Αὐτό τό δοκίμιο θά δείξει, πώς ἡ ἠθική ἀρετή σχετίζεται μέ τήν ἱκανότητα νά μοιραζόμαστε κάτι μέσα σέ φιλία. Θά ἐργασθοῦμε κυρίως μέ τόν ἀριστοτέλη ἀλλά θά χρησιμοποιήσουμε ἐπίσης καί κάποιες ἔννοιες ἀπό τή φαινομενολογία τῆς ἠθικῆς πράξης.
I
Ὑπάρχουν τέσσερα σημεῖα στά Ἠθικά Νικομάχεια (στό ἑξῆς ΗΝ) τοῦ ἀριστοτέλη ὅπου ἡ περιγραφή τῆς ἠθικῆς συμπεριφορᾶς φθάνει στό ἀποκορύφωμά της. Τό βιβλίο ὀργανώνεται γύρω ἀπό αὐτές τίς διαδοχικές κορυφώσεις, οἱ ὁποῖες μοιάζουν μέ μία σειρά κορυφογραμμῶν πού ἀνεβαίνουν προοδευτικά ψηλότερα. Ἡ πρώτη 'κορυφή’ εἶναι ἡ συζήτηση περί τῆς τιμῆς καί τοῦ μεγαλοψύχου στό κεφάλαιο 3 τοῦ βιβλίου IV. Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἐπεξεργασία τῆς δικαιοσύνης στό βιβλίο V. Στήν τρίτη κορυφή φθάνουμε μέ τή συζήτηση τῆς φιλίας στά βιβλία VIII καί IX. Ἡ τέταρτη λαμβάνει χώρα στό βιβλίο X, κεφάλαιο 7, ὅπου ὁ Ἀριστοτέλης εἰσάγει τόν θεωρητικόν βίο. Συνεπῶς, ἡ τιμή, ἡ δικαιοσύνη, ἡ φιλία καί τό θεωρεῖν ἀποτελοῦν τό καθένα σημεῖα ὅπου φθάνουμε σέ μιά κορύφωση σχετικά μέ τίς ἀρετές καί τίς ἐνέργειες πού εἶχαν περιγραφεῖ προηγουμένως. Ἡ τιμή ἀποκορυφώνει τίς ἀρετές πού μετριάζουν τά πάθη, ἀρετές ὅπως ἡ ἀνδρεία, ἡ ἐγκράτεια καί ἡ γενναιοδωρία. Ἡ δικαιοσύνη κινεῖται πέραν ὅλων τῶν παρόμοιων ἀρετῶν καί πέραν τῆς τιμῆς, καθώς σχετίζει τά παραπάνω μέ τή συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ φιλία, μέ τή σειρά της, ἀποκορυφώνει ὅλες τίς ἡθικές ἀρετές, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς δικαιοσύνης: ὑπερβαίνει, τή δικαιοσύνην καί τήν ὁδηγεῖ στήν τελειότητα. Τέλος, ὁ θεωρητικός βίος εἶναι τό ἀπόγειό της ἀνθρώπινης ἐνέργειας. Πηγαίνει πέρα ἀπό τίς ἀρετές (excellence) πού μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε στήν ἠθική μας πράξη.
Ὁ θεωρητικός βίος, ἡ ἐξάσκηση τῶν διανοητικῶν ἀρετῶν, εἶναι μία κορύφωση διαφορετική ἀπό τίς τρεῖς προηγούμενες, διότι λαμβάνει χώρα ἔξω ἀπό τό πεδίο τῆς πράξεως. ἀναφέρεται στόν βίο τοῦ θεωρεῖν καί ὄχι στόν πρακτικόν βίο. Ὡς ἐπί τό πλεῖστον, στό παρόν δοκίμιο θά ἀφήσουμε κατά μέρος αὐτήν τήν τέταρτη κορύφωση καί θά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς τρεῖς πού βρίσκονται στό ἐσωτερικό του ἠθικοῦ βίου. Τό ἀντικείμενο τῆς μέριμνάς μας θά εἶναι ἡ ὕψιστη τελειότητα πού μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ στήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά καί ὄχι ἡ τελειότητα πού ἐπιτυγχάνεται στό θεωρεῖν.
Ἄς ἐκδιπλώσουμε λεπτομερέστερα κάθε μιά ἀπό τίς τρεῖς κορυφώσεις πού συναντᾶ ὁ Ἀριστοτέλης στήν τοπογραφία τοῦ ἠθικοῦ βίου.
II
Ἡ πρώτη κορύφωση συναντᾶται στό βιβλίο IV, κεφάλαιο 3 τῶν ΗΝ, ὅπου ὁ Ἀριστοτέλης περιγράφει τόν μεγαλόψυχον, ὡς ἐκεῖνον τόν πράττοντα πού ἔχει κατακτήσει ἀρετές ὅπως ἡ ἀνδρεία, ἡ ἐγκράτεια καί γενναιοδωρία, καί ὁ ὁποῖος ἔχει συνείδηση τῆς ἴδιας τοῦ τῆς ἀρετῆς. Ὁ πράττων ἀξιολογεῖ ὀρθά τήν ἡθική του δύναμη καί ἔχει ἐμπιστοσύνη σέ αὐτήν. Ἡ τιμή δέν εἶναι μιά ἀρετή πού μᾶς καθιστᾶ ἱκανούς νά πράξουμε ἐντός ἑνός συγκεκριμένου ἀνθρώπινου πεδίου: δέν εἶναι ὅπως ἡ ἀνδρεία, πού μᾶς προδιαθέτει νά ἀντιμετωπίσουμε προσηκόντως ὅ,τι δημιουργεῖ πόνο καί φόβο, οὔτε ὅπως ἡ ἐγκράτεια, πού μᾶς καθιστᾶ ἱκανούς νά ἀντιμετωπίσουμε τό ἡδύ, οὔτε ὅπως ἡ γενναιοδωρία, πού ἀφορά στόν χειρισμό τοῦ πλούτου. Ἡ τιμή μᾶλλον ἕπεται τῶν ἡθικῶν ἀρετῶν καί μοιάζει περισσότερο μέ μιά μορφή γνώσης παρά μέ μιά συγκεκριμένη ἕξιν πρός ἐνεργοποίηση. Ὁ χαῦνος καί ὁ μικρόψυχος, αὐτοί πού ὑποπίπτουν στίς ἀκρότητες πού σχετίζονται μέ τήν τιμήν, δέν εἶναι ἔνοχοι γιά τή διάπραξη μοχθηρῶν πραγμάτων, ἀλλά ἁπλά καί μόνο σφάλλουν στήν ἀξιολόγηση τοῦ ἐαυτοῦ τους (1125a 18-19). ἀπό αὐτές τίς δύο κακίες, ἡ μικροψυχία καί ὄχι ἡ χαυνότης εἶναι ἡ μεγαλύτερη καί ἡ πιό ἐπιβλαβής, διότι μᾶς ἀποκλείει ἀπό τό νά κάνουμε τά ἄξια τιμῆς πράγματα γιά τά ὁποῖα εἴμαστε ἱκανοί. Τοιουτοτρόπως, ἡ αὐτογνωσία πού λαμβάνει χώρα στήν τιμήν δέν μένει ἄεργη ἀλλά δίδει σέ αὐτόν πού τήν κατέχει τήν αὐτοπεποίθηση νά πράττει ἐν δήμῳ. Ἡ ἀριστοτελική ἐπεξεργασία τῆς τιμῆς ἀποτελεῖ μιά κορύφωση στό κείμενο τῶν ΗΝ, διότι προῦποθέτει τίς ἄλλες ἀρετές καί τίς ὁδηγεῖ σέ μιά πληρότητα.. Χωρίς τιμήν, οἱ ἄλλες ἠθικές ἀρετές θά ἦταν ἀνολοκλήρωτες καί μάλιστα χωρίς ἐσωτερική ἀλληλουχία: θά ἦταν ἀρετές χωρίς συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ τους καί συνεπῶς ἀνίκανες νά μᾶς ἐμπλέξουν σέ ἀντίστοιχες πράξεις.
Ἡ δεύτερη κορύφωση στά ΗΝ συναντᾶται στήν ἐπεξεργασία τῆς δικαιοσύνης στό βιβλίο V. Οἱ ἀρετές πού τυγχάνουν ἐπεξεργασίας στά βιβλία III καί IV ἀσχολοῦνται μέ τά πάθη. Ἀποτελοῦν τρόπους γιά νά διορθώσουμε τά πάθη μας καί τά συναισθήματά μας καί νά τά καταστήσουμε μέρη ἑνός ἀνθρώπινου βίου, καί ἡ τιμή εἶναι ἡ αὐτοπεποιθηση πού ἔχουμε ὅταν ἔχουμε συνείδηση τοῦ ὅτι ὁ συναισθηματικός μας βίος εἶναι σέ τάξη. Ἡ δικαιοσύνη, ὡστόσο, δέν ἀσχολεῖται μέ τίς 'ἐσωτερικές’ συναισθηματικές μας διαθέσεις: ἀσχολεῖται μέ τόν τρόπο πού εἴμαστε διατεθειμένοι νά πράξουμε ἀπέναντι σέ ἄλλους ἀνθρώπους. Γενικά, ὁ ὅρος 'δικαιοσύνη’ μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ σέ ὅλες τίς ἠθικές μας πράξεις, στό μέτρο πού σχετίζονται μέ ἄλλους πράττοντες. Ἕνας τέτοιος 'καθολικός’ τύπος δικαιοσύνης περιγράφεται ἀπό τόν ἀριστοτέλη στό κεφάλαιο 1 τοῦ βιβλίου V, ὅπου ἀντιμετωπίζει τή δικαιοσύνην ὡς τήν ἀρετή τοῦ νά εἶναι κανείς νομοταγής. Οἱ νόμοι ρυθμίζουν τό πώς πρέπει νά σχετιζόμαστε πρός τούς ἄλλους, καί ἐνα πρόσωπο πού ὑπακούει στούς νόμους λέγεται ὅτι εἶναι ἐν γένει δίκαιο. Ὁ ὅρος 'δικαιοσύνη’, ὡστόσο, ἔχει ἐπίσης ἐνα εἰδικότερο νόημα: μπορεῖ νά σημαίνει τήν ἱκανότητα νά διανέμουμε τά ἀγαθά τίμια (διανεμητική δικαιοσύνη) καί τήν ἱκανότητα νά ἐπανορθώνουμε τίς ζημίες σύμφωνα μέ τούς κανόνες δικαίου (διορθωτική δικαιοσύνη). Αὐτή ἡ 'εἰδική’ δικαιοσύνη τυγχάνει ἐπεξεργασίας στά κεφάλαια 2-5 τοῦ βιβλίου V.
Τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο της εἰδικῆς δικαιοσύνης εἶναι τό παραμορφωτικό ἀποτέλεσμα πού ἔχουν τά ἐνδιαφέροντά μας πάνω στήν ἱκανότητά μας νά διανέμουμε ἀγαθά καί νά διορθώνουμε ἀνισότητες: τείνουμε νά προτιμᾶμε τό δικό μας συμφέρον καί τό συμφέρον αὐτῶν πού σχετίζονται μέ ἐμᾶς. Εἴμαστε ἄδικοι ὄχι ἐπειδή διαπράττουμε διανοητικά σφάλματα στόν ὑπολογισμό τῶν ἀγαθῶν πού θά πρέπει νά διανεμηθοῦν ἤ νά ἀποκατασταθοῦν, ἀλλά ἐπειδή ἐπιτρέπουμε στίς δικές μας προτιμήσεις νά εἰσαγάγουν μιά λανθασμένη προοπτική σέ αὐτό πού ἐμφανίζεται ὡς ἴσον. Ἡ ἀδικία εἶναι μιά ἠθική καί ὄχι μιά μαθηματική ἔλλειψη. Πρόκειται γιά μιά ἀποτυχία στόν ὑπολογισμό πού πηγάζει ἀπό ἀτιθάσευτη ἐπιθυμία. Ἡ ἱκανότητα τοῦ νά εἶναι κανείς 'ἀντικειμενικός’ σέ σχέση μέ τή δικαιοσύνην εἶναι μιά ἠθική ἱκανότητα καί ὄχι ἁπλά καί μόνο μιά γνωστική ἱκανότητα. Ἡ εἰδική δικαιοσύνη, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀρετή πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τό νά προκρίνουμε τό δικό μας συμφέρον μέ τρόπο πού θά ἀλλοίωνε τήν κρίση μας γιά τό τί εἶναι μιά δίκαιη διανομή ἤ μιά σωστή ἀποζημίωση καί ἐπανα-κατανομή.
Εἴτε στήν εὐρύτερη εἴτε στή στενότερη ἔννοιά της, ἡ δικαιοσύνη σχετίζεται μέ τίς συναλλαγές μας μέ τούς ἄλλους. Κινεῖται πέρα ἀπό τίς ἀρετές πού χαρακτηρίζουν τούς ἑαυτούς μας ὡς πράττοντες. Ἐπειδή σχετίζεται μέ τούς ἄλλους, εἶναι δυσκολοτερο νά τήν κατακτήσουμε ἀπό ὅ,τι τίς πιό ἐσωτερικές ἀρετές, καί μόλις κατακτηθεῖ εἶναι ἠθικά ἀνώτερη. Ἡ κλίμακα πού συναντᾶται στό βιβλίο V εἶναι λοιπόν 'ὑψηλότερη' ἀπό ἐκείνη πού παρουσιάστηκε στό τρίτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου IV.
Ἡ τρίτη κορύφωση στά ΗΝ λαμβάνει χώρα στή συζήτηση περί φιλίας στά βιβλία VIII καί IX. Ἡ φιλία πηγαίνει πέρα ἀπό τή δικαιοσύνην καί προϋποθέτει καί τή δικαιοσύνην καί τίς ἄλλες ἀρετές. Ἡ φιλία διαιρεῖται σέ τρία μέρη: φιλία κατά τό χρήσιμον, τό ἡδύ καί τό ἀγαθόν. Τό τρίτο εἶναι τό πρωταρχικό καί παραδειγματικό εἶδος. Γιά νά εἶναι κάποιος ἱκανός νά εἶναι φίλος μέ τήν πρωταρχική καί ἠθικά ἀνώτερη σημασία τοῦ ὅρου, θά πρέπει νά εἶναι ἀνδρεῖος, ἐγκρατής καί γενναιόδωρος καί θά πρέπει ἐπίσης νά εἶναι δίκαιος. Θά πρέπει ἐπίσης νά εἶναι ὑπερήφανος, πράγμα πού σημαίνει νά ἔχει συνείδηση τῆς ἀρετῆς του καί νά ἔχει ἐμπιστοσύνη σέ αὐτήν. Ὅσο πιό ἐνάρετοι εἴμαστε, τόσο περισσότερο μποροῦμε νά διακριθοῦμε στή φιλίαν, καί ὅσο λιγότερο ἐνάρετοι εἴμαστε, τόσο λιγότερο μποροῦμε νά εἴμαστε ἀληθινοί φίλοι μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Τό νά εἶσαι ἱκανός νά δεσμευθεῖς σέ μιά ἀληθινή ἀνθρώπινη φιλίαν εἶναι ἡ ὕψιστη ἠθική συνθήκη.
III
Ἄς διασαφήσουμε τή φύση τῆς φιλίας μέσα ἀπό τήν ἄντιπαράθεσή της πρός τή δικαιοσύνη. Ὁ μεγαλύτερος πειρασμός πού ὑπερβαίνουμε μέ τή βοήθεια τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἡ τάση μας νά προκρίνουμε τό δικό μας συμφέρον ἔναντι αὐτοῦ τῶν ἄλλων. Ἐάν διευθύνω μιά ὁμάδα καί δίνω τίς καλύτερες δουλειές στούς συγγενεῖς μου, πράττω ἄδικα. Ἐάν εἶμαι ἀσφαλιστικός ἐκτιμητής καί πρέπει νά κάνω ἐκτίμηση γιά μιά διεκδίκηση στήν ὁποία ἐμπλέκεται ἕνας φίλος μου καί ἐάν διογκώσω τίς ζημίες καί παράσχω στόν φίλο μου δεκαπλάσια τήν ἀξία αὐτῶν πού ἔχασε, καί τότε πάλι πράττω ἄδικα. Ἐάν εἶμαι δικαστής καί ἐπιβάλλω ἐνα μεγάλο πρόστιμο σέ κάποιον ἐπειδή ἀνήκει σέ μιά ἄλλη ἐθνοτική ὁμάδα ἤ κοινωνική τάξη, πράττω γιά ἄλλη μιά φορά ἄδικα. Ὅταν πράττω ἄδικα, ἐπιτρέπω στό δικό μου συμφέρον ἤ τό συμφέρον αὐτῶν πού εἶναι 'δικοί μού', τῶν φίλων, συγγενῶν, ὁμοεθνῶν, μελῶν τῆς ὁμάδας μας κτλ. νά προκρίνονται μέ τρόπο πού καταλύει τήν τάξη: δίδω ὑπερβολικά πολλά ἀπό τά ἀγαθά καί ὑπερβολικά λίγα ἀπό τά κακά πράγματα στόν ἑαυτό μου ἤ στούς δικούς μου ἀνθρώπους.
Ὡς ἄνθρωποι, κλίνουμε στό νά πράττουμε μέ αὐτόν τόν τρόπο, στό νά προτιμᾶμε τά δικά μας, καί ἀπαιτεῖται καί ἠθική καί διανοητική προσπάθεια γιά νά ἀποστασιοποιηθοῦμε ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας καί στό συμφέρον μας, γιά νά εἴμαστε 'δίκαιοι’, νά ὑπολογίζουμε σωστά, νά δίδουμε στόν καθένα τά προσήκοντα, εἴτε στή διανομή εἴτε στήν ἐπανόρθωση. Ἡ ἀρετή τῆς δικαιοσύνης συνίσταται στήν ἕξιν τοῦ νά πράττεις σύμφωνα μέ τούς κανόνες δικαίου σέ τέτοια θέματα. Ἡ ἀρετή αὐτή μᾶς κάνει νά θέλουμε νά πράξουμε σύμφωνα μέ τούς κανόνες δικαίου καί νά αἰσθανόμαστε αἰδώ ὅταν ἀποτυγχάνουμε νά τό πράξουμε. Κάποιοι ἄνθρωποι εἶναι καλύτεροι στό νά πράττουν μέ τρόπο τίμιο, ἄλλοι εἶναι χειρότεροι, κάποιοι εἶναι δίκαιοι, κάποιοι ἄδικοι. ἀποτεινόμαστε στόν πρῶτο καί ἀποφεύγουμε τόν δεύτερο ὅταν χρειαζόμαστε ἕναν καλό κριτή, κάποιον πού θά προσμετρήσει σωστά τήν ὑπόθεση πού τοῦ παρουσιάζουμε. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι τά ζητήματα δικαιοσύνης ἐμπλέκουν πάντα ἀρκετούς ἀνθρώπους. Εἶναι ἐκεῖνοι πού πρέπει νά λάβουν μερίδιο στά κέρδη καί τίς ζημίες, αὐτοί πού ἔχουν ζημιωθεῖ καί ἐκεῖνοι πού τούς ζημίωσαν, εἶναι ὁ κριτής ἤ τό πρόσωπο μέ κύρος ἤ ἐκεῖνος πού πρέπει νά ἀποφασίσει τί νά δοθεῖ καί σέ ποιόν, καί ὑπάρχουν ἀκόμα οἱ παριστά- μενοι καί οἱ θεατές.
Ἡ ἀρετή της δικαιοσύνης ἀπαιτεῖ νά ἀποστασιοποιηθοῦμε ἀπό τους ἑαυτούς μας καί ὅ,τι δικό μας καί νά ἀντιμετωπίζουμε τούς ἐμπλεκόμενους ὡς 'τό ἴδιο’ ὑπό τήν προσήκουσα κάθε φορά ὀπτική γωνία (εἴτε κατ’ ἀναλογία εἴτε ἀριθμητικά, πράγμα πού ἐξαρτᾶται ἀπό τό ἐάν ἔχουμε νά κάνουμε μέ τή διανεμητικήν ἤ τή διορθωτικήν δικαιοσύνη). Στή φιλία, ὡστόσο, δέν ἀντιμετωπίζουμε τούς ἄλλους ὡς ἴσους καί δέν παραβλέπουμε τίς σχέσεις τους μαζί μας. Τούς ἀντιμετωπίζουμε, μᾶλλον, ὡς 'δικούς μας’, ὡς φίλους μας καί ὡς μή ὅμοιους μέ τούς ἄλλους. Πόρρω τοῦ νά εἴμαστε ἀδιάφοροι γιά τή σχέση τους μαζί μας, τούς ἀντιλαμβανόμαστε ἀκριβῶς ὡς ἑτέρους αὑτούς. Ἑστιάζουμε στή σχέση τους μαζί μας καί οὐδόλως τήν ἁγνοοῦμε. Οἱ φιλίες εἶναι ἀποκλειστικές μέ ἕναν τρόπο πού δέν ἰσχύει γιά τή δικαιοσύνη. Μποροῦμε νά εἴμαστε δίκαιοι ἀπέναντι στόν καθένα ἀλλά δέν μποροῦμε νά εἴμαστε φίλοι μέ τόν καθένα.
Ὁ Ἀριστοτέλης ὁρίζει τή φιλία ὡς ἀναγνωρισμένη ἀμοιβαία εὔνοιαν (βιβλίο VIII, κεφάλαιο 2). Ἐάν ἡ Ἰωάννα καί ἡ Ζωή εἶναι φίλες, ἡ πρώτη εὔχεται τό καλό τῆς δεύτερης καί ἡ δεύτερη τό καλό τῆς πρώτης καί ἡ μιά ἔχει συνείδηση τῆς προδιάθεσης τῆς ἄλλης. Λέγοντας ὅτι 'εὔχονται τό καλό’ ἡ μιά τῆς ἄλλης, δέν ἐννοοῦμε, ὅμως, ἁπλά καί μόνο ὅτι θά ἤθελαν νά τήν δοῦν νά εἶναι καλά. Στήν τρέχουσα ἀγγλική χρήση, ὁ ὅρος 'εὔχομαι’ (wishing) φέρει μιά ἔμφαση ἁπλῆς πρόθεσης, τοῦ νά ἐπιθυμῶ κάτι ἀκόπως, χωρίς νά εἶμαι ἕτοιμος νά κάνω κάτι γιά αὐτό. Ἐάν τοῦτο ἦταν ὅλο κι ὅλο τό νόημά τοῦ νά 'εὔχομαι τό καλό’ (wishing well), ἡ Ἰωάννα καί ἡ Ζωή θά ἦταν 'φιλαράκια’ ἀλλά ὄχι πραγματικοί φίλοι. Τό νά 'εὔχομαι τό καλό’ σημαίνει, γιά νά χρησιμοποιήσω μιά φράση τοῦ Yves Simon, μιά 'ὕπαρξιακή ἑτοιμότητα’ νά πράξω μέ τρόπο πού κάνει καλό στόν φίλο.[1] Ἡ Ἰωάννα καί ἡ Ζωή πρέπει νά εἶναι διατεθειμένες, πάντα ἕτοιμες, νά κάνουν ἐπιλογές πού θά εἶναι γιά τό πραγματικό καλό κάθε φορά τῆς ἄλλης καί ἡ κάθε μιά θά πρέπει νά γνωρίζει ὅτι ἡ ἄλλη εἶναι μέτοχος τῆς ἴδιας διάθεσης. Γνωρίζουν ὅτι μποροῦν νά ὑπολογίζουν ἡ μιά στήν ἄλλη καί ὅτι εἶναι ἱκανές νά ἐνεργήσουν ἀπό κοινοῦ γιά τό ἀμοιβαῖο συμφέρον καί γιά τό συμφέρον ἡ μιά τῆς ἄλλης. Στή φιλία, τό 'καλῶς ἐχειν’ τοῦ καθενός εἶναι τό 'καλώς ἐχειν’ καί τῶν δύο.
Ἡ εὔνοια μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ ὡς 'ἀγαθή προαίρεσις’ (benevolence) ἀλλά καί πάλι ἡ 'ἀγαθή προαίρεσις δέν σημαίνει ἁπλά τό νά εὔχομαι ἀκόπως νά συμβεῖ κάτι καλό. Σημαίνει πραγματική εὐχή, πραγματική ἐπιθυμία τοῦ συμφέροντος τοῦ ἄλλου καί συνεπῶς τό νά εἶσαι πάντα ἕτοιμος νά πράξεις στήν κατεύθυνση αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ. Ἡ φιλία, τότε, ὁρίζεται ὡς ἀγαθή προαίρεσις, πού εἶναι ἀμοιβαία καί ἀμοιβαία ἀναγνωρισμένη.
Συνεπῶς, ἐνῶ ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ ὑπαρξιακή ἑτοιμότητα τοῦ νά δώσεις στόν καθένα τό προσῆκον, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ποιός εἶναι, ἡ φιλία εἶναι ἡ ὑπαρξιακή ἑτοιμότητα τοῦ νά δώσεις σέ α ὐ τ ό τό πρόσωπο ὅ,τι εἶναι πραγματικά ἀγαθό γιά αὐτό. Ἡ δικαιοσύνη μᾶς καθιστά ἱκανούς νά υἱοθετήσουμε μιά οὐδέτερη στάση ἀπέναντι σέ ὅ,τι δικό μας, ἀλλά ἡ φιλία εἶναι ὅτιδήποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό οὐδέτερη. Συγκεντρώνεται σέ ὅ,τι δικό μας ὡς τέτοιο. Ἡ δικαιοσύνη δημιουργεῖ τή διάθεση νά ἀποστασιοποιήσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό ὅ,τι δικό μας, ἡ φιλία ἐντείνει τήν ἐγγύτητά μας πρός αὐτό. ἀμφότερες οἱ ἀρετές, ἀμφότερες οἱ ἱκανότητες, εἶναι ἀπαραίτητες γιά ἕναν ἀγαθό ἀνθρώπινο βίο. Περαιτέρω, ἐνῶ ἡ φιλία ὑπερβαίνει τή δικαιοσύνη, τήν προϋποθέτει κιόλας. Ἐάν πρόκειται νά εἴμαστε ἱκανοί γιά πραγματική φιλία, θά πρέπει πρῶτα νά εἴμαστε ἱκανοί νά ἀποστασιοποιηθοῦμε ἀπό ὅ,τι δικό μας καί νά μήν ἀφήσουμε τά ἐνδιαφέροντά μας νά ὑπερισχύσουν. Αὐτός πού θέτει σέ προτεραιότητα τό δικό του συμφέρον μέ τρόπο ἄδικο δέν θά εἶναι ἱκανός γιά ἐκείνη τήν πιό ἐκλεπτυσμένη ἀγαθή προαίρεσιν πού ἀπαιτεῖ ἡ φιλία. Θά εἶναι, βέβαια, ἱκανός γιά φιλίες κατά τό χρήσιμον καί τό ἡδύ, ὄχι ὅμως γιά φιλία κατά τό ἀγαθόν.
Τό νά ἐξετάσουμε τίς ἀποτυχίες πού ἰδιάζουν στή φιλία θά μᾶς βοηθήσει νά ἀποκαλύψουμε τί εἶναι ἡ φιλία. Οἱ ἀποτυχίες πού ἀνήκουν στίς φιλίες δέν εἶναι οἱ ἴδιες μέ ἐκεῖνες πού ἀνήκουν στή δικαιοσύνη. Ὅπως εἴδαμε, οἱ ἀποτυχίες πού συνιστοῦν τό ἴδιον τῆς δικαιοσύνης ἐμπεριέχουν τό νά δείχνουμε προτίμηση γιά τούς ἑαυτούς μας ἤ ὅ,τι δικό μας, σέ περιπτώσεις στίς ὁποῖες θά μπορούσαμε νά μείνουμε 'ἀδιάφοροι’ καί νά κρίνουμε οὐδέτερα ἀνάμεσα σέ διάφορους ἀνθρώπους. Στή φιλία πού παύει νά ὑφίσταται, ὡστόσο, ὁ πικραμένος φίλος δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι ὁ ἄλλος ἔπραξε ἕναντίον του κάποια ἀδικία: ἡ ἀποτυχία ὀφείλεται, μᾶλλον, στό γεγονός ὅτι ὁ πικραμένος φίλος πίστευε ὅτι ἦταν φιλούμενος αὑτοῦ ἕνεκα, ἐνῶ φιλεῖται στήν πραγματικότητα χάρη σέ κάποιο χρήσιμο ἤ εὐχάριστο χαρακτηριστικό πού εἶχε (γιά τά χρήματά του, τή γοητεία του, τίς διασυνδέσεις του), ἤ δέν φιλεῖται καθόλου. Ὁ πικραμένος φίλος ἤθελε νά ἐμπλακεῖ σέ φιλία μέ τόν ἄλλον ἀλλά δέν τό πέτυχε. Δέν μπορεῖ νά διαμαρτυρηθεῖ ὅτι τοῦ φέρθηκαν ἄδικα, διότι κανείς δέν ἀξιώνει τή φιλία ὡς ζήτημα δικαιοσύνης: ἐάν ἡ φιλία ἀξιώνεται ὡς ζήτημα δικαιοσύνης, δέν ἀποτελεῖ πλέον φιλία.
Ὑπάρχει μιά ἀντίφαση στό νά εἶναι κανείς ἄδικος. Ὅταν πράττουμε ἄδικα, προκαλοῦμε κάτι πού ἐξυπηρετεῖ τό δικό μας συμφέρον (περισσότερα χρήματα, μιά καλύτερη ἐργασία, ἀνταμοιβές γιά τούς συγγενεῖς μας), ἀλλά καθιστοῦμε τούς ἑαυτούς μας διεφθαρμένους, δηλαδή πλήρεις ἐλαττωμάτων καί μή φιλητούς. ἀποκτᾶμε ἐξωτερικά πλεονεκτήματα πού σχετίζονται κατά συμβεβηκός μέ ἐμᾶς καί ἔτσι καθιστοῦμε τούς ἑαυτούς μας κατά συμβεβηκός ἐπιθυμητούς, ἀλλά προκαλοῦμε ἐσωτερική ζημία σέ αὐτό πού εἴμαστε μέσα μας. Τότε, θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι οἱ ἄλλοι ἴσως εἶναι φίλοι μας γιά τά πράγματα πού μποροῦμε νά τούς δώσουμε, γιά τίς ἡδονές καί τή χρησιμότητα πού μποροῦμε νά παράσχουμε, ἀλλά δέν θά εἶναι φίλοι μας ἐμῶν ἕνεκα, γιατί ἔχουμε κάνει τούς ἑαυτούς μας ἀνίκανους γιά τό καλύτερο εἶδος φιλίας. Εἶναι φίλοι μας γιά τά χρήματά μας ἤ τή δύναμή μας ἀλλά ὄχι ἕνεκα ἐμῶν τῶν ἰδίων. Ὅ,τι ἀποκτήσαμε μέσω τῆς ἀδικίας μας εἶναι ἑλκυστικό γιά τούς ἄλλους, ἀλλά ἡ ἐνέργεια πού μᾶς ἔκανε ἐξωτερικά ἑλκυστικούς μᾶς ἔχει κάνει ἐσωτερικά ἀποκρουστικούς καί μή φιλητούς. Τό νά προσπαθοῦμε νά εἴμαστε δίκαιοι δέν εἶναι, συνεπῶς, ἁπλά καί μόνον ἕνας τρόπος νά ἀποφεύγουμε τίς φασαρίες: μᾶς διαμορφώνει ὡς δίκαιους πράττοντες καί μᾶς καθιστά ἱκανούς νά εἰσέλθουμε στό ὕψιστο εἶδος φιλίας.
IV
Ὑπάρχουν τυπικές δομές, σχεδόν μαθηματικοί τύποι, στίς ἀρετές της δικαιοσύνης καί τῆς φιλίας. Τό πρόσωπο πού εἶναι δίκαιο ἴσταται, κατά κάποιον τρόπο, ἔξω ἀπό τήν κατάσταση πού καλεῖ πρός διανομή ἡ ἀποκατάσταση ἀγαθῶν. Ἐποπτεύει τήν κατάσταση καί ὁρίζει εἴτε ἐνα ἀναλογικό ὄφελος (ἐάν ἡ κατάσταση καλεῖ πρός διανομή) ἡ μιά μαθηματική διόρθωση (ἐάν καλεῖ πρός ἀποκατάσταση). Ἐπειδή εἶναι δίκαιο, μπορεῖ νά προσμετρήσει τήν κατάσταση προσηκόντως καί νά ἀποφύγει τήν περιπλοκή πού ἐπιφέρεται ἀπό τό προσωπικό του συμφέρον. Μπορεῖ νά χειριστεῖ ἐν προκειμένω τίς μαθηματικές σχέσεις.
Σχολιαστές τῶν ΗΝ[2] τοῦ ἀριστοτέλη συχνά συμβολίζουν τή 'γεωμετρία’ τῆς διανεμητικῆς δικαιοσύνης μέ τήν ἀκόλουθη ἐξίσωση:
Πράγμα πού σημαίνει ὅτι, λόγω της διαφορᾶς ποιότητας μεταξύ τῶν προσώπων Α καί Β, προσήκει νά δώσεις ὄφελος χ στόν Α καί ὄφελος υ στόν Β. Τά ὀφέλη χ καί υ δέν εἶναι ἴσα καθαυτά ἀλλά ἐξισώνονται μέσα σέ αὐτήν τήν ἀναλογία. Οἱ δύο λόγοι εἶναι ἴδιοι, ἄν καί οἱ ἀτομικές ἀξίες εἶναι διαφορετικές. Γιά παράδειγμα, δεδομένων τῶν διαφορῶν στίς ὑπηρεσίες πού ἔχουν προσφέρει γιά τό κοινό, προσήκει νά δώσουμε σέ ἐνα ἀεροδρόμιο τό ὄνομα τοῦ John Foster Dulles καί σέ ἐνα δρόμο τό ὄνομα ἑνός δημοφιλοῦς δημάρχου μίας πόλης. Ἕνα ἀεροδρόμιο καί ἕνας δρόμος εἶναι πολύ διαφορετικά στήν 'ποσότητα’ τιμῆς πού ὑποδηλώνουν, ἀλλά ἐξισώνονται σέ αὐτό τό ζεῦγος λόγων. Ἄλλο παράδειγμα: ἔντονος δημόσιος διάλογος διεξάγεται σήμερα σχετικά μέ τό πῶς ἡ ἰατρική περίθαλψη μπορεῖ νά καταστεῖ διαθέσιμη γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους σέ ἐνα σύγχρονο κράτος. Ποιά διανομή εἶναι δίκαιη καί πῶς μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ; Τί εἴδους χ καί υ θά πρέπει νά δοθοῦν καί σέ ποιούς Α καί Β;
Ἡ ἀναλογική ἐξίσωση πού δίδεται παραπάνω δέν εἶναι, ὡστόσο, ἐπαρκής γιά νά ἐκφράσει τό πλῆρες νόημα τῆς ἀρετῆς τῆς δικαιοσύνης. Αὐτό πού πρέπει νά προστεθεῖ στήν ἐξίσωση εἶναι ἐνα σύμβολο πού θά ἐκφράζει τόν ρόλο τοῦ κριτῆ, τό πρόσωπο ἤ τά πρόσωπα πού καλοῦνται νά καθορίσουν τήν ἰσοτιμία. Πρός αὐτό τόν σκοπό, θά ἦταν καλύτερο νά ἐκφράσουμε τόν τύπο τῆς διανεμητικῆς δικαιοσύνης μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο:
Ἐδῶ τό Q ἀντιπροσωπεύει τόν κριτή πού θά πρέπει νά «ἵσταται ἐκτός» της ἐξίσωσης, μήν ἐπιτρέποντας σέ ὅτιδήποτε «δικό του» νά εἰσαχθεῖ στόν ὑπολογισμό. Οἱ διπλές ἀγκύλες στόν τύπο δηλώνουν ὅτι ὁ Q δέν εἶναι ἕνας ἀπό αὐτούς πού συμμετέχουν στήν ἐξίσωση, δέν εἶναι μιά ἀπό τίς μεταβλητές της. Ὁ κριτής βρίσκεται ἐκεῖ γιά νά ὑπολογίσει τό διαμέτρημα τῶν ἀξιῶν πού θά ἐπιφέρουν μιά ἐπιτυχή λύση σέ ἐνα συγκεκριμένο πρόβλημα διανεμητικῆς δικαιοσύνης, ἀλλά δέν πρέπει ὁ ἴδιος νά ἐμπλακεῖ στή διάνομή αὐτή καθαυτή. Ὡστόσο, ἐάν ἐπρόκειτο νά ἐπιτρέψει στά δικά του συμφέροντα νά 'μολύνουν’ τήν κρίση του, θά ἀποτύγχανε νά ὑπολογίσει τά πράγματα μέ δίκαιο τρόπο καί ἡ ἀποτυχία του θά μποροῦσε νά ἐκφρασθεῖ μέ τόν ἑξῆς τρόπο:
Ἀντί νά ἵσταται ἐκτός της ἐξίσωσης, ὅπου καί ἀνήκει, ὁ κριτής παριστάνει ὅτι ἵσταται ἐκτός αὐτῆς, ἀλλά ταυτόχρονα εἰσέρχεται σέ αὐτήν καί συνεπῶς τήν διαστρεβλώνει. Ἡ διπλοπροσωπία τοῦ κριτῆ καταδικάζει τόν τύπο σέ ἠθική ἐσωτερική ἀσυνέπεια. Ἡ ἐξισορρόπηση τῆς ἐξίσωσης αἴρεται καί ὁ τύπος καθίσταται ἄκυρος ἤ 'ἀγραμματικός’ ὡς ἔκφραση τῆς δικαιοσύνης. Δέν μπορεῖ νά ὑπολογίσει. Ὁ κριτής συνδέεται τώρα μέ ἕναν ἀπό τους συμμετέχοντες (τό πρόσωπο δέν εἶναι πλέον ἁπλῶς Α ἀλλά τώρα εἶναι Q καί A ταυτόχρονα) καί τό ὄφελος πού δίδεται στό πρόσωπο Α μετατρέπεται ἐξ αἰτίας τῆς διαστρέβλωσης πού προκαλεῖται ἀπό τόν κακό κριτή: ὁ πρῶτος συμμετέχων λαμβάνει περισσότερα (χ+μ) ἐνῶ ὁ δεύτερος λιγότερα (υ — ν) ἀπό ὅσα θά ἔπρεπε.
Ἀνάλογοι τύποι θά μποροῦσαν νά ἐπινοηθοῦν γιά τή διορθωτικήν δικαιοσύνη, τό εἶδος πού ἀποζημιώνει γιά μιά ἀδικία. Ὁ ἀκόλουθος τύπος, ἡ ἐξίσωση γιά τή διορθωτικήν δικαιοσύνη, δείχνει ὅτι ἡ ἀπώλεια πού ὑφίσταται τό ἀδικηθέν μέρος θά πρέπει νά ἀποκατασταθεῖ ἀπό τό μέρος πού ἐπέβαλε τήν ἀδικία καί πού συνεπώς ἐπωφελήθηκε ἀπό αὐτήν. Οἱ ὅροι στά ἀριστερά του ἴσον (=) ἀναπαριστοῦν τήν ἀδικία καί οἱ ὅροι στά δεξιά ἀνά- παριστοῦν τήν ἐπανόρθωση.
(4) (Α - χ) (Β+χ) = (Α+χ) (Β - X)
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐάν ὁ Α ὑπέστη τήν ἀπώλεια τοῦ χ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ πού διέπραξε εἰς βάρος του ὁ Β, ὁ Β πρέπει νά ἀποκαταστήσει τήν ἀπώλεια ἐάν πρόκειται νά ἀποδοθεῖ δικαιοσύνη. Σέ αὐτήν τήν περίπτωση, δέν ἐνδιαφέρει ποιός εἶναι ὁ Α καί ὁ Β. ἀκόμα κι ἄν ἦταν ὁ Πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν αὐτός πού προκάλεσε ζημιά στό αὐτοκίνητό μου, θά πρέπει καί πάλι νά πληρώσει τό κόστος τῆς ἐπιδιόρθωσης. Ἡ ἀποκατάσταση εἶναι ἀριθμητική καί ὄχι ἀναλογική.
Καί πάλι, Αὐτή ἡ ἐξίσωση δέν λαμβάνει ὑπόψη της τόν κριτή. Θά πρέπει νά προσθέσουμε τό σύμβολο Q γιά νά ἐκφράσουμε τό γεγονός ὅτι ἡ ἐξίσωση καθορίζεται ἀπό κάποιον πού μπορεῖ νά ἀνακαλύψει ποιά εἶναι σέ Αὐτήν τήν περίπτωση ἡ δίκαιη ἀποκατάσταση. Γιά μιά ἀκόμα φορά, οἱ διπλές ἀγκύλες δείχνουν ὅτι τό σύμβολο τοῦ κριτῆ πρέπει νά ἵσταται ἐκτός της ἐξίσωσης καί ὅτι δέν πρέπει νά ἀποτελεῖ μιά παράμετρο ἐντός της.
(5) Q [[(Α-χ)(Β+χ) = (Α+χ)(Β-χ)]]
Ὅ κριτής ἵσταται ἐκτός ἐξίσωσης καί προσδιορίζει δίκαια τίς ζημίες καί τήν ἐπανόρθωσή τους. Ὡστόσο, ἐάν ὁ κριτής ἐπιτρέψει στό 'δικό του συμφέρον’ νά παρεμβληθεῖ στήν κρίση του, δέν ἵσταται πλέον ἐκτός ἐξίσωσης, ἀλλά εἰσέρχεται σέ αὐτήν ὡς συμμετέχων, ἄν καί ταυτόχρονα παραμένει ὁ κριτής:
(6) Q [[(Α - κχ) (Β+κχ) = (Α-f κχ) (Β - κχ)]]
Διογκώνει ἀμφότερες τή ζημία καί τήν ἐπανόρθωση. Ἡ προσωπική του ἐμπλοκή στήν ἀπόφαση τόν κάνει νά μήν ἀποκαθιστᾶ χ στόν ἐνάγοντα ἀλλά κχ, τό αὐξημένο ποσό πού τοῦ φαίνεται δίκαιο σύμφωνα μέ τή διαστρεβλωμένη τοῦ ὀπτική.
Οἱ τύποι (1) ἕως (6) ἐκφράζουν ποικίλες πτυχές τῆς δικαιοσύνης. Εἶναι ἐξίσου δυνατό νά ἐπινοηθοῦν τύποι πού θά ἐκφραζουν τή φιλία. Ὅπως εἴδαμε, στή φιλία κάθε πρόσωπο ἐπιθυμεῖ τό καλό του ἄλλου. Ἐάν ὁ Α καί ὁ Β εἶναι φίλοι, ἡ σχέση τους μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ μέ τόν ἀκόλουθο τύπο:
(7) Α < - > Β
Ὁ καθένας ἐπιθυμεῖ τό καλό τοῦ ἄλλου καί κάνει καλό στόν ἄλλον. Ὡστόσο, στίς καλύτερες φιλίες, αὐτές πού ἐπισυμβαίνουν μεταξύ ἴσων, δέν ὑπάρχει κάποιος πού νά ἵσταται 'ἐκτός’ της φιλίας καί νά τήν διευθετηθεῖ, ὅπως συμβαίνει στήν περίπτωση τῆς δικαιοσύνης. Ὁ ἀκόλουθος τύπος, συνεπώς, θά ἦταν ἄκυρος ὡς ἔκφραση τῆς φιλίας:
(8) Q [[Α < - > Β]]
Σύμφωνα μέ τή λογική ἡ τή γραμματική της φιλίας, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει κάποιος πού νά ἵσταται ἐκτός της σχέσης γιά νά ὑπολογίσει τό διαμέτρημά της. Οὔτε καί ὁ ἕνας ἀπό τους δύο φίλους θά μποροῦσε νά τοποθετηθεῖ ἐκτός της σχέσης γιά νά τήν διευθετήσει ὡς ἀκολούθως:
(9) Α[[Α < - > Β]]
Οἱ τύποι (8) καί (9) εἶναι χωρίς νόημα ὡς ἀναπαραστάσεις τῆς φιλίας. Εἶναι ἄκυροι τύποι. Εἶναι 'ἀγραμματικοί’ ὡς ἐκφράσεις τῆς φιλίας. Δέν ἔχει κανένα νόημα γιά τή σχέση τῆς φιλίας τό νά προσμετρᾶται ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον ἐκτός ἀπό τους ἴδιους τούς φίλους. Χρειάζεται ἕνας ἐξωτερικός κριτής στίς περιπτώσεις τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν νά ζητᾶς ἕνα ἐξωτερικό προσδιοριστικό πρόσωπο στίς φιλίες. Ὅλοι οἱ οὐσιώδεις 'παῖκτες’ εἶναι ἐσωτερικοί στήν ἴδια τή φιλία καί ὁ τύπος (7) ἐκφράζει αὐτή τή δομή.
Ἐκτός τοῦ ὅτι ἐπιθυμοῦν ὁ ἕνας τό καλό του ἄλλου, οἱ φίλοι εἶναι ἐπίσης ἱκανοί νά πράττουν ὡς ἕνας. Αὐτή ἡ δυνατότητα τῆς φιλίας ἐκφράζεται ἀπό τόν ἀκόλουθο τύπο:
(10) (A U Α) - > Γ
Ὁ Α καί ὁ Β ἀπό κοινοῦ, ὡς φίλοι, μποροῦν νά φέρουν σέ πέρας τό Γ, πράγμα πού ἴσως νά μήν μποροῦσαν νά φέρουν σέ πέρας κατ’ ἄτομα καί πού ἴσως δέν θά μποροῦσαν νά ἔχουν φέρει σέ πέρας ἐάν δέν εἶχαν γίνει φίλοι. Καί ἐδῶ πάλι, στίς τελειότερες φιλίες, δέν θά εἶχε νόημα νά εἰσαχθεῖ ἕνα τρίτο πρόσωπο ἐκτός της φιλίας ὡς κυβερνήτης ἤ κριτής τῆς πράξης, οὔτε θά ἦταν δυνατόν νά ἐπιτραπεῖ σέ ἕναν ἀπό τους φίλους νά καθορίσει τή φιλία ἔξωθεν. Κανένας ἀπό τους παρακάτω τύπους δέν εἶναι ἔγκυρος:
(11) Q [[(A U Β) -> Γ ]]
(12) Α [[(Α U Β) -> Γ ]]
Οἱ φιλίες εἶναι αὐτό-ἐγκλειόμενες καί ἐξαρτῶνται ὡς πρός τόν προσδιορισμό τούς μόνον ἀπό τους ἴδιους τους φίλους.[3]
Τό γεγονός ὅτι μόνον οἱ ἴδιοι οἱ φίλοι καί ὄχι ἐνα τρίτο μέρος καθορίζουν τή φιλία ἀντανακλᾶται σέ ὅ,τι γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στό κεφάλαιο 9 τοῦ βιβλίου IX τῶν ΗΝ. Λέει ἐκεῖ ὅτι τό νά ἐμπλέκεσαι σέ μιά φιλία βασίζεται, μεταφυσικά, στήν αὐτοσυνειδησία πού συνοδεύει ὅλες μας τίς ἐνέργειες: ὅταν ἔχουμε κατ’ αἴσθηση ἀντίληψη, ἔχουμε συνείδηση τοῦ ὅτι ἀντιλαμβανόμαστε, ὅταν κρίνουμε, ἔχουμε συνείδηση τοῦ ὅτι κρίνουμε. Στή φιλία, αὐτή ἡ αὐτό-συνειδησία καθρεπτίζεται στόν φίλο: βλέπουμε τούς ἑαυτούς μας στόν φίλο καί μποροῦμε εὐκολότερα νά ἔχουμε συνείδηση τοῦ τί 'ἐμεῖς’ (σέ συναρμογή μέ τόν φίλο μας) κάνουμε, καί φυσικά γνωρίζουμε ὅτι ὁ φίλος μας βλέπει τόν ἑαυτό του σέ ἐμᾶς καί ὅτι χαίρει καί αὐτός μίας ἐπαυξημένης αὐτο-συνειδησίας. Ὁ φίλος εἶναι ἕνας ἕτερος αὐτός, ἕνά ἄλλο 'ἐγώ’ τοῦ ὁποίου ἔχω συνείδηση, χάρη σέ ἀμφότερες τήν ἀμοιβαιότητα καί τήν κοινή πράξη. Πολλαπλασιαζόμαστε ὡς ἑαυτοί στίς φιλίες μας. Ἐπειδή βασίζεται σέ μιά τέτοια αὐτο-συνειδησία, ἡ φιλία ἐνέχει κλειστότητα ἐντός τῶν ἴδιων τῶν φίλων καί δέν ἀπαιτεῖ κάποιον ἄλλον, ἐκτός της φιλίας, πού θά πρέπει νά ἔχει συνείδηση τῆς ἀλήθειας τῆς προκείμενης φιλίας, μέ τόν τρόπο πού ἡ δικαιοσύνη ἀπαιτεῖ τόν ἐξωτερικό κριτή πού θά πρέπει νά ἔχει συνείδηση τῆς ἀλήθειας τῶν συναλλαγῶν.
Διακρίναμε δύο σχέσεις ἐντός της φιλίας: ἀμοιβαιότητα καί κοινά ἐπιτεύγματα, πού ἀντιπροσωπεύονται ἀπό τους τύπους (7) καί (10). Τά δύο αὐτά στοιχεῖα δέν πρέπει νά διαχωρίζονται. Δέν ἰσχύει τό ὅτι ἡ ἀμοιβαιότητα θά μποροῦσε νά ὑφίσταται ἀφ’ ἑαυτῆς. Οἱ φίλοι δέν σχετίζονται ἁπλά καί μόνον ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον ἀπομονωμένοι ἀπό κάθε τί ἄλλο. Μᾶλλον, ἡ φιλία ἐπισυμβαίνει ἀκριβῶς διότι οἱ δύο φίλοι κάνουν πράγματα ἀπό κοινοῦ καί ἐνεργοποιεῖται ὅταν κάνουν πράγματα ἀπό κοινοῦ. Ὁ πλήρης τύπος γιά τή φιλία εἶναι, συνεπῶς, μία σύνθεση τῶν τύπων (7) καί (10) καί μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ ὡς ἀκολούθως:
(13) [(A U B) - > Γ] + [A < - > Β]
Τό γεγονός ὅτι δύο ἄνθρωποι ἐργάζονται μαζί γιά νά φέρουν σέ πέρας ἕναν κοινό στόχο ἴσως ὁδηγήσει στό νά ἀποκτήσουν ἀμοιβαία ἀγαθή προαίρεσιν, καί ἡ ἀμοιβαία τους ἀγαθή προαίρεσις κάνει δυνατό γιά αὐτούς τό νά φέρουν σέ πέρας κοινούς στόχους πού θά ἦταν ἀδύνατοι ἐάν δέν εἶχαν γίνει φίλοι.
Τό νά ὁρίσεις τή φιλία μόνον μέ ὅρους ἀμοιβαίας ἀγαθῆς προαιρέσεως, τό νά τήν ὁρίσεις μόνον μέ τούς ὅρους τοῦ τύπου (7), θά σήμαινε ὅτι οἱ φίλοι ἁπλά καί μόνον σχετίζονται μεταξύ τους σέ ἐνα εἶδος ἀφηρημένης ἀπομόνωσης. Θά ἀποτελοῦσαν κάτι σάν δυαδική μονάδα, ἁπλά καί μόνον καθρεπτίζοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ἀφήνοντας τόν κόσμο πίσω τους. Μιά τέτοια σχέση θά ἦταν μᾶλλον κάτι σάν ρομαντική προσκόλληση παρά κάτι σάν τή φιλία.[4] Καί πράγματι, δύο ἄνθρωποι εἶναι φίλοι διότι ἀντιμετωπίζουν τόν κόσμο ἀπό κοινοῦ καί ἐνεργοῦν ἀπό κοινοῦ ἀπέναντι στόν κόσμο καί μόνον τότε γίνονται ἕτερος αὐτός ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον. Ὅπως λέει ὁ C. S. Lewis, «οἱ ἐραστές μιλοῦν πάντα ὁ ἕνας στόν ἄλλον γιά τόν ἔρωτά τους. Οἱ φίλοι δέν μιλοῦν σχεδόν ποτέ γιά τή φιλία τους. Οἱ ἐραστές κανονικά στέκονται πρόσωπο μέ πρόσωπο, ἀπορροφημένοι ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Οἱ φίλοι, ὁ ἕνας στό πλάι τοῦ ἄλλου, ἀπορροφημένοι σέ ἐνα κοινό ἐνδιαφέρον».[5] Οἱ φίλοι θά πρέπει νά ὑπερβοῦν τή σχέση τους γιά νά ἐγκαθιδρύσουν τή φιλία καθαυτήν. Δίχως αὐτήν τήν ὑπέρβαση, ἡ σχέση θά ἰσοδυναμοῦσε μέ ἐνα εἶδος ἀμοιβαίου ναρκισσισμοῦ, ἀλλά χάρη στήν ὑπέρβαση οἱ φίλοι μποροῦν νά ἀναγνωρίσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὡς πρόσωπα πού χρήζουν σεβασμοῦ καί ὄχι ἁπλά ὡς ἀνθρώπινα ὄντα πού μποροῦμε νά ἐπιθυμήσουμε. Οἱ φίλοι γνωρίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὡς ἄλλον ἑαυτό ὄχι χάρη στήν ἄμεση ἐμπειρία τοῦ ἐνος γιά τόν ἄλλον, ἀλλά χάρη στήν ἀμοιβαία τους δέσμευση πρός μιά κοινή δράση. Γνωρίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὡς φέροντες κάτι σέ πέρας πού δέν θά εἶχε ἐπιτευχθεῖ ἔξω ἀπό τή φιλία τους. Αὐτό πού ἔκαναν φέρει τήν ὑπογραφή ὄχι δύο ἀτόμων ἀλλά μίας φιλίας. Ὅπως λέει ὁ Ἀριστοτέλης, οἱ φίλοι εἶναι νοῆσαι καί πρᾶξαι δυνατώτεροι (ΗΝ, 1155a 15-16).
Ἕνα κλασικό παράδειγμα ἐνος τέτοιου συνεργατικοῦ ἐπιτεύγματος εἶναι τό ἔργο τοῦ ἴδιου τοῦ ἀριστοτέλη, τό ὁποῖο δέν θά μποροῦσε νά εἶναι δυνατό χωρίς τή φιλία μέ τόν Πλάτωνα. Ἄλλα παραδείγματα θά μποροῦσαν νά εἶναι τό ἐπίτευγμα ἐνος συνθέτη καί τοῦ λιμπρετίστα του, ὅπως ὁ Mozart καί ὁ da Ponte ἡ ὁ Strauss καί ὁ von Hofmannsthal, καί ἡ ἐργασία τῶν ἐπιστημόνων πού συνεργάζονται σέ προγράμματα. Τά εὐχαριστήρια πού δίδονται συχνά στήν ἀρχή ἑνός βιβλίου φέρουν τή μαρτυρία τέτοιων φιλικῶν συνεργασιῶν. Ἄλλα ἀκόμα παραδείγματα μποροῦν νά βρεθοῦν σέ ἐπιτυχημένους γάμους καί οἰκογένειες, πολιτικές κοινωνίες πού ζοῦν μέ ὁμόνοια, στήν ἐργασία ἀνθρώπων πού ἐγκαθιδρύουν ἡ χειρίζονται ἱδρύματα, σέ ἀθλητικές ὁμάδες πού λειτουργοῦν καλά καί, ἐμφανῶς, σέ ζευγάρια χορευτῶν. Ἡ ἡδονή πού προκαλοῦν τέτοια θεάματα δέν προέρχεται μόνο ἀπό τήν ὀμορφιά τοῦ ἐπιτεύγματος ἀλλά ἐπίσης ἀπό τήν ἀναγνώριση τοῦ ὅτι ὑπάρχει μιά φιλία στήν καρδιά τέτοιων ἐπιτευγμάτων.
V
Ἐκφράσαμε τίς σχέσεις πού ἀναπτύσσονται στή δικαιοσύνη καί στή φιλία μέσω μίας σειρᾶς τύπων, ἀλλά οἱ τύποι δέν ὑφίστανται ἀφ’ ἑαυτῶν. Εἶναι πάντα ἐνσωματωμένοι σέ κάποιο ὑλικό ὅταν λαμβάνουν χώρα στή ζωή. Πληροῦνται πάντα μέ κάποιο περιεχόμενο, ὅπως ἡ λογική μορφή τῶν προτάσεων πληρεῖται πάντα μέ κάποιο περιεχόμενο ὅταν λαμβάνει χώρα στόν ζωντανό λόγο. Δέν κατανέμουμε καί δέν ἀποκαθιστοῦμε ἐξισώσεις καθαυτές: δίνουμε σέ κάποιον ἐνα μισθό γιά τό ἔργο του ἤ ἀπαιτοῦμε ἀπό κάποιον πού βύθισε μιά βάρκα νά δώσει στόν κάτοχό της πέντε χιλιάδες δολάρια. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, οἱ φίλοι δέν ἐπιθυμοῦν ὁ ἕνας τό καλό τοῦ ἄλλου ἀφηρημένα: δίδουν δῶρα ὁ ἕνας στόν ἄλλον, βοηθοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον κατά τή διάρκεια τῆς ἀρρώστιας τους, ἐργάζονται πάνω σέ ἐνα σχέδιο ἡ κάνουν μαζί ἐνα ταξίδι καί τά παρόμοια.
Ἴσως νομίζει κάποιος ὅτι τέτοιοι σχεδόν μαθηματικοί τύποι δέν εἶναι κατάλληλοι γιά τή φιλία. Φαίνονται πιό ἀποδεκτοί γιά τή δικαιοσύνη. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ δικαιοσύνη ἐμπεριέχει ἐνα εἶδος μέτρησης τῶν ἀγαθῶν πού πρέπει νά διανεμηθοῦν ἤ νά ἀποκατασταθοῦν καί συνεπῶς ἐνα εἶδος μαθηματικῶν φαίνεται νά ταιριάζει σέ Αὐτήν τήν ἀρετή, ἀλλά ἡ φιλία φαίνεται νά ὑπερβαίνει τή μέτρηση. Μοιάζει νά εἶναι λιγότερο ποσοτικοποιήσιμη. Παρ’ ὁλα αὐτά, ὑπάρχει δομή στή φιλία καί ἡ δομή μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ μέ ἕναν τύπο. Ὑπάρχει μιά ἔλλογη μορφή, ἐνα εἶδος γραμματικῆς, στίς φιλίες καί, κατά συνέπεια, ἀπαιτεῖται ἠθική διάνοια ἐάν πρόκειται νά εἴμαστε φίλοι μέ τήν ὑψηλότερη ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἡ φιλία πρέπει νά εἶναι δομημένη μετά λόγου. Ἔχει. τά δικά της συνθετικά στοιχεῖα. Ὁ φίλος ὀφείλει νά γνωρίζει πῶς νά ἐπιθυμεῖ καί πῶς νά ἐπιτυγχάνει τό καλό του ἄλλου καί πῶς νά ἐργάζεται μαζί μέ τόν φίλο γιά νά φέρει σέ πέρας ἕναν κοινό στόχο. Τό κοινό ἐπίτευγμα δέν πρέπει νά εἶναι ἁπλά καί μόνο πραγματιστικά ρεαλιστικό. Θά πρέπει ἐπίσης νά ἐπαυξάνει τό ἀγαθόν τῆς φιλίας καί νά ἐργάζεται στήν κατεύθυνσή του νά κάνει τούς φίλους καλύτερους ὡς ἀνθρώπινα ὄντα. Ἡ πρακτική διάνοια πού ἀπαιτεῖται γιά νά φέρει στήν ἐπιφάνεια τήν ἀλήθεια τῶν δύο προσώπων εἶναι μιᾶς πολύ ὑψηλῆς τάξης. Εἶναι ἡ κορυφαία δέσμευση τῆς ἠθικῆς μας λογικότητας.
Ὅλες οἱ ἡθικες ἀρετές ἐνέχουν διάνοιαν καί ἔλλογη μορφή. Οἱ ἀρετές τῆς ἀνδρείας καί τῆς ἐγκράτειας ἀπαιτοῦν πρακτική διάνοιαν καθώς μᾶς καθιστοῦν ἱκανούς νά προσδιορίζουμε τό μέσον σέ σχέση μέ τό λυπηοόν καί τό ἡδύ. Ἡ ἔλλογη μορφή τέτοιων ἀρετῶν συνίσταται στήν τριαδική δομή τοῦ μέσου στήν ἀντίθεσή του μέ τά ἄκρα τοῦ ὑπερβολικά πολύ καί τοῦ ὑπερβολικά λίγου. Ἡ δικαιοσύνη ἀπαιτεῖ μιά περισσότερο τυπική λογικότητα, μιά μεγαλύτερη ἀντικειμενικότητα ἀπό ὅ,τι ἡ ἐγκράτεια καί ἡ ἀνδρεία, ἐπειδή συμπεριλαμβάνει ἄλλους ἀνθρώπους καί διανομή ἤ ἀποκατάσταση ἀγαθῶν.[6] Τελικά, ἐνυπάρχει ἀκόμα περισσότερη τυπική λογικότητα, ἀκόμα περισσότερη διάνοια, στή φιλία ἀπό ὅ,τι στή δικαιοσύνη. Ἡ φιλία δέν ὑστερεῖ τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀνδρείας καί τῆς ἐγκράτειας σέ σχέση μέ τήν ἔλλογη δομή. Δέν ὀπισθοχωρεῖ στό αἰσθανεσθαι καί στόν συναισθηματισμό. Στή φιλία μπορεῖ νά μήν πρέπει νά ὑπολογίσουμε πόσο πρέπει νά διανείμουμε ἤ νά ἀποκαταστήσουμε, ἀλλά πρέπει νά συγκεκριμενοποιήσουμε τό πῶς νά πράξουμε μετά τοῦ φίλου ἤ ἕνεκα τοῦ φίλου, καί αὐτή ἡ συγκεκριμενοποίηση ἀπαιτεῖ ὀξύτερη πρακτική διάνοιαν ἤ περισσότερη φρόνησιν ἀπό ὅ,τι ἡ δικαιοσύνη. ἀπαιτεῖ περισσότερη διάνοιαν διότι πρέπει νά εἶναι πιό ἐφευρετική: πρέπει νά ἀνακαλύψουμε ποιό ἀγαθόν μπορεῖ νά ἐπιδιωχθεῖ στή φιλία, ἐνῶ στή δικαιοσύνη τά ἀγαθά εἶναι ἤδη προκαθορισμένα ἀπό τίς ἀνάγκες καί τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων πού ἐμπλέκονται στήν προκείμενη συναλλαγή. Στή δικαιοσύνη ἀποκρινόμαστε σέ μιά κατάσταση πού εἶναι ἡδη μᾶλλον σαφῶς καθορισμένη συμφωνα μέ τίς ἀξιώσεις πού ἔχουν ἐγερθεῖ, καί γιά αὐτό τόν λόγο ἕνας οὐδέτερος κριτής, ἕνα τρίτο πρόσωπο, μπορεῖ νά καθορίσει τήν ἰσότητα ἐν προκειμένω. Ἀλλά στή φιλία ἐναπόκειται στή δική μας ἠθική αἴσθηση νά ἀνακαλύψουμε τό πραγματικό ἀγαθόν γιά τόν φίλο καί πρέπει νά βρισκόμαστε κοντά στόν φίλο ἤ τούς φίλους γιά νά μποροῦμε νά γνωρίζουμε ποιό εἶναι ἐν προκειμένῳ τό ἀγαθόν. Ἡ φιλία διαπλατύνει τήν πρακτική μας λογικότητα.
Τό γεγονός ὅτι ἡ δικαιοσύνη καί ἡ φιλία ἐνέχουν μία τυπική δομή ἀντανακλᾶ τό γεγονός ὅτι ἀμφότερες ἐνέχουν τόν λόγο, ὁ ὁποῖος αὐτοποαάρουσιάζεται σέ μιά τυπική δομή. Ἡ τυπική δομή ἐκφράζει μιάν ἔλλογη ἀναγκαιότητα, μιά δομή πού θέτει τά πράγματα σέ τάξη καί πού τά καθιστᾶ κατανοητά. Ἡ δικαιοσύνη καί ἡ φιλία μᾶς καθιστοῦν ἱκανούς νά ἀναγνωρίζουμε ὑψηλότερα ἀγαθά καί συνεπῶς εἰσάγουν μιάν ἔλλογη σταθερότητα στά συμβεβηκότα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
VI
Μέχρι ς ἐδῶ ἡ συζήτησή μας περί τοῦ ἡθικοῦ βίου ἔχει διεξαχθεῖ μέ ἀριστοτελικούς ὅρους. Σέ αὐτό τό σημεῖο ἄς ἐπιστρέψουμε στόν Edmund Husserl καί στή φαινομενολογία ὡς πηγή ἔμπνευσης. [Παραπέμπουμε στό προηγούμενο ἄρθρο καί στήν ἀνάλυση τῆς ἔννοιας τῆς κατηγοριακῆς μορφῆς].[7] Ἄς ὑπενθυμίσουμε ἁπλά καί μόνον ὅτι μιά ἠθική διαπροσωπική πράξη εἶναι ἐνα ἀνθρώπινο ἐνέργημα πού ἔχει διαμορφωθεῖ σύμφωνα μέ τήν ἠθική κατηγοριακότητα, τή μορφή τῆς ταύτισης κατά τήν ὁποία λαμβάνω καί πράττω τό καλό ἤ τό κακό του ἄλλου ὡς δικό μου καλό ἤ κακό. Οἱ πράξεις τίς ὁποῖες κρίνουμε ὡς ἠθικά καλές ἤ κακές, σέ ἀντίθεση μέ τίς πράξεις πού εἶναι ἠθικά οὐδέτερες ἤ ἁπλά καί μόνον κατά συμβεβηκός ἠθικά καλές ἡ κακές, ὑλοποιοῦν Αὐτή τή μορφή. Ἄς ἰχνογραφήσουμε τώρα τή σχέση μεταξύ της κατηγοριακῆς μορφῆς καί τοῦ φαινομένου τῆς φιλίας.
Ἡ καλοπροαίρετη μορφή μίας ἠθικῆς διαπροσωπικῆς πράξης —στήν ὁποία λαμβάνω τό καλό ἑνός ἄλλου, τυπικά, ὡς τό καλό πού ἐπιθυμῶ νά ἐπιδιώξω— εἶναι ἡ δομή πού συναντᾶμε στή φιλία, ὅπως ἡ τελευταία περιγράφεται ἀπό τόν Ἀριστοτέλη. Ὁ φίλος ἐπιθυμεῖ καί πράττει αὐτό πού εἶναι καλό γιά τόν φίλο. Θά ὑποστηρίξω, συνεπώς, ὅτι οἱ πράξεις κρίνονται ὡς καλοπροαίρετες καί ἠθικά καλές ἀκριβῶς ἐπειδή ἐνσωματώνουν ἐνα ἴχνος τοῦ τυπικοῦ στοιχείου τῆς φιλίας. Ἕνας πυρήνας φιλίας εἶναι αὐτό πού καθιστά μιά πράξη ἠθικά καλή. Ἡ φιλία εἶναι ἡ ὕψιστη μορφή ἀρετῆς καί αὐτή ἡ 'κορυφή’ εἶναι τό παράδειγμα γιά τό σύνολο τῆς ἠθικῆς συμπεριφοράς. Ἡ φιλία ἐκφράζει τήν ἠθική ἀρετή στόν ὑψηλότερο βαθμό: εἶναι τό παράδειγμα στό ὁποῖο μετέχει κάθε καλή ἀνθρώπινη συμπεριφορά.
Δέν ἰσχυρίζομαι ὅτι ὅλες οἱ ἀγαθές ἠθικές πράξεις παράγουν πλήρη φιλία μεταξύ τῶν προσώπων πού ἐμπλέκονται σέ αὐτές. Ἡ φιλία πρέπει νά εἶναι ἀμοιβαία, ἀποκλειστική, σχέση οἰκειότητας καί σχέση σταθερή, καί δέν μποροῦμε νά εἴμαστε πράγματι φίλοι μέ κάθε πρόσωπο ἀπέναντι στό ὁποῖο ἐνεργοῦμε δίκαια, ἀλλά αὐτό πού καθιστά τίς πράξεις μᾶς ἠθικά καλές εἶναι, ἡ μετοχή τους στή φιλία ὡς τήν ὑψηλότερη μορφή ἠθικῆς συμπεριφοράς. Εἴμαστε κάτι σάν φίλοι μέ αὐτούς ἀπέναντι στούς ὁποίους πράττουμε καλοπροαίρετα. Ὁμοίως, κάθε ἀνήθικη πράξη, κάθε πράξη ἀδικίας πού διαπράττουμε, καθίσταται ἀνήθικη ἐπειδή μετέχει στήν ἀμιγῶς κακή προαίρεσιν, σύμφωνα μέ τήν ὁποῖα λαμβάνουμε τό κακό ἑνός ἄλλου ὡς δικό μας καλό.
Χρησιμοποιήσαμε τήν ἀριστοτελική περιγραφή τῆς φιλίας ὡς βάση τῆς δικῆς μας ἀνάλυσης, ἀλλά μποροῦμε νά κοιτάξουμε καί στόν Πλάτωνα γιά ἐπιβεβαίωση τοῦ ἐπιχειρήματός μας. Ὁ Σωκράτης λέει συχνά ὅτι εἶναι χειρότερο νά κάνεις τό κακό ἤ νά διαπράττεις μιάν ἀδικία ἀπό τό νά εἶσαι ὁ πάσχων: τό ἀδικεῖν τοῦ ἀδικεῖσθαι, ὅσῳπερ αἴσχιον, τοσούτῳ κάκιον.[8] Καταστρέφουμε τούς ἑαυτούς μας ὡς πρός αὐτό πού εἴμαστε πιό πραγματικά, ὅταν διαπράττουμε μιάν ἀδικία. Ὑποφέρουμε περισσότερο ἀπό ὅ,τι αὐτοί τούς ὁποίους ἀδικοῦμε. Μιά ἀδικία ἐπιβεβλημένη ἐπάνω μας ἀπό κάποιον ἄλλον ἴσως καταστρέψει τόν σωματικό ἤ καί τόν ψυχολογικό μας βίο, ἀλλά δέν ἐπιφέρει ζημία στόν ἡθικό μας βίο. Δέν καταστρέφει τήν ἡθική μας λογικότητα. Διατυπωμένο μέ τούς ὅρους πού ἐπεξεργαστήκαμε παραπάνω, μιά κακοπροαίρετη πράξη, ἡ ὁποία ἐπιλέγει τό κακό ἑνός ἄλλου ὡς δικό μας καλό, μᾶς καθιστᾶ κακοπροαίρετους καί συνεπώς μᾶς μετατρέπει σέ ἀνθρώπους δίχως ἠθική τάξη, μοχθηρούς καί ἄδικους. Ἀκόμα χειρότερα, μᾶς καθιστᾶ 'μή φιλικούς', πράγμα πού εἶναι μακράν φοβερότερο ἀπό ὅ,τι ἴσως ὑποδηλώνει ἡ συνήθης χρήση τοῦ ὄρου. Μᾶς καθιστά διαβολικούς.[9] Ἐάν εἴμαστε κακοπροαίρετοι ἀπέναντι στούς ἄλλους, δέν μποροῦμε νά εἴμαστε φίλοι μέ τούς ἑαυτούς μας. Μιά καλοπροαίρετη πράξη, ἀντίθετα, μᾶς καθιστᾶ ἀγαθούς, ἀκόμα καί ὅταν ἐπιλέγουμε τό καλό ἑνός ἄλλου. Τότε ὑψωνόμαστε στήν ὑψηλότερη ἀρετή τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, ὅταν ἐπιλέγουμε τό καλό κάποιου ἄλλου.
Συνεπῶς, ὁ Πλάτων ἀναγνωρίζει τήν ἀντίθεση ἀνάμεσα στό καλοπροαίρετο καί τό κακοπροαίρετο, ἀλλά ὁ Ἀριστοτέλης δέν φαίνεται νά τό κάνει. Ἐπεξεργάζεται τό φαινόμενο τῆς φιλίας στά ΗΝ ἀλλά δέν ἐπεξεργάζεται τήν ἐχθρότητα ἤ τό μίσος, τό ἀντίθετο τῆς φιλίας. Ἐπεξεργάζεται τήν ἀδικία ὡς τό ἀντίθετο τῆς δικαιοσύνης καί περιγράφει μέ ζωντάνια τό πῶς ὁ μοχθηρός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά εἶναι φίλος μέ τόν ἑαυτό του (βιβλίο IX, κεφάλαιο 4), ἀλλά δέν περιγράφει τή μοχθηρότητα ὡς τό ἀντίθετό τῆς ὑψηλότερης μορφῆς ἀνθρώπινης ἠθικῆς συμπεριφοράς: δέν κάνει λόγο γιά τό κακοπροαίρετο αὐτό καθαυτό. Στήν τρίτη καί ὑψηλότερη κορυφή τῆς ἐπεξεργασίας τῆς ἠθικῆς πράξης, αὐτή πού περιγράφει τή φιλία, θέτει ὑπό συζήτηση μόνον τό ἀγαθόν καί ὄχι καί τό ἀντίστοιχο κακό. Ἴσως, ὅπως ὁ Hobbes, δέν πιστεύει ὅτι κάποιος θά μποροῦσε νά πράξει κάτι ἁπλά καί μόνον γιά νά βλάψει κάποιον ἄλλον, ἐάν δέν ἔμελλε νά ἐξαγάγει κάποιο προσωπικό συμφέρον.[10] Ἴσως ἀναγνωρίζει μόνον μιά ἔμμεση κακή προαίρεσιν, ἐκεῖνο τό εἶδος πού ὑπηρετεῖ τό συμφέρον μας. Ὁ Ἀριστοτέλης φαίνεται νά ἀποφεύγει τόν ἁπλά καί μόνο κακοπροαίρετο, τόν μοχθηρό στή χειρότερη μορφή του, καί ἀντιμετωπίζει ὡς τήν ἐντονότερη μορφή κακοῦ τήν κάπως λιγότερο φοβερή μορφή μοχθηρότητας πού συναντᾶμε στήν ἀδικία. Ἡ φαινομενολογία τῆς ἠθικῆς πράξης, ἐπειδή εἰσέρχεται στίς καθαρά τυπικές φομές τῶν ἠθικῶ συναλλαγῶν, ἑστιάζει σέ ἀμφότερα τό ἀγαθόν καί τό κακό στίς ἁπλούστερες μορφές τους, καί ὡς πρός αὐτό φαίνεται νά μοιάζει περισσότερο μέ τήν ἐπεξεργασία τῆς ἠθικῆς πράξης πού μᾶς πορίζει ὁ Πλάτων ἀπό ὅ,τι σέ αὐτή πού μᾶς προσφέρει ὁ Ἀριστοτέλης.
VII
Ὁλοκληρώσαμε τήν ἐπεξεργασία τῆς ἠθικῆς πράξης. Φθάνοντας στό τέλος αὐτοῦ του δοκιμίου, ἄς ἀναφερθοῦμε συνοπτικά στήν 'τέταρτη κορύφωση’ τῶν ἀριστοτελικῶν ΗΝ στήν τελειότητα πού ἐπιτυγχάνεται στόν θεωρητικόν βίο. Αὐτή ἡ ἀρετή καί αὐτή ἡ ἐνέργεια ξεπερνοῦν τήν ἠθική συμπεριφορά ἐπειδή ἀσχολοῦνται μέ πράγματα πού δέν μποροῦν νά ἀλλάχθοῦν ἀπό τήν ἀνθρώπινη πράξη: ἀσχολοῦνται μέ τό ἀναγκαῖο, αὐτό πού δέν θά μποροῦσε νά εἶναι διαφορετικά. Στόν θεωρητικόν βίο καί τίς πολιτισμικές του ἐκδοχές (μουσική, ποίηση, ὀπτικές τέχνες) εἰσερχόμαστε σέ ἕναν ἄλλον κόσμο. Αὐτή ἡ δραστηριότητα δέν εἶναι ἐφαρμοσμένη ἡ πρακτική σκέψη, ἀλλά μιά ἐξάσκηση τοῦ νοῦ ἁπλά καί μόνον αὑτοῦ ἕνεκα.
Ὁ θεωρητικός βίος, ὡστόσο, δέν εἶναι ὁλοκληρωτικά ἀποκομμένος ἀπό τόν πρακτικόν βίον. Ἡ ἴδια δύναμη τοῦ νοός εἶναι ἐπί τῷ ἔργῳ καί στούς δύο βίους. Ἀκριβῶς ὅπως οἱ ἠθικές ἀρετές συμμετέχουν στή φιλία, ἔτσι καί οἱ ἡθικές ἀρετές μαζί μέ τή φιλία ἀποτελοῦν ἀντανακλάσεις τῆς θεωρητικῆς ἐξάσκησης τοῦ νοός. Οἱ ἡθικές ἀρετές καί ἡ φιλία ἐπιτυγχάνουν ταυτίσεις καί διακρίσεις, ἐγκαθιδρύουν κατηγοριακά ἀντικείμενα, κάνουν ἐμφανεῖς κάποιες σχέσεις, ἀλλά κάνουν τά παραπάνω σέ πεδία πού εἶναι ἀνοιχτά στήν ἀνθρώπινη ἐπέμβαση. Τό κάνουν μέ τρόπους πού τελειοποιοῦν τόν πράττοντα στόν βίο τῆς πράξεως. Ὁ νοῦς, ἐκεῖνος πού ἐξασκεῖται αὐτοῦ ἕνεκα στόν θεωρητικόν βίο, διανέμεται στά συμβεβηκότα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ἐγκαθιδρύει ἐν μέςῳ αὐτῶν μιά οὐσιαστική ὕπαρξη, μιά προσωπική ἱστορία. Τό συμβεβηκός τῶν γεγονότων μετατρέπεται στά οὐσιώδη στοιχεῖα ἑνός ἐνάρετου ἀνθρώπινου βίου. Ἡ βιογραφία εἶναι μιά προσπάθεια νά συλληφθεῖ αὐτή ἡ οὐσία, Αὐτή ἡ ἐνσάρκωση ἐν χρόνῳ τοῦ ἀνθρώπινου νοός. Τό τελειότερο συστατικό ἑνός τέτοιου βίου εἶναι ἡ πρακτική ἀγαθῶν φιλιῶν, στίς ὁποῖες ὁ πρακτικός νοῦς μοιράζεται —δίδεται, λαμβάνεται καί καθίσταται ἀμοιβαῖος— μεταξύ φίλων. Ὁ πρακτικός βίος πού βιώνεται στή φιλία εἶναι μιά μίμηση τῆς καθαρῆς αὐτονομίας τοῦ νοός. Εἶναι ὁ ἔλλογος βίος αὐτός πού προσήκει σέ ἐμᾶς ὡς ἀνθρώπινα ὄντα, ἔλλογα ζῶα, πού θέτουν σέ λειτουργία ἕναν διανεμημένο νοῦν, ἕναν νοῦν τόν ὁποῖο δέν χαίρουμε σέ πλήρη ἀπομόνωση ἀλλά μοιραζόμαστε μεταξύ φίλων καί εἰσάγουμε σέ μιά ζωή πού πρέπει νά γεννηθεῖ καί τελικά νά πεθάνει. Ὁ ἠθικός μας βίος εἶναι τόσο μύχια ‘ἐμεῖς οἱ ἴδιοι’, πολύ περισσότερο ἀπό τόν βιολογικό μας ἤ ἀκόμα καί τόν ψυχολογικό μας βίο, ἐπειδή ἐμπλεκει τόν νοῦν μας, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέει ὁ Ἀριστοτέλης, εἶναι μάλιστα ἄνθρωπος.[11]
Ἡ κακή προαίρεσις, τό ἀντίθετο τῆς φιλίας, εἴτε τήν συναντᾶμε στήν καθαρή μορφή ἤ στίς ἔμμεσες μορφές της, καταστρέφει τή δυνατότητα τοῦ νοός. Τό νά ἐπιλέξουμε τήν ἀδικία ἑνός ἄλλου εἶναι μιά ἐπιλογή ὄχι τοῦ ἀγαθοῦ, αὐτοῦ πού βρίσκεται στήν καρδιά τῆς ἱκανότητας γιά νόηση, ἀλλά τοῦ ἀντίθετού του. Μιά τέτοια ἐπιλογή εἰσάγει στόν ἡθικό μας βίο ἕνα ψεῦδος πού μολύνει αὐτό πού εἶναι μέσα μας τό καλύτερο μέρος, τήν ἱκανότητά μας νά κατανοοῦμε τήν ἀλήθεια. Διαλύει τήν ἱκανότητά μας νά ἀσκήσουμε τόν θεωρητικόν βίο. Μᾶς καθιστά ἀνίκανους νά εἴμαστε φιλόσοφοι, αὐτοί ὁ βίος τῶν ὁποίων προσανατολίζεται πρός τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, καί μᾶς καθιστ σοφιστές, πού φαίνονται νά εἶναι φιλόσοφοι ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν εἶναι.
------------------------------
[1] Yves R. Simon, Ὁ ὁρισμός τῆς ἠθικῆς ἀρετῆς, κεφάλαιο 5, Vukan Kuic (New York, Fordham University Press, 1986). Στή σελίδα 105 διαβάζουμε: «ἔχουμε πεῖ πολλάκις ὅτι ἡ ἠθική ἀρετή χαρακτηρίζεται ἀπό ἀπροσδιόριστη ὑπαρξιακή ἑτοιμότητα...».
[2] Βλ., γιά παράδειγμα, τίς ὑποσημειώσεις τῶν κεφαλαίων 3 καί 4 τῆς μετάφρασης τῶν ΗΝ τοΰ Ross.
[3] Ὁ τύπος (12) θά μποροῦσε, ἴσως, νά ἐφαρμοστεῖ στίς φιλίες κατά τό χρήσιμον, στίς ὁποῖες οἱ φίλοι εἶναι ἄνισοι μεταξύ τους.
[4] Μιά τέτοια ἀπομονωμένη φιλία λαμβάνει χώρα μεταξύ τῶν δύο ἐραστῶν στήν ταινία Elvira Madigan. Ἐξ αἰτίας τῆς κοινωνικῆς τους θέσης, ἡ σχέση τούς ὁδηγεῖ στό νά ἔξοστρακισθοῦν κοινωνικά καί ὡς ἐκ τούτου στό νά εἶναι ἀνίκανοι νά δράσουν ἀπό κοινοῦ. Στό τέλος, ἀπομακρύνονται ἀπό τόν κόσμο ἀφαιρώντας οἱ ἴδιοι τίς ζωές τους.
[5] C. 8. Lewis, Οἱ τέσσερεις ἀγάπες, New York, Harcourt., Brace and Company, 1971, σ. 61.
[6] Ὁ Θωμάς ὁ Ἄκυινατης λέει ὅτι ἡ δικαιοσύνη συμμετέχει περισσότερο στόν νοῦν ἀπό ὅ,τι ἡ ἐγκράτεια καί ἡ ἀνδρεία. Βλ. Summa Theologiae I, II, 9. 66a 1.
[7] Σέ αὐτο τό σημεῖο τό ἄρθρο περιεῖχε μιά μακροσκελή περίληψη ὅσων εἴδαμε στό ἄρθρο «Ἠθική σκέψη». [Σ.τ.μ.].
[8] Γοργίας, 508b. Βλ., ἐπίσης, 469b-480d, 508b-510e, 527b-d καί Πολιτεία, 335b-336a.
[9] Ἡ ἑλληνική λέξη διαβολή σημαίνει δυσφήμηση, συκοφαντία, ἤ ψευδής κατηγορία, πράγμα πού εἶναι ἕνας καθαρά ἔλλογος τρόπος τοῦ νά προκαλέσεις ζημία σέ κάποιον ἄλλον: κάνει χρήση λέξεων καί δέν χρησιμοποιεῖ ραβδιά καί πέτρες. Ὁ λόγος, ἡ δύναμη διάνοιξης, χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ὄχι γιά νά καταστήσει ἐμφανές ἀλλά γιά νά ἀκυρώσει ἤ νά καταστρέψει τή 'λογική’ παρουσία πού τό ἄλλο πρόσωπο ἔχει γιά τούς ἄλλους. Τό ρῆμα διαβάλλω σημαίνει δυσφημῶ ἤ συκοφαντῶ καί ἐπίσης ἐνσπείρω διχόνοια, προκαλῶ φιλονικία, τό ἀντίθετο τοϋ νά προάγω τή φιλίαν. Ὁ διάβολος εἶναι ὁ πατέρας τῶν ψεμάτων.
[10] Βλ. τόν ὁρισμό τοῦ Hobbes γιά τή σκληρότητα στό Λεβιάθαν, κεφάλαιο 6: «Ἡ περιφρόνηση ἤ ἀναλγησία στή δυστυχία τῶν ἄλλων εἶναι ἐκεῖνο ποῦ ἀποκαλοῦμε σκληρότητα καί ἀπορρέει ἀπό τό αἴσθημα ἀσφάλειας γιά τή δική μας τύχη» (Λεβιάθαν, μετάφρ. Γ. Πασχαλίδης - Α. Μεταξόπουλος, τόμ. 1, σ. 129, Γνώση 1989). Ἡ σκληρότητα γιά τόν Hobbes δέν εἶναι κακή προαίρεσις ἀλλά ἀδιαφορία, τήν ὁποία ἀποκαλεῖ ἀναλγησία. Συνεχίζει λέγοντας: «Διότι δέν θεωρῶ δυνατό νά εὐχαριστιέται κάποιος ἀπό τή δυστυχία τῶν ἄλλων χωρίς νά ἔχει δικό του σκοπό». Ό Hobbes δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ πῶς ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά εὐχαριστιέται μέ τό πάσχειν τοῦ ἄλλου, ἐκτός κι ἄν αὐτός ὁ ἄνθρωπος σημαίνει κάποιο συμφέρον γιά τόν ἴδιον. A fortiori, δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ ὅτι κάποιος θά προκαλοῦσε βλάβη σέ κάποιον ἄλλον χωρίς νά ὑπάρχει κάποιο συμφέρον γιά τόν ἴδιον.
[11] ΗΝ, 1178a 7. Βλ. ἐπίσης 1178a 2-3: δόξειε δ’ ἄν καί εἶναι ἕκαστος τοῦτο, εἴπερ τό κύριον καί ἄμεινον. Θά ἤθελα νά ἐκφράσω τίς εὐχαριστίες μου στούς David Μ. Gallagher καί Dale Jacquette γιά χρήσιμα σχόλια ἐπί προηγουμένων σχεδίων αὐτοῦ τοῦ δοκιμίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου