Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

ΠΛΑΤΩΝ: Συμπόσιον (180c-182a)

[180c] Φαῖδρον μὲν τοιοῦτόν τινα λόγον ἔφη εἰπεῖν, μετὰ δὲ Φαῖδρον ἄλλους τινὰς εἶναι ὧν οὐ πάνυ διεμνημόνευε· οὓς παρεὶς τὸν Παυσανίου λόγον διηγεῖτο. εἰπεῖν δ᾽ αὐτὸν ὅτι Οὐ καλῶς μοι δοκεῖ, ὦ Φαῖδρε, προβεβλῆσθαι ἡμῖν ὁ λόγος, τὸ ἁπλῶς οὕτως παρηγγέλθαι ἐγκωμιάζειν Ἔρωτα. εἰ μὲν γὰρ εἷς ἦν ὁ Ἔρως, καλῶς ἂν εἶχε, νῦν δὲ οὐ γάρ ἐστιν εἷς· μὴ ὄντος δὲ ἑνὸς ὀρθότερόν ἐστι πρότερον [180d] προρρηθῆναι ὁποῖον δεῖ ἐπαινεῖν. ἐγὼ οὖν πειράσομαι τοῦτο ἐπανορθώσασθαι, πρῶτον μὲν Ἔρωτα φράσαι ὃν δεῖ ἐπαινεῖν, ἔπειτα ἐπαινέσαι ἀξίως τοῦ θεοῦ. πάντες γὰρ ἴσμεν ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνευ Ἔρωτος Ἀφροδίτη. μιᾶς μὲν οὖν οὔσης εἷς ἂν ἦν Ἔρως· ἐπεὶ δὲ δὴ δύο ἐστόν, δύο ἀνάγκη καὶ Ἔρωτε εἶναι. πῶς δ᾽ οὐ δύο τὼ θεά; ἡ μέν γέ που πρεσβυτέρα καὶ ἀμήτωρ Οὐρανοῦ θυγάτηρ, ἣν δὴ καὶ Οὐρανίαν ἐπονομάζομεν· ἡ δὲ νεωτέρα Διὸς καὶ Διώνης, [180e] ἣν δὴ Πάνδημον καλοῦμεν. ἀναγκαῖον δὴ καὶ Ἔρωτα τὸν μὲν τῇ ἑτέρᾳ συνεργὸν Πάνδημον ὀρθῶς καλεῖσθαι, τὸν δὲ Οὐράνιον. ἐπαινεῖν μὲν οὖν δεῖ πάντας θεούς, ἃ δ᾽ οὖν ἑκάτερος εἴληχε πειρατέον εἰπεῖν. πᾶσα γὰρ πρᾶξις ὧδ᾽ ἔχει· αὐτὴ ἐφ᾽ ἑαυτῆς πραττομένη οὔτε καλὴ οὔτε αἰσχρά. [181a] οἷον ὃ νῦν ἡμεῖς ποιοῦμεν, ἢ πίνειν ἢ ᾄδειν ἢ διαλέγεσθαι, οὐκ ἔστι τούτων αὐτὸ καλὸν οὐδέν, ἀλλ᾽ ἐν τῇ πράξει, ὡς ἂν πραχθῇ, τοιοῦτον ἀπέβη· καλῶς μὲν γὰρ πραττόμενον καὶ ὀρθῶς καλὸν γίγνεται, μὴ ὀρθῶς δὲ αἰσχρόν. οὕτω δὴ καὶ τὸ ἐρᾶν καὶ ὁ Ἔρως οὐ πᾶς ἐστι καλὸς οὐδὲ ἄξιος ἐγκωμιάζεσθαι, ἀλλὰ ὁ καλῶς προτρέπων ἐρᾶν.
Ὁ μὲν οὖν τῆς Πανδήμου Ἀφροδίτης ὡς ἀληθῶς [181b] πάνδημός ἐστι καὶ ἐξεργάζεται ὅτι ἂν τύχῃ· καὶ οὗτός ἐστιν ὃν οἱ φαῦλοι τῶν ἀνθρώπων ἐρῶσιν. ἐρῶσι δὲ οἱ τοιοῦτοι πρῶτον μὲν οὐχ ἧττον γυναικῶν ἢ παίδων, ἔπειτα ὧν καὶ ἐρῶσι τῶν σωμάτων μᾶλλον ἢ τῶν ψυχῶν, ἔπειτα ὡς ἂν δύνωνται ἀνοητοτάτων, πρὸς τὸ διαπράξασθαι μόνον βλέποντες, ἀμελοῦντες δὲ τοῦ καλῶς ἢ μή· ὅθεν δὴ συμβαίνει αὐτοῖς ὅτι ἂν τύχωσι τοῦτο πράττειν, ὁμοίως μὲν ἀγαθόν, ὁμοίως δὲ τοὐναντίον. ἔστι γὰρ καὶ ἀπὸ τῆς θεοῦ νεωτέρας [181c] τε οὔσης πολὺ ἢ τῆς ἑτέρας, καὶ μετεχούσης ἐν τῇ γενέσει καὶ θήλεος καὶ ἄρρενος. ὁ δὲ τῆς Οὐρανίας πρῶτον μὲν οὐ μετεχούσης θήλεος ἀλλ᾽ ἄρρενος μόνον —καὶ ἔστιν οὗτος ὁ τῶν παίδων ἔρως— ἔπειτα πρεσβυτέρας, ὕβρεως ἀμοίρου· ὅθεν δὴ ἐπὶ τὸ ἄρρεν τρέπονται οἱ ἐκ τούτου τοῦ ἔρωτος ἔπιπνοι, τὸ φύσει ἐρρωμενέστερον καὶ νοῦν μᾶλλον ἔχον ἀγαπῶντες. καί τις ἂν γνοίη καὶ ἐν αὐτῇ τῇ παιδεραστίᾳ τοὺς εἰλικρινῶς [181d] ὑπὸ τούτου τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους· οὐ γὰρ ἐρῶσι παίδων, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν ἤδη ἄρχωνται νοῦν ἴσχειν, τοῦτο δὲ πλησιάζει τῷ γενειάσκειν. παρεσκευασμένοι γὰρ οἶμαί εἰσιν οἱ ἐντεῦθεν ἀρχόμενοι ἐρᾶν ὡς τὸν βίον ἅπαντα συνεσόμενοι καὶ κοινῇ συμβιωσόμενοι, ἀλλ᾽ οὐκ ἐξαπατήσαντες, ἐν ἀφροσύνῃ λαβόντες ὡς νέον, καταγελάσαντες οἰχήσεσθαι ἐπ᾽ ἄλλον ἀποτρέχοντες. χρῆν δὲ καὶ νόμον εἶναι μὴ ἐρᾶν [181e] παίδων, ἵνα μὴ εἰς ἄδηλον πολλὴ σπουδὴ ἀνηλίσκετο· τὸ γὰρ τῶν παίδων τέλος ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος. οἱ μὲν οὖν ἀγαθοὶ τὸν νόμον τοῦτον αὐτοὶ αὑτοῖς ἑκόντες τίθενται, χρῆν δὲ καὶ τούτους τοὺς πανδήμους ἐραστὰς προσαναγκάζειν τὸ τοιοῦτον, ὥσπερ καὶ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν προσαναγκάζομεν αὐτοὺς καθ᾽ [182a] ὅσον δυνάμεθα μὴ ἐρᾶν. οὗτοι γάρ εἰσιν οἱ καὶ τὸ ὄνειδος πεποιηκότες, ὥστε τινὰς τολμᾶν λέγειν ὡς αἰσχρὸν χαρίζεσθαι ἐρασταῖς· λέγουσι δὲ εἰς τούτους ἀποβλέποντες, ὁρῶντες αὐτῶν τὴν ἀκαιρίαν καὶ ἀδικίαν, ἐπεὶ οὐ δήπου κοσμίως γε καὶ νομίμως ὁτιοῦν ‹πρᾶγμα› πραττόμενον ψόγον ἂν δικαίως φέροι.

***
Λόγος του Παυσανία
2. ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ
[180c] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Λοιπόν, συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Αριστόδημος μου είπε ότι τέτοια περίπου ήταν η ομιλία του Φαίδρου· κι ύστερ᾽ από τον Φαίδρο ήταν κάποιοι άλλοι, που δεν τους συγκρατούσε καλά στη μνήμη του· προσπερνώντας τους λοιπόν αφηγήθηκε την ομιλία του Παυσανία. Πως, λοιπόν, είπε αυτός ότι: «Φαίδρε, φρονώ ότι δεν τέθηκε καλά το θέμα της συζήτησής μας, που κληθήκαμε έτσι απλουστευμένα να εγκωμιάσουμε τον Έρωτα. Δηλαδή, αν ο Έρωτας ήταν ένας, κανένα πρόβλημα· τώρα όμως, πώς να το κάνουμε, νά που δεν είναι ένας· κι από τη στιγμή που δεν είναι ένας, το πιο σωστό είναι να προκαθοριστεί από μιας αρχής [180d] ποιόν Έρωτα υποχρεούμαστε να εγκωμιάσουμε. Εγώ λοιπόν θα δοκιμάσω να διορθώσω τα πράματα: πρώτα πρώτα να ονοματίσω τον Έρωτα που υποχρεούμαστε να επαινούμε και κατόπι να πλέξω εγκώμιο αντάξιο αυτού του θεού. Δηλαδή όλοι ξέρουμε πως Αφροδίτη χωρίς Έρωτα δεν υπάρχει· τώρα, αν είχαμε μια Αφροδίτη, θα είχαμε έναν Έρωτα· από τη στιγμή όμως που έχουμε δύο, αναπόφευκτα δύο είναι και οι Έρωτες. Και σε κάθε περίπτωση οι θεές είναι δύο: η μια αρχαιότερη, υποθέτω, και χωρίς μητέρα, η θυγατέρα του Ουρανού, ακριβώς αυτή που την ονομάζουμε Ουρανία· και η άλλη νεότερη, του Δία και της Διώνης, [180e] νά, αυτή που ονομάζουμε Πάνδημο. Λοιπόν είμαστε υποχρεωμένοι, για να μην πέφτουμε σε λάθος, ν᾽ αποκαλούμε τον Έρωτα, τον συνεργό της δεύτερης, Πάνδημο, τον άλλο Ουράνιο. Οπωσδήποτε πρέπει να εκφραζόμαστε επαινετικά για όλους τους θεούς, αλλά ας δοκιμάσουμε να πούμε ποιό πεδίο δράσης πήρε με κλήρο ο καθένας από τους δυο. Γιατί νά πώς χαρακτηρίζεται η κάθε πράξη: καθώς εκδηλώνεται, αυτή καθαυτή, δεν είναι ούτε ωραία ούτε άσκημη· [181a] για παράδειγμα, αυτό που καληώρα κάνουμε, που πίνουμε, που άδουμε, που συζητάμε διαλογικά, κανένα απ᾽ αυτά δεν είναι αυτό καθαυτό ωραίο, αλλά στην εκτέλεσή του, ανάλογα με τον τρόπο που θα πραγματωθεί, αποδεικνύεται ωραίο ή άσκημο· δηλαδή, γίνεται ωραία και σωστά; αποδεικνύεται ωραίο· γίνεται με τον αντίθετο τρόπο; άσκημο. Το ίδιο έχουμε και με την ερωτική σχέση και τον Έρωτα: δεν είναι σ᾽ όλες τις πραγματώσεις του ωραίος κι ούτε άξιος για εγκώμιο, παρά μόνο εκείνος που παρακινεί να συνάπτουμε όμορφες ερωτικές σχέσεις.
Λοιπόν, ο Έρωτας της Πανδήμου Αφροδίτης είναι κυριολεκτικά [181b] πάνδημος και καταπιάνεται μ᾽ ό,τι βρεθεί μπροστά του, κι αυτός είναι ο έρωτας των αγοραίων ανθρώπων. Κι οι τέτοιου είδους άνθρωποι πρώτα πρώτα ερωτεύονται, χωρίς καμιά διάκριση, και γυναίκες και αγόρια· δεύτερο, μάλλον τα σώματα κι όχι τις ψυχές των προσώπων που ποθούν· τρίτον, ερωτεύονται άτομα όσο γίνεται χαμηλότερου πνευματικού επιπέδου, γιατί δεν αποσκοπούν παρά μόνο στο να κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς να νοιάζονται αν γίνεται όμορφα ή όχι· αποτέλεσμα: το τί κάνουν εξαρτάται από την τύχη, καλό ή κακό με τις ίδιες πιθανότητες. Γιατί ο έρωτάς τους είναι έργο της θεάς που είναι πολύ νεότερη [181c] από την άλλη, και πήρε, την ώρα που γεννιόταν, κι από το θηλυκό κι από τ᾽ αρσενικό. Αντίθετα, ο έρωτας της Ουρανίας εκπορεύεται από θεά που πρώτα πρώτα δεν πήρε από θηλυκό, αλλά μόνο από αρσενικό — κι έτσι είναι έρωτας προς τ᾽ αγόρια· έπειτα, από θεά αρχαιότερη, ανέγγιχτη από χοντροκοπιά· γι᾽ αυτό όσοι οιστρηλατούνται απ᾽ αυτό τον έρωτα, στρέφονται προς τους αρσενικούς, αγαπώντας το γένος που η φύση το προίκισε με περισσότερη ρώμη και νου. Και θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει ακόμη κι ανάμεσα στους παιδεραστές αυτούς [181d] που ελαύνονται πραγματικά απ᾽ αυτό τον έρωτα· γιατί αυτοί δεν ερωτεύονται παιδιά, παρά μόνο στην ηλικία που αυτά αρχίζουν να δείχνουν νοημοσύνη, δηλαδή κάπου εκεί που αρχίζουν να βγάζουν γένι. Γιατί, φρονώ, ότι αυτοί που πρωτοερωτεύονται αγόρια αυτής της ηλικίας, τα ερωτεύονται με την προοπτική να μείνουν δεμένοι μαζί τους και να ζήσουν μια κοινή ζωή, κι όχι να εξαπατήσουν τον νέο, αφού τον κατακτήσουν προτού πήξει το μυαλό του, να γελάσουν εις βάρος του λοιπόν κι ύστερα από δω παν κι άλλοι — και να τρέχουν πίσω από άλλον νεαρό. Και θα ᾽πρεπε να νομοθετηθεί απαγόρευση ερωτικής σχέσης [181e] με παιδιά, για να μην πάει χαμένη τόση φροντίδα για μια σχέση που δεν ξέρουμε ποιά εξέλιξη θα έχει· γιατί κανείς δεν μπορεί να μαντέψει πώς θα εξελιχτεί τελικά ένα παιδί, σε ποιό επίπεδο ψυχικής και σωματικής ανωτερότητας ή κατάντιας θα καταλήξει. Λοιπόν, οι καθώς πρέπει άνθρωποι επιβάλλουν από μόνοι τους στον εαυτό τους χωρίς να δυστροπούν αυτή τη νομική απαγόρευση, έπρεπε όμως ένας τέτοιος νόμος να είχε επιβληθεί μ᾽ εξαναγκασμό σε τούτα τα υποκείμενα, τους πάνδημους εραστές, όπως τους επιβάλλουμε μ᾽ εξαναγκασμό, στο βαθμό που μπορούμε, [182a] να μη σχετίζονται ερωτικά με ελεύθερες γυναίκες. Γιατί ετούτοι είναι που κηλίδωσαν τον έρωτα για τ᾽ αγόρια κι έδωσαν το δικαίωμα σε κάποιους να λένε ότι είναι προστυχιά να δίνονται αυτά στον εραστή τους· βέβαια, αυτοί που λένε αυτά έχουν υπόψη τους ετούτους τους εραστές, βλέποντας τη σκαιότητα και το άδικο φέρσιμό τους, γιατί, πώς να το κάνουμε, πράξη, η οποιαδήποτε, που τελείται με κόσμιο τρόπο και σεβασμό στο νόμο, δε θα επέσυρε δικαιολογημένη μομφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου