Ὣς ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος· αὐτὰρ Ἀθήνη
βῆ ῥ᾽ ἐς Φαιήκων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε,
οἳ πρὶν μέν ποτε ναῖον ἐν εὐρυχόρῳ Ὑπερείῃ,
5 ἀγχοῦ Κυκλώπων, ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων,
οἵ σφεας σινέσκοντο, βίηφι δὲ φέρτεροι ἦσαν.
ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Ναυσίθοος θεοειδής,
εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων,
ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους,
10 καὶ νηοὺς ποίησε θεῶν, καὶ ἐδάσσατ᾽ ἀρούρας.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἤδη κηρὶ δαμεὶς Ἄϊδόσδε βεβήκει,
Ἀλκίνοος δὲ τότ᾽ ἄρχε, θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς·
τοῦ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
νόστον Ὀδυσσῆϊ μεγαλήτορι μητιόωσα.
15 βῆ δ᾽ ἴμεν ἐς θάλαμον πολυδαίδαλον, ᾧ ἔνι κούρη
κοιμᾶτ᾽ ἀθανάτῃσι φυὴν καὶ εἶδος ὁμοίη,
Ναυσικάα, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
πὰρ δὲ δύ᾽ ἀμφίπολοι, Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι,
σταθμοῖϊν ἑκάτερθε· θύραι δ᾽ ἐπέκειντο φαειναί.
20 ἡ δ᾽ ἀνέμου ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια κούρης,
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν,
εἰδομένη κούρῃ ναυσικλειτοῖο Δύμαντος,
ἥ οἱ ὁμηλικίη μὲν ἔην, κεχάριστο δὲ θυμῷ.
τῇ μιν ἐεισαμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη·
25 «Ναυσικάα, τί νύ σ᾽ ὧδε μεθήμονα γείνατο μήτηρ;
εἵματα μέν τοι κεῖται ἀκηδέα σιγαλόεντα,
σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστιν, ἵνα χρὴ καλὰ μὲν αὐτὴν
ἕννυσθαι, τὰ δὲ τοῖσι παρασχεῖν, οἵ κέ σ᾽ ἄγωνται.
ἐκ γάρ τοι τούτων φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει
30 ἐσθλή, χαίρουσιν δὲ πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ.
ἀλλ᾽ ἴομεν πλυνέουσαι ἅμ᾽ ἠοῖ φαινομένηφι·
καί τοι ἐγὼ συνέριθος ἅμ᾽ ἕψομαι, ὄφρα τάχιστα
ἐντύνεαι, ἐπεὶ οὔ τοι ἔτι δὴν παρθένος ἔσσεαι·
ἤδη γάρ σε μνῶνται ἀριστῆες κατὰ δῆμον
35 πάντων Φαιήκων, ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ.
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐπότρυνον πατέρα κλυτὸν ἠῶθι πρὸ
ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι, ἥ κεν ἄγῃσι
ζῶστρά τε καὶ πέπλους καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα.
καὶ δὲ σοὶ ὧδ᾽ αὐτῇ πολὺ κάλλιον ἠὲ πόδεσσιν
40 ἔρχεσθαι· πολλὸν γὰρ ἀπὸ πλυνοί εἰσι πόληος.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη
Οὔλυμπόνδ᾽, ὅθι φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ
ἔμμεναι· οὔτ᾽ ἀνέμοισι τινάσσεται οὔτε ποτ᾽ ὄμβρῳ
δεύεται οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται, ἀλλὰ μάλ᾽ αἴθρη
45 πέπταται ἀννέφελος, λευκὴ δ᾽ ἐπιδέδρομεν αἴγλη·
τῷ ἔνι τέρπονται μάκαρες θεοὶ ἤματα πάντα.
ἔνθ᾽ ἀπέβη γλαυκῶπις, ἐπεὶ διεπέφραδε κούρῃ.
Αὐτίκα δ᾽ Ἠὼς ἦλθεν ἐΰθρονος, ἥ μιν ἔγειρε
Ναυσικάαν εὔπεπλον· ἄφαρ δ᾽ ἀπεθαύμασ᾽ ὄνειρον,
50 βῆ δ᾽ ἴμεναι διὰ δώμαθ᾽, ἵν᾽ ἀγγείλειε τοκεῦσι,
πατρὶ φίλῳ καὶ μητρί· κιχήσατο δ᾽ ἔνδον ἐόντας·
ἡ μὲν ἐπ᾽ ἐσχάρῃ ἧστο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν,
ἠλάκατα στρωφῶσ᾽ ἁλιπόρφυρα· τῷ δὲ θύραζε
ἐρχομένῳ ξύμβλητο μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας
55 ἐς βουλήν, ἵνα μιν κάλεον Φαίηκες ἀγαυοί.
ἡ δὲ μάλ᾽ ἄγχι στᾶσα φίλον πατέρα προσέειπε·
«Πάππα φίλ᾽, οὐκ ἂν δή μοι ἐφοπλίσσειας ἀπήνην
ὑψηλὴν εὔκυκλον, ἵνα κλυτὰ εἵματ᾽ ἄγωμαι
ἐς ποταμὸν πλυνέουσα, τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται;
60 καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ ἔοικε μετὰ πρώτοισιν ἐόντα
βουλὰς βουλεύειν καθαρὰ χροῒ εἵματ᾽ ἔχοντα.
πέντε δέ τοι φίλοι υἷες ἐνὶ μεγάροις γεγάασιν,
οἱ δύ᾽ ὀπυίοντες, τρεῖς δ᾽ ἠΐθεοι θαλέθοντες·
οἱ δ᾽ αἰεὶ ἐθέλουσι νεόπλυτα εἵματ᾽ ἔχοντες
65 ἐς χορὸν ἔρχεσθαι· τὰ δ᾽ ἐμῇ φρενὶ πάντα μέμηλεν.»
Ὣς ἔφατ᾽· αἴδετο γὰρ θαλερὸν γάμον ἐξονομῆναι
πατρὶ φίλῳ· ὁ δὲ πάντα νόει καὶ ἀμείβετο μύθῳ·
«Οὔτε τοι ἡμιόνων φθονέω, τέκος, οὔτε τευ ἄλλου.
ἔρχευ· ἀτάρ τοι δμῶες ἐφοπλίσσουσιν ἀπήνην
70 ὑψηλὴν εὔκυκλον, ὑπερτερίῃ ἀραρυῖαν.»
***
Βαθιά κοιμότανε εκεί εκείνος, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
στον ύπνο και στον κάματο δοσμένος.
Ωστόσο η Αθηνά τον δρόμο πήρε για τους Φαίακες,
να πάει στη χώρα και στην πόλη τους.
Που άλλοτε κατοικούσαν στην ευρύχωρη Υπερεία,
κοντά στους αλαζόνες Κύκλωπες.
Όμως αυτοί, ασυναγώνιστοι όπως ήταν στη βία και στη δύναμη,
συχνά τους έβλαπταν.
Ώσπου ο ωραίος σαν θεός Ναυσίθοος
τους ξεσηκώνει, και τους πήγε να μείνουν στη Σχερία,
από τους σιτοφάγους γείτονες μακριά.
Εκεί, γύρω στην πόλη τείχος ύψωσε,
έχτισε κατοικίες, για τους θεούς ανάστησε ναούς,
10 μοίρασε και τη γη.
Στο μεταξύ πάει καιρός που είχε στον κάτω κόσμο κατεβεί,
από τη μοίρα του θανάτου χτυπημένος.
Τώρα κρατούσε την αρχή ο Αλκίνοος,
νους προικισμένος με τη γνώση των θεών.
Για το δικό του το παλάτι πήρε τον δρόμο η Αθηνά,
τα μάτια λάμποντας, και με τη σκέψη της στραμμένη
στον γυρισμό του μεγαλόψυχου Οδυσσέα.
Φτάνει πηγαίνοντας στον στολισμένο θάλαμο,
όπου κοιμότανε μια κόρη, σαν τις αθάνατες στην όψη και στο ανάστημα:
η Ναυσικά, του μεγαλόκαρδου Αλκινόου η θυγατέρα.
Κοντά της, πλάι στον κάθε παραστάτη, ησύχαζαν ακόλουθες,
κοπέλες δύο σαν τις Χάριτες ωραίες.
Και τα κλειστά θυρόφυλλα να λάμπουν.
Σαν την πνοή του ανέμου η θεά περνώντας,
20 ρίγησε το κλινοσκέπασμα της κόρης.
Στάθηκε πάνω απ᾽ το κεφάλι της κι όπως ξεκίνησε να της μιλήσει,
την όψη πήρε της θυγατέρας κάποιου Δύμαντα,
θαλασσινού με φήμη — της ήταν συνομήλικη, φίλη επιστήθια κι αγαπημένη.
Με το δικό της πρόσωπο, τα μάτια λάμποντας, της είπε η Αθηνά:
«Ω Ναυσικά, γιατί τόσο νωθρή να σε γεννήσει η μάνα σου;
Αφρόντιστα σου μένουν τα λαμπρά σου ρούχα,
κι όμως ο γάμος πια σου γνέφει·
πρέπει κι εσύ τα ωραία σου να τα φορέσεις,
να τα χαρίσεις όμως και στους άλλους που θα σε πάνε στου γαμπρού.
Έτσι στοχάζομαι πως ανεβαίνει ένδοξη η φήμη στους ανθρώπους,
30 και καμαρώνουν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου μάνα.
Εμπρός λοιπόν, μόλις χαράξει,
ας πάμε να τα πλύνουμε μαζί. Σκοπεύω να σ᾽ ακολουθήσω,
να ετοιμαστείς το γρηγορότερο, θα σου παρασταθώ κι εγώ,
αφού δεν θα ᾽σαι για καιρό παρθένα.
Κιόλας σε ορέγονται πολλοί για νύφη,
οι ευγενέστεροι άντρες σ᾽ όλο τον δήμο των Φαιάκων,
απ᾽ όπου έχει αναβλαστήσει κι η δική σου φύτρα.
Γι᾽ αυτό σου λέω, παρότρυνε τον ξακουστό πατέρα σου,
πριν καλοξημερώσει, να σου ετοιμάσει άμαξα και μούλες,
για να φορτώσουν τους ζωστούς χιτώνες,
πέπλους λυτούς κι ενδύματα χρωματιστά που λάμπουν.
Καλύτερα κι εσύ στην άμαξα ν᾽ ανέβεις, μην πας πεζοπορώντας,
40 οι γούρνες βρίσκονται τόσο μακριά απ᾽ την πόλη.»
Είπε τον λόγο της, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά,
και για τον Όλυμπο κινούσε, όπου, καθώς διηγούνται,
τη μόνιμή τους έδρα έχουν οι θεοί ασφαλισμένη·
δεν τη χτυπούν ανέμοι, δεν τη λασπώνουν οι νεροποντές,
χιόνι δεν τη βαραίνει·
μόνο αιθρία απλώνεται παντού, λάμψη λευκή την περιβάλλει.
Εκεί μακαρισμένοι χαίρονται οι θεοί την αιωνία ζωή·
εκεί κατέφυγε, τα μάτια λάμποντας, κι η Αθηνά
που φανερώθηκε στην κόρη.
Και πρόβαλε στην ώρα της καλλίθρονη η Αυγή
τη Ναυσικά ξυπνώντας, που τη στόλιζαν εξαίσιοι πέπλοι.
Από το θαυμαστό της όνειρο συνεπαρμένη,
έτρεξε από κάμαρη σε κάμαρη,
50 το μήνυμα να φέρει στους γονείς, στον κύρη και στη μάνα της.
Τους βρήκε μέσα· ήταν εκείνη στην εστία καθισμένη με τις ακόλουθές της,
κλώθοντας νήματα βαμμένα στην πορφύρα της θαλάσσης·
εκείνον τον απάντησε στην πόρτα,
έτοιμο να προσέλθει στη βουλή με τους βασιλικούς συμβούλους,
όπου και τον καλούσαν φημισμένοι οι Φαίακες.
Πήγε και στάθηκε πολύ κοντά του, και τον πατέρα της προσφώνησε:
«Ω κύρη μου ακριβέ, δεν θ᾽ αρνηθείς στην κόρη σου ένα αμάξι,
ψηλό όσο πρέπει και καλλίτροχο,
ρούχα πολύτιμα στον ποταμό να φέρει, να τα πλύνω,
που βρίσκονται στο σπίτι λερωμένα.
60 Πρώτος εσύ μέσα στους πρώτους της βουλής που αποφασίζει,
το σώμα σου δεν πρέπει να ντύνεις με ρούχα καθαρά;
Έχεις και πέντε γιους. Οι δυο τους είναι κιόλας παντρεμένοι,
οι τρεις ακόμη παλληκάρια θαλερά κι ανύπαντρα.
Όλοι τους θέλουν, στο χοροστάσι όταν πηγαίνουν,
φρεσκοπλυμένα ρούχα να φορούν.
Κι είναι δικό μου χρέος όλα να τα σκέφτομαι.»
Έτσι του μίλησε, σεμνά, διστάζοντας να ομολογήσει
στον πατέρα της για τον δικό της γάμο, που τη συγκινούσε.
Εκείνος όμως πιάνοντας καλά το νόημα, της αποκρίθηκε αναλόγως:
«Όχι, παιδί μου, μήτε οι μούλες θα σου λείψουν
μήτε και τ᾽ άλλα, τ᾽ απαραίτητα.
Πήγαινε όπου λες. Το αμάξι σου οι δούλοι θα ετοιμάσουν,
70 ψηλό όσο πρέπει και καλλίτροχο, με την καρότσα του γερά δεμένη.»
Βαθιά κοιμότανε εκεί εκείνος, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
στον ύπνο και στον κάματο δοσμένος.
Ωστόσο η Αθηνά τον δρόμο πήρε για τους Φαίακες,
να πάει στη χώρα και στην πόλη τους.
Που άλλοτε κατοικούσαν στην ευρύχωρη Υπερεία,
κοντά στους αλαζόνες Κύκλωπες.
Όμως αυτοί, ασυναγώνιστοι όπως ήταν στη βία και στη δύναμη,
συχνά τους έβλαπταν.
Ώσπου ο ωραίος σαν θεός Ναυσίθοος
τους ξεσηκώνει, και τους πήγε να μείνουν στη Σχερία,
από τους σιτοφάγους γείτονες μακριά.
Εκεί, γύρω στην πόλη τείχος ύψωσε,
έχτισε κατοικίες, για τους θεούς ανάστησε ναούς,
10 μοίρασε και τη γη.
Στο μεταξύ πάει καιρός που είχε στον κάτω κόσμο κατεβεί,
από τη μοίρα του θανάτου χτυπημένος.
Τώρα κρατούσε την αρχή ο Αλκίνοος,
νους προικισμένος με τη γνώση των θεών.
Για το δικό του το παλάτι πήρε τον δρόμο η Αθηνά,
τα μάτια λάμποντας, και με τη σκέψη της στραμμένη
στον γυρισμό του μεγαλόψυχου Οδυσσέα.
Φτάνει πηγαίνοντας στον στολισμένο θάλαμο,
όπου κοιμότανε μια κόρη, σαν τις αθάνατες στην όψη και στο ανάστημα:
η Ναυσικά, του μεγαλόκαρδου Αλκινόου η θυγατέρα.
Κοντά της, πλάι στον κάθε παραστάτη, ησύχαζαν ακόλουθες,
κοπέλες δύο σαν τις Χάριτες ωραίες.
Και τα κλειστά θυρόφυλλα να λάμπουν.
Σαν την πνοή του ανέμου η θεά περνώντας,
20 ρίγησε το κλινοσκέπασμα της κόρης.
Στάθηκε πάνω απ᾽ το κεφάλι της κι όπως ξεκίνησε να της μιλήσει,
την όψη πήρε της θυγατέρας κάποιου Δύμαντα,
θαλασσινού με φήμη — της ήταν συνομήλικη, φίλη επιστήθια κι αγαπημένη.
Με το δικό της πρόσωπο, τα μάτια λάμποντας, της είπε η Αθηνά:
«Ω Ναυσικά, γιατί τόσο νωθρή να σε γεννήσει η μάνα σου;
Αφρόντιστα σου μένουν τα λαμπρά σου ρούχα,
κι όμως ο γάμος πια σου γνέφει·
πρέπει κι εσύ τα ωραία σου να τα φορέσεις,
να τα χαρίσεις όμως και στους άλλους που θα σε πάνε στου γαμπρού.
Έτσι στοχάζομαι πως ανεβαίνει ένδοξη η φήμη στους ανθρώπους,
30 και καμαρώνουν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου μάνα.
Εμπρός λοιπόν, μόλις χαράξει,
ας πάμε να τα πλύνουμε μαζί. Σκοπεύω να σ᾽ ακολουθήσω,
να ετοιμαστείς το γρηγορότερο, θα σου παρασταθώ κι εγώ,
αφού δεν θα ᾽σαι για καιρό παρθένα.
Κιόλας σε ορέγονται πολλοί για νύφη,
οι ευγενέστεροι άντρες σ᾽ όλο τον δήμο των Φαιάκων,
απ᾽ όπου έχει αναβλαστήσει κι η δική σου φύτρα.
Γι᾽ αυτό σου λέω, παρότρυνε τον ξακουστό πατέρα σου,
πριν καλοξημερώσει, να σου ετοιμάσει άμαξα και μούλες,
για να φορτώσουν τους ζωστούς χιτώνες,
πέπλους λυτούς κι ενδύματα χρωματιστά που λάμπουν.
Καλύτερα κι εσύ στην άμαξα ν᾽ ανέβεις, μην πας πεζοπορώντας,
40 οι γούρνες βρίσκονται τόσο μακριά απ᾽ την πόλη.»
Είπε τον λόγο της, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά,
και για τον Όλυμπο κινούσε, όπου, καθώς διηγούνται,
τη μόνιμή τους έδρα έχουν οι θεοί ασφαλισμένη·
δεν τη χτυπούν ανέμοι, δεν τη λασπώνουν οι νεροποντές,
χιόνι δεν τη βαραίνει·
μόνο αιθρία απλώνεται παντού, λάμψη λευκή την περιβάλλει.
Εκεί μακαρισμένοι χαίρονται οι θεοί την αιωνία ζωή·
εκεί κατέφυγε, τα μάτια λάμποντας, κι η Αθηνά
που φανερώθηκε στην κόρη.
Και πρόβαλε στην ώρα της καλλίθρονη η Αυγή
τη Ναυσικά ξυπνώντας, που τη στόλιζαν εξαίσιοι πέπλοι.
Από το θαυμαστό της όνειρο συνεπαρμένη,
έτρεξε από κάμαρη σε κάμαρη,
50 το μήνυμα να φέρει στους γονείς, στον κύρη και στη μάνα της.
Τους βρήκε μέσα· ήταν εκείνη στην εστία καθισμένη με τις ακόλουθές της,
κλώθοντας νήματα βαμμένα στην πορφύρα της θαλάσσης·
εκείνον τον απάντησε στην πόρτα,
έτοιμο να προσέλθει στη βουλή με τους βασιλικούς συμβούλους,
όπου και τον καλούσαν φημισμένοι οι Φαίακες.
Πήγε και στάθηκε πολύ κοντά του, και τον πατέρα της προσφώνησε:
«Ω κύρη μου ακριβέ, δεν θ᾽ αρνηθείς στην κόρη σου ένα αμάξι,
ψηλό όσο πρέπει και καλλίτροχο,
ρούχα πολύτιμα στον ποταμό να φέρει, να τα πλύνω,
που βρίσκονται στο σπίτι λερωμένα.
60 Πρώτος εσύ μέσα στους πρώτους της βουλής που αποφασίζει,
το σώμα σου δεν πρέπει να ντύνεις με ρούχα καθαρά;
Έχεις και πέντε γιους. Οι δυο τους είναι κιόλας παντρεμένοι,
οι τρεις ακόμη παλληκάρια θαλερά κι ανύπαντρα.
Όλοι τους θέλουν, στο χοροστάσι όταν πηγαίνουν,
φρεσκοπλυμένα ρούχα να φορούν.
Κι είναι δικό μου χρέος όλα να τα σκέφτομαι.»
Έτσι του μίλησε, σεμνά, διστάζοντας να ομολογήσει
στον πατέρα της για τον δικό της γάμο, που τη συγκινούσε.
Εκείνος όμως πιάνοντας καλά το νόημα, της αποκρίθηκε αναλόγως:
«Όχι, παιδί μου, μήτε οι μούλες θα σου λείψουν
μήτε και τ᾽ άλλα, τ᾽ απαραίτητα.
Πήγαινε όπου λες. Το αμάξι σου οι δούλοι θα ετοιμάσουν,
70 ψηλό όσο πρέπει και καλλίτροχο, με την καρότσα του γερά δεμένη.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου