονται για πρώτη φορά. Η αμφισβήτηση σαρώνει θεόσταλτες εξουσίες, αριστοκρατία και δεισιδαιμονίες. Οι αρετές διδάσκονται και δέν είναι κληρονομικά προνόμια συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων. Η συστηματική μόρφωση της νεολαίας βαθαίνει και απλώνεται πέρα απο την παραδοσιακή άρχουσα τάξη. Η ανθρωπιστική παιδεία, γεννήθηκε στην Ελλάδα με τους σοφιστές. Ένας νέος δροσερός άνεμος αισιοδοξίας, φουσκώνει τα πανιά της Δημοκρατίας. Ο Ελληνικός Διαφωτισμός. Όχι πως δέν υπάρχουν αρνητικές πλευρές της σοφιστικής κίνησης. Η ρητορική, αυτό το όπλο του λόγου, δεν χρησιμοποιήθηκε πάντα κατά τον καλύτερο τρόπο απο τα μικρά μυαλά που συχνά ακολουθούσαν τους μεγάλους δασκάλους. Οι φόβοι του Γοργία για την κακή της χρήση, συχνά επιβεβαιώθηκαν και στην καλύτερη περίπτωση εκφυλίστηκε σε κενόλογη επίδειξη, με χρήση λογικοφανών επιχειρημάτων και στείρα εριστική. Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις, είναι ο Ευθύδημος και ο Διονυσόδωρος που συνέβαλαν στην κακή φήμη που πήρε αργότερα η λέξη «σοφιστής». Η άποψη του δίκαιου του ισχυρότερου, που υποστηρίχτηκε από κάποιους σοφιστές, εμπεριέχει τα πρώτα σπέρματα της φασιστικής ιδεολογίας και η εφαρμογή της στην πράξη απο τον Αλκιβιάδη και τον Κριτία οδήγησε σε δύο απο τις πιό ζοφερές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας: Στην αναίτια σφαγή των Μηλίων κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και την αιματοβαμμένη 8μηνη Tυραννία των Τριάκοντα το 401 στην Αθήνα.
Παρά τα αρνητικά της όμως, η σοφιστική κίνηση δημιούργησε το περιβάλλον, για την εμπέδωση της Δημοκρατίας και την άνθιση του Ελληνικού Πολιτισμού του 5ου αιώνα, που ακριβώς αυτή την εποχή φθάνει στο απόγειό του. Είναι το υπόβαθρο του Χρυσού Αιώνα του Περικλή και παιδιά της είναι εκτός απο τον ίδιο τον μεγάλο πολιτικό, ο Θουκυδίδης, ο Ευριπίδης, ο Ισοκράτης, ο Λυσίας, ο Δημοσθένης και μία πλειάδα άλλων μεγάλων ανδρών που κοσμούν εκείνη την εποχή.
Οι καιροί όμως που ακολούθησαν ήταν ζοφεροί. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ο λοιμός τα πρώτα δύο χρόνια του πολέμου και η καταστροφή των μικροκαλλιεργητών, η αντίδραση των αριστοκρατών, οι ακρότητες του Κλέωνα που διαδέχτηκε τον Περικλή και αργότερα ο τυχοδιωκτισμός του Αλκιβιάδη, οδήγησαν την Αθήνα στήν εκπνοή του 5ου αιώνα στην καταστροφή και την κατάλυση της Δημοκρατίας.
«…όπου το κράτος υποχρεώθηκε να καταργήσει τους μισθούς των δημόσιων λειτουργών και τις αποζημιώσεις των ηλιαστών, να σταματήσει τα δημόσια έργα που έδιναν εργασία στους επαγγελματίες, να παραιτηθεί σύμφωνα με διαταγή του νικητή από τις ναυπηγήσεις, που εξασφάλιζαν μεροκάματα σε τόσους εργάτες και μισθοδοσία σε τόσους κωπηλάτες…» (G. Glotz: La Cite Greque, Paris 1928)
Η Δημοκρατία αποκαταστάθηκε απο τον Θρασύβουλο μετά 8 μήνες και αμνήστευσε τους ολιγαρχικούς δείχνοντας την ποιότητά της, αλλά ο πολίτης έχασε πλέον τον δυναμισμό του και την αυτοπεποίθησή του. Είχε να θρηνήσει οικείους, φίλους, περιουσία. Να αγωνιστεί για την επιβίωση, να παλαίψει σε μιά δύσκολη καθημερινότητα. Πολλοί αναγκάστηκαν για να επιβιώσουν να γίνουν μισθοφόροι σε ξένους στρατούς. Και φυσικά όχι μόνο Αθηναίοι. Στον «Πανηγυρικό» του ο Ισοκράτης περιγράφει χαρακτηριστικά αυτούς τους απόβλητους: «…που τριγυρίζουν σε χώρες ξένες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους προσφέροντας πολλοί από αυτούς τις υπηρεσίες τους σα μισθοφόροι και πεθαίνουν πολεμώντας ενάντια στους συμπατριώτες τους…». Τα χρόνια που ακολούθησαν δέν ήταν καλύτερα. Νέοι πόλεμοι εξουθενώνουν την ήδη ταλαιπωρημένη Ελλάδα. Η μάχη στα Λεύκτρα βάζει τέλος στην επαίσχυντη Σπαρτιατική κυριαρχία που στηρίχτηκε στην Ανταλκείδιο ειρήνη και το Ξεπούλημα των Ιωνικών πόλεων στον Πέρση Βασιλιά. Η μάχη της Μαντινείας και ο θάνατος του Επαμεινώνδα στην βραχεία Θηβαίική ηγεμονία που και αυτή βασίστηκε στην εύνοια των Περσών. Ακολούθησε η επιβολή της Μακεδονικής κυριαρχίας με τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Μάταια ο Δημοσθένης προσπαθεί να ταρακουνήσει τον Δήμο με τους πύρινους λόγους του. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, με την παρότρυνση του Υπερείδη, η Αθήνα σε συνεννόηση με τους Αρκάδες, τους Αιτωλούς, τους Αχαιούς και τους Κορίνθιους επαναστατεί. Ο Αριστοτέλης στενός φίλος του Αντίπατρου που η Σχολή του απολάμβανε την Μακεδονική προστασία καταφεύγει στην Χαλκίδα. Ο νεαρός Επίκουρος έρχεται στην Αθήνα να υπηρετήσει την εφηβεία του. Ο στρατηγός Λεωσθένης νικά τους Μακεδόνες στις Θερμοπύλες, αλλά σκοτώνεται στην πολιορκία της Λαμίας και ο Αντίπατρος συντρίβει τους Αθηναίους στον Κραννώνα κατά ξηρά και στην Αμοργό κατά θάλασσα. Ο Υπερείδης συλλαμβάνεται και εκτελείται. Ο Δημοσθένης αυτοκτονεί. Η Αθήνα γίνεται έρμαιο στα πολιτικά παιχνίδια των επιγόνων. Αρχικά με τον εγκάθετο του Κάσσανδρου Δημήτριο Φαληρέα μαθητή του Θεόφραστου και οπαδού των Περιπατητικών. που κυβερνά δικτακτορικά για 10 χρόνια (317 – 307). Τήν περίοδο αυτή το πολίτευμα γίνεται τιμοκρατικό και χιλιάδες Αθηναίοι χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Τα διατηρούν μόνο όσοι κατέχουν περιουσία άνω των 2.000 δραχμών. Ο Δήμος αποδυναμώνεται δραματικά. Οι χορηγίες στους φτωχούς και οι αποζημιώσεις που καταβάλλονταν για την συμμετοχή στα δικαστήρια και την Εκκλησία του Δήμου, καταργούνται. Οι νέοι νόμοι που συντάσσονται ευνοούν την πλουτοκρατία. Ο αριθμός των εξαθλιωμένων αυξάνεται. Ο Πλάτων προφητικά στην «Πολιτεία του είχε ήδη σκιαγραφήσει το είδος αυτό των ανθρώπων: «…που κατοικεί μέσα στην πόλη χωρίς ν’ ανήκει σε καμμιά κατηγορία της πόλης, μη όντας ούτε έμπορος, ούτε ιππέας ούτε οπλίτης, αλλά μονάχα φτωχός…». Ο Δημήτριος Φαληρέας θα ανατραπεί απο τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, γιο του Αντίγονου του Μονόφθαλμου, που θα αποκαταστήσει την Δημοκρατία για ιδιοτελείς λόγους. Οι Περιπατητικοί βρέθηκαν προσωρινά σε δυσμένεια. Ο Θεόφραστος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα. Η Δημοκρατία όμως έχει φθάσει σε πλήρη εκφυλισμό. Σκοτεινά υποκείμενα με πρώτο τον δημαγωγό Στρατοκλή παρασύρουν τον Δήμο σε ανήκουστες πράξεις δουλοπρέπειας προς τον Δημήτριο. Αυτός και ο πατέρας του Αντίγονος χαιρετίζονται ως Βασιλείς. Ονομάζονται θεοί στήνονται βωμοί και αποφασίζεται να λατρεύονται απο ιδιαίτερο ιερέα. Ανδριάντες τους χρυσωμένοι, στήνονται δίπλα στους ανδριάντες των τυρρανοκτόνων. Τους χαρίζονται χρυσοί στέφανοι αξίας άνω των 200 ταλάντων. Δύο καινούργιες φυλές ιδρύονται, η Δημητριάδα και η Αντιγονίδα. Ο σατυρικός ποιητής Φιλιππίδης, που στηλιτεύει αυτές τις συμπεριφορές, εξορίζεται και καταφεύγει στον Λυσίμαχο της Θράκης. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Επίκουρος ιδρύει τον Κήπο. Το 306 Ο Δημήτριος νίκησε σε μεγάλη ναυμαχία στην Κύπρο τον Αιγυπτιακό στόλο, αλλά η εκστρατεία του πατέρα του Αντίγονου στην Αίγυπτο απέτυχε. Το 305 εγκατέλειψε την πολιορκία της Ρόδου για να σώσει την Αθήνα απο την απειλή του Κάσσανδρου. Με βία, δόλο και χρήμα, κυριάρχησε στην Πελοπόννησο και επανασύστησε την Κορινθιακή συμμαχία εναντίον του Κάσσανδρου. Κατά την δεύτερη αυτή παραμονή του στην Αθήνα (304 – 302), η χαμέρπεια του Δήμου υπο την επιρροή του Στρατοκλή έφθασε στο αποκορύφωμά της. Του παραχωρήθηκε για κατοικία ο οπισθόδομος του Παρθενώνα, όπου ο καθόλου παρθένος Δημήτριος, επιδόθηκε σε κάθε είδους ακολασίες με αστές, εταίρες και αγόρια. Ο Δημοχάρης που αντέδρασε εξορίστηκε και κατέφυγε και αυτός στον Λυσίμαχο. Η Επικουρική Σχολή εν τω μεταξύ, κάνει τα πρώτα της βήματα. Ο ίδιος ο Επίκουρος προτρέπει με επιστολή τον μαθητή του Μιθρή, υψηλόβαθμο αξιωματούχο του Λυσίμαχου, να μυήσει στην φιλοσοφία τον βασιλιά.
Το 301 ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος και ο Κάσσανδρος συνέτριψαν τα στρατεύματα του Δημητρίου και του Αντίγονου στην Ιψώ και ο 80χρονος Αντίγονος σκοτώθηκε στην μάχη. Οι Δημοκρατικοί στην Αθήνα βασιζόμενοι στην εύνοια του Λυσίμαχου, που κερδήθηκε με την βοήθεια του ποιητή Φιλιππίδη και του Δημοχάρη, ανέτρεψαν τον Στρατοκλή και μήνυσαν στον Δημήτριο ότι δεν είναι ευπρόσδεκτος στην Αθήνα. Το 296 ο Δημήτριος, που τα βρήκε εν τω μεταξύ με τον Σέλευκο και τον Κάσσανδρο, ερήμωσε την Αττική και πολιόρκησε την Αθήνα χωρίς έλεος. Μεγάλη πείνα θέρισε την πόλη. Ο Επίκουρος προσπάθησε να συντηρήσει τους μαθητές του με κουκιά. Ήταν τότε 47 ετών. Η Αθήνα συνθηκολόγησε τελικά το 294. Από τις συγκρούσεις των επόμενων χρόνων, ισχυρός και αδιαφιλονίκητος ηγέτης αναδείχθηκε ο Αντίγονος Γονατάς, γιός του Δημήτριου του Πολιορκητή, που πήρε τον θρόνο της Μακεδονίας. Οπαδός της στωικής φιλοσοφίας, κατέβαινε συχνά στην Αθήνα να ακούσει τον ευνοούμενό του Ζήνωνα τον Κυτιέα, αρχηγό της Στοάς και πολέμιο του γερο-Επίκουρου, ο οποίος άφησε τελικά την ζωή το 270, με στεριωμένη την διδασκαλία του, παρά τον επίσημο κατατρεγμό της εξουσίας και με μεγάλη και λαμπρή φήμη σ΄ όλο τον Ελληνικό κόσμο.
Την αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση των πρώτων δεκαετιών του 5ου αιώνα αντικατέστησαν στην εκπνοή του η απογοήτευση η απελπισία και η ανασφάλεια. Σιγά σιγά η Δημοκρατία εκφυλίστηκε σε τιμοκρατία και ολιγαρχία. Η τύχη της πόλης δεν εξαρτιόταν πια από τον Δήμο και οι πολίτες, όσοι διατήρησαν το δικαίωμα, έχασαν το ενδιαφέρον τους για τα κοινά και έγιναν εσωστρεφείς, ασχολούμενοι κυρίως με τις ιδιωτικές τους υποθέσεις. Στα πέτρινα χρόνια, σε πείσμα της εξουσίας και της επικρατούσας μοιρολατρίας και μεταφυσικής θολούρας, ο Κήπος του Επίκουρου, μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία, έγινε η όαση που διαφύλαξε ζωντανή την φλόγα του Διαφωτισμού και της Δημοκρατίας, διασώζοντας, διαδίδοντας και επεκτείνοντας τις αρχές της ανθρώπινης ελευθερίας και αξιοπρέπειας, του κοινωνικού συμβολαίου και της ισότητας των ανθρώπων, καταργώντας τις διακρίσεις που οφείλονται στην κοινωνική θέση, το φύλο, την φυλή και την περιουσία. Στην πράξη καταργεί την δουλεία και φέρνει την γυναίκα σε ισότιμη θέση με τον άνδρα. Διδάσκει το κατά φύσιν ζήν, την αξία της αυτάρκειας, της φιλίας και της χαράς της ζωής, τον δρόμο για την αταραξία της ψυχής, την απαλλαγή από τις άχρηστες επιθυμίες και τους άχρηστους φόβους για τον θάνατο και τους θεούς. Αν οι Επικούρειοι στάθηκαν μακριά απο την πολιτική, αντίθετα απο τους σοφιστές, αυτό συνέβη γιατί ο Δήμος είχε απωλέσει πλέον την ουσιαστική του εξουσία και οι τύχες της πόλης δεν ήταν πλέον στα χέρια των πολιτών, ενώ επιτέθηκαν στην ρητορική, γιατί αυτή είχε χάσει το περιεχόμενό της και είχε καταντήσει κενολογία, κολακεία των εκάστοτε ισχυρών και κούφια εριστική.
Δέν είναι τυχαίο που τόσο οι μεγάλοι Σοφιστές όσο και ο Επικουρισμός, κατηγορήθηκαν λοιδορήθηκαν και συκοφαντήθηκαν ήδη από την εποχή τους. Διαχρονικά οι ιδέες τους και η ανεξαρτησία της σκέψης τους, δέν βόλευαν τις εκάστοτε εξουσίες. Αντίθετα βόλευαν η μοιρολατρία, οι δεισιδαιμονίες και οι μεταφυσικές δοξασίες που κρατούσαν τον άνθρωπο φοβισμένο, δέσμιο των ιερατείων, υποχείριο των αρχόντων. Απέναντι στον νηφάλιο και ξάστερο ορθολογισμό του Ελληνικού Διαφωτισμού, ο νεφελώδης μεταφυσικός παραλογισμός, οι δεισιδαιμονίες, και η αυθαίρετη πίστη σε θεούς και δαίμονες, θεόσταλτες εξουσίες, μεταθανάτιες τιμωρίες και επιβραβεύσεις.
Αν η Σοφιστική κίνηση ήταν όπως λέει ο Θεοδωρίδης κορύφωμα της πρώτης προσπάθειας του ανθρώπου να γίνει Άνθρωπος, ο Επικουρισμός ήταν η τελευταία, όπως υποστηρίζει ο Νίτσε. Οι αξίες του Ελληνικού Διαφωτισμού, ενέπνευσαν αιώνες αργότερα τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και παραμένουν πάντοτε ζωντανές, διαχρονικές και επίκαιρες. Παραμένουν πάντοτε το ζητούμενο, όσο ο άνθρωπος θα ψάχνει να βρεί τον εαυτό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου