Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1579-1669)

ΑΓΓΕΛΟΣ
ἄνδρες πολῖται, ξυντομωτάτως μὲν ἂν
1580 τύχοιμι λέξας Οἰδίπουν ὀλωλότα·
ἃ δ᾽ ἦν τὰ πραχθέντ᾽ οὔθ᾽ ὁ μῦθος ἐν βραχεῖ
φράσαι πάρεστιν οὔτε τἄργ᾽ ὅσ᾽ ἦν ἐκεῖ.
ΧΟ. ὄλωλε γὰρ δύστηνος; ΑΓ. ὡς λελογχότα
κεῖνον τὸν αἰεὶ βίοτον ἐξεπίστασο.
1585 ΧΟ. πῶς; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ;
ΑΓ. τοῦτ᾽ ἐστὶν ἤδη κἀποθαυμάσαι πρέπον.
ὡς μὲν γὰρ ἐνθένδ᾽ εἷρπε, καὶ σύ που παρὼν
ἔξοισθ᾽, ὑφ᾽ ἡγητῆρος οὐδενὸς φίλων,
ἀλλ᾽ αὐτὸς ἡμῖν πᾶσιν ἐξηγούμενος·
1590 ἐπεὶ δ᾽ ἀφῖκτο τὸν καταρράκτην ὀδὸν
χαλκοῖς βάθροισι γῆθεν ἐρριζωμένον,
ἔστη κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ,
κοίλου πέλας κρατῆρος, οὗ τὰ Θησέως
Περίθου τε κεῖται πίστ᾽ ἀεὶ ξυνθήματα·
1595 ἀφ᾽ οὗ μέσος στὰς τοῦ τε Θορικίου πέτρου
κοίλης τ᾽ ἀχέρδου κἀπὸ λαΐνου τάφου
καθέζετ᾽· εἶτ᾽ ἔλυσε δυσπινεῖς στολάς.
κἄπειτ᾽ ἀύσας παῖδας ἠνώγει ῥυτῶν
ὑδάτων ἐνεγκεῖν λουτρὰ καὶ χοάς ποθεν·
1600 τὼ δ᾽ εὐχλόου Δήμητρος εἰς ἐπόψιον
πάγον μολούσα τάσδ᾽ ἐπιστολὰς πατρὶ
ταχεῖ ᾽πόρευσαν ξὺν χρόνῳ, λουτροῖς τέ νιν
ἐσθῆτί τ᾽ ἐξήσκησαν ᾗ νομίζεται.
ἐπεὶ δὲ παντὸς εἶχε δρῶντος ἡδονὴν
1605 κοὐκ ἦν ἔτ᾽ οὐδὲν ἀργὸν ὧν ἐφίετο,
κτύπησε μὲν Ζεὺς χθόνιος, αἱ δὲ παρθένοι
ῥίγησαν ὡς ἤκουσαν· ἐς δὲ γούνατα
πατρὸς πεσοῦσαι κλαῖον, οὐδ᾽ ἀνίεσαν
στέρνων ἀραγμοὺς οὐδὲ παμμήκεις γόους.
1610 ὁ δ᾽ ὡς ἀκούει φθόγγον ἐξαίφνης πικρόν,
πτύξας ἐπ᾽ αὐταῖς χεῖρας εἶπεν· ὦ τέκνα,
οὐκ ἔστ᾽ ἔθ᾽ ὑμῖν τῇδ᾽ ἐν ἡμέρᾳ πατήρ.
ὄλωλε γὰρ δὴ πάντα τἀμά, κοὐκέτι
τὴν δυσπόνητον ἕξετ᾽ ἀμφ᾽ ἐμοὶ τροφήν·
1615 σκληρὰν μέν, οἶδα, παῖδες· ἀλλ᾽ ἓν γὰρ μόνον
τὰ πάντα λύει ταῦτ᾽ ἔπος μοχθήματα.
τὸ γὰρ φιλεῖν οὐκ ἔστιν ἐξ ὅτου πλέον
ἢ τοῦδε τἀνδρὸς ἔσχεθ᾽, οὗ τητώμεναι
τὸ λοιπὸν ἤδη τὸν βίον διάξετον.
1620 τοιαῦτ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι
λύγδην ἔκλαιον πάντες. ὡς δὲ πρὸς τέλος
γόων ἀφίκοντ᾽ οὐδ᾽ ἔτ᾽ ὠρώρει βοή,
ἦν μὲν σιωπή, φθέγμα δ᾽ ἐξαίφνης τινὸς
θώυξεν αὐτόν, ὥστε πάντας ὀρθίας
1625 στῆσαι φόβῳ δείσαντας ἐξαίφνης τρίχας.
καλεῖ γὰρ αὐτὸν πολλὰ πολλαχῇ θεός·
ὦ οὗτος οὗτος, Οἰδίπους, τί μέλλομεν
χωρεῖν; πάλαι δὴ τἀπὸ σοῦ βραδύνεται.
ὁ δ᾽ ὡς ἐπῄσθετ᾽ ἐκ θεοῦ καλούμενος,
1630 αὐδᾷ μολεῖν οἱ γῆς ἄνακτα Θησέα.
κἀπεὶ προσῆλθεν, εἶπεν· ὦ φίλον κάρα
δός μοι χερὸς σῆς πίστιν ἀρχαίαν τέκνοις,
ὑμεῖς τε, παῖδες, τῷδε· καὶ καταίνεσον
μήποτε προδώσειν τάσδ᾽ ἑκών, τελεῖν δ᾽ ὅσ᾽ ἂν
1635 μέλλῃς φρονῶν εὖ ξυμφέροντ᾽ αὐταῖς ἀεί.
ὁ δ᾽, ὡς ἀνὴρ γενναῖος, οὐκ οἴκτου μέτα
κατῄνεσεν τάδ᾽ ὅρκιος δράσειν ξένῳ.
ὅπως δὲ ταῦτ᾽ ἔδρασεν, εὐθὺς Οἰδίπους
ψαύσας ἀμαυραῖς χερσὶν ὧν παίδων λέγει·
1640 ὦ παῖδε, τλάσας χρὴ τὸ γενναῖον φρενὶ
χωρεῖν τόπων ἐκ τῶνδε, μηδ᾽ ἃ μὴ θέμις
λεύσσειν δικαιοῦν, μηδὲ φωνούντων κλύειν.
ἀλλ᾽ ἕρπεθ᾽ ὡς τάχιστα· πλὴν ὁ κύριος
Θησεὺς παρέστω μανθάνων τὰ δρώμενα.
1645 τοσαῦτα φωνήσαντος εἰσηκούσαμεν
ξύμπαντες· ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῖς παρθένοις
στένοντες ὡμαρτοῦμεν. ὡς δ᾽ ἀπήλθομεν,
χρόνῳ βραχεῖ στραφέντες, ἐξαπείδομεν
τὸν ἄνδρα τὸν μὲν οὐδαμοῦ παρόντ᾽ ἔτι,
1650 ἄνακτα δ᾽ αὐτὸν ὀμμάτων ἐπίσκιον
χεῖρ᾽ ἀντέχοντα κρατός, ὡς δεινοῦ τινος
φόβου φανέντος οὐδ᾽ ἀνασχετοῦ βλέπειν.
ἔπειτα μέντοι βαιὸν οὐδὲ σὺν χρόνῳ
ὁρῶμεν αὐτὸν γῆν τε προσκυνοῦνθ᾽ ἅμα
1655 καὶ τὸν θεῶν Ὄλυμπον ἐν ταὐτῷ λόγῳ.
μόρῳ δ᾽ ὁποίῳ κεῖνος ὤλετ᾽ οὐδ᾽ ἂν εἷς
θνητῶν φράσειε πλὴν τὸ Θησέως κάρα.
οὐ γάρ τις αὐτὸν οὔτε πυρφόρος θεοῦ
κεραυνὸς ἐξέπραξεν οὔτε ποντία
1660 θύελλα κινηθεῖσα τῷ τότ᾽ ἐν χρόνῳ,
ἀλλ᾽ ἤ τις ἐκ θεῶν πομπός, ἢ τὸ νερτέρων
εὔνουν διαστὰν γῆς ἀλάμπετον βάθρον.
ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις
ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετ᾽, ἀλλ᾽ εἴ τις βροτῶν
1665θαυμαστός. εἰ δὲ μὴ δοκῶ φρονῶν λέγειν,
οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν.
ΧΟ. ποῦ δ᾽ αἵ τε παῖδες χοἰ προπέμψαντες φίλων;
ΑΓ. αἵδ᾽ οὐχ ἑκάς· γόων γὰρ οὐκ ἀσήμονες
φθόγγοι σφε σημαίνουσι δεῦρ᾽ ὁρμωμένας.

***
ΑΓΓΕΛΟΣ
Πολίτες, αν πρέπει όλα με δυο λόγια να τα πω,
1580 ο Οιδίπους πέθανε.
Τις πράξεις όμως δεν μπορεί με λίγες λέξεις
να τις ιστορήσει ο λόγος μου, γιατί όσα έγιναν εκεί
κράτησαν ώρα.
ΧΟ. Πέθανε ο δύστυχος;
ΑΓ. Μάθε, τώρα του έπεσε ο κλήρος της άλλης πια ζωής
που δεν τελειώνει.
ΧΟ. Πώς έγινε; Είχε ο δύσμοιρος τη θεία τύχη
1585 να σβήσει δίχως πόνο;
ΑΓ. Έτσι ακριβώς, κάτι που παραμένει αξιοθαύμαστο.
Πήρε λοιπόν το βήμα του από δω (ήσουν κι εσύ
παρών και ξέρεις), δίχως κανέναν οδηγό δικό του·
αυτός μας οδηγούσε όλους.
1590 Και μόλις έφτασε μπροστά στο κατηφορικό κατώφλι,
βαθιά στο χώμα ριζωμένο με τα χάλκινα σκαλιά του,
σταμάτησε στο σταυροδρόμι και διάλεξε ένα δρόμο
εκεί κοντά στο κοίλωμα που μοιάζει με κρατήρα,
όπου χαράχτηκαν όρκοι αιώνιας πίστης Πειρίθου και Θησέα.
1595 Εκεί σταμάτησε, σε ίση απόσταση απ᾽ τον Θορίκιο βράχο,
την κούφια γέρικη αχλαδιά, τον τύμβο από πέτρα,
και τότε κάθισε. Μετά λύνει από πάνω του τα λερωμένα ρούχα,
οπότε φώναξε τις δυο του θυγατέρες, να του φέρουν
νερό τρεχούμενο, για να πλυθεί και για να κάνει τις σπονδές.
Εκείνες έτρεξαν αμέσως στον λόφο αντίκρυ
1600 της Χλοερής θεάς, της Δήμητρας, γρήγορα έφεραν όσα τούς
πρόσταξε ο πατέρας τους, κι αφού τον έπλυναν,
του φόρεσαν το ρούχο που απαιτεί το έθιμο.
Όταν εκείνος ένιωσε καλά κι ευχαριστήθηκε μ᾽ όλα που έγιναν
1605 σωστά — τίποτα δεν του έλειψε απ᾽ όσα επιθυμούσε —
βρόντηξε ο Δίας.
Ακούγοντας οι κόρες αναρίγησαν, πέφτουν στα γόνατα θρηνώντας
του πατέρα τους, χτυπούν τα στήθη τους και γοερά βογκούσαν.
1610 Τον πικραμένο θρήνο τους ακούγοντας εκείνος,
τα χέρια του άπλωσε, τις αγκαλιάζει και τους είπε:
κόρες μου, από σήμερα δεν έχετε πατέρα πια,
όλα που είχα χάνονται, κι εδώ θα σταματήσει
πολύμοχθη η φροντίδα σας για την τροφή μου.
1615 Ήταν σκληρή, το ξέρω, κόρες μου, αλλά μια λέξη φτάνει
να πληρώσει τον μεγάλο μόχθο σας·
άλλος κανείς, όσο εγώ, δεν σας αγάπησε· τώρα θα στερηθείτε
την αγάπη μου για την υπόλοιπη ζωή σας.
1620 Έτσι μιλώντας μεταξύ τους, αγκαλιασμένοι οι τρεις
θρηνούσαν. Όταν ο θρήνος εξαντλήθηκε και κόπασε η βοή,
έπεσε απόλυτη σιωπή. Και τότε ξαφνικά τον φώναξε
μια δυνατή κραυγή. Σ᾽ όλους εμάς από τον τρόμο
1625 όρθιες σηκώθηκαν της κεφαλής οι τρίχες.
Ήταν φωνή θεού που τον καλούσε, δυνατά κι επίμονα:
εσύ Οιδίποδα, εσύ, γιατί αργούμε; γιατί δεν προχωρούμε;
Περνά η ώρα, και το φταίξιμο είναι δικό σου.
Ακούγοντας εκείνος την κλήση του θεού, κοντά του
1630 ζήτησε να πάει ο βασιλιάς της χώρας, ο Θησέας.
Κι όταν αυτός πλησίασε, μιλώντας είπε:
Με το δεξί σου χέρι στα παιδιά μου, την πίστη δώσ᾽ μου την παλιά
— κάνετε, κόρες μου, κι εσείς το ίδιο. Και τώρα
η υπόσχεση: ποτέ σου θέλοντας δεν θα προδώσεις
τις θυγατέρες μου, με καλοσύνη πάντα θα προσφέρεις
1635 ό,τι τους είναι ωφέλιμο.
Γενναίος άντρας, το υποσχέθηκε εκείνος. Κι όχι από οίκτο,
έδωσε στον ξένο όρκο.
Μετά απ᾽ αυτό ο Οιδίπους τις κόρες του με τα τυφλά του χέρια
1640 ψηλαφώντας, έλεγε: κόρες μου, πρέπει τώρα ν᾽ αποδείξετε
γενναίο φρόνημα, κι από τον τόπο αυτόν ν᾽ αποχωρήσετε. Μη δείτε,
μην ακούσετε τ᾽ απόρρητα και τ᾽ απαγορευμένα.
Αποσυρθείτε αμέσως. Μόνο ο Θησέας ας μείνει εδώ,
έχει δικαίωμα αυτός να μάθει όσα θα γίνουν.
1645 Όλοι στα λόγια του υπακούσαμε κι αναστενάζοντας,
με μάτια βουρκωμένα, ακολουθήσαμε τις κόρες.
Φεύγοντας, λιγάκι μόνο προχωρήσαμε, κι αμέσως
στρέφουμε το κεφάλι μας να δούμε·
εκείνος είχε εξαφανιστεί· μόνον ο βασιλιάς
1650 στεκόταν με το χέρι στο μέτωπό του σηκωμένο,
σκεπάζοντας τα μάτια του, σαν από φόβο για κάτι φοβερό
που φανερώθηκε, κι ανθρώπου μάτι δεν αντέχει να το δει.
Μετά, σε λίγο, είδαμε τον Θησέα, να προσκυνεί γονατιστός
1655 τη γη, συνάμα και τον θείο Όλυμπο.
Το πώς ωστόσο εκείνος χάθηκε, ο τρόπος του θανάτου του,
γι᾽ αυτά κανένας άλλος δεν ήξερε κάτι να πει,
εκτός ο ίδιος ο Θησέας.
Πάντως αυτόν μήτε πυρφόρος κεραυνός από θεού
1660 τον φλόγισε, μήτε τον άρπαξε του πόντου θύελλα
που ξέσπασε την ώρα εκείνη.
Μπορεί και να τον πήρε κάποιος αποσταλμένος των θεών,
ή σπλαχνικά ν᾽ άνοιξε η γη και μαύρο το χάσμα της
στον κάτω κόσμο να τον δέχτηκε.
Το βέβαιο είναι πως δεν έφυγε στενάζοντας
από τον πόνο μιας αρρώστιας. Σαν από θαύμα,
θαυμαστός ο θάνατός του, για θνητό μοναδικός.
1665 Αν πάλι δίνω την εντύπωση ότι μιλώ παράλογα,
δεν θέλω με το μέρος μου να πάρω όσους νομίζουν
πως δεν είμαι στα καλά μου.
ΧΟ. Πού είναι τώρα οι θυγατέρες του
κι όσοι δικοί μας τον συνόδεψαν;
ΑΓ. Όχι μακριά. Οι αντίφωνοί τους γόοι το δείχνουν
με τα σήματά τους καθαρά, πως έφτασαν κιόλας εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου