Ἔτσι παρουσιάζει ὁ Ἡρόδοτος τά γεγονότα πού συνέβησαν στήν Ἀθήνα μετά τήν πτώση τῶν τυράννων, συνοψίζοντας μέ λίγα λόγια τό ἔργο τοῦ Ἄλκμεωνιδη. Πιό κάτω ὅμως, ἀφοῦ ἀναφέρεται παρενθετικά στόν Κλεισθένη τόν Σικυώνιο, ἐπανέρχεται στά μέτρα πού ἔλαβε ὁ ἀθηναῖος Κλεισθένης διευκρινίζοντας ὅτι στηρίχτηκε στόν δῆμο τῶν Ἀθηνῶν, «πού ὡς τότε ἦταν ἀποκλει-σμένος ἀπό ὅλα», καί ὅτι δημιούργησε τούς δήμους ὡς ὑποδιαιρέσεις τῶν νέων φυλῶν. Ἐκεῖνο ὅμως πού τόν ἀπασχολεῖ περισσότερο ἀπό τή νέα διαίρεση τῶν φυλῶν εἶναι οἱ ἀντιδράσεις πού προκάλεσε ἡ πολιτική τοῦ Κλεισθένη: δηλαδή ἡ προσφυγή τοῦ Ἰσαγόρα στούς Σπαρτιάτες, ἡ ἐξορία τοῦ Κλεισθένη καί τῶν ἑπτακοσίων οἰκογενειῶν πού συγγένευαν μέ τούς Ἀλκμεωνίδες (ἤ μᾶλλον τῶν ἑπτακοσίων ἀθηναίων οἰκογενειαρχῶν πού ἄνηκαν στήν ἴδια φρατρία μέ τούς Ἀλκμεωνίδες), ἡ ἄρνηση τῆς βουλῆς νά διαλυθεῖ, ὅπως πρότεινε ὁ Ἰσαγόρας, ἡ ἐξέγερση τοῦ δήμου καί ἡ ἐκδίωξη τοῦ σπαρτιάτη βασιλιᾶ Κλεομένη, τοῦ Ἰσαγόρα καί τῶν ὀπαδῶν τους ἀπό τήν Ἀκρόπολη, ὅπου εἶχαν ὀχυρωθεῖ, καί τέλος ἡ ἐπιστροφή τοῦ Κλεισθένη καί τῶν ἐξόριστων.
Τά ἴδια περίπου ἀναφέρονται καί στην Ἀθηναίων Πολιτεία. Ὁ Ἀριστοτέλης ὅμως ἀναλύει πληρέστερα σέ τί συνίστατο πραγματικά ἡ ἐπανάσταση τοῦ Ἀλκμεωνιδη. Ὁ Ἡρόδοτος ἀρκέστηκε νά ἀναφέρει ὅτι ὁ Κλεισθένης στηρίχτηκε στό λαό, τόν «προσεταιρίστηκε», δηλαδή τόν πῆρε μέ τό μέρος του, ἐπειδή βρέθηκε σέ μειονεκτική θέση ἀπέναντι στήν παράταξη τοῦ Ἰσαγόρα. Ἑπομένως, ἡ νέα διαίρεση τῶν φυλῶν, πού συνίστατο ἁπλῶς στήν αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τους καί στή μετονομασία τους, κατέληξε τυχαία στή μεταβίβαση τῆς ἐξουσίας στό λαό. Ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι πολύ πιό σαφής. Ὁ Κλεισθένης κατένειμε τούς Ἀθηναίους σέ δέκα φυλές, ἐπειδή «ἤθελε νά τούς ἀναμείξει ὥστε νά ἀποκτήσουν περισσότεροι πολιτικά δικαιώματα». Ἡ νέα διαίρεση τῶν φυλῶν ἐξυπηρετοῦσε πράγματι δύο σκοπούς: τήν ἀνάμειξη τῶν Ἀθηναίων, ὥστε νά ἀπαλειφθοῦν οἱ τοπικοί πελατειακοί δεσμοί πού εἶχαν ἀποδειχτεῖ τόσο ἐπίφοβοι τήν ἐποχή τῶν τυράννων, καί τήν ἐξασφάλιση ὡς ἐκ τούτου τῆς ἑνότητας τῆς πόλης. Σχηματίζοντας μέ γνώμονα τίς νέες φυλές γεωγραφικές περιφέρειες, πού καθεμιά περιλάμβανε τρεῖς τριττύες, μιά ἀπό τά παράλια, μιά ἀπό τήν πόλη καί μιά ἀπό τά μεσόγεια, ἔθετε τέρμα στίς ἀντιθέσεις πού εἶχαν ἐκδηλωθεῖ μεταξύ του δήμου τῶν ἀγροτῶν καί τῆς ἀστικῆς ἀριστοκρατίας καί διέλυε τίς τοπικές συσπειρώσεις γύρω ἀπό τίς διάφορες μεγάλες οἰκογένειες. Ἡ μεταρρύθμιση ὅμως στόχευε καί στό νά περιληφθοῦν στό δῆμο ὅσοι μέχρι τότε δέν ἄνηκαν. Αὐτοί ἐγγράφονταν στό ἑξῆς στούς καταλόγους τῶν δήμων καί δέν διαχωρίζονταν πιά ἀπό τούς παλιούς πολίτες, ἀφοῦ οἱ Ἀθηναῖοι δέν ὀνομάζονταν ἀπό δῶ καί πέρα μέ τό πατρικό τους ὄνομα ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ δήμου ὅπου ἀνῆκαν.
Ποιοί ὅμως ἦταν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι; Ὡς πρός αὐτό δέν εἶναι εὔκολο νά σχηματίσουμε σαφῆ εἰκόνα, γιατί οἱ συγγραφεῖς τοῦ 5ου καί τοῦ 4ου αἰώνα χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο δῆμος γιά νά ὁρίσουν ἄλλοτε τό σύνολο τῶν πολιτῶν καί ἄλλοτε τόν φτωχό λαό. Ἄν ἐννοήσουμε τόν ὅρο μέ τήν πρώτη ἔννοια, εἶναι μᾶλλον βέβαιο ὅτι πρίν ἀπό τόν Κλεισθένη μέλη του ἦταν μόνο ὅσοι ὑπηρετοῦσαν ὡς ὁπλίτες, ἀφοῦ αὐτοί ἦταν κατά πάσα πιθανότητα οἱ μόνοι πού ἀνῆκαν στίς φρατρίες, τίς πολιτικές καί συνάμα θρησκευτικές ὁμάδες πού σχημάτιζαν τήν κοινότητα καί δήλωναν ὅτι κατάγονται ἀπό τόν ἴδιο πρόγονο. Σχηματίζοντας τίς νέες φυλές καί καθορίζοντας ὡς γενάρχη καθεμιᾶς κάποιον ὑποθετικό πρόγονο, ὁ Κλεισθένης περιλάμβανε στό σῶμα τῶν πολιτῶν ὅλους ὅσοι μέχρι τότε δέν ἀνῆκαν στίς φρατρίες, δηλαδή χωρικούς πού λόγω τῆς μεγάλης τους φτώχειας δέν μποροῦσαν νά ὑπηρετήσουν ὡς ὁπλίτες, ἀλλά καί τεχνίτες πού ἴσως προέρχονταν ἀπό τήν τάξη τῶν χωρικῶν ἤ ἴσως εἶχαν ἔρθει ἀπό ἀλλοῦ καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Ἀττική γιά νά ἀσκήσουν τό ἐπάγγελμά τους. Ὅλοι αὐτοί, πού ὁ Ἀριστοτέλης τούς ὀνομάζει νεοπολίτας, ἔμελλε, χάρη στή μεταρρύθμιση τοῦ Ἀλκμεωνίδη, νά πάρουν στά χέρια τούς τήν ἐξουσία.
Δέν μποροῦμε βέβαια νά μιλήσουμε ἀκόμα γιά δημοκρατία.
Πρέπει πρῶτα οἱ συνελεύσεις τοῦ δήμου πού διευρύνθηκε νά γίνουν περιοδικές. Ὁ Κλεισθένης ὅμως, μέ τήν ἀναδιάταξη τοῦ «δημοτικοῦ χώρου», δημιούργησε καί τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ἀργότερα ἐπιτεύχθηκε ἡ κυριαρχία τοῦ δήμου, δηλαδή τή βουλή τῶν Πεντακοσίων, πού τήν ἀποτελοῦσαν πενήντα ἐτήσια μέλη ἀπό κάθε φυλή.
Πολλά σημεῖα παραμένουν σκοτεινά καί ὡς πρός τίς ἴδιες τίς μεταρρυθμίσεις καί ὡς πρός τούς λόγους πού ὤθησαν τόν Κλεισθένη νά τίς ἐπιχειρήσει. Εἶχε ἀπόλυτη συνείδηση τῆς σημασίας τους; Ποιές ἡθικές ἀρχές τόν καθοδήγησαν; Ὡς πρός αὐτό ἔχουν ἀναπτυχθεῖ πολλές θεωρίες, πού ἐπικαλοῦνται εἴτε διάφορες φιλοσοφικές ἐπιρροές εἴτε κάποια παράδοση τῶν Ἀλκμεωνιδῶν. Τέλος, πῶς εἶναι δυνατόν μιά τόσο ριζική ἀναδιάταξη νά ἔγινε στό σύντομο διάστημα μεταξύ της πτώσης τῶν τυράννων καί τῆς προσφυγῆς τοῦ Ἰσαγόρα στόν Κλεομένη; Φτάνουμε στό σημεῖο νά σκεφτοῦμε μήπως οἱ μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Κλεισθένη καί τῶν ἐξόριστων.
Πέρα ὅμως ἀπό ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα, στά ὁποῖα ἀπαντοῦμε μόνο μέ ὑποθέσεις, μιά εἶναι ἡ οὐσία: ὅτι αὐτή ἡ ἐπανάσταση, ἐπιβάλλοντας σέ ὅλους τους Ἀθηναίους καθεστώς ἰσονομίας καί ἀναθέτοντας τήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας σέ ὅλους τούς πολίτες, διαμόρφωσε πλέον ὁριστικά τή φυσιογνωμία τῆς ἑλληνικῆς πόλης. Καί μολονότι αὐτές οἱ ἐπαναστατικές μεταρρυθμίσεις ἀφήνουν — καί θά ἐξακολουθήσουν γιά πολύ ἀκόμα νά ἀφήνουν — ἀνεπηρέαστο ἕνα τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ὅταν ἀναφερόμαστε πλέον στήν πόλη ἐννοοῦμε τό πρότυπο τῆς ἀθηναϊκῆς πόλης. Καί δέν ἔχει τόση σημασία ἄν αὐτό τό πρότυπο εἶναι ἐν μέρει φανταστικό καί ἡ Ἀθήνα παραμένει ἡ ἐξαίρεση μᾶλλον παρά ὁ κανόνας. Ὁ κλασικός ἑλληνικός πολιτισμός, ἔτσι ὅπως ἀνθησε τήν αὐγή τοῦ 5ου αἰώνα μέ τή γλυπτική του Ἀντήνορα, τήν περίφημη ζωγραφική τῶν ἐρυθρόμορφων ἄγγειων, τό θέατρο τοῦ Αἰσχύλου, εἶναι πρῶτα καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἀθηναϊκός.
Ἡ μεγάλη σύρραξη τῶν μηδικῶν πολέμων δέν εἶναι ἄσχετη μέ ὅλα αὐτά: στόν Μαραθώνα τό 490, ὅπως καί στή Σαλαμίνα τό 480, ἡ σωτηρία ὀφείλεται στούς Ἀθηναίους: στόν Μαραθώνα τά στρατεύματα τοῦ Δαρείου τά ἀπέκρουσαν οἱ ὁπλίτες τῆς φάλαγγας (δηλαδή ὁ δῆμος πρίν ἀπό τόν Κλεισθένη) ἐνῶ στή Σαλαμίνα ἡ νίκη ὀφείλεται κυρίως στό στόλο, δηλαδή στούς φτωχότερους Ἀθηναίους πού ναυτολογοῦνταν ὡς κωπηλάτες.
Ἀνάμεσα στούς ἀθηναίους πολεμιστές στή Σαλαμίνα βρισκόταν καί ὁ ποιητής Αἰσχύλος, ὁ ὁποῖος στήν τραγωδία τοῦ Πέρσες περιγράφει τή μάχη ἀπό τήν πλευρά τῶν βαρβάρων. Ὁ Αἰσχύλος γεννήθηκε τό 525. Ἡ ζωή του δηλαδή συμπίπτει μέ τή γέννηση τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Ἦταν παιδί, ὅταν ὁ Κλεισθένης ἐπέβαλε τή μεταρρύθμισή του, καί πέθανε τό 456, λίγο μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τοῦ Ἀλκμεωνίδη ἀπό κάποιον ἄλλο μεταρρυθμιστή, τόν Ἐφιάλτη, γιά τόν ὁποῖο δέν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Αὐτός ἀφαίρεσε ἐξουσίες ἀπό τό παλιό ἀριστοκρατικό συμβούλιο, τόν Ἄρειο Πάγο, καί τίς μεταβίβασε στή βουλή τῶν Πεντακοσίων. Ὑπάρχουν ἄραγε στό ἔργο τοῦ μεγάλου τραγικοῦ ἀπόηχοι αὐτῶν τῶν μεταρρυθμίσεων, ὅπως ὑπάρχουν, μισόν αἰώνα ἀργότερα, στό ἔργο τοῦ Εὐριπίδη ἀναφορές στήν ἐμφύλια σύρραξη πού ἀφάνιζε τότε τόν ἑλληνικό κόσμο; Μερικοί τό ὑποστηρίζουν, ἑρμηνεύοντας τό τέλος τῆς Ὀρέστειας, ὅπου ἐμφανίζονται οἱ δικαστικές ἁρμοδιότητες τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἄλλοτε ὡς ἀποδοχή τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης ἀπέναντι στή θεϊκή αὐθαιρεσία καί ἄλλοτε ὡς καταδίκη του μέτρου πού πῆρε ὁ Ἐφιάλτης κατά τοῦ παλιοῦ ἀριστοκρατικοῦ συμβουλίου. Ἔχει ἐπίσης ὑπογραμμιστεῖ ὅτι τήν πρώτη σύνδεση τῆς λέξης δῆμος μέ τό ρῆμα κρατεῖν (ἀσκῶ τήν ἐξουσία, εἶμαι κυρίαρχος), ἀπό ὅπου προέρχεται ἡ λέξη «δημοκρατία», τή βρίσκουμε στίς Ἰκέτιδες, ὅπου ὁ βασιλιάς τοῦ Ἄργους Πελασγός ἀρνεῖται νά ἀποφασίσει μόνος του γιά τό αἴτημα τῶν Δαναΐδων καί διακηρύσσει (στ. 398-9): οὐκ ἄνευ δήμου τάδε | πράξαιμ’ ἄν, οὐδέ πέρ κρατῶν («δίχως τή γνώμη τοῦ λαοῦ δέ θά μποροῦσα νά τό κάνω, ὅσο καί να ΄ναι στό χέρι μου»). Τά πράγματα ὅμως δέν εἶναι τόσο ἁπλά. Ὅσο κι ἄν ἡ καινούρια πόλη καί ἡ νέα τάξη πραγμάτων ἐνυπάρχουν στήν τραγωδία, διακρίνονται μόνο σέ δεύτερο ἐπίπεδο, καλυμμένα ἀπό τήν τραγική σύγκρουση. Ὁπως ἀναφέρει ὁ P. Vidal-Naquet, μιλώντας ἀκριβῶς γιά τόν Αἰσχύλο: «Στήν τραγωδία ἡ πόλη πρέπει νά ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό της καί συγχρόνως νά τόν ἀλέγχει. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ τραγωδία εἶναι συγχρόνως τάξη καί ἀταξία. Ὁ τραγικός ποιητής μεταθέτει, ἀνατρέπει, κάποτε καταργεῖ τήν πολιτική τάξη. Οἱ ἀποκλίσεις ἀπό τόν κανόνα εἶναι αὐτές πού προκαλοῦν τήν παρουσίαση, ἤ, μέ τήν ἐτυμολογική σημασία τῆς λέξης, τή σκηνοθεσία».
Στό τέλος τῶν Εὐμενίδων ἡ Ἀθηνᾶ, πού μέ τά λόγια της ἀνάγκασε τό δικαστήριο νά ἀθωώσει τόν μητροκτόνο Ὀρέστη, προτρέπει τίς Ἐρινύες, πού ἀπαρτίζουν τό χορό, νά δεχτοῦν τή φιλοξενία πού τούς προσφέρουν οἱ Ἀθηναῖοι καί νά μεταμορφωθοῦν σέ εὐμενεῖς θεότητες. Καί γιά νά τίς πείσει, προλέγει τό μέλλον τῆς Ἀθήνας (στ. 852-69):
Σᾶς τό προλέγω·
γιατί τά χρόνια πού 'ν 'να 'ρθουν πιό δοξασμένα
θά' ναι γιά τό λαό μου αὐτό, κι ὅταν σύ θα 'χεις
σεβαστήν ἕδρα πλάι ἐδῶ στόν Ἐρεχθέα,
τόσα θα 'ναι νά βρεῖς κι ἀπ' ἄντρες καί γυναῖκες
ὅσα πουθενά ἀλλοῦ ποτέ σου ἀπ' ἄλλους θά' χες.
Μά ἔτσι καί σύ μή σπείρεις σέ δικούς μου τόπους
ζιζάνια φονικά, πού τά σπλάχνα ρημάζουν
τῶν νέων καί μέ χωρίς κρασί τούς ξεφρενώνουν,
μηδέ φωτιές μές στοῦ λαοῦ μου συδαυλίζεις,
σάν νά‘ ν’ κοκόρια, τίς καρδιές κι ἄμαχη στήσεις,
πού ἄγρια νά πολεμοῦν ἀδέρφια μέ τ' ἄδερφια·
μέ τούς ἀπέξω ἄς εἶν' ὁ πόλεμος, πού νάτος,
ἔρχετ' ὥσπου νά πεῖς καί τόν τρανό τῆς δόξας
ἔρωτ' ἀνάβει, κι ὄχι νά μοῦ λές γιά μάχες
πού στίς αὐλές τά σπιτικά τά ὀρνίθια στήνουν.
Λοιπόν τέτοια νά βρεῖς, ἄν θές, μπορεῖ ἀπό μένα:
νά 'χεις μαζί μου αὐτή τήν ἅγια χώρα, μ' ὅσες
θά σοῦ πρέπουν τιμές γιά ὅσα καλά τῆς κάμεις.
Καί ὅταν τέλος οἱ Ἐρινύες πείθονται ἀπό τά θεϊκά λόγια νά γίνουν Εὐμενίδες, ἡ θεά ἀπευθύνεται στούς Ἀθηναίους λέγοντας (στ. 992-5):
Γιατ' ἄν πρόθυμες, πρόθυμοι πάντα καί σεῖς
τίς τιμᾶτε ὅπως πρέπει, θ' ἀκούεστε παντοῦ
πώς ἡ πόλη κι ἡ χώρα σας ἴσια τραβᾶ
τόν ὀρθό καί τό δίκαιο τό δρόμο.
Γιατί στό ἑξῆς ἡ Διχόνοια (στάσις) δέν θά θριαμβεύσει πιά στήν πόλη, δέν θά χυθεῖ πιά «τό μαῦρο αἷμα τῶν πολιτῶν», τό αἷμα πού χύνει ἡ «ἐκδικήτρα ὀργή» καί ἡ «ἀντίφονη συμφορά». Τώρα θά θριαμβεύει ἡ δικαιοσύνη, ἡ Δίκη τοῦ Διός, ὅπως ἔλεγε δύο αἰῶνες πρίν ὁ Ἡσίοδος, ἡ ὁποία στήν Ἀθήνα τοῦ Κλεισθένη ταυτίστηκε μέ τή δικαιοσύνη τοῦ λαοῦ· χάρη σ' αὐτήν θά χαθεῖ γιά πάντα τό φάσμα τῆς στάσεως, δηλαδή τοῦ διχασμοῦ τῆς κοινότητας τῶν πολιτῶν.
Τά ἴδια περίπου ἀναφέρονται καί στην Ἀθηναίων Πολιτεία. Ὁ Ἀριστοτέλης ὅμως ἀναλύει πληρέστερα σέ τί συνίστατο πραγματικά ἡ ἐπανάσταση τοῦ Ἀλκμεωνιδη. Ὁ Ἡρόδοτος ἀρκέστηκε νά ἀναφέρει ὅτι ὁ Κλεισθένης στηρίχτηκε στό λαό, τόν «προσεταιρίστηκε», δηλαδή τόν πῆρε μέ τό μέρος του, ἐπειδή βρέθηκε σέ μειονεκτική θέση ἀπέναντι στήν παράταξη τοῦ Ἰσαγόρα. Ἑπομένως, ἡ νέα διαίρεση τῶν φυλῶν, πού συνίστατο ἁπλῶς στήν αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τους καί στή μετονομασία τους, κατέληξε τυχαία στή μεταβίβαση τῆς ἐξουσίας στό λαό. Ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι πολύ πιό σαφής. Ὁ Κλεισθένης κατένειμε τούς Ἀθηναίους σέ δέκα φυλές, ἐπειδή «ἤθελε νά τούς ἀναμείξει ὥστε νά ἀποκτήσουν περισσότεροι πολιτικά δικαιώματα». Ἡ νέα διαίρεση τῶν φυλῶν ἐξυπηρετοῦσε πράγματι δύο σκοπούς: τήν ἀνάμειξη τῶν Ἀθηναίων, ὥστε νά ἀπαλειφθοῦν οἱ τοπικοί πελατειακοί δεσμοί πού εἶχαν ἀποδειχτεῖ τόσο ἐπίφοβοι τήν ἐποχή τῶν τυράννων, καί τήν ἐξασφάλιση ὡς ἐκ τούτου τῆς ἑνότητας τῆς πόλης. Σχηματίζοντας μέ γνώμονα τίς νέες φυλές γεωγραφικές περιφέρειες, πού καθεμιά περιλάμβανε τρεῖς τριττύες, μιά ἀπό τά παράλια, μιά ἀπό τήν πόλη καί μιά ἀπό τά μεσόγεια, ἔθετε τέρμα στίς ἀντιθέσεις πού εἶχαν ἐκδηλωθεῖ μεταξύ του δήμου τῶν ἀγροτῶν καί τῆς ἀστικῆς ἀριστοκρατίας καί διέλυε τίς τοπικές συσπειρώσεις γύρω ἀπό τίς διάφορες μεγάλες οἰκογένειες. Ἡ μεταρρύθμιση ὅμως στόχευε καί στό νά περιληφθοῦν στό δῆμο ὅσοι μέχρι τότε δέν ἄνηκαν. Αὐτοί ἐγγράφονταν στό ἑξῆς στούς καταλόγους τῶν δήμων καί δέν διαχωρίζονταν πιά ἀπό τούς παλιούς πολίτες, ἀφοῦ οἱ Ἀθηναῖοι δέν ὀνομάζονταν ἀπό δῶ καί πέρα μέ τό πατρικό τους ὄνομα ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ δήμου ὅπου ἀνῆκαν.
Ποιοί ὅμως ἦταν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι; Ὡς πρός αὐτό δέν εἶναι εὔκολο νά σχηματίσουμε σαφῆ εἰκόνα, γιατί οἱ συγγραφεῖς τοῦ 5ου καί τοῦ 4ου αἰώνα χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο δῆμος γιά νά ὁρίσουν ἄλλοτε τό σύνολο τῶν πολιτῶν καί ἄλλοτε τόν φτωχό λαό. Ἄν ἐννοήσουμε τόν ὅρο μέ τήν πρώτη ἔννοια, εἶναι μᾶλλον βέβαιο ὅτι πρίν ἀπό τόν Κλεισθένη μέλη του ἦταν μόνο ὅσοι ὑπηρετοῦσαν ὡς ὁπλίτες, ἀφοῦ αὐτοί ἦταν κατά πάσα πιθανότητα οἱ μόνοι πού ἀνῆκαν στίς φρατρίες, τίς πολιτικές καί συνάμα θρησκευτικές ὁμάδες πού σχημάτιζαν τήν κοινότητα καί δήλωναν ὅτι κατάγονται ἀπό τόν ἴδιο πρόγονο. Σχηματίζοντας τίς νέες φυλές καί καθορίζοντας ὡς γενάρχη καθεμιᾶς κάποιον ὑποθετικό πρόγονο, ὁ Κλεισθένης περιλάμβανε στό σῶμα τῶν πολιτῶν ὅλους ὅσοι μέχρι τότε δέν ἀνῆκαν στίς φρατρίες, δηλαδή χωρικούς πού λόγω τῆς μεγάλης τους φτώχειας δέν μποροῦσαν νά ὑπηρετήσουν ὡς ὁπλίτες, ἀλλά καί τεχνίτες πού ἴσως προέρχονταν ἀπό τήν τάξη τῶν χωρικῶν ἤ ἴσως εἶχαν ἔρθει ἀπό ἀλλοῦ καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Ἀττική γιά νά ἀσκήσουν τό ἐπάγγελμά τους. Ὅλοι αὐτοί, πού ὁ Ἀριστοτέλης τούς ὀνομάζει νεοπολίτας, ἔμελλε, χάρη στή μεταρρύθμιση τοῦ Ἀλκμεωνίδη, νά πάρουν στά χέρια τούς τήν ἐξουσία.
Δέν μποροῦμε βέβαια νά μιλήσουμε ἀκόμα γιά δημοκρατία.
Πρέπει πρῶτα οἱ συνελεύσεις τοῦ δήμου πού διευρύνθηκε νά γίνουν περιοδικές. Ὁ Κλεισθένης ὅμως, μέ τήν ἀναδιάταξη τοῦ «δημοτικοῦ χώρου», δημιούργησε καί τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ἀργότερα ἐπιτεύχθηκε ἡ κυριαρχία τοῦ δήμου, δηλαδή τή βουλή τῶν Πεντακοσίων, πού τήν ἀποτελοῦσαν πενήντα ἐτήσια μέλη ἀπό κάθε φυλή.
Πολλά σημεῖα παραμένουν σκοτεινά καί ὡς πρός τίς ἴδιες τίς μεταρρυθμίσεις καί ὡς πρός τούς λόγους πού ὤθησαν τόν Κλεισθένη νά τίς ἐπιχειρήσει. Εἶχε ἀπόλυτη συνείδηση τῆς σημασίας τους; Ποιές ἡθικές ἀρχές τόν καθοδήγησαν; Ὡς πρός αὐτό ἔχουν ἀναπτυχθεῖ πολλές θεωρίες, πού ἐπικαλοῦνται εἴτε διάφορες φιλοσοφικές ἐπιρροές εἴτε κάποια παράδοση τῶν Ἀλκμεωνιδῶν. Τέλος, πῶς εἶναι δυνατόν μιά τόσο ριζική ἀναδιάταξη νά ἔγινε στό σύντομο διάστημα μεταξύ της πτώσης τῶν τυράννων καί τῆς προσφυγῆς τοῦ Ἰσαγόρα στόν Κλεομένη; Φτάνουμε στό σημεῖο νά σκεφτοῦμε μήπως οἱ μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Κλεισθένη καί τῶν ἐξόριστων.
Πέρα ὅμως ἀπό ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα, στά ὁποῖα ἀπαντοῦμε μόνο μέ ὑποθέσεις, μιά εἶναι ἡ οὐσία: ὅτι αὐτή ἡ ἐπανάσταση, ἐπιβάλλοντας σέ ὅλους τους Ἀθηναίους καθεστώς ἰσονομίας καί ἀναθέτοντας τήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας σέ ὅλους τούς πολίτες, διαμόρφωσε πλέον ὁριστικά τή φυσιογνωμία τῆς ἑλληνικῆς πόλης. Καί μολονότι αὐτές οἱ ἐπαναστατικές μεταρρυθμίσεις ἀφήνουν — καί θά ἐξακολουθήσουν γιά πολύ ἀκόμα νά ἀφήνουν — ἀνεπηρέαστο ἕνα τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ὅταν ἀναφερόμαστε πλέον στήν πόλη ἐννοοῦμε τό πρότυπο τῆς ἀθηναϊκῆς πόλης. Καί δέν ἔχει τόση σημασία ἄν αὐτό τό πρότυπο εἶναι ἐν μέρει φανταστικό καί ἡ Ἀθήνα παραμένει ἡ ἐξαίρεση μᾶλλον παρά ὁ κανόνας. Ὁ κλασικός ἑλληνικός πολιτισμός, ἔτσι ὅπως ἀνθησε τήν αὐγή τοῦ 5ου αἰώνα μέ τή γλυπτική του Ἀντήνορα, τήν περίφημη ζωγραφική τῶν ἐρυθρόμορφων ἄγγειων, τό θέατρο τοῦ Αἰσχύλου, εἶναι πρῶτα καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἀθηναϊκός.
Ἡ μεγάλη σύρραξη τῶν μηδικῶν πολέμων δέν εἶναι ἄσχετη μέ ὅλα αὐτά: στόν Μαραθώνα τό 490, ὅπως καί στή Σαλαμίνα τό 480, ἡ σωτηρία ὀφείλεται στούς Ἀθηναίους: στόν Μαραθώνα τά στρατεύματα τοῦ Δαρείου τά ἀπέκρουσαν οἱ ὁπλίτες τῆς φάλαγγας (δηλαδή ὁ δῆμος πρίν ἀπό τόν Κλεισθένη) ἐνῶ στή Σαλαμίνα ἡ νίκη ὀφείλεται κυρίως στό στόλο, δηλαδή στούς φτωχότερους Ἀθηναίους πού ναυτολογοῦνταν ὡς κωπηλάτες.
Ἀνάμεσα στούς ἀθηναίους πολεμιστές στή Σαλαμίνα βρισκόταν καί ὁ ποιητής Αἰσχύλος, ὁ ὁποῖος στήν τραγωδία τοῦ Πέρσες περιγράφει τή μάχη ἀπό τήν πλευρά τῶν βαρβάρων. Ὁ Αἰσχύλος γεννήθηκε τό 525. Ἡ ζωή του δηλαδή συμπίπτει μέ τή γέννηση τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Ἦταν παιδί, ὅταν ὁ Κλεισθένης ἐπέβαλε τή μεταρρύθμισή του, καί πέθανε τό 456, λίγο μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τοῦ Ἀλκμεωνίδη ἀπό κάποιον ἄλλο μεταρρυθμιστή, τόν Ἐφιάλτη, γιά τόν ὁποῖο δέν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Αὐτός ἀφαίρεσε ἐξουσίες ἀπό τό παλιό ἀριστοκρατικό συμβούλιο, τόν Ἄρειο Πάγο, καί τίς μεταβίβασε στή βουλή τῶν Πεντακοσίων. Ὑπάρχουν ἄραγε στό ἔργο τοῦ μεγάλου τραγικοῦ ἀπόηχοι αὐτῶν τῶν μεταρρυθμίσεων, ὅπως ὑπάρχουν, μισόν αἰώνα ἀργότερα, στό ἔργο τοῦ Εὐριπίδη ἀναφορές στήν ἐμφύλια σύρραξη πού ἀφάνιζε τότε τόν ἑλληνικό κόσμο; Μερικοί τό ὑποστηρίζουν, ἑρμηνεύοντας τό τέλος τῆς Ὀρέστειας, ὅπου ἐμφανίζονται οἱ δικαστικές ἁρμοδιότητες τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἄλλοτε ὡς ἀποδοχή τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης ἀπέναντι στή θεϊκή αὐθαιρεσία καί ἄλλοτε ὡς καταδίκη του μέτρου πού πῆρε ὁ Ἐφιάλτης κατά τοῦ παλιοῦ ἀριστοκρατικοῦ συμβουλίου. Ἔχει ἐπίσης ὑπογραμμιστεῖ ὅτι τήν πρώτη σύνδεση τῆς λέξης δῆμος μέ τό ρῆμα κρατεῖν (ἀσκῶ τήν ἐξουσία, εἶμαι κυρίαρχος), ἀπό ὅπου προέρχεται ἡ λέξη «δημοκρατία», τή βρίσκουμε στίς Ἰκέτιδες, ὅπου ὁ βασιλιάς τοῦ Ἄργους Πελασγός ἀρνεῖται νά ἀποφασίσει μόνος του γιά τό αἴτημα τῶν Δαναΐδων καί διακηρύσσει (στ. 398-9): οὐκ ἄνευ δήμου τάδε | πράξαιμ’ ἄν, οὐδέ πέρ κρατῶν («δίχως τή γνώμη τοῦ λαοῦ δέ θά μποροῦσα νά τό κάνω, ὅσο καί να ΄ναι στό χέρι μου»). Τά πράγματα ὅμως δέν εἶναι τόσο ἁπλά. Ὅσο κι ἄν ἡ καινούρια πόλη καί ἡ νέα τάξη πραγμάτων ἐνυπάρχουν στήν τραγωδία, διακρίνονται μόνο σέ δεύτερο ἐπίπεδο, καλυμμένα ἀπό τήν τραγική σύγκρουση. Ὁπως ἀναφέρει ὁ P. Vidal-Naquet, μιλώντας ἀκριβῶς γιά τόν Αἰσχύλο: «Στήν τραγωδία ἡ πόλη πρέπει νά ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό της καί συγχρόνως νά τόν ἀλέγχει. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ τραγωδία εἶναι συγχρόνως τάξη καί ἀταξία. Ὁ τραγικός ποιητής μεταθέτει, ἀνατρέπει, κάποτε καταργεῖ τήν πολιτική τάξη. Οἱ ἀποκλίσεις ἀπό τόν κανόνα εἶναι αὐτές πού προκαλοῦν τήν παρουσίαση, ἤ, μέ τήν ἐτυμολογική σημασία τῆς λέξης, τή σκηνοθεσία».
Στό τέλος τῶν Εὐμενίδων ἡ Ἀθηνᾶ, πού μέ τά λόγια της ἀνάγκασε τό δικαστήριο νά ἀθωώσει τόν μητροκτόνο Ὀρέστη, προτρέπει τίς Ἐρινύες, πού ἀπαρτίζουν τό χορό, νά δεχτοῦν τή φιλοξενία πού τούς προσφέρουν οἱ Ἀθηναῖοι καί νά μεταμορφωθοῦν σέ εὐμενεῖς θεότητες. Καί γιά νά τίς πείσει, προλέγει τό μέλλον τῆς Ἀθήνας (στ. 852-69):
Σᾶς τό προλέγω·
γιατί τά χρόνια πού 'ν 'να 'ρθουν πιό δοξασμένα
θά' ναι γιά τό λαό μου αὐτό, κι ὅταν σύ θα 'χεις
σεβαστήν ἕδρα πλάι ἐδῶ στόν Ἐρεχθέα,
τόσα θα 'ναι νά βρεῖς κι ἀπ' ἄντρες καί γυναῖκες
ὅσα πουθενά ἀλλοῦ ποτέ σου ἀπ' ἄλλους θά' χες.
Μά ἔτσι καί σύ μή σπείρεις σέ δικούς μου τόπους
ζιζάνια φονικά, πού τά σπλάχνα ρημάζουν
τῶν νέων καί μέ χωρίς κρασί τούς ξεφρενώνουν,
μηδέ φωτιές μές στοῦ λαοῦ μου συδαυλίζεις,
σάν νά‘ ν’ κοκόρια, τίς καρδιές κι ἄμαχη στήσεις,
πού ἄγρια νά πολεμοῦν ἀδέρφια μέ τ' ἄδερφια·
μέ τούς ἀπέξω ἄς εἶν' ὁ πόλεμος, πού νάτος,
ἔρχετ' ὥσπου νά πεῖς καί τόν τρανό τῆς δόξας
ἔρωτ' ἀνάβει, κι ὄχι νά μοῦ λές γιά μάχες
πού στίς αὐλές τά σπιτικά τά ὀρνίθια στήνουν.
Λοιπόν τέτοια νά βρεῖς, ἄν θές, μπορεῖ ἀπό μένα:
νά 'χεις μαζί μου αὐτή τήν ἅγια χώρα, μ' ὅσες
θά σοῦ πρέπουν τιμές γιά ὅσα καλά τῆς κάμεις.
Καί ὅταν τέλος οἱ Ἐρινύες πείθονται ἀπό τά θεϊκά λόγια νά γίνουν Εὐμενίδες, ἡ θεά ἀπευθύνεται στούς Ἀθηναίους λέγοντας (στ. 992-5):
Γιατ' ἄν πρόθυμες, πρόθυμοι πάντα καί σεῖς
τίς τιμᾶτε ὅπως πρέπει, θ' ἀκούεστε παντοῦ
πώς ἡ πόλη κι ἡ χώρα σας ἴσια τραβᾶ
τόν ὀρθό καί τό δίκαιο τό δρόμο.
Γιατί στό ἑξῆς ἡ Διχόνοια (στάσις) δέν θά θριαμβεύσει πιά στήν πόλη, δέν θά χυθεῖ πιά «τό μαῦρο αἷμα τῶν πολιτῶν», τό αἷμα πού χύνει ἡ «ἐκδικήτρα ὀργή» καί ἡ «ἀντίφονη συμφορά». Τώρα θά θριαμβεύει ἡ δικαιοσύνη, ἡ Δίκη τοῦ Διός, ὅπως ἔλεγε δύο αἰῶνες πρίν ὁ Ἡσίοδος, ἡ ὁποία στήν Ἀθήνα τοῦ Κλεισθένη ταυτίστηκε μέ τή δικαιοσύνη τοῦ λαοῦ· χάρη σ' αὐτήν θά χαθεῖ γιά πάντα τό φάσμα τῆς στάσεως, δηλαδή τοῦ διχασμοῦ τῆς κοινότητας τῶν πολιτῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου