6.1. Τα καλά παιδιά και τα παλιόπαιδα
Πανεπιστήμια και πανεπιστημιακές σχολές, όπως τις εννοούμε σήμερα, δεν είχε η Ρώμη. Αν υποθέσουμε όμως ότι είχε, τότε οι σχολές που θα είχαν τη μεγαλύτερη ζήτηση θα ήταν η «Νομική», η «Σχολή Πολιτικών Επιστημών» και η «Σχολή Ευελπίδων». Οι φιλόδοξοι μπαμπάδες της Ρώμης φαντάζονταν τους γιους τους πολιτικούς και αξιωματικούς - για τις κόρες τους δεν είχαν ιδιαίτερες φιλοδοξίες, πέρα από το να τις εξασφαλίσουν έναν «καλό» γάμο, κατά προτίμηση με πολιτικούς και στρατιωτικούς. Οι δυο αυτές σταδιοδρομίες ταίριαζαν άλλωστε με τα πατροπαράδοτα ρωμαϊκά ήθη που, όπως ξέρουμε, τόνιζαν ιδιαίτερα τη ζωή της δράσης, στρατιωτικής ή πολιτικής, και ζητούσαν από τον γνήσιο Ρωμαίο σοβαρότητα χαρακτήρα, αυταπάρνηση, αφοσίωση στην οικογένεια και την πατρίδα, συμμετοχή στα κοινά και αποχή από τις πολυτέλειες που έβλαπταν το σώμα και την ψυχή. Για τους πιο παραδοσιακούς Ρωμαίους οι πολυτέλειες αυτές συμπεριλάμβαναν και την ενασχόληση με τα «γράμματα και τις τέχνες». Παρόλο που η γνωριμία των Ρωμαίων με τον Ελληνικό πολιτισμό άλλαξε σε μεγάλο βαθμό αυτές τις αντιλήψεις, οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις δεν ξέχασαν ποτέ ότι η Ρώμη έγινε μεγάλη και τρανή όχι χάρη στους ποιητές και τους καλλιτέχνες της αλλά επειδή ευτύχησε να έχει διορατικούς πολιτικούς, πεισματάρηδες στρατηγούς και αποφασισμένους στρατιώτες. Και στο σημείο αυτό τόνιζαν τη μεγάλη διαφορά τους από τους Έλληνες.
Μόνο που, καθώς η Ρώμη γινόταν όλο και πιο πλούσια εξαιτίας των στρατιωτικών της κατακτήσεων και καθώς η ελληνική πνευματική ζωή ασκούσε όλο και μεγαλύτερη επίδραση, οι πιο μορφωμένες και εύπορες τάξεις συνειδητοποιούσαν όλο και περισσότερο την αξία του «ευ ζην»· ενώ, καθώς συνήθως συμβαίνει, η νεολαία υιοθετούσε πιο ακραίες και επαναστατικές μορφές αντίδρασης στην «παράδοση». Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, αυτή η αντίδραση είχε τον χαρακτήρα επιδεικτικής απόρριψης του παλαιού ρωμαϊκού τρόπου ζωής και σκέψης.
Κάπου στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. τα πράγματα είχαν ωριμάσει αρκετά ώστε να συγκροτηθεί μια πνευματική-καλλιτεχνική πρωτοπορία από έναν κύκλο νέων ανθρώπων που αντιμετώπιζαν με δυσπιστία και ειρωνεία την επίσημη κοινωνική ιδεολογία. Έγραφαν ποίηση ακολουθώντας ελληνικά πρότυπα, και κυρίως τα νέα λογοτεχνικά ρεύματα που ξεκινούσαν από την πνευματική πρωτεύουσα του Ελληνιστικού κόσμου, την Αλεξάνδρεια· αρνούνταν να γράψουν ποιήματα με εθνικό και ηθοπλαστικό χαρακτήρα και διαμόρφωσαν νέα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς με κυρίαρχα συνθήματα την εκλέπτυνση, την κομψή κοινωνικότητα (ας πούμε, το «σαβουάρ βιβρ») και την υψηλού επιπέδου ψυχαγωγία.
Τους νεαρούς αυτούς επαναστάτες άλλοι τους χαρακτήριζαν «μοντερνιστές» και άλλοι τους έβλεπαν απλώς ως «πράκτορες» των Ελληνικών ηθών. Μοντερνιστές ή πράκτορες, οι νεαροί αυτοί έδειχναν ορισμένες φορές προκλητική αδιαφορία για την πολιτική και στρατιωτική καριέρα, έφτιαχναν σατιρικούς στίχους για ορισμένους από τους γνωστούς πολιτικούς και στρατηγούς και «έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια» τις επικρίσεις των μεγαλυτέρων τους. Δεν έγραφαν συνθήματα στους τοίχους, έγραφαν όμως ποιήματα - περίπου σαν κι αυτό:
Μια ζωή την έχουμε, έλα να γλεντήσουμε
κι όσα λεν οι γέροντες ας τα αψηφήσουμε!
Δώσε μου χίλια φιλιά, όμορφη μου κοπελιά,
και ο μήνας έχει εννιά, και ο μήνας έχει εννιά!
Κάτι τέτοια έγραφε, κάπου στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., ένας από τους πιο διάσημους μοντερνιστές, ο Κάτουλλος, και οι αυστηροί παππούδες κουνούσαν το κεφάλι με νόημα. Γιατί, ενώ οι Ρωμαίοι στρατηγοί έλυναν τους αιματηρούς λογαριασμούς τους στα πεδία των μαχών και δολοφονούσαν τη ρωμαϊκή δημοκρατία, ο Κάτουλλος και η παρέα του δεν ήθελαν παρά μονάχα ποίηση, τέχνη και έρωτα.
Όσοι πίστεψαν ότι αυτό ήταν μόδα και θα περνούσε έκαναν λάθος. Η πρώτη γενιά των «επαναστατών» θεμελίωσε γερά μια παράδοση ειρηνικής αντίστασης στο ρωμαϊκό «κατεστημένο». Και όταν ο Αύγουστος, μερικά χρόνια αργότερα, αποφάσισε να ξαναβάλει τους Ρωμαίους στο «μαντρί» της παραδοσιακής ηθικής, μια δεύτερη γενιά μοντερνιστών, ακόμη πιο αποφασισμένη, συνέχισε την αντίσταση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου