Οἱ Ἀρκᾶδες εἶχαν ἰσχυρὸ δεσμὸ μὲ τὴν θεὰ Δήμητρα· ἦταν ἡ ἀγαπημένη τους Δαμάτηρ. Στὴν βοήθειά της ἤλπιζαν, γιὰ νὰ καρπίσῃ περισσότερο ἡ φτωχή τους γῆ. Ἐξ ἄλλου στὸν τόπο τους ἦταν ποὺ ἡ θεὰ ὑπέστῃ πλήγματα βαριά· καὶ ἡ συμπόνια ποὺ ἔνιωθαν γιὰ αὐτὴν πλημμύριζε τὴν καρδιά τους. Κατὰ τοὺς Ἀρκᾶδες στὴν χώρα τους ὁ Πλούτωνας ἄρπαξε τὴν Κόρη της, τὴν Περσεφόνη καὶ ἡ Δήμητρα ἐκεῖ περιφερόταν, στὴν Ἀρκαδία, ψάχνοντας περίλυπη νὰ τὴν βρῇ.
Καὶ εἶχε καὶ τὸν Ποσειδῶνα ποὺ μὲ ἐπιμονὴ ἤθελε νὰ τῆς ἐκδηλώσῃ τὸν ἔρωτά του προξενῶντας της περισσότερες ἔγνοιες. Στὸ Ὄγκειο πῆγε καὶ κατέφυγε ἡ Θεά γιὰ νὰ τὸν ἀποφύγῃ, ἐκεῖ ὅπου ἔβοσκαν οἱ φοράδες τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος, Βασιλιᾶ Ὀγκίου, καὶ πῆρε μορφὴ φοράδας, καὶ κρύφτηκε ἀνάμεσά τους.
Ὁ ἐρωτευμένος Ποσειδῶν ὅμως, βρῆκε τὸ μέρος ποὺ κατέφυγε καὶ ἀφοῦ πῆρε μορφὴ Ἵππου, κατάφερε νὰ συνουσιασθῇ μαζί της. Ἀπὸ τὴν ἔνωση αὐτὴ, γεννήθηκε μία κόρη, ποὺ τ’ ὄνομά της δὲν τὸ ἔλεγαν στοὺς μὴ μυημένους στὰ μυστήρια τῆς λατρείας καὶ τὴν ἀποκαλοῦσαν μὲ τὸ ἐπίθετο «Δέσποινα». Ἐπίσης, ἀπὸ τὴν ἔνωση τῶν δύο Θεῶν, γεννήθηκε και ἕνας περίφημος Ἵππος, ὁ Ἀρείων.
Αὐτὲς οἱ περιπέτειες καὶ ἡ ντροπὴ ἔκαναν τὴ Δήμητρα νὰ ὀργισθῇ τόσο πολύ, ὥστε τὴν ὀνόμασαν Ἐρινύν καὶ ἔκανε τὴ γῆ νὰ μὴ βγάζῃ καρποὺς καὶ οὔτε ἐμφανιζόταν στὸν Ὄλυμπο, ὥστε κινδύνευε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Μόνο ὁ Πᾶν ἐκεῖ ποὺ περιφερόταν, ἀνακάλυψε ποὺ βρισκόταν καὶ τὸ εἶπε στὸ Δία, ποὺ ἔσπευσε νὰ τὴν ἐξευμενίσῃ. Ὕστερα ἡ Δήμητρα λούσθηκε στὸν Λάδωνα ἡρέμησε καὶ ὀνομάστηκε «Λουσία». Γι’ αὐτό στὸ Ὄγκειο τῆς εἶχαν φτιάξει ἱερὸ μὲ ἀγάλματα ξύλινα ποὺ εἶχαν τὸ πρόσωπο καὶ τὰ χέρια μαρμάρινα, ἕνα γιὰ τὴν Ἐρινύν ὕψους 9 πόδια καὶ ἕνα γιὰ τὴ Λουσία ὕψους 6 πόδια.
Ἀρκαδικά, Παυσανίας, 8.25.5-7
[5] πλανωμένῃ γὰρ τῇ Δήμητρι, ἡνίκα τὴν παῖδα ἐζήτει, λέγουσιν ἕπεσθαί οἱ τὸν Ποσειδῶνα ἐπιθυμοῦντα αὐτῇ μιχθῆναι, καὶ τὴν μὲν ἐς ἵππον μεταβαλοῦσαν ὁμοῦ ταῖς ἵπποις νέμεσθαι ταῖς Ὀγκίου, Ποσειδῶν δὲ συνίησεν ἀπατώμενος καὶ συγγίνεται τῇ Δήμητρι ἄρσενι ἵππῳ καὶ αὐτὸς εἰκασθείς.
[6] τὸ μὲν δὴ παραυτίκα τὴν Δήμητρα ἐπὶ τῷ συμβάντι ἔχειν ὀργίλως, χρόνῳ δὲ ὕστερον τοῦ τε θυμοῦ παύσασθαι καὶ τῷ Λάδωνι ἐθελῆσαί φασιν αὐτὴν λούσασθαι: ἐπὶ τούτῳ καὶ ἐπικλήσεις τῇ θεῷ γεγόνασι, τοῦ μηνίματος μὲν ἕνεκα Ἐρινύς, ὅτι τὸ θυμῷ χρῆσθαι καλοῦσιν ἐρινύειν οἱ Ἀρκάδες, Λουσία δὲ ἐπὶ τῷ λούσασθαι τῷ Λάδωνι. τὰ δὲ ἀγάλματά ἐστι τὰ ναῷ ξύλου, πρόσωπα δέ σφισι καὶ χεῖρες ἄκραι καὶ πόδες εἰσὶ Παρίου λίθου.
[7] τὸ μὲν δὴ τῆς Ἐρινύος τήν τε κίστην καλουμένην ἔχει καὶ ἐν τῇ δεξιᾷ δᾷδα, μέγεθος δὲ εἰκάζομεν ἐννέα εἶναι ποδῶν αὐτήν: ἡ Λουσία δὲ ποδῶν ἓξ ἐφαίνετο εἶναι. ὅσοι δὲ Θέμιδος καὶ οὐ Δήμητρος τῆς Λουσίας τὸ ἄγαλμα εἶναι νομίζουσι, μάταια ἴστωσαν ὑπειληφότες. τὴν δὲ Δήμητρα τεκεῖν φασιν ἐκ τοῦ Ποσειδῶνος θυγατέρα, ἧς τὸ ὄνομα ἐς ἀτελέστους λέγειν οὐ νομίζουσι, καὶ ἵππον τὸν Ἀρείονα: ἐπὶ τούτῳ δὲ παρὰ σφίσιν Ἀρκάδων πρώτοις Ἵππιον Ποσειδῶνα ὀνομασθῆναι.
Ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Παυσανίας, ὁ Ἀρίων ἀναφέρεται στὴν Ἰλιάδα καὶ στὴν Θηβαΐδα τοῦ Ἀντιμάχου. («…ἐπάγονται δὲ ἐξ Ἰλιάδος ἔπη καὶ ἐκ Θηβαί̈δος μαρτύριά σφισιν εἶναι τῷ λόγῳ, ἐν μὲν Ἰλιάδι ἐς αὐτὸν Ἀρείονα πεποιῆσθαι…» Ἀρκαδικά, 8.25.8)
Στὴν Ἰλιάδα ὁ Ἀχιλλέας ὀργανώνει τοὺς ἐπιτάφιους ἀγῶνες, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὸ νεκρό του φίλο Πάτροκλο. Ὁ Ἀρίων ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Νέστορα ποὺ συμβουλεύει τὸ γιό του Ἀντίλοχο ποὺ θὰ πάρῃ μέρος στὶς ἁρματοδρομίες.
«…ἐν νύσσῃ δέ τοι ἵππος ἀριστερὸς ἐγχριμφθήτω,
ὡς ἄν τοι πλήμνη γε δοάσσεται ἄκρον ἱκέσθαι
340 κύκλου ποιητοῖο· λίθου δ᾽ ἀλέασθαι ἐπαυρεῖν,
μή πως ἵππους τε τρώσῃς κατά θ᾽ ἅρματα ἄξῃς·
χάρμα δὲ τοῖς ἄλλοισιν, ἐλεγχείη δὲ σοὶ αὐτῷ
ἔσσεται· ἀλλὰ φίλος φρονέων πεφυλαγμένος εἶναι.
εἰ γάρ κ᾽ ἐν νύσσῃ γε παρεξελάσῃσθα διώκων,
345 οὐκ ἔσθ᾽ ὅς κέ σ᾽ ἕλῃσι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ,
οὐδ᾽ εἴ κεν μετόπισθεν Ἀρίονα δῖον ἐλαύνοι
Ἀδρήστου ταχὺν ἵππον, ὃς ἐκ θεόφιν γένος ἦεν,
ἢ τοὺς Λαομέδοντος, οἳ ἐνθάδε γ᾽ ἔτραφεν ἐσθλοί.
ὣς εἰπὼν Νέστωρ Νηλήϊος ἂψ ἐνὶ χώρῃ…» Ὁμήρου Ἰλιάς, Ψ, 338-349.
Ἀπόδοση Ν. Καζαντζάκη – Ἰ. Θ. Κακριδῆ:
«…Μὰ τὸ ζερβό σου βᾶλε τὸ ἄλογο νὰ στρίψῃ τὸ σημάδι
ξυστᾶ, ποὺ νὰ θαρρῇς πὼς πάνω του τὸ κεφαλάρι ἀγγίζει
340 τῆς στέριας ρόδας σου· ὅμως πρόσεξε στὴν πέτρα μὴ χτυπήσῃς,
νὰ μὴ λαβώσῃς καὶ τ᾿ ἀλόγατα καὶ σπάσῃς καὶ τ᾿ ἀμάξι,
τρανὴ στοὺς ἄλλους ἀναγάλλιαση, ντροπὴ στὸν ἴδιο ἐσένα.
Ἔχε ἀνοιχτά λοιπὸν τὰ μάτια σου, καλέ μου, καὶ φυλάξου᾿
τίμια καὶ στρίψῃς τὸ ἀκροσήμαδο λαλῶντας τ᾿ ἄλογά σου,
345 δὲ θὰ σὰ φτάσῃ οὔτ᾿ ἕνας τρέχοντας, μηδὲ θὰ σὰ περάσῃ,
μὲ τὸν Ἀρείονα ἀκόμα πίσω σου κι ἄν ἔτρεχε τὸ γαῦρο,
τὸ ἄτι τοῦ Ἀδράστου τὸ φτερόποδο, ποὺ ἀπὸ θεούς κρατοῦσε,
μηδὲ μὲ τ᾿ ἄτια τοῦ Λαομέδοντα, ποὺ ἐδῶ στὴν Τροῖα θραφῆκαν.
Σὰν εἶπε τοῦτα ὁ γέρο Νέστορας κι ἀρμήνεψε τοῦ γιοῦ του…»
Chariot race. Shoulder of an Attic black-figure hydria. Circa 510 BC. Metropolitan Museum of Art
Ὁ Παυσανίας (Ἀρκαδικά, 8.25.9) ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀντίμαχος στὸ ἔργο του Θηβαΐς ἀναφέρει πὼς ὁ Ἀρίων ἦταν γιὸς τῆς Γῆς:
«… Ἀντίμαχος δὲ παῖδα εἶναι Γῆς φησιν:
Ἄδρηστος Ταλαὼ υἱὸς Κρηθηιάδαο
πρώτιστος Δαναῶν ἑὼ αἰνέτω ἤλασεν ἵππω,
Καιρόν τε κραιπνὸν καὶ Ἀρείονα Θελπουσαῖον,
τόν ῥά τ’ Ἀπόλλωνος σχεδὸν ἄλσεος Ὀγκαίοιο
αὐτὴ Γαῖ’ ἀνέδωκε, σέβας θνητοῖσιν ἰδέσθαι…»
«… ὁ Ἀντίμαχος ὅμως λέει πὼς ἦταν γιὸς τῆς Γῆς:
ὁ Ἄδραστος, ὁ γιὸς τοῦ Ταλαοῦ, γιοῦ τοῦ Κρηθέα
πρῶτος ἀπὸ τοὺς Δαναοὺς ὅρμησε μὲ τὰ δυό του παινεμένα ἄλογα,
τὸν Καιρὸ το γρήγορο καὶ τὸν Ἀρείονα τὸ Θελπουσαῖο, (1)
ποὺ κοντᾶ στὸ ἄλσος τοῦ Ὀγκαίου Ἀπόλλωνα
ἡ ἴδια ἡ Γῆ ἔβγαλε πάνω, μία ὕπαρξη ποὺ μὲ σέβας τὴ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι…»
Καὶ σχολιάζει ὁ Παυσανίας ὅτι καὶ ἀπὸ τὴ Γῆ νὰ ἔχει φυτρώσει, ὁ Ἵππος εἶναι ἀπὸ θεϊκὴ γενιὰ («καὶ ἀναφύντι ἐκ γῆς τῷ ἵππῳ ἐκ θεοῦ τε εἶναι τὸ γένος») καὶ τὸ χρῶμα τῶν τριχῶν του νὰ μοιάζει «κυανό» (σκοτεινό). Ὑπάρχει ἀκόμη ἡ παράδοση πὼς ὁ Ἡρακλῆς ὅταν πολεμοῦσε κατὰ τῶν Ἡλείων, ζήτησε τὸ ἄλογο ἀπὸ τὸν Ὄγκο καὶ κυρίεψε τὴν Ἥλιν ἱππεύοντας στὶς μάχες τὸν Ἀρίονα· ὁ Ἡρακλῆς ἀργότερα ἔδωσε τὸ ἄλογο στὸν Ἄδραστο. Γι’ αὐτό, σχετικᾶ μὲ τὸν Ἀρίονα, ὁ Αντίμαχος ἀναφέρει στὸ ποίημά του ὅτι κάποτε ὁ ἵππος δαμάστηκε ἀπὸ ἕναν τρίτο κύριό του, τὸν Ἄδραστο («ὅς ῥά ποτ’ Ἀδρήστῳ τριτάτῳ δέδμηθ’ ὑπ’ ἄνακτι»).Παυσανίας, Ἀρκαδικά, 8.25.10
Ὁ Πάρις Βαρβαρούσης στὸ βιβλίο του «Σεϊντί, Παλαιολιθικὴ κατοίκηση στὴ Βοιωτία», ἐκδ. Παπαζήση, ἀναφέρει στὴ σελ. 37 ὅτι σύμφωνα μὲ τὰ Κύκλια Ἔπη, ὁ Ποσειδῶνας ἐρωτεύθηκε τὴν Ἐρινύα-Τιλφοῦσα, μεταμορφώθηκε σὲ ἵππο καὶ πῆγε μαζί της στὴ Βοιωτία, στὴν πηγὴ Τιλφοῦσα τῆς Ἀλιάρτου. Ἀπὸ τὴν ἔνωσή τους γεννήθηκε ἕνας ἵππος ποὺ ὀνομάστηκε Ἀρίων, λόγω τῆς ἀνδρεῖας του. Τὸ ἄλογο αὐτό ἔλαβε ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα ὡς δῶρο ὁ βασιλιάς τῆς Ἀλιάρτου Κοπρεῦς, ἀλλὰ ἀργότερα τὸ πρόσφερε ὡς δῶρο φιλοξενίας στὸν Ἡρακλῆ, ὅταν αὐτός τὸν ἐπισκέφθηκε. Μὲ αὐτό ὁ Ἡρακλῆς νίκησε σὲ ἱπποδρομία τὸν Κύκνο, γιὸ τοῦ Ἄρη, στὸ ἱερὸ τοῦ Παγασαίου Ἀπόλλωνος, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πρὸς τὴν Τραχίνα. Ἀμέσως μετά, ὁ Ἡρακλῆς δώρισε τὸν Ἀρίονα στὸν Ἄδραστο.
Ὁ Ἄδραστος σώθηκε ἀπὸ τὸν Ἀρίονα κατὰ τὴν ἀνεπιτυχὴ ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Θηβῶν καὶ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἐπιζῶν ἀπὸ τοὺς ἐπικεφαλῆς (Ἑπτὰ ἐπὶ Θῆβας)
Γιὰ τὸ περιστατικὸ τῆς διασώσεως τοῦ Ἀδράστου διαβάζουμε καὶ στὴν Βιβλιοθήκη τοῦ Ἀππολοδώρου, μὲ τὴν ἀναφορὰ ὅτι ὁ Ἀρίων γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Δήμητρα καὶ τὸν Ποσειδῶνα…
«Ἄδραστον δὲ μόνον ἵππος διέσωσεν Ἀρείων· τοῦτον ἐκ Ποσειδῶνος ἐγέννησε Δημήτηρ εἰκασθεῖσα ἐρινύι κατὰ τὴν συνουσίαν.» Ἀππολόδωρος Βιβλιοθήκη Γ’ 6.8
--------------------
(1) Θελπουσαῖος, ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἀρκαδικὴ πόλη Θέλπουσα. Ἡ πόλη πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν νύμφη Θέλπουσα, κόρη τοῦ Λάδωνος. Ἰδρύθηκε τὸν 14ο αἰ. π.Χ. καὶ τὰ νομίσματά της εἶχαν ἐπάνω τους τὴν κεφαλὴ τῆς Δήμητρος Ἐρινύας.
Καὶ εἶχε καὶ τὸν Ποσειδῶνα ποὺ μὲ ἐπιμονὴ ἤθελε νὰ τῆς ἐκδηλώσῃ τὸν ἔρωτά του προξενῶντας της περισσότερες ἔγνοιες. Στὸ Ὄγκειο πῆγε καὶ κατέφυγε ἡ Θεά γιὰ νὰ τὸν ἀποφύγῃ, ἐκεῖ ὅπου ἔβοσκαν οἱ φοράδες τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος, Βασιλιᾶ Ὀγκίου, καὶ πῆρε μορφὴ φοράδας, καὶ κρύφτηκε ἀνάμεσά τους.
Ὁ ἐρωτευμένος Ποσειδῶν ὅμως, βρῆκε τὸ μέρος ποὺ κατέφυγε καὶ ἀφοῦ πῆρε μορφὴ Ἵππου, κατάφερε νὰ συνουσιασθῇ μαζί της. Ἀπὸ τὴν ἔνωση αὐτὴ, γεννήθηκε μία κόρη, ποὺ τ’ ὄνομά της δὲν τὸ ἔλεγαν στοὺς μὴ μυημένους στὰ μυστήρια τῆς λατρείας καὶ τὴν ἀποκαλοῦσαν μὲ τὸ ἐπίθετο «Δέσποινα». Ἐπίσης, ἀπὸ τὴν ἔνωση τῶν δύο Θεῶν, γεννήθηκε και ἕνας περίφημος Ἵππος, ὁ Ἀρείων.
Αὐτὲς οἱ περιπέτειες καὶ ἡ ντροπὴ ἔκαναν τὴ Δήμητρα νὰ ὀργισθῇ τόσο πολύ, ὥστε τὴν ὀνόμασαν Ἐρινύν καὶ ἔκανε τὴ γῆ νὰ μὴ βγάζῃ καρποὺς καὶ οὔτε ἐμφανιζόταν στὸν Ὄλυμπο, ὥστε κινδύνευε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Μόνο ὁ Πᾶν ἐκεῖ ποὺ περιφερόταν, ἀνακάλυψε ποὺ βρισκόταν καὶ τὸ εἶπε στὸ Δία, ποὺ ἔσπευσε νὰ τὴν ἐξευμενίσῃ. Ὕστερα ἡ Δήμητρα λούσθηκε στὸν Λάδωνα ἡρέμησε καὶ ὀνομάστηκε «Λουσία». Γι’ αὐτό στὸ Ὄγκειο τῆς εἶχαν φτιάξει ἱερὸ μὲ ἀγάλματα ξύλινα ποὺ εἶχαν τὸ πρόσωπο καὶ τὰ χέρια μαρμάρινα, ἕνα γιὰ τὴν Ἐρινύν ὕψους 9 πόδια καὶ ἕνα γιὰ τὴ Λουσία ὕψους 6 πόδια.
Ἀρκαδικά, Παυσανίας, 8.25.5-7
[5] πλανωμένῃ γὰρ τῇ Δήμητρι, ἡνίκα τὴν παῖδα ἐζήτει, λέγουσιν ἕπεσθαί οἱ τὸν Ποσειδῶνα ἐπιθυμοῦντα αὐτῇ μιχθῆναι, καὶ τὴν μὲν ἐς ἵππον μεταβαλοῦσαν ὁμοῦ ταῖς ἵπποις νέμεσθαι ταῖς Ὀγκίου, Ποσειδῶν δὲ συνίησεν ἀπατώμενος καὶ συγγίνεται τῇ Δήμητρι ἄρσενι ἵππῳ καὶ αὐτὸς εἰκασθείς.
[6] τὸ μὲν δὴ παραυτίκα τὴν Δήμητρα ἐπὶ τῷ συμβάντι ἔχειν ὀργίλως, χρόνῳ δὲ ὕστερον τοῦ τε θυμοῦ παύσασθαι καὶ τῷ Λάδωνι ἐθελῆσαί φασιν αὐτὴν λούσασθαι: ἐπὶ τούτῳ καὶ ἐπικλήσεις τῇ θεῷ γεγόνασι, τοῦ μηνίματος μὲν ἕνεκα Ἐρινύς, ὅτι τὸ θυμῷ χρῆσθαι καλοῦσιν ἐρινύειν οἱ Ἀρκάδες, Λουσία δὲ ἐπὶ τῷ λούσασθαι τῷ Λάδωνι. τὰ δὲ ἀγάλματά ἐστι τὰ ναῷ ξύλου, πρόσωπα δέ σφισι καὶ χεῖρες ἄκραι καὶ πόδες εἰσὶ Παρίου λίθου.
[7] τὸ μὲν δὴ τῆς Ἐρινύος τήν τε κίστην καλουμένην ἔχει καὶ ἐν τῇ δεξιᾷ δᾷδα, μέγεθος δὲ εἰκάζομεν ἐννέα εἶναι ποδῶν αὐτήν: ἡ Λουσία δὲ ποδῶν ἓξ ἐφαίνετο εἶναι. ὅσοι δὲ Θέμιδος καὶ οὐ Δήμητρος τῆς Λουσίας τὸ ἄγαλμα εἶναι νομίζουσι, μάταια ἴστωσαν ὑπειληφότες. τὴν δὲ Δήμητρα τεκεῖν φασιν ἐκ τοῦ Ποσειδῶνος θυγατέρα, ἧς τὸ ὄνομα ἐς ἀτελέστους λέγειν οὐ νομίζουσι, καὶ ἵππον τὸν Ἀρείονα: ἐπὶ τούτῳ δὲ παρὰ σφίσιν Ἀρκάδων πρώτοις Ἵππιον Ποσειδῶνα ὀνομασθῆναι.
Ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Παυσανίας, ὁ Ἀρίων ἀναφέρεται στὴν Ἰλιάδα καὶ στὴν Θηβαΐδα τοῦ Ἀντιμάχου. («…ἐπάγονται δὲ ἐξ Ἰλιάδος ἔπη καὶ ἐκ Θηβαί̈δος μαρτύριά σφισιν εἶναι τῷ λόγῳ, ἐν μὲν Ἰλιάδι ἐς αὐτὸν Ἀρείονα πεποιῆσθαι…» Ἀρκαδικά, 8.25.8)
Στὴν Ἰλιάδα ὁ Ἀχιλλέας ὀργανώνει τοὺς ἐπιτάφιους ἀγῶνες, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὸ νεκρό του φίλο Πάτροκλο. Ὁ Ἀρίων ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Νέστορα ποὺ συμβουλεύει τὸ γιό του Ἀντίλοχο ποὺ θὰ πάρῃ μέρος στὶς ἁρματοδρομίες.
«…ἐν νύσσῃ δέ τοι ἵππος ἀριστερὸς ἐγχριμφθήτω,
ὡς ἄν τοι πλήμνη γε δοάσσεται ἄκρον ἱκέσθαι
340 κύκλου ποιητοῖο· λίθου δ᾽ ἀλέασθαι ἐπαυρεῖν,
μή πως ἵππους τε τρώσῃς κατά θ᾽ ἅρματα ἄξῃς·
χάρμα δὲ τοῖς ἄλλοισιν, ἐλεγχείη δὲ σοὶ αὐτῷ
ἔσσεται· ἀλλὰ φίλος φρονέων πεφυλαγμένος εἶναι.
εἰ γάρ κ᾽ ἐν νύσσῃ γε παρεξελάσῃσθα διώκων,
345 οὐκ ἔσθ᾽ ὅς κέ σ᾽ ἕλῃσι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ,
οὐδ᾽ εἴ κεν μετόπισθεν Ἀρίονα δῖον ἐλαύνοι
Ἀδρήστου ταχὺν ἵππον, ὃς ἐκ θεόφιν γένος ἦεν,
ἢ τοὺς Λαομέδοντος, οἳ ἐνθάδε γ᾽ ἔτραφεν ἐσθλοί.
ὣς εἰπὼν Νέστωρ Νηλήϊος ἂψ ἐνὶ χώρῃ…» Ὁμήρου Ἰλιάς, Ψ, 338-349.
Ἀπόδοση Ν. Καζαντζάκη – Ἰ. Θ. Κακριδῆ:
«…Μὰ τὸ ζερβό σου βᾶλε τὸ ἄλογο νὰ στρίψῃ τὸ σημάδι
ξυστᾶ, ποὺ νὰ θαρρῇς πὼς πάνω του τὸ κεφαλάρι ἀγγίζει
340 τῆς στέριας ρόδας σου· ὅμως πρόσεξε στὴν πέτρα μὴ χτυπήσῃς,
νὰ μὴ λαβώσῃς καὶ τ᾿ ἀλόγατα καὶ σπάσῃς καὶ τ᾿ ἀμάξι,
τρανὴ στοὺς ἄλλους ἀναγάλλιαση, ντροπὴ στὸν ἴδιο ἐσένα.
Ἔχε ἀνοιχτά λοιπὸν τὰ μάτια σου, καλέ μου, καὶ φυλάξου᾿
τίμια καὶ στρίψῃς τὸ ἀκροσήμαδο λαλῶντας τ᾿ ἄλογά σου,
345 δὲ θὰ σὰ φτάσῃ οὔτ᾿ ἕνας τρέχοντας, μηδὲ θὰ σὰ περάσῃ,
μὲ τὸν Ἀρείονα ἀκόμα πίσω σου κι ἄν ἔτρεχε τὸ γαῦρο,
τὸ ἄτι τοῦ Ἀδράστου τὸ φτερόποδο, ποὺ ἀπὸ θεούς κρατοῦσε,
μηδὲ μὲ τ᾿ ἄτια τοῦ Λαομέδοντα, ποὺ ἐδῶ στὴν Τροῖα θραφῆκαν.
Σὰν εἶπε τοῦτα ὁ γέρο Νέστορας κι ἀρμήνεψε τοῦ γιοῦ του…»
Chariot race. Shoulder of an Attic black-figure hydria. Circa 510 BC. Metropolitan Museum of Art
Ὁ Παυσανίας (Ἀρκαδικά, 8.25.9) ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀντίμαχος στὸ ἔργο του Θηβαΐς ἀναφέρει πὼς ὁ Ἀρίων ἦταν γιὸς τῆς Γῆς:
«… Ἀντίμαχος δὲ παῖδα εἶναι Γῆς φησιν:
Ἄδρηστος Ταλαὼ υἱὸς Κρηθηιάδαο
πρώτιστος Δαναῶν ἑὼ αἰνέτω ἤλασεν ἵππω,
Καιρόν τε κραιπνὸν καὶ Ἀρείονα Θελπουσαῖον,
τόν ῥά τ’ Ἀπόλλωνος σχεδὸν ἄλσεος Ὀγκαίοιο
αὐτὴ Γαῖ’ ἀνέδωκε, σέβας θνητοῖσιν ἰδέσθαι…»
«… ὁ Ἀντίμαχος ὅμως λέει πὼς ἦταν γιὸς τῆς Γῆς:
ὁ Ἄδραστος, ὁ γιὸς τοῦ Ταλαοῦ, γιοῦ τοῦ Κρηθέα
πρῶτος ἀπὸ τοὺς Δαναοὺς ὅρμησε μὲ τὰ δυό του παινεμένα ἄλογα,
τὸν Καιρὸ το γρήγορο καὶ τὸν Ἀρείονα τὸ Θελπουσαῖο, (1)
ποὺ κοντᾶ στὸ ἄλσος τοῦ Ὀγκαίου Ἀπόλλωνα
ἡ ἴδια ἡ Γῆ ἔβγαλε πάνω, μία ὕπαρξη ποὺ μὲ σέβας τὴ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι…»
Καὶ σχολιάζει ὁ Παυσανίας ὅτι καὶ ἀπὸ τὴ Γῆ νὰ ἔχει φυτρώσει, ὁ Ἵππος εἶναι ἀπὸ θεϊκὴ γενιὰ («καὶ ἀναφύντι ἐκ γῆς τῷ ἵππῳ ἐκ θεοῦ τε εἶναι τὸ γένος») καὶ τὸ χρῶμα τῶν τριχῶν του νὰ μοιάζει «κυανό» (σκοτεινό). Ὑπάρχει ἀκόμη ἡ παράδοση πὼς ὁ Ἡρακλῆς ὅταν πολεμοῦσε κατὰ τῶν Ἡλείων, ζήτησε τὸ ἄλογο ἀπὸ τὸν Ὄγκο καὶ κυρίεψε τὴν Ἥλιν ἱππεύοντας στὶς μάχες τὸν Ἀρίονα· ὁ Ἡρακλῆς ἀργότερα ἔδωσε τὸ ἄλογο στὸν Ἄδραστο. Γι’ αὐτό, σχετικᾶ μὲ τὸν Ἀρίονα, ὁ Αντίμαχος ἀναφέρει στὸ ποίημά του ὅτι κάποτε ὁ ἵππος δαμάστηκε ἀπὸ ἕναν τρίτο κύριό του, τὸν Ἄδραστο («ὅς ῥά ποτ’ Ἀδρήστῳ τριτάτῳ δέδμηθ’ ὑπ’ ἄνακτι»).Παυσανίας, Ἀρκαδικά, 8.25.10
Ὁ Πάρις Βαρβαρούσης στὸ βιβλίο του «Σεϊντί, Παλαιολιθικὴ κατοίκηση στὴ Βοιωτία», ἐκδ. Παπαζήση, ἀναφέρει στὴ σελ. 37 ὅτι σύμφωνα μὲ τὰ Κύκλια Ἔπη, ὁ Ποσειδῶνας ἐρωτεύθηκε τὴν Ἐρινύα-Τιλφοῦσα, μεταμορφώθηκε σὲ ἵππο καὶ πῆγε μαζί της στὴ Βοιωτία, στὴν πηγὴ Τιλφοῦσα τῆς Ἀλιάρτου. Ἀπὸ τὴν ἔνωσή τους γεννήθηκε ἕνας ἵππος ποὺ ὀνομάστηκε Ἀρίων, λόγω τῆς ἀνδρεῖας του. Τὸ ἄλογο αὐτό ἔλαβε ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα ὡς δῶρο ὁ βασιλιάς τῆς Ἀλιάρτου Κοπρεῦς, ἀλλὰ ἀργότερα τὸ πρόσφερε ὡς δῶρο φιλοξενίας στὸν Ἡρακλῆ, ὅταν αὐτός τὸν ἐπισκέφθηκε. Μὲ αὐτό ὁ Ἡρακλῆς νίκησε σὲ ἱπποδρομία τὸν Κύκνο, γιὸ τοῦ Ἄρη, στὸ ἱερὸ τοῦ Παγασαίου Ἀπόλλωνος, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πρὸς τὴν Τραχίνα. Ἀμέσως μετά, ὁ Ἡρακλῆς δώρισε τὸν Ἀρίονα στὸν Ἄδραστο.
Ὁ Ἄδραστος σώθηκε ἀπὸ τὸν Ἀρίονα κατὰ τὴν ἀνεπιτυχὴ ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Θηβῶν καὶ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἐπιζῶν ἀπὸ τοὺς ἐπικεφαλῆς (Ἑπτὰ ἐπὶ Θῆβας)
Γιὰ τὸ περιστατικὸ τῆς διασώσεως τοῦ Ἀδράστου διαβάζουμε καὶ στὴν Βιβλιοθήκη τοῦ Ἀππολοδώρου, μὲ τὴν ἀναφορὰ ὅτι ὁ Ἀρίων γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Δήμητρα καὶ τὸν Ποσειδῶνα…
«Ἄδραστον δὲ μόνον ἵππος διέσωσεν Ἀρείων· τοῦτον ἐκ Ποσειδῶνος ἐγέννησε Δημήτηρ εἰκασθεῖσα ἐρινύι κατὰ τὴν συνουσίαν.» Ἀππολόδωρος Βιβλιοθήκη Γ’ 6.8
--------------------
(1) Θελπουσαῖος, ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἀρκαδικὴ πόλη Θέλπουσα. Ἡ πόλη πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν νύμφη Θέλπουσα, κόρη τοῦ Λάδωνος. Ἰδρύθηκε τὸν 14ο αἰ. π.Χ. καὶ τὰ νομίσματά της εἶχαν ἐπάνω τους τὴν κεφαλὴ τῆς Δήμητρος Ἐρινύας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου