Κυριακή 10 Αυγούστου 2025
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
Η φήμη του Αναξίμανδρου ως φιλοσόφου οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καινοτομική του απόφαση να προβάλει ως αρχή των πάντων το άπειρο. Μας φαίνεται σχετικά εύκολο να αντιληφθούμε πώς ο Θαλής έφτασε στο νερό και γιατί το τοποθέτησε στην αφετηρία της κοσμικής δημιουργίας: υποθέτουμε ότι θα πρέπει να αναζήτησε ένα υλικό από την καθημερινή του εμπειρία, ένα υλικό με ιδιαίτερη διάδοση και ισχύ, ένα υλικό που συνδέεται με τη ζωή. Με την ίδια συλλογιστική μπορούμε να καταλάβουμε την επιλογή του αέρα ως πρωταρχικού στοιχείου από τον τρίτο Μιλήσιο, τον Αναξιμένη: εδώ βαραίνει η πανταχού παρουσία του αέρα, η μεγάλη του κινητικότητα, η συμβολή του στην αναπνοή, και άρα στη ζωή. Πώς δικαιολογείται όμως η επιλογή του απείρου; Τι μπορεί να εννοεί ο Αναξίμανδρος όταν ισχυρίζεται ότι τα πάντα γεννιούνται από το άπειρο;
Οι μαρτυρίες των αρχαίων φιλοσόφων δεν μας προσφέρουν δυστυχώς ιδιαίτερη βοήθεια, αφού οι πιο αξιόπιστοι από αυτούς, ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος, αντιμετωπίζουν με αμηχανία το αναξιμάνδρειο άπειρο. Εκείνο που γνωρίζουμε με κάποια βεβαιότητα είναι ότι ο Αναξίμανδρος υποστήριξε ότι το άπειρο «περιέχει τα πάντα και κυβερνά τα πάντα», και ότι το χαρακτήρισε αιώνιο, αθάνατο («ανώλεθρο», «αγέραστο») και «θείο» (Αριστοτέλης, Φυσικά 203b7· πρβ. Ιππόλυτος, Έλεγχος 1.6.1-2). Φαίνεται ότι απέφυγε να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις για τη φύση του απείρου. Του απέδωσε ιδιότητες και χαρακτηρισμούς που μας είναι γνωστοί από την ομηρική περιγραφή των θεών (την κυριαρχία, την αιωνιότητα, την αθανασία), και το εξέλαβε ως κοσμογονική αρχή. Για την ερμηνεία του απείρου θα πρέπει επομένως να στηριχθούμε στις δικές μας υποθέσεις.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το τι δεν μπορεί να εννοεί ο Αναξίμανδρος. Αποκλείεται να έχει στον νου του την έννοια του μαθηματικού απείρου, μιας αφηρημένης δηλαδή έννοιας που συνδέεται με την έκταση των σχημάτων στον χώρο και με τη διαδοχή των αριθμών. Την εποχή του Αναξίμανδρου τα ελληνικά μαθηματικά, ως αφηρημένο και συνεκτικό σύστημα σκέψης, δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί. Δεν μπορεί επίσης να έχει στον νου του μια άυλη οντότητα, μια οντότητα χωρίς «σώμα», αφού όλες οι έννοιες των πρώτων φιλοσόφων, ακόμη και εκατό χρόνια μετά τον Αναξίμανδρο, αναφέρονται σε υπαρκτές, υλικές οντότητες - το Ον του Παρμενίδη περιγράφεται ως σφαιρικό, ενώ οι αριθμοί των Πυθαγορείων έχουν σχήμα και όγκο. Το άπειρο λοιπόν πρέπει να είναι κάτι το σωματικό και το υλικό, κάτι που καταλαμβάνει έναν χώρο.
Ο Αναξίμανδρος είναι μάλλον ο πρώτος που χρησιμοποίησε το ουσιαστικό «το άπειρο». Επίθετα όμως από την ίδια ρίζα είναι γνωστά από την επική ποίηση. Ο Όμηρος αποκαλεί συχνά «άπειρη» τη γη και τη θάλασσα, λόγω της πολύ μεγάλης τους έκτασης, αλλά και ένα μεγάλο κοπάδι με κατσίκες, ένα πολυάριθμο πλήθος ανθρώπων, ακόμη και τα άλυτα δεσμά ή τον βαθύ ύπνο του Οδυσσέα (Οδύσσεια ι 118, Ιλιάδα Ω 776, Οδύσσεια τ 174, θ 340, η 286). «Άπειρο» λοιπόν χαρακτηρίζεται αυτό που καταλαμβάνει μια τεράστια, απέραντη έκταση, κάτι που είναι τόσο πολυπληθές ώστε να μοιάζει αμέτρητο, και γενικά κάτι που δεν μπορούμε να διατρέξουμε από το ένα άκρο ως το άλλο. Το επίθετο «άπειρος» δεν αναφέρεται σε ένα αντικείμενο χωρίς κανένα πέρας, όριο ή αριθμό, αλλά σε μια οντότητα ή κατάσταση την οποία κανείς δεν μπορεί να διαβεί, να εξαντλήσει, να γνωρίσει.
Είναι εύλογη η υπόθεση ότι ο Αναξίμανδρος εκμεταλλεύτηκε τη δυνατότητα της ελληνικής γλώσσας να μετατρέπει τα επίθετα (και τους ρηματικούς τύπους) σε ουσιαστικά, και έπλασε το δικό του «άπειρο». Το οριστικό άρθρο «το», όταν προσαρτηθεί σε ένα επίθετο, σε μια μετοχή ή σε ένα απαρέμφατο, δημιουργεί ένα αφηρημένο ουσιαστικό, μετατρέπει μια ιδιότητα σε ουσία. Έτσι άνοιξε ένας δρόμος για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αφού η βασική ελληνική φιλοσοφική ορολογία έχει δημιουργηθεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο - αρκεί κανείς να σκεφτεί έννοιες όπως «το ον», «το αγαθό» ή «το νοείν» (B. Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος, σ. 295-314). Ίσως ο Αναξίμανδρος να μην έδωσε περισσότερες διευκρινίσεις όταν εισήγαγε το άπειρο, αρκούμενος στο γεγονός ότι οι σύγχρονοί του μιλούν την ίδια γλώσσα και επομένως αντιλαμβάνονται ότι η νέα ουσία του απείρου είναι όλα τα άπειρα πράγματα μαζί, είναι αυτό που ενσωματώνει τις ιδιότητες των άπειρων πραγμάτων.
Το αναξιμάνδρειο άπειρο θα πρέπει λοιπόν να ήταν η τεράστια, αχανής και ανεξάντλητη μάζα που προϋπήρχε του κόσμου και κάλυπτε όλο τον χώρο. Δεν είναι η απέραντη κενή έκταση, ο απεριόριστος χώρος, αλλά και το υλικό που γεμίζει αυτή την έκταση. Ο κενός χώρος θα ήταν νεκρός και αδρανής. Το άπειρο όμως είναι κάτι το δραστικό και ισχυρό, αφού «περιέχει τα πάντα και κυριαρχεί στα πάντα», και είναι γόνιμο, αφού «γεννά» τις βασικές αντιθετικές δυνάμεις του θερμού και του ψυχρού. Ίσως στο πρωταρχικό άπειρο του Αναξίμανδρου, πέρα από τη χωρική διάσταση, να ενσωματώνεται επίσης και η σημασία του εσωτερικά αδιαφοροποίητου, του ακαθόριστου, του απροσδιόριστου. Αυτή τουλάχιστον είναι η φιλοσοφική έννοια του «απείρου», που διαμορφώνεται αργότερα με τους Πυθαγορείους και τον Πλάτωνα. Δεν μπορούμε ωστόσο να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι η λέξη είχε και αυτή τη σημασία την εποχή του Αναξίμανδρου, αν και, όταν ο Όμηρος ονομάζει «άπειρο» τον βαθύ ύπνο του Οδυσσέα, δεν περιγράφει έναν ύπνο που κράτησε απλώς πολλές ώρες αλλά έναν ύπνο βαθύ, σκοτεινό, αδιαφοροποίητο.
Αν έχουν έτσι τα πράγματα, ο Αναξίμανδρος προσέφυγε στο άπειρο γιατί δεν ήθελε η πρωταρχική του ουσία να μοιάζει με οτιδήποτε υπάρχει στον γνωστό μας κόσμο. Αυτό που κυριαρχεί στον κόσμο πρέπει να είναι πιο ισχυρό (πιο «μεγάλο») από ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Αυτό που γεννά τα πάντα πρέπει να είναι διαφορετικό από όλα τα γεννήματά του, να μη μοιράζεται μαζί τους κανένα κοινό χαρακτηριστικό, να μην έχει καμιά συγκεκριμένη μορφή, ιδιότητα ή προσδιορισμό. Αν το πρωταρχικό υλικό ήταν κάποιο από τα γνωστά στοιχεία, για παράδειγμα το νερό ή ο αέρας, πώς θα ασκούσε τον κυριαρχικό του ρόλο στον κόσμο; Η κυριαρχία του δεν θα καταντούσε μονοκρατορία, δεν θα κατέστρεφε την τάξη και την ισορροπία που παρατηρούμε στον κόσμο; Ότι κάπως έτσι είχε σκεφτεί ο Αναξίμανδρος επιβεβαιώνεται και από το μοναδικό απόσπασμα του έργου του που έχει διασωθεί.
ΚΟΧΥΛΙΑ
![]() |
| Ειδώλιο Αναδυομένης από τον Κορινθιακό |
Δεν είναι ο Παπαδιαμάντης στις μεγάλες μου εμμονές κι ούτε ιδιαίτερα με συγκινούν οι νυμφοστόλιστοι λυρισμοί των συνθέτων. Όποτε όμως διαβάζω για το σπήλαιο το κογχυλόστρωτο, που λίγο προηγούμενα, στο Όνειρο στο Κύμα, έχει αποτυπωθεί με ακρίβεια ως “στρωμένο μέ ἄσπρα κρυσταλλοειδῆ κοχύλια καί λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια”, το μάτι μου σκαλώνει μ’ ευχαρίστηση. Όπως πάντα σκοντάφτει πάνω σ’ ένα κοχύλι ανάμεσα στα βότσαλα, κάθε φορά που περπατάω στο γιαλό. Και είναι τότε που αναλογίζομαι τη ζωγραφική αισθαντικότητα της περιγραφής. Κοντολογίς, είναι σε τέτοιες περιπτώσεις που οι συνειρμοί πηγαινοέρχονται ανεξέλεγκτα σε κύκλωμα σκέψης.
Μια αναπαράσταση που τους τροφοδοτεί είναι των Μινωικών Ρυθμών: ατέλειωτες σειρές από θαλάσσιες σπείρες, κοχύλια και ναυτίλους που απλώνονται ζωγραφικά, για να παλινδρομήσουνε όμως και να οριοθετηθούν στην επιφάνεια αγγείων κλειστού σχήματος. Ακριβώς όπως μπορείς να δεις την κίνηση σ’ έναν μικροσκοπικό λευκό νασσάριο. Πάνω του απλώνονται οι κυματισμοί της θάλασσας και πάλι συγκρατούνται. Δώσανε στο κοχύλι όνομα απ’ το λατινικό nassa, το καλαθάκι του ψαρέματος που στενεύει προς τον λαιμό. Αν ήτανε στο χέρι μου να το ονομάσω, θα διάλεγα ίσως κάτι απ’ τη Φαιστό.
Διαπνέει η Κρήτη την αναπαράσταση. Λες κι είναι τρίτωνας που τον φυσούσαν στα ιερά της. Στη θάλασσα που αγαπάω, μού λέγανε για τις γητειές που παίρνουν την κατήφεια απ’ το κακό το μάτι, την στροβιλίζουν στο γιαλό, για να την παγιδεύσουνε στις ελικώσεις κουργιαλών. Σε σπίτια φίλων, θαύμαζα εκείνους τους πραγματικά μεγάλους του Λιβυκού. Μου ήταν όμως αρκετό να βρίσκω μινιατούρες. Μικρούλια βούκινα που χάριζε παλιά η αγαπημένη παραλία. Και ψυχανεμιζόμουνα κάτι απ’ τον ήχο του μεγάλου τρίτωνα όταν πάλευα να κλείσω τους αέρηδες σ’ ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι από νερό. Ήτανε τότε που η παραλία έδινε επίσης μάτια της θάλασσας, ιππόκαμπους κι άπειρες αχιβάδες. Τότε, που μπορούσες ν’ απολαύσεις μοναξιά στο παραλιάκι πίσω απ’ τον μεγάλο βώλακα. Τις αχιβάδες τις κρατάω ακόμα, αλλά δεν βρίσκω πια. Τώρα, η παραλία μού δίνει φεγγαρόπετρες. Κι εγώ τις ψάχνω ώρες ατέλειωτες κάτω απ’ τον ανελέητο ήλιο. Είναι ό,τι απομένει απ’ το δικό μου όνειρο στο κύμα. Για κάποιο λόγο απροσδιόριστο, εδώ και πραγματικά πολλά χρόνια, το λέω όνειρο από αρχαία δάπεδα στο παρά πέντε της πολυχρωμίας.
Το Ιερό Ταξίδι της Πραγματοποίησης: Αποκαλύπτοντας τον Μυστικό Δρόμο
Η Ουσία του Δρόμου: Πέρα από Προσκολλήσεις και Επιθυμίες
Το πρώτο και πιο κρίσιμο βήμα στο Δρόμο είναι η απάρνηση των προσκολλήσεων και των επιθυμιών. Στον κόσμο της μορφής, όπου οι ταυτότητες διαμορφώνονται από εξωτερικά υπάρχοντα, σχέσεις και φιλοδοξίες, το μυαλό παγιδεύεται συχνά σε έναν ιστό επιθυμιών. Αυτές οι επιθυμίες δημιουργούν μια ψευδή αίσθηση του εαυτού, δεσμεύοντας το άτομο με το παροδικό και το εφήμερο. Ο Δρόμος απαιτεί μια ριζική αλλαγή - μια εγκατάλειψη όλων όσων συνδέονται με τον εξωτερικό κόσμο.
Για να είναι κανείς πραγματικά ελεύθερος, όπως προτείνουν οι διδασκαλίες, πρέπει να κόψει αυτούς τους δεσμούς. Αυτή η ελευθερία δεν είναι η ελευθερία κίνησης ή έκφρασης, αλλά η ελευθερία του πνεύματος, η ελευθερία που επιτρέπει σε κάποιον να ξεπεράσει τα όρια του εγώ και τους περιορισμούς του φυσικού κόσμου. Όταν ένα άτομο εγκαταλείπει όλες τις επιθυμίες, ανακαλύπτει έναν εσωτερικό χώρο απέραντης ηρεμίας και απελευθέρωσης, όπου κατοικεί ο αληθινός Εαυτός – αδέσμευτος, χωρίς όρους και άπειρος.
Αυτή η εσωτερική ελευθερία είναι η πόρτα προς τον Παράδεισο, όχι ως μακρινός παράδεισος αλλά ως κατάσταση ύπαρξης, Εδώ, Τώρα, Μέσα. Ο Παράδεισος δεν είναι ένα μέρος για να φτάσετε μετά το θάνατο. είναι η συνειδητοποίηση της θεϊκής φύσης κάποιου, που βιώνεται στην παρούσα στιγμή. Είναι η ησυχία που βρίσκεται πέρα από το ανήσυχο μυαλό, η γαλήνη που ξεπερνά κάθε κατανόηση.
Ο ρόλος του πνευματικού οδηγού: Διακρίνοντας την αλήθεια από την ψευδαίσθηση
Καθώς ξεκινά κανείς αυτό το ιερό ταξίδι, οι συναντήσεις με αυτούς που έχουν προηγηθεί στο Δρόμο είναι αναπόφευκτες. Αυτά τα άτομα, που συχνά αναφέρονται ως πνευματικοί οδηγοί ή αδελφοί στο μονοπάτι, ενσωματώνουν τη σοφία του ταξιδιού. Έχουν περπατήσει το μονοπάτι, αντιμετώπισαν τις δοκιμασίες του και έχουν αναδυθεί με μια βαθύτερη κατανόηση της Αλήθειας. Ωστόσο, οι διδασκαλίες προτρέπουν την προσοχή. Δεν είναι γνήσιοι όλοι όσοι ισχυρίζονται πνευματική εξουσία. Ο αναζητητής πρέπει να ασκεί διάκριση, ζυγίζοντας τα λόγια και τις πράξεις αυτών των οδηγών έναντι της ζυγαριάς της αλήθειας και της ανιδιοτέλειας.
Οι αληθινοί πνευματικοί οδηγοί δεν χαρακτηρίζονται από μεγαλειώδεις αξιώσεις θεότητας ή τελειότητας, αλλά από την ταπεινοφροσύνη τους, την έλλειψη προσκόλλησης σε τίτλους και την ακλόνητη δέσμευσή τους στην Αλήθεια. Συνιστάται στον αναζητητή να σέβεται αυτούς τους οδηγούς, να μαθαίνει από αυτούς, αλλά και να αμφισβητεί και να αξιολογεί κριτικά τις διδασκαλίες τους. Η τυφλή πίστη δεν έχει θέση στο Δρόμο. Κάθε αλήθεια πρέπει να βιώνεται, κάθε μάθημα να ενσωματώνεται μέσω της άμεσης συνειδητοποίησης.
Αυτή η έμφαση στη διάκριση είναι κρίσιμη, γιατί η πνευματική πορεία είναι γεμάτη περισπασμούς και ψεύτικους δασκάλους. Ο γνήσιος οδηγός δεν δείχνει προς τον εαυτό τους αλλά την Αλήθεια που βρίσκεται μέσα στον αναζητητή. Υπενθυμίζουν στον αναζητητή ότι όλες οι διδασκαλίες, όλα τα επίπεδα κατανόησης, δεν είναι παρά προσωρινές κατοικίες αντίληψης—χρήσιμες προς το παρόν αλλά πρέπει να ξεπεραστούν καθώς πλησιάζει κανείς στην Τελική Πραγματοποίηση.
Η παροδικότητα της κατανόησης: Το ταξίδι προς τη διαχρονική αλήθεια
Μία από τις κεντρικές διδασκαλίες του Δρόμου είναι η παροδικότητα όλων των επιπέδων κατανόησης. Ανεξάρτητα από το πόσο βαθιά μπορεί να φαίνεται μια συνειδητοποίηση, δεν είναι παρά ένα σκαλοπάτι στο άπειρο ταξίδι προς τη Διαχρονική Αλήθεια. Ο αναζητητής προειδοποιείται να μην προσκολληθεί σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη διορατικότητα ή γνώση, ανεξάρτητα από το πόσο υψηλή μπορεί να φαίνεται.
Η κατανόηση στο Δρόμο είναι δυναμική, διαρκώς εξελισσόμενη, καθώς ο αναζητητής ανεβαίνει μέσα από στρώματα συνείδησης και αντίληψης. Η υπερηφάνεια για τα πνευματικά επιτεύγματα κάποιου είναι μια παγίδα που μπορεί να σταματήσει την πρόοδο. Η αληθινή σοφία έγκειται στην αναγνώριση της προσωρινής φύσης όλης της πνευματικής γνώσης, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει πάντα μια ανώτερη αλήθεια, μια βαθύτερη πραγματικότητα που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί.
Καθώς κάποιος συνεχίζει να προχωρά σε αυτό το Μονοπάτι, είναι απαραίτητο να παραμένει ταπεινός, να μοιράζεται την κατανόησή του με τους άλλους, εάν βοηθάει το ταξίδι του, αλλά πάντα με την προειδοποίηση ότι αυτή η κατανόηση δεν είναι η τελευταία λέξη. Ο Δρόμος είναι άπειρος και ο αναζητητής πρέπει να παραμένει σε αέναη κίνηση, ποτέ να μην αναπαύεται, ποτέ να μην είναι ικανοποιημένος με ημιτελή γνώση.
Ο απώτερος στόχος είναι να φτάσουμε στη Διαχρονική Αλήθεια, την Απόλυτη Πραγματικότητα που βρίσκεται πέρα από όλες τις δυαδικότητες, όλες τις έννοιες, όλες τις αντιλήψεις. Είναι μια κατάσταση πλήρους Γνώσης, όπου τίποτα άλλο δεν μένει να γίνει γνωστό, όπου ο αναζητητής συγχωνεύεται με την Πηγή όλων όσων είναι.
Η Κατάσταση του Διαφωτισμού: Η Σιωπή της Ψυχής
Η φώτιση, όπως περιγράφεται στο Δρόμο, είναι το αποκορύφωμα του πνευματικού ταξιδιού. Είναι το σημείο όπου παύει κάθε κίνηση, όπου ο αναζητητής έχει φτάσει στον τελικό προορισμό. Σε αυτή την κατάσταση, τίποτα δεν ανακατεύεται μέσα στην ψυχή. η ανήσυχη αναζήτηση για νόημα, η αναζήτηση της αλήθειας και η επιθυμία για απελευθέρωση όλα τελειώνουν.
Η φώτιση χαρακτηρίζεται από την απόλυτη ηρεμία, την ατελείωτη σιωπή και την αιώνια ειρήνη. Αυτές δεν είναι απλώς ποιητικές περιγραφές αλλά βαθιές πραγματικότητες που βιώνει το φωτισμένο ον. Είναι μια κατάσταση όπου το ατομικό εγώ διαλύεται στο Άπειρο, όπου η δυαδικότητα υποκειμένου και αντικειμένου, εαυτού και άλλου, παύει να υπάρχει.
Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συλληφθεί από το μυαλό, γιατί βρίσκεται πέρα από όλα τα νοητικά κατασκευάσματα. Δεν μπορεί να περιγραφεί, γιατί υπερβαίνει κάθε γλώσσα και εννοιολόγηση. Πρέπει να βιωθεί άμεσα, μέσα από την πλήρη παράδοση στο Απέραντο της Παρουσίας. Σε αυτή την παράδοση, ο ατομικός εαυτός χάνεται, μόνο για να βρεθεί στην αληθινή του φύση ως ένα με το Όλο.
Τα Τρία Μεγάλα Επιτεύγματα: Κλειδιά για την Αιωνιότητα
Ο Δρόμος σκιαγραφεί τρία μεγάλα επιτεύγματα που είναι απαραίτητα για να περάσει το κατώφλι στην Αιωνιότητα: μη κατοχή πραγμάτων, εγκατάλειψη επιθυμιών και ακινησία του μυαλού. Αυτές οι τρεις αρχές αποτελούν το θεμέλιο του πνευματικού ταξιδιού, καθοδηγώντας τον αναζητητή προς τον τελικό στόχο της απελευθέρωσης.
Η μη κατοχή πραγμάτων συνεπάγεται όχι μόνο την παραίτηση από τα υλικά αγαθά αλλά και την παραίτηση από την προσκόλληση σε ό,τι είναι μη μόνιμο. Είναι μια κατάσταση εσωτερικής απόσπασης, όπου ο αναζητητής δεν δεσμεύεται πλέον από την ανάγκη να κατέχει ή να ελέγχει οτιδήποτε στον εξωτερικό κόσμο.
Η εγκατάλειψη των επιθυμιών είναι ένα βαθύτερο επίπεδο απάρνησης. Περιλαμβάνει τη διάλυση όλων των πόθων, όλων των προσκολλήσεων στα αποτελέσματα και κάθε ταύτισης με το εγώ. Οι επιθυμίες είναι η ρίζα του πόνου και η εγκατάλειψή τους οδηγεί στην απελευθέρωση της ψυχής από τους κύκλους της γέννησης και του θανάτου.
Η ακινησία του νου είναι το τελικό επίτευγμα, η ησυχία κάθε νοητικής δραστηριότητας, η παύση όλων των σκέψεων και εννοιών. Σε αυτή την ακινησία, η αληθινή φύση του Εαυτού αποκαλύπτεται και ο αναζητητής είναι έτοιμος να περάσει από την Πύλη της Αιωνιότητας.
Πέρα από την Πύλη: Η Ενότητα Όλων
Για να περάσει από την Πύλη της Αιωνιότητας, ο αναζητητής πρέπει να εγκαταλείψει τον παλιό εαυτό, το εγώ και κάθε εγωισμό. Πέρα από την Πύλη, το άτομο συγχωνεύεται με το Όλο, γίνεται ένα με το Άπειρο. Σε αυτή την κατάσταση της Ενότητας, δεν υπάρχει διαχωρισμός, καμία διάκριση μεταξύ του εαυτού και του άλλου. Όλα μοιράζονται και όλοι εξυπηρετούν όλους. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ζεις στο βασίλειο πέρα από τον κόσμο, το βασίλειο της Αλήθειας, της Αγάπης και της Συμπόνιας.
Αυτή η Ενότητα είναι η απόλυτη υλοποίηση του Δρόμου. Είναι η αναγνώριση ότι όλα τα όντα είναι εκφράσεις της ίδιας θεϊκής συνείδησης, ότι τα όρια που αντιλαμβανόμαστε στον υλικό κόσμο είναι απατηλά. Στο βασίλειο πέρα από την Πύλη, δεν υπάρχει κατοχή, καμία επιθυμία, κανένας χωρισμός - μόνο ο αιώνιος χορός της Ενότητας στη Διαφορετικότητα.
Ο Δρόμος της Πραγματοποίησης: Ο Ιερός Χώρος της Αληθινής Ζωής
Ο Δρόμος δεν είναι απλώς ένα μονοπάτι πνευματικής πρακτικής. είναι ο Δρόμος της Πραγματοποίησης, της Αληθινής Ζωής. Είναι ο Ιερός Χώρος όπου όλα είναι αληθινά, όπου οι ψευδαισθήσεις του κόσμου αφήνονται πίσω και ο αναζητητής στέκεται στο πλήρες φως της Πραγματικότητας. Αυτός είναι ο χώρος της αληθινής ελευθερίας, όπου η ψυχή είναι αδέσμευτη από τις αλυσίδες της άγνοιας και της αυταπάτης.
Σε αυτόν τον Ιερό Χώρο, ο αναζητητής βρίσκει την αληθινή του φύση, τη θεϊκή του ουσία και βιώνει την απόλυτη πραγματικότητα της ζωής. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης, όχι πράξεως—μια κατάσταση καθαρής ύπαρξης, καθαρής συνείδησης και καθαρής ευδαιμονίας.
Ο σεβασμός για όσους έχουν περπατήσει στο Δρόμο πριν από εμάς είναι ένα κρίσιμο στοιχείο αυτού του ταξιδιού. Οι διδασκαλίες που πέρασαν από γενεές αποτελούν μια αδιάσπαστη διαδοχή, μια γενεαλογία σοφίας που καθοδηγεί τον αναζητητή στο μονοπάτι τους. Καθώς κάποιος προχωρά, γίνεται κι αυτός μέρος αυτής της ιερής παράδοσης, κερδίζοντας το σεβασμό όσων ακολουθούν και συνεχίζοντας τη μετάδοση της Αιώνιας Αλήθειας.
Σύνοψη: Η Απεραντοσύνη του Δρόμου
Ο Δρόμος είναι ένα ταξίδι πέρα από το μυαλό, πέρα από το εγώ και πέρα από τον κόσμο. Είναι το μονοπάτι της Πραγματοποίησης, όπου ο αναζητητής ανακαλύπτει την αληθινή του φύση, τη θεϊκή του ουσία και βιώνει την Εσχάτη Πραγματικότητα. Είναι ένα ταξίδι που απαιτεί την απάρνηση όλων των προσκολλήσεων, την εγκατάλειψη όλων των επιθυμιών και την ηρεμία του μυαλού.
Ο Δρόμος είναι ο Ιερός Χώρος όπου όλα είναι αληθινά, όπου ο αναζητητής βρίσκει τον Παράδεισο μέσα του, Εδώ και Τώρα. Είναι το μονοπάτι προς την Απόλυτη Ηρεμία, την Ατελείωτη Σιωπή και την Αιώνια Ειρήνη. Είναι το ταξίδι προς την Ενότητα με Όλους, τον τελικό προορισμό της αναζήτησης της ψυχής για απελευθέρωση.
Στην απεραντοσύνη του δρόμου, ο αναζητητής βρίσκει την απόλυτη ελευθερία, την απόλυτη αλήθεια και την απόλυτη πραγματικότητα. Είναι ένα ταξίδι που δεν περιγράφεται, μόνο βιώνεται — ένα ταξίδι που οδηγεί στην καρδιά του Άπειρου.
Η Εσωτερική Σιωπή: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι Πέρα από τις Αυταπάτες της Ζωής
Οι αυταπάτες της ζωής είναι αμέτρητες. Εμφανίζονται με τη μορφή φευγαλέων επιθυμιών, παροδικών προσκολλήσεων και της αδιάκοπης κίνησης του νου, που πετάει από τη μία σκέψη στην άλλη σαν ανήσυχο πουλί. Από τη γέννησή μας, προγραμματιζόμαστε να βλέπουμε το εξωτερικό ως πραγματικότητα, να πιστεύουμε στην στερεότητα των μορφών, στη μονιμότητα των σχέσεων και στην αξιοπιστία των σκέψεων. Όμως, αν κοιτάξει κανείς βαθιά, πέρα από το πέπλο των φαινομένων, διακρίνει τη διαρκώς μεταβαλλόμενη φύση της ύπαρξης—ένα μεγαλειώδες παιχνίδι φωτός και σκιάς, όπου τίποτα δεν είναι πραγματικά σταθερό, και όλα είναι ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο.
Οι σοφοί και οι μυστικιστές του παρελθόντος μιλούσαν για την ανάγκη να απαρνηθεί κανείς αυτές τις αυταπάτες, να αποσυρθεί στις ερήμους, τα δάση ή τα μοναστικά κελιά για να βρει την απελευθέρωση. Όμως η Εσωτερική Σιωπή δεν απαιτεί τέτοια απομόνωση. Δεν είναι ζήτημα γεωγραφίας, αλλά επίγνωσης. Δεν είναι η εξωτερική μοναξιά του ασκητή, αλλά η εσωτερική μοναχικότητα εκείνου που έχει πάψει να αναζητά την πληρότητα στο εφήμερο. Όταν κάποιος έχει τελικά, ολοκληρωτικά και απόλυτα εγκαταλείψει την προσκόλληση στις φαινομενικότητες—όχι μόνο στα λόγια ή στις ιδέες, αλλά στα βάθη της ύπαρξής του—τότε η σιωπή αναδύεται αυθόρμητα. Δεν επιβάλλεται· αποκαλύπτεται.
Ο Οδυσσέας, στο θρυλικό του ταξίδι, είχε προειδοποιηθεί για τις Σειρήνες—εκείνες τις απόκοσμες φωνές, των οποίων το τραγούδι μπορούσε να παρασύρει τους ναυτικούς στην καταστροφή. Έδεσε τον εαυτό του στο κατάρτι, ώστε, αν και θα άκουγε το τραγούδι τους, να μην υποκύψει. Όμως, στην Εσωτερική Σιωπή, οι Σειρήνες τραγουδούν μάταια. Οι μελωδίες τους δεν είναι παρά μακρινές ηχώ, που δεν μπορούν να διαπεράσουν το άδυτο της επίγνωσης. Όταν ο νους δεν προσκολλάται, όταν η καρδιά δεν αναζητά πλέον επιβεβαίωση από το έξωθεν, τότε δεν υπάρχει τίποτα για τις αυταπάτες να αρπάξουν. Το τραγούδι των Σειρήνων δεν μπορεί να φτάσει εκεί όπου δεν υπάρχει ακροατής.
Αυτό το μονοπάτι δεν είναι ούτε της καταπίεσης, ούτε της βίαιης αποκόλλησης, διότι και τα δύο υποδηλώνουν έναν αγώνα, μια αντίσταση, και συνεπώς μια λεπτή προσκόλληση. Η αληθινή αποταγή δεν είναι απόρριψη του κόσμου, αλλά μια βαθιά, ακλόνητη γνώση ότι ο ίδιος ο κόσμος δεν είναι παρά ένα εφήμερο κύμα στην επιφάνεια της άμορφης αβύσσου. Το να αναπαύεται κανείς στην Εσωτερική Σιωπή σημαίνει να παρακολουθεί τον χορό της ύπαρξης χωρίς να εμπλέκεται σε αυτόν, να κινείται μέσα στη ζωή αλώβητος από τις θύελλές της και να παραμένει σε εκείνη την ηρεμία που ούτε ο χρόνος ούτε οι αναταράξεις μπορούν να διαταράξουν.
Έτσι, εκείνος που έχει εισέλθει σε αυτή τη σιωπή δεν είναι δέσμιος των αυταπατών του κόσμου. Περπατά ανάμεσα στους άλλους, αλλά παραμένει χωριστά—όχι με πνεύμα ανωτερότητας, αλλά με τη γαλήνια αποστασιοποίηση εκείνου που βλέπει καθαρά. Μπορεί να δρα, να μιλά, να συμμετέχει, αλλά πάντοτε από το βάθος ενός ατάραχου κέντρου. Είναι σαν τον λωτό πάνω στο νερό—ριζωμένος στη λάσπη, αλλά ανέγγιχτος από την ακαθαρσία της.
Έτσι, η Εσωτερική Σιωπή δεν είναι απουσία, αλλά πληρότητα· δεν είναι κενότητα, αλλά μια βαθιά παρουσία. Είναι ο χώρος όπου οι λέξεις παύουν και η σοφία ξεκινά, όπου η ταυτότητα διαλύεται και το άπειρο αποκαλύπτεται. Το να εισέλθει κανείς σε αυτή σημαίνει να περάσει πέρα από το γνωστό, πέρα από τον εαυτό, και μέσα στην απεριόριστη έκταση του αιώνιου.
Για όσους την αναζητούν, το μονοπάτι είναι ταυτόχρονα απλό και αδύνατο. Απλό, γιατί δεν απαιτεί τίποτα εξωτερικό—ούτε τελετουργίες, ούτε αποκηρύξεις, ούτε ασκήσεις. Αδύνατο, γιατί όσο υπάρχει προσπάθεια, υπάρχει ακόμα προσκόλληση, και όσο υπάρχει προσκόλληση, η σιωπή παραμένει μακρινή. Το παράδοξο επιλύεται μόνο όταν κάποιος παραδοθεί ολοκληρωτικά, όταν σταματήσει να προσπαθεί και απλώς επιτρέψει στη Σιωπή να αποκαλυφθεί.
Και τότε, σε εκείνη την ιερή ησυχία, δεν υπάρχει πια αναζητητής, δεν υπάρχει πια ταξίδι—παρά μόνο η σιωπηλή, αιώνια παρουσία εκείνου που ήταν πάντοτε.
Αληθινός Διαλογισμός: Η Τέχνη της Άμεσης Επαφής με τη Ζωή
Η Ψευδαίσθηση του Φανταστικού Κόσμου
Ο νους, ανήσυχος και αδιάκοπος, δημιουργεί έναν κόσμο δικό του—έναν κόσμο χτισμένο πάνω σε αναμνήσεις, προβολές και επιθυμίες. Διαρκώς αναζητά, θέλοντας να γίνει κάτι, να αποκτήσει κάτι, να πιαστεί από ένα φανταστικό μέλλον ή να προσκολληθεί σε ένα παρελθόν που χάνεται. Αυτή η αναζήτηση είναι ο σπόρος του πόνου, διότι μέσα της, κανείς απομακρύνεται για πάντα από την ζωντανή αλήθεια της ύπαρξης.
Ο Αληθινός Διαλογισμός είναι η εξάλειψη αυτού του ψεύδους, η διάλυση των ορίων που σε χωρίζουν από το ζωντανό τώρα. Είναι η αποδόμηση όλων των νοητικών κατασκευών, επιτρέποντας στη ζωή να ρέει ανεμπόδιστη, χωρίς περιορισμούς από τις ψευδαισθήσεις της σκέψης. Όταν το πέπλο των αυταπατών του νου σηκωθεί, βλέπεις καθαρά—δεν είσαι ξεχωριστός από την ύπαρξη, αλλά ένα με όλα όσα υπάρχουν.
Η Λάμψη της Άμεσης Επαφής
Το να είσαι σε άμεση επαφή με τη ζωή σημαίνει να αγκαλιάζεις την αμεσότητα της παρούσας στιγμής χωρίς αντίσταση. Σημαίνει να είσαι πλήρως ανοιχτός, χωρίς να αποφεύγεις ή να προσκολλάσαι, χωρίς να κρίνεις ή να αναλύεις, αλλά απλώς να γίνεσαι μάρτυρας. Σε αυτή την κατάσταση, δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρούμενου. Είσαι το αεράκι που χαϊδεύει το δέρμα σου, το γέλιο ενός παιδιού, το θρόισμα των φύλλων, η ανατολή και η δύση του ήλιου. Γίνεσαι ο ίδιος ο παλμός του σύμπαντος.
Αυτή η επαφή δεν είναι διανοητική· δεν είναι κάτι που μπορεί να συλληφθεί με σκέψεις. Είναι μια άμεση εμπειρία, μια κοινωνία πέρα από τις λέξεις. Μέσα σε αυτή τη σιγή, ο νους παύει τον αδιάκοπο μονόλογό του, και όλοι οι δρόμοι συγκλίνουν στη μεγάλη, απέραντη σιωπή του απείρου.
Η Ανάδυση της Εσωτερικής Γαλήνης
Όταν κάποιος εδραιώνεται στον Αληθινό Διαλογισμό, η γαλήνη που βιώνει δεν είναι περιορισμένη—διαχέεται παντού, ακτινοβολώντας όπως η ζεστασιά του ήλιου, αγγίζοντας τα πάντα αδιακρίτως. Αυτή η γαλήνη δεν καλλιεργείται, διότι είναι ήδη παρούσα· είναι η έμφυτη φύση της ύπαρξης. Δεν προκύπτει από προσπάθεια, αλλά από την άκοπη συνειδητοποίηση της ενότητάς σου με τα πάντα.
Ένας νους μπλεγμένος στις σκέψεις αναζητά τη γαλήνη ως κάτι που πρέπει να αποκτήσει, αλλά αυτή είναι μια χίμαιρα. Η γαλήνη δεν είναι κάτι που μπορεί να κυνηγηθεί, διότι η ίδια η αναζήτηση υποδηλώνει διαχωρισμό—έναν διαχωρισμό μεταξύ του αναζητητή και αυτού που αναζητά. Όταν σταματάς να αναζητάς και απλώς είσαι, η γαλήνη αναδύεται αυθόρμητα, τόσο φυσικά όσο η άνθιση ενός λουλουδιού ή η ροή ενός ποταμού.
Η Ένωση με το Άπειρο
Το να ζεις μέσα σε αυτή την κατανόηση είναι να είσαι ελεύθερος. Δεν υπάρχει πλέον η ανάγκη να κάνεις κάτι για να γίνεις κάτι, διότι κάθε γίγνεσθαι ανήκει στη σφαίρα της ψευδαίσθησης. Τι υπάρχει να αποκτήσεις όταν είσαι ήδη το Όλον; Τι υπάρχει να αναζητήσεις όταν όλα όσα υπάρχουν είναι ήδη μέσα σου;
Στον Αληθινό Διαλογισμό, στέκεσαι στο κατώφλι του απείρου, όχι ως ένας εξωτερικός παρατηρητής, αλλά ως το ίδιο το άπειρο. Δεν υπάρχει πλέον ένας "εσύ" που διαλογίζεται—υπάρχει μόνο ο διαλογισμός. Δεν υπάρχει πλέον ένας "εσύ" που βιώνει—υπάρχει μόνο η εμπειρία. Δεν υπάρχει πλέον ένας "εσύ" που αναζητά—υπάρχει μόνο η αχανής, αιώνια παρουσία της ύπαρξης.
Και μέσα σε αυτή την επίγνωση, κάθε πόνος διαλύεται, κάθε φόβος εξαφανίζεται, και κάθε διαχωρισμός παύει να υπάρχει. Αυτό που απομένει είναι η καθαρή επίγνωση, αμετακίνητη, αγνή, πέρα από τον χρόνο και τον χώρο. Αυτός είναι ο Αληθινός Διαλογισμός. Αυτή είναι η Ζωή, ιδωμένη στην πληρότητά της. Αυτή είναι η αφύπνιση στο Ένα.
Η Πρόσκληση στο Είναι
Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις για να φτάσεις σε αυτή την κατάσταση, διότι είσαι ήδη εδώ. Η πρόσκληση δεν είναι να κάνεις, αλλά να είσαι. Όχι να αναζητάς, αλλά να βλέπεις. Όχι να γίνεις, αλλά να διαλυθείς μέσα στον μεγάλο ωκεανό της ύπαρξης.
Άφησε τον νου να εγκαταλείψει τις ατέρμονες περιπλανήσεις του. Άφησε την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού. Άφησε την αναζήτηση νοήματος έξω από τον εαυτό σου. Όλα όσα αναζητάς είναι ήδη εδώ, μέσα σου, ως εσύ. Παράδωσε τον εαυτό σου στο άπειρο τώρα, και άσε την ύπαρξη να σου αποκαλύψει το διαχρονικό της μυστήριο.
Διότι όταν βρίσκεσαι σε άμεση επαφή με ό,τι συμβαίνει, είσαι επιτέλους στο σπίτι σου.
Και αυτό, πέρα από τις λέξεις, πέρα από την κατανόηση, είναι ο Αληθινός Διαλογισμός.
Το Αιώνιο Μονοπάτι: Αποκάλυψη της Μυστικιστικής Αλήθειας πέρα από την Αντίληψη
Ο αληθινός νους και η ψευδαίσθηση της αντίληψης
Για να κατανοήσει κανείς τη φύση της Πραγματικότητας, πρέπει πρώτα να κατανοήσει τη διάκριση μεταξύ του Αληθινού Νου και του νου των ανθρώπων. Ο Αληθινός Νους, που μπορεί να ονομαστεί Καθαρή Συνείδηση ή Άμεση Γνώση, είναι μια κατάσταση ύπαρξης που είναι εντελώς ακίνητη, ανεξέλεγκτη από τις διακυμάνσεις της σκέψης και των συναισθημάτων. Είναι η ουσία του ίδιου του Είναι, όπου δεν υπάρχει κίνηση, γιατί είναι ήδη πλήρης και ολοκληρωμένη. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το μυαλό των ανθρώπων, που είναι διαρκώς σε κίνηση, προσπαθώντας συνεχώς να κυριαρχήσει στη γνώση, να αποκωδικοποιήσει τα μυστήρια του σύμπαντος. Όμως αυτό το μυαλό, με το αδυσώπητο κυνήγι του, είναι εγκλωβισμένο μέσα στις δικές του κατασκευές, στον δικό του περιορισμένο χώρο. Δεν μπορεί να αντιληφθεί πέρα από τα όρια που έχει θέσει στον εαυτό του. Έτσι, όλες οι προσπάθειές του, όλες οι γνώσεις του, δεν είναι παρά όνειρα – ηχώ στην απέραντη σιωπή του Αληθινού Νου.
Τα φαινόμενα που προκύπτουν μέσα στο Αιώνιο Υπόβαθρο της Ύπαρξης - σκέψεις, συναισθήματα, αισθήσεις και σωματικές δραστηριότητες - είναι όλα παροδικά. Κυκλοφορούν σαν ποτάμια από τις πηγές τους, προχωρώντας αδυσώπητα προς την εκπλήρωσή τους. Αλλά αυτά τα ρεύματα, αν και αληθινά στο πέρασμά τους, δεν ορίζουν την Πραγματικότητα. Είναι απλώς περαστικές σκιές στην Αιώνια Παρουσία που είναι η αληθινή μας ουσία. Οι σοφοί δεν προσκολλώνται σε αυτά τα παροδικά φαινόμενα, γνωρίζοντας ότι αυτό που μένει, αφού όλα έχουν περάσει, είναι η Αιώνια Παρουσία, ανέγγιχτη από τα ρεύματα του χρόνου και των αλλαγών.
Ο νόμος του κόσμου και η ροή του πεπρωμένου
Σε αυτόν τον κόσμο, τα πάντα ρέουν σύμφωνα με έναν κοσμικό νόμο — έναν νόμο που διέπει την άνοδο και την πτώση όλων των φαινομένων, τη γέννηση και τον θάνατο όλων των πραγμάτων. Κάθε γεγονός, κάθε εμπειρία, δεσμεύεται από αυτόν τον νόμο, και τίποτα δεν συμβαίνει χωρίς αιτία ή χωρίς προορισμένο τέλος. Το να αντιστέκεσαι σε αυτή τη ροή σημαίνει να παλεύεις ενάντια στον ίδιο τον ιστό της ύπαρξης. Είναι σαν ένα φύλλο που παλεύει με τον άνεμο που το μεταφέρει, ή ένα ποτάμι που αρνείται να ακολουθήσει την πορεία του προς τη θάλασσα. Μια τέτοια αντίσταση γεννιέται από την άγνοια, από ένα μυαλό που κρίνει με τα δικά του μικρά μέτρα αυτά που δεν μπορεί να καταλάβει. Αλλά το να παραδοθείς στη ροή, να εμπιστευτείς ότι σε οδηγεί ακριβώς εκεί που πρέπει να πας, σημαίνει να ευθυγραμμιστείς με τα βαθύτερα ρεύματα του σύμπαντος. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ακόμη και όταν τα γεγονότα φαίνονται χαοτικά, ακόμα και όταν η ζωή φαίνεται άδικη ή ακατανόητη, υπάρχει μια βαθύτερη τάξη στην εργασία, που καθοδηγεί όλα τα πράγματα στη θέση που τους αξίζει.
Στη ροή της ύπαρξης, κάθε φαινόμενο είναι μια πινακίδα, που δείχνει το Αιώνιο που βρίσκεται πέρα. Αλλά ο νους, αν παραμείνει στην επιφάνεια, αν σκορπιστεί στους αμέτρητους περισπασμούς του κόσμου, θα χάσει τη βαθύτερη αλήθεια. Η επιφάνεια είναι εκεί που χορεύει το εφήμερο, όπου παίρνει μορφή το παροδικό. Αλλά κάτω από αυτή την επιφάνεια κρύβεται μια ησυχία, μια σιωπή, όπου κατοικεί το Αιώνιο. Οι σοφοί δεν χάνονται στις φαντασιώσεις, στην ακατάπαυστη φλυαρία του μυαλού. Αναζητούν την Αιώνια, την αμετάβλητη Πραγματικότητα που βρίσκεται κάτω από όλες τις παροδικές εμφανίσεις.
Το πνευματικό μονοπάτι: Αναζητώντας το Αιώνιο
Το ταξίδι προς την Αλήθεια και την Πνευματική Πρόοδο είναι ένα ταξίδι που κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση των υλικών επιδιώξεων. Στον κόσμο της υλικότητας, μας ενθαρρύνουν συνεχώς να αναζητούμε, να αποκτάμε, να επιτυγχάνουμε. Αλλά αυτές οι επιδιώξεις, ενώ μπορεί να φέρουν προσωρινή ικανοποίηση, τελικά μας αλυσοδένουν στον εξωτερικό κόσμο. Μας δένουν με το παροδικό, με το εφήμερο, με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες μορφές που δεν μπορούν να προσφέρουν διαρκή εκπλήρωση. Ο αληθινός αναζητητής γνωρίζει ότι για να βρει κανείς το Αιώνιο, πρέπει να στραφεί προς τα μέσα, μακριά από τους περισπασμούς του εξωτερικού κόσμου. Δεν είναι ότι ο εξωτερικός κόσμος πρέπει να απορριφθεί, αλλά μάλλον, δεν πρέπει να προσκολληθεί σε αυτόν, δεν πρέπει να παγιδευτεί από αυτόν. Γιατί ό,τι είναι εξωτερικό είναι προσωρινό – οι λύπες και οι χαρές, τα όνειρα και οι πραγματοποιήσεις, όλα είναι φευγαλέα. Είναι σαν κύματα στην επιφάνεια του ωκεανού, που ανεβαίνουν και πέφτουν, αλλά ποτέ δεν επηρεάζουν τη βαθιά ακινησία που βρίσκεται από κάτω.
Το να αναζητάς το Αιώνιο σημαίνει να αναζητάς αυτό που είναι αμετάβλητο, αυτό που παραμένει σταθερό μέσα στη ροή της ζωής. Είναι να απομακρύνεσαι από το εφήμερο και προς το διαρκές. Εδώ, σε αυτή τη στροφή, είναι η Γνώση, είναι Πληρότητα, είναι Ευδαιμονία. Γιατί το Αιώνιο είναι η πηγή όλων, το έδαφος όλων των όντων, η Πραγματικότητα που βρίσκεται κάτω από όλα τα φαινόμενα.
Η άγνοια των φαινομένων και το μονοπάτι της αιωνιότητας
Στην άγνοιά τους, πολλά όντα καταλαμβάνονται από φαινόμενα. Αιχμαλωτίζονται από τον κόσμο των εμφανίσεων, μπερδεύοντας το παροδικό με το πραγματικό. Κυνηγούν τις σκιές, ξεχνώντας το φως που τις ρίχνει. Αλλά ακόμα και μέσα στην άγνοιά τους, ακόμα κι όταν περιπλανιούνται στον λαβύρινθο της ύπαρξης, εξακολουθούν να βαδίζουν το Μονοπάτι της Αιωνιότητας. Γιατί όλα τα πράγματα στο σύμπαν κινούνται προς το ίδιο τέλος — προς την συνειδητοποίηση της αληθινής τους φύσης, προς την αναγνώριση ότι είναι, και ήταν πάντα, μέρος του Αιώνιου.
Το ταξίδι μπορεί να είναι μακρύ και πολλοί μπορεί να χρειαστούν χιλιάδες κύκλους, περιπλανώμενοι σε αμέτρητες ζωές, προτού ανακαλύψουν ότι ήταν εδώ από την αρχή. Ακόμη και όταν σπαταλούν αιώνες στο όνειρο του κόσμου, η Αιώνια Παρουσία παραμένει, περιμένοντας υπομονετικά να ξυπνήσουν. Και όταν το κάνουν, θα δουν ότι όλα τα πράγματα, όλες οι εμπειρίες, όλοι οι αγώνες, ήταν μέρος του Μονοπατιού που τους οδήγησε πίσω στην αληθινή τους φύση.
Συμπέρασμα: Η αναπόφευκτη επίλυση
Στο τέλος, όλα τα πράγματα λειτουργούν μόνα τους, ακόμα κι όταν, εν αγνοία μας, αντιστεκόμαστε. Το σύμπαν διέπεται από μια ανώτερη τάξη, μια βαθύτερη σοφία, που καθοδηγεί όλα τα πράγματα προς το σωστό τέλος τους. Το να το αναγνωρίσεις αυτό, να το εμπιστευτείς, σημαίνει να βρεις γαλήνη ανάμεσα στις καταιγίδες της ζωής. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ακόμη και όταν δεν μπορούμε να δούμε το δρόμο, ακόμα και όταν το μονοπάτι φαίνεται σκοτεινό και αβέβαιο, πάντα οδηγούμαστε, πάντα καθοδηγούμενοι από το Αιώνιο που κατοικεί μέσα μας.
Η πραγματικότητα είναι πέρα από την αντίληψη, πέρα από τη σκέψη, πέρα από τα φαινόμενα των αισθήσεων. Είναι η Αιώνια Παρουσία που παραμένει όταν έχουν περάσει όλα τα άλλα. Το να το γνωρίζεις αυτό σημαίνει να ξυπνήσεις από το όνειρο του κόσμου, να δεις μέσα από τις ψευδαισθήσεις του νου και να βρεις την αληθινή Γνώση, Πληρότητα και Ευδαιμονία που βρίσκεται στην καρδιά κάθε ύπαρξης.
Η θεραπεία προϋποθέτει εσωτερική όσο και εξωτερική αλλαγή
Αυτός ο τελευταίος μύθος είναι ιδιαίτερα αποθαρρυντικός, επειδή έχει μεγάλη επιρροή στην ψυχή ανεξάρτητα από το αν κάποιος είναι σωματικά ασθενής. Ο λόγος που πιστεύουμε ότι η αλλαγή είναι αδύνατη είναι απλός. Σε κανένα δεν αρέσει η αλλαγή, και σε κανένα δεν αρέσει να αλλάζει ο ίδιος. Θέλουμε όλα να παραμένουν οικεία — κατά διαστροφικό τρόπο, ακόμη και σε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Πιστεύουμε ότι “ο διάβολος που ξέρουμε είναι καλύτερος από αυτόν που δεν ξέρουμε”, κι έτσι βλέπουν οι περισσότεροι από εμάς τη διαδικασία της αλλαγής.
Αν και η αλλαγή είναι συνεχής και αναπόφευκτη, προτιμάμε να στρέφουμε την προσοχή μας -και μάλιστα ένα μεγάλο κομμάτι της— στο να εμποδίσουμε τις αλλαγές να συμβούν στη ζωή μας. Το να λες στους ανθρώπους να πάρουν την πρωτοβουλία για αλλαγές και να ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου που θα βγάλουν το καράβι τους από το ασφαλές του λιμάνι στην ταραγμένη θάλασσα, είναι σαν να τους ζητάς να καθίσουν σε αναμμένα κάρβουνα για ένα ολόκληρο απόγευμα. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι η θεραπεία και η αλλαγή είναι ένα και το αυτό. Αποτελούνται από την ίδια ενέργεια, και δεν μπορούμε να επιζητούμε να θεραπεύσουμε μια ασθένεια χωρίς πρώτα να εξετάσουμε ποιες στάσεις και πρότυπα συμπεριφοράς πρέπει να αλλάξουν στη ζωή μας. Μόλις εντοπίσουμε αυτά τα χαρακτηριστικά, πρέπει να κάνουμε κάτι. Αυτό απαιτεί να αναλάβουμε δράση, και η δράση φέρνει την αλλαγή.
Πολλοί άνθρωποι καταφέρνουν να πείσουν τον εαυτό τους ότι το να κόψουν μια κακή συνήθεια ή να αρχίσουν τακτική φυσική άσκηση είναι αρκετή αλλαγή για να φέρει τη θεραπεία. Σίγουρα, αυτές οι αλλαγές στηρίζουν τη θεραπεία, αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, ελάχιστα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των πραγματικών θεμάτων που μπορεί να παρεμποδίζουν τη θεραπεία. Η θεραπεία προϋποθέτει εσωτερική όσο και εξωτερική αλλαγή.
Προϋποθέτει να κάνουμε στον εαυτό μας ερωτήσεις όπως, “Με γεμίζει η ζωή που κάνω; Έχω δώσει τη δέουσα προσοχή στις προσωπικές μου ανάγκες, ή τόσο καιρό απλά προσπαθούσα να φροντίσω για τις ανάγκες των άλλων; ” Αυτές οι ερωτήσεις όχι μόνο κατευθύνουν την προσοχή μας σε εμάς τους ίδιους, αλλά και μας παρακινούν να αλλάξουμε κατεύθυνση στη ζωή μας, ακόμη και να μεταβάλουμε τη φύση μας. Σ’ αυτό το σημείο, αρχίζουμε συνήθως να διαφωνούμε με τον εαυτό μας, λέγοντας ξανά και ξανά ότι απλά δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη φύση μας. “Έτσι ήμουν πάντα”, λέμε, “γιατί αυτός/ αυτή είμαι”.
Ο μύθος ότι η πραγματική αλλαγή είναι αδύνατη έχει διεισδύσει τόσο βαθιά μέσα μας όσο και το DNA μας. Οι πάντες και τα πάντα μοιάζουν να τον υποστηρίζουν, επειδή δεν θέλουμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας, όπως και δεν πιστεύουμε ότι οι άλλοι μπορούν να αλλάξουν. Ακόμη κι όταν τρέφουμε την ελπίδα ότι κάποιος θα αλλάξει τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, συνήθως αμφιβάλλουμε ότι μια τέτοια μεταμόρφωση μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί.
Για να φέρουμε την αλλαγή στα βάθη της ύπαρξής μας, πρέπει να παλέψουμε με εκείνα τα χαρακτηριστικά μέσα μας που είχαμε την τάση να αποφεύγουμε. Πολλές φορές δεν έχουμε καμία επίγνωση κάποιων κομματιών της προσωπικότητάς μας, είτε επειδή δεν θέλουμε να τα αναγνωρίσουμε είτε επειδή δεν δώσαμε ποτέ πολλή προσοχή στη σκιώδη μας πλευρά. Ανεξάρτητα από τους λόγους, πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε μια γιο πάντα. Δεν είναι εύκολο έργο. Δεν μας αρέσει να βουτάμε στη σκοτεινή μας πλευρά, ούτε να φέρνουμε τους φόβους και το ελαττώματά μας στην επιφάνεια.
Σε ένα από τα σεμινάριά, μια γυναίκα σαράντα ενός χρόνων, η Λουίζα, μας μίλησε για την περιπέτειά της με τον καρκίνο των ωοθηκών από τον οποίο έπασχε. Είχε στραφεί για βοήθεια σε μια ψυχοθεραπεύτρια ειδικευμένη στον υπνωτισμό. Αρχικά, οι προσπάθειες να υπνωτιστεί δεν έφεραν αποτέλεσμα, κυρίως επειδή η Λουίζα δεν μπορούσε να χαλαρώσει τόσο ώστε να εγκαταλείψει τον έλεγχο του μυαλού της. Μια μέρα η ψυχολόγος της πρότεινε να κάνει μασάζ πριν από το επόμενο ραντεβού τους.
Έτσι κι έκανε, φτάνοντας στη συνέχεια στο ιατρείο κάπως πιο χαλαρή — αρκετά χαλαρή πάντως για να μπορέσει να αφεθεί. Κατά τη διάρκεια της ύπνωσης η Λουίζα άρχισε να μιλάει για το φόβο της για τα γηρατειά. Πίστευε ότι τα γηρατειά σήμαιναν απώλεια της ομορφιάς της, της ερωτικής της ελκυστικότητας, και επομένως της δύναμής της ως γυναίκας. Μιλούσε για τα γηρατειά σαν μια αρρώστια που δεν έχει γιατρειά, λέγοντας ότι όλο της το είναι προτιμούσε το θάνατο από το να ζει σαν μια ηλικιωμένη που θα ήταν υποχρεωμένη να βλέπει όλες αυτές τις νεότερες και πιο ελκυστικές γυναίκες.
Όταν η Λουίζα επανήλθε και η ψυχολόγος μοιράστηκε μαζί της αυτές τις αποκαλύψεις, η αντίδρασή της ήταν απόλυτα αρνητική. «Πώς γίνεται να φοβάμαι τα γηρατειά; Στο κάτω - κάτω, είναι ένα φυσικό στάδιο της ζωής. Όλοι γερνούν».
Στην επόμενη συνάντησή τους, η ψυχολόγος έδειξε στη Λουίζα κάτι γυναικεία περιοδικά γεμάτα φωτογραφίες ωραίων γυναικών. Ζήτησε από τη Λουίζα να σχολιάσει την ομορφιά των μοντέλων. Με κάθε σελίδα που περνούσε, η Λουίζα ένιωθε όλο και πιο δυσάρεστα, λέγοντας ότι κάτω από όλο αυτό το βάψιμο αυτές οι “θεές” ήταν απλές, συνηθισμένες γυναίκες. Η νευρικότητά της όμως αυξήθηκε κατακόρυφα όταν η ψυχολόγος της ζήτησε να φανταστεί πώς θα ήταν η ζωή για γυναίκες τέτοιας ομορφιάς. Εκείνη απάντησε ότι δεν είχε ιδέα. Και μετά η ψυχολόγος της τη ρώτησε αν πίστευε ότι αυτές οι γυναίκες Φοβούνταν τα γηρατειά.
«Και βέβαια τα φοβούνται», είπε η Λουίζα. «Πώς να μην τα Φοβούνται; Το πρόσωπό τους είναι η περιουσία τους, κι όταν αυτό χαθεί, τότε πάει και η καριέρα τους και η προσωπική τους ζωή. Κανένας άντρας δεν θέλει μια γριά».
«Τώρα μιλάς για τον εαυτό σου», αποκρίθηκε η ψυχολόγος, και πρέπει να το συνειδητοποιήσεις αυτό. Αυτός ο φόβος είναι τόσο βαθιά ριζωμένος μέσα σου, που καταστρέφεις τα γυναικεία σου όργανα επειδή απεχθάνεσαι τη διαδικασία της γήρανσής που συμβαίνει μέσα στο γυναικείο σου κορμί».
Η Λουίζα επέμεινε ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως σχέση ανάμεσα στην ασθένειά της και σ’ αυτό τον “κατασκευασμένο” φόβο των γηρατειών. Κατά τη δική της άποψη, ο καρκίνος ήταν αποτέλεσμα άγχους από τη δουλειά της, ή ίσως η κακή της τύχη. Η Λουίζα δεν μπορούσε να ανοίξει το μυαλό της ούτε καν στην πιθανότητα μιας διαφορετικής ερμηνείας της κρίσης που περνούσε. Για εκείνη, η αλλαγή στον τρόπο που έβλεπε τα αράγματα ήταν αδύνατη, θα άλλαζε τη ζωή της μόνο μέχρι του σημείου που δεν θα επηρέαζε την εικόνα που είχε για τον εαυτό της.
Απ’ την άλλη πλευρά πάλι, βρίσκονται κάποιοι άνθρωποι που θεωρούν την εσωτερική αλλαγή όχι μόνο δυνατή αλλά και μια μικρή περιπέτεια, κυρίως όταν την προσεγγίζουν με μια δόση χιούμορ. Η Λίντα, που έπασχε από καρκίνο του δέρματος, ήταν μια πραγματικά υπέροχη γυναίκα, όλο χιούμορ και ζεστασιά. Αποφάσισε να δει τη θεραπεία της ως περιπέτεια, σχολιάζοντας: «Πάντα μου άρεσαν οι εξερευνήσεις, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα πήγαινα για εξερεύνηση μέσα μου!».
Η Λίντα ήταν ανοιχτή σε κάθε μορφή θεραπείας που κυκλοφορούσε στην αγορά. Αφού εξέτασε μια σειρά από θεραπευτικές δυνατότητες, συναντήθηκε με έναν άνθρωπο που ήταν ταυτόχρονα ψυχοθεραπευτής και δάσκαλος διαλογισμού. Συναντιόνταν δυο φορές την εβδομάδα και, όπως μου είπε η ίδια: «Όταν δεν είμαστε έξω, είμαστε μέσα». Ένα τμήμα της θεραπείας απαιτούσε να οδηγεί τη Λίντα σε κατάσταση διαλογισμού, και μετά να της υποβάλλει ερωτήσεις. Για να μπορέσει να συνεργαστεί απόλυτα μαζί του, εκείνη έφτιαξε ένα ποιηματάκι, που επαναλάμβανε μερικές φορές πριν χαλαρώσει και περάσει στη φάση του διαλογισμού: «Μπαίνω μέσα, να θεραπευτώ- βγαίνω έξω, με σώμα γερό».
«Μια και ήταν κάτι που ήξερα ότι έπρεπε να κάνω», μου είπε, «σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ καλύτερα αν συνεργαζόμουν παρά αν αντιστεκόμουν. Ποτέ δεν είχα καταλάβει ότι φοβόμουν να πλησιάσω τους ανθρώπους, αλλά το φοβόμουν. Και ανακάλυψα ότι είχα και κλειστοφοβία, ένα φόβο ότι δεν θα μπορούσα να διαφύγω από κλειστά δωμάτια. Υποψιάζομαι ότι γι’ αυτό περνούσα τόσο χρόνο στην ύπαιθρο, και μάλλον το παράκανα με την έκθεσή μου στον ήλιο. Ο ψυχοθεραπευτής μου επισήμανε ότι και οι δυο αυτοί φόβοι περιστρέφονται γύρω από την εγγύτητα. Τώρα, κάθε φορά που είμαι σε έναν κλειστό χώρο μιλάω στον εαυτό μου, υπενθυμίζοντάς του ότι δεν έχω πια τέτοιο φόβο. Λέω επίσης, αν παραμονεύει κανένας άλλος φόβος, να βγει και να φανερωθεί. Τώρα είμαι έτοιμη για όλα».
Σπάνια σκεφτόμαστε ότι η αλλαγή του εαυτού μας μπορεί να είναι μια περιπέτεια, αλλά γιατί να μην είναι; Η ασθένεια συνδέεται τόσο στενά με τους φόβους και την αρνητική συμπεριφορά που μπορεί να φοβόμαστε τη θεραπεία τόσο όσο και την ίδια την αρρώστια. Η επίγνωση του πόσο πολύ και πόσο βαθιά πρέπει να αλλάξουμε είναι τόσο τρομακτική όσο και αληθινή. Η αξιέπαινη στάση της Λίντα δείχνει το δρόμο για μια ευδιάθετη προσέγγιση της θεραπείας, όσο απίθανο και δύσκολο κι αν φαντάζει αυτό.
Ο Λάρι υπέφερε για καιρό από ημικρανίες, υψηλή πίεση και έλκος, μέχρι που τελικά έφτασε στο σημείο όπου βαρέθηκε να ζει μέσα σε ένα “υποβαθμισμένο σώμα”, όπως το έθεσε. Ένιωθε ότι είχε γίνει ένα “σωματικό αχούρι” κι ότι ήταν “ο ιδιοκτήτης ενός φέουδου που το σύστημά του έπρεπε να εκσυγχρονιστεί”.
Ο Λάρι δημιούργησε ένα πρόγραμμα θεραπείας που κάλυπτε όλες τις παραμέτρους: σωματική, νοητική, συναισθηματική και πνευματική. Κυρίως, όμως, έριξε το βάρος στα συναισθηματικά του προβλήματα, γιατί ένιωθε ότι αυτά βρίσκονταν στον πυρήνα της τοξικής του ενέργειας. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ο Λάρι, επειδή ήταν ένας απ’ τους λίγους άντρες που είχα γνωρίσει που προχωρούσε σε μια εκ βαθέων αλλαγή, πράγμα που είναι κάπως πιο συνηθισμένο στις γυναίκες. Ένα κομμάτι της θεραπείας του, που είχε σκοπό να τον βοηθήσει να αντιληφθεί τις αδυναμίες και τα κενά του συναισθηματικού του κόσμου, ήταν να συναντιέται με φίλες του και πρώην κοπέλες του και να ρωτάει την καθεμιά πώς έβλεπε τον ίδιο και τον τρόπο που εξέφραζε τα συναισθήματά του.
Μετά πήγε σε μια ψυχοθεραπεύτρια και της έδωσε τη λίστα με τα χαρακτηριστικά που οι γυναίκες τού είχαν αποδώσει με ειλικρίνεια. Αυτά ήταν, μεταξύ άλλων, εγωκεντρισμός, έλλειψη συμπόνιας για τους άλλους, ανεξέλεγκτη οργή και μια τάση να υπερβάλλει για να τραβάει την προσοχή. Μόλις ο Λάρι ξεπέρασε το σοκ της ανακάλυψης του πώς τον έβλεπαν οι γυναίκες, εκείνος και η ψυχολόγος του στρώθηκαν στη δουλειά.
«Στην αρχή», είπε, «ένιωσα σαν να προσπαθούσαμε να σκαρφαλώσουμε σε ένα βουνό που δεν είχε κορυφή, αλλά ανέβαινε μέχρι τον ουρανό — ή μάλλον, σαν να σκάβαμε ένα πηγάδι χωρίς πάτο. Πρέπει να παραδεχτώ ότι ντράπηκα πολύ με αυτά που είπαν οι γυναίκες για μένα. Αν ήμουν υποχρεωμένος να ξανακάνω κάτι τέτοιο, θα τους ζητούσα τουλάχιστον να δουν και κάτι — οτιδήποτε — θετικό, για να χρυσώσουν το χάπι.
Τέλος πάντων, η ψυχολόγος μου με έστρεψε προς την παιδική μου ηλικία για να δω αν θα μπορούσα να βρω εκεί την πηγή του εγωκεντρισμού μου. Τότε διαπίστωσα ότι πάντα επιδίωκα την προσοχή των γονιών μου και, αν και πάντα μου χάριζαν πολλή αγάπη και προσοχή, δεν ήταν ποτέ αρκετή. Πάντα ήθελα περισσότερη, και αυτή η ανάγκη διατηρήθηκε και στην ενήλικη ζωή μου. Κάποια στιγμή, είπα στην ψυχολόγο μου ότι είχα αρχίσει να με βλέπω ως ένα άθλιο υποκείμενο, αλλά εκείνη γέλασε και μου είπε ότι αυτή ήταν μια ένδειξη ότι ήμαστε στο σωστό δρόμο. Δεν έχω καταλάβει ακόμη τι εννοούσε με αυτό το σχόλιο, αλλά συνέχισα να συνεργάζομαι μαζί της».
Εξαιτίας του ενθουσιασμού του Λάρι και της άφοβης ενδοσκόπησής του, το κορμί του άρχισε να απελευθερώνει όλο και περισσότερη ένταση. Οι ημικρανίες δεν σταμάτησαν αμέσως, αλλά η πίεση του έγινε ξανά φυσιολογική και το έλκος του άρχισε να θεραπεύεται. Για να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τις ημικρανίες του, η ψυχοθεραπεύτρια του παρουσίασε τη μέθοδο της ανάδρασης, που είναι γνωστή για την αποτελεσματικότητά της στις ημικρανίες, επειδή βοηθάει κάποιον να επικεντρωθεί στο να στείλει θερμότητα στα χέρια του, πράγμα που περιορίζει την πίεση στον εγκέφαλο.
«Παράλληλα με όλη αυτή τη θεραπεία», συνέχισε ο Λάρι, «ήθελα να γίνω ένας διαφορετικός άνθρωπος, αν έτσι θα έμενα υγιής. Φαντάζομαι ότι κι αυτή η απόφαση ήταν εγωκεντρική, αλλά ποιος νοιάζεται; Είχε αποτελέσματα. Κάθε φορά που έβγαινα με τους φίλους μου, δεν μιλούσα πια μόνο για τον εαυτό μου. Τους ρωτούσα τι κάνουν και προσπαθούσα να γίνω καλύτερος ακροατής. Στην αρχή, αυτός ήταν ένας τρόπος να τους εντυπωσιάσω με τον καινούριο μου εαυτό, αλλά στην πορεία διαπίστωσα ότι με ενδιέφεραν πραγματικά αυτά που είχαν να μου πουν. Και κυρίως, μου άρεσε ειλικρινά ο άνθρωπος που γινόμουν». Δεν είναι περίεργο που ο Λάρι σύντομα θεράπευσε τις ημικρανίες του, όπως κι όλα τα άλλα.
Η αντίληψή μας ότι κρύβουμε την κακία στον πυρήνα μας συνοδεύεται από την αντίληψη ότι δεν αξίζουμε καμία βοήθεια, ανθρώπινη ή θεϊκή, ούτε έχουμε το δικαίωμα να επωφεληθούμε από τη βοήθεια που μας δίνεται. Προκειμένου να απελευθερωθούμε από αυτή τη συναισθηματική άγκυρα χρειαζεται μεγάλη προσπάθεια. Η απαιτούμενη προσπάθεια όμως δεν είναι υπεράνθρωπη· όπως απέδειξε κι ο Λάρι, το μόνο που χρειάζεται είναι θέληση. Ειλικρινά θαυμάζω τον τρόπο που ο Λάρι ανέλαβε τα ηνία της προσωπικότητάς του. Τόσο λίγο φόβο έμοιαζε να νιώθει για αυτά που κρύβονταν μέσα του, που αγνόησε τη γνώμη τρίτων, μαθαίνοντας πράγματα που οι περισσότεροι θα αντιμετώπιζαν με μεγάλη δυσκολία. Αλλά κανένα εμπόδιο δεν ήταν αρκετά μεγάλο για να απομακρύνει τον Λάρι από το στόχο του. Και, αν και η θεραπεία των ημικρανιών είναι μια μικρή αλλαγή σε σχέση με τη θεραπεία του καρκίνου, δεν ξέρω αν αυτό θα είχε σημασία για τον Λάρι από πλευράς προσέγγισης. Πιστεύω ότι θα νικούσε κάθε ασθένεια, ή τουλάχιστον θα την πάλευε μέχρι τέλους.
Ερωτήσεις για Προσωπική Εξέταση:
♦ Σκέφτεστε την αλλαγή πιο συχνά απ’ ό,τι ενεργείτε προς αυτή την κατεύθυνση;
♦ Σκέφτεστε συχνά ότι η αλλαγή θα είναι περισσότερο προβληματική και καταπιεστική παρά περιπετειώδης ή συναρπαστική;
♦ Φαντάζεστε την αλλαγή ως κάτι που θα κάνει τη ζωή σας ανεξέλεγκτη και χαοτική;
Οι εξαιρετικοί ισχυρισμοί απαιτούν εξαιρετικές αποδείξεις
Παρόλο που μια τέτοια οπτική περικλείει (προς μεγάλη ευχαρίστηση του Νίτσε) τον κίνδυνο να αναιρεθεί η πιθανότητα οποιασδήποτε σταθερής αλήθειας, εγώ θα πάρω τα λόγια του στα σοβαρά και θα σας αφηγηθώ τις απαρχές της δικής μου θρησκευτικής θέσης και διανοητικής τοποθέτησης.
Η πρώιμη θρησκευτική μου παιδεία ήταν σκέτη καταστροφή από παιδαγωγική άποψη - η ορθόδοξη εκκλησία όπου ανήκε η οικογένειά μου ήταν εμποτισμένη με έναν άκαμπτο, αμετακίνητο αυταρχισμό που με δυσαρεστούσε ιδιαίτερα. Μακροπρόθεσμα η σημασία της για μένα υπήρξε αποφασιστική, γιατί από νωρίς στη ζωή μου έχασα κάθε πιθανότητα ν’ αποκτήσω πίστη.
Ο Σοπενάουερ μας υπενθυμίζει ότι η θρησκευτική πίστη, αν πρόκειται ν’ ανθίσει, πρέπει να φυτευτεί και να ριζώσει στην παιδική ηλικία. Επί λέξει: «Η δυνατότητα για πίστη είναι ισχυρότερη στην παιδική ηλικία. Γι’ αυτό και οι θρησκείες καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια, πριν από οτιδήποτε άλλο, στο να περιλάβουν στην κυριότητά τους αυτές τις τρυφερές ηλικίες». Επομένως, αφού ποτέ δεν φυτεύτηκε μέσα μου πρώιμα η πίστη, σχημάτισα την άποψη ότι αποτελεί κι αυτή ένα περιττό βάρος, όπως τόσες άλλες παράλογες πεποιθήσεις και φόβοι.
Πάλι με τα λόγια του Σοπενάουερ, «Η θρησκεία είναι μια αλήθεια που εκφράζεται με αλληγορίες και μύθους. Με τον τρόπο αυτό γίνεται μαζικά προσβάσιμη και εύπεπτη από την ανθρωπότητα». Αλλά όταν οι κοντόφθαλμοι θρησκευτικοί δάσκαλοι είτε παρανοούν την αλληγορία και τη μεταφορά, θεωρώντας τες ιστορική αλήθεια, είτε επιλέγουν συνειδητά να τις διδάξουν μ’ αυτόν τον τρόπο και ν’ αντικαταστήσουν κάθε μορφή λογικής σκέψης με τη βιβλική αυθεντία, κινδυνεύουν ν’ αποξενώσουν τους σκεπτομένους μαθητές. Ήμουν κι εγώ ένας απ’ αυτούς που αποξενώθηκαν νωρίς.
Προοδευτικά η αντίληψή μου για τα ζητήματα της ύπαρξης με οδήγησε σε μια όλο και περισσότερο επιστημονική, υλιστική θεώρηση του κόσμου. Συντονίζομαι σε μεγάλο βαθμό με τις απόψεις του Σοπενάουερ, του Βολταίρου, του Νίτσε, του Φρόυντ. Πρόσφατα μάλιστα, ετοιμάζοντας τις σημειώσεις αυτές, ξαναδιάβασα τα γραπτά του Φρόυντ για τη θρησκεία (Το μέλλον μιας παραίσθησης) και μου έκανε εντύπωση πόσο συμφωνούσα μαζί του, ώσπου συνειδητοποίησα ότι χωρίς αμφιβολία τα κείμενά του αυτά είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των δικών μου πεποιθήσεων.
Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι η θρησκευτική και η επιστημονική κοσμοθεωρία είναι ασύμβατες - με έβρισκε σύμφωνο η μεταφορά του Σοπενάουερ ότι η θρησκεία είναι μια πυγολαμπίδα που φαίνεται μόνο τη νύχτα. Παρεμπιπτόντως, ο Σοπενάουερ προέβλεψε ότι, μόλις το φως της επιστημονικής ανακάλυψης σκορπίσει το σκοτάδι της άγνοιας, οι θρησκείες θα εξαφανιστούν. Δεδομένης της πρόσφατης μεγάλης αναζωπύρωσης της θρησκευτικής πίστης στις Ηνωμένες Πολιτείες εντυπωσιάζομαι από το πόσο έξω είχε πέσει στην πρόβλεψή του.
Ανακαλύπτω επίσης πως συμφωνώ με τις απόψεις που εκφράζονται τόσο εύγλωττα στο νέο βιβλίο του Francis Crick -αποδέκτη του βραβείου Νόμπελ για το DNA-, The Astonishing Hypotheses (Οι εκπληκτικές θεωρίες). Τα πρώτα λόγια του βιβλίου είναι: «Οι εκπληκτικές θεωρίες είναι ότι εσείς, οι χαρές σας, οι λύπες σας, οι αναμνήσεις σας και οι φιλοδοξίες σας, η αίσθηση της ελεύθερης βούλησής σας, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά η συμπεριφορά μιας τεράστιας συνάθροισης νευρικών κυττάρων και των μορίων που συνδέονται μ’ αυτά».
Σ’ αυτόν τον κατάλογο ανθρώπινων εμπειριών, που είναι εντέλει αποτέλεσμα της ηλεκτροχημικής συμπεριφοράς κάποιων νευρώνων, θα μπορούσα να προσθέσω και άλλα βιωματικά φαινόμενα όπως την αίσθηση του Άτμαν[1], τη θεϊκή φλόγα, τη φύση του Βούδα, την ψυχή, τα ιερά χώματα, καθώς και τη λαχτάρα για σατόρι[2], νιρβάνα, φώτιση, σωτηρία. Στο μυαλό μου αυτή η υλιστική, ή ας την πούμε νατουραλιστική, τοποθέτηση είναι αξιοθρήνητη, ταπεινωτική και κακόγουστη - και παρ’ όλα αυτά προφανής και αναπόδραστη.
Σύγχρονοι συγγραφείς που η άποψή τους πλησιάζει πιο ξεκάθαρα τη δική μου στα θέματα αυτά, και οι όποιοι εκφράζουν τη θέση της επιστήμης, διατηρώντας συγχρόνως το δέος και το μυστήριο που είναι εγγενή στη ζωή (πολύ κοντά στον αθεϊσμό -ή τον πανθεϊσμό- του Σανταγιάνα και του Σπινόζα, οι οποίοι διατηρούν μια αυθεντική ευλάβεια για το σύμπαν και σεβασμό για τις πεποιθήσεις των άλλων) είναι άνθρωποι όπως ο Carl Sagan στο βιβλίο του The Demon Haunted World (Ένας κόσμος στοιχειωμένος από δαίμονες) ή ο Chat Raymo, ο διακεκριμένος καθολικός φυσικός στο βιβλίο του Skeptics and True Believers (Σκεπτικιστές και αληθινοί πιστοί).
-----------------------------
[1] Ινδουιστικός όρος που σημαίνει την αναλλοίωτη αιώνια ουσία του ατόμου, η οποία είναι μέρος της ενιαίας ψυχής τού Σύμπαντος.
[2] Στον Βουδισμό Ζεν το πνευματικό ξύπνημα, που μερικές φορές γίνεται αιφνίδια.
Ο Ελληνισμός είναι πολιτισμός και τίποτα περισσότερο ή λιγότερο
Όμως, ο χώρος που ονομάζεται Ελλάδα, σημείο κομβικό στις μετακινήσεις των λαών πέριξ της ανατολικής Μεσογείου από αρχαιοτάτων χρόνων, θα ήταν απολύτως αδύνατο να διεκδικήσει την «Ελληνική αιματολογική καθαρότητα», όπως άλλωστε και κάθε άλλη περιοχή της γης και κυρίως η Μεσόγειος. Οι Ρωμαίοι και αργότερα οι Φράγκοι, άφησαν τα φυλετικά τους ίχνη. Όσοι Ρωμαίοι ή Φράγκοι ζούσαν μόνιμα στην Ελλάδα, δεν εισήγαγαν, βέβαια, συζύγους απ’ τις πατρίδες τους. Και οι βάρβαροι, κυρίως οι Γότθοι που τον τρίτο μ.Χ. αιώνα καταλαμβάνουν την Ελλάδα, επιδίδονται μετά ζήλου στο βάρβαρο σπορ του βιασμού, όπως όλοι οι βάρβαροι.
Όμως, το μεγάλο φυλετικό μπέρδεμα έγινε κατά τους χρόνους της ίδρυσης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τότε που οι κάτοικοι της απέραντης πολυεθνικής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο), ως κάτοικοι του ίδιου κράτους, μπορούσαν να μετακινούνται είτε αυτόβουλα είτε, το συχνότερο, κατ’ εντολήν του Αυτοκράτορα, που έπαιρνε κατοίκους από μια πυκνοκατοικημένη και τους μετέφερε σε μια αραιοκατοικημένη ή αποψιλωμένη απ’ τους πολέμους περιοχή. Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες δεν ασκούσαν Ελληνική, ασκούσαν αυτοκρατορική πολιτική όπως, άλλωστε, όλοι οι Αυτοκράτορες.
Το γεγονός πως ο Ρωμαίος Μούλος Κωνσταντίνος μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη το 330 μ.Χ. και κάνει επίσημη θρησκεία του κράτους το χριστιανισμό για λόγους καθαρά πολιτικούς (οι χριστιανοί ήταν ήδη πλειοψηφία, κυρίως στις ανατολικές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) δε σημαίνει απολύτως τίποτα για τους Έλληνες. Γιατί ο χριστιανισμός δεν είναι Ελληνική θρησκεία, είναι διεθνής (και κατ’ αρχήν εβραϊκή), και τούτο άσχετα απ’ το γεγονός πως ο χριστιανισμός υιοθετεί την Ελληνική γλώσσα, που αυτή την εποχή είναι διεθνής. Χάρη στους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη μιλούν σχεδόν οι πάντες στην ανατολική Μεσόγειο. Και επειδή την υιοθετεί ο χριστιανισμός, την υιοθετεί τελικά και η χριστιανική Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Που επειδή την υιοθετεί, δε σημαίνει πως τελικά έγινε Ελληνικό, παρότι ο Ελληνικός πολιτισμός, δια της γλώσσας, θα επιδράσει ουσιαστικότατα στη διαμόρφωση και του βυζαντινού θεοκρατικού ψευδοπολιτισμού, από μια περίοδο και μετά, και όχι εξ αρχής.
Πάντως, το Βυζάντιο του Μούλου Κωνσταντίνου συνεχίζει να είναι λατινόγλωσσο, και η Ελληνική γλώσσα θα υιοθετηθεί σταδιακά αργότερα, αρχίζοντας από τότε που ο Μεγάλος Θεοδόσιος θα κόψει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα δύο, την Ανατολική και τη Δυτική, το 395 μ.Χ., δηλαδή 65 χρόνια μετά τη μεταφορά στο Βυζάντιο της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας απ’ τον Κωνσταντίνο (που έγινε άγιος κατά λάθος και για να τιμηθεί που έκανε επίσημη θρησκεία το χριστιανισμό). Ο γλωσσικός εξελληνισμός του Βυζαντίου θα ολοκληρωθεί επί Ιουστινιανού. Όλα αυτά δείχνουν πως ο Ελληνισμός είναι πολιτισμός και τίποτα περισσότερο ή λιγότερο.
Από την επανάσταση και δώθε για τους αρχαίους δε μάθαμε τίποτα άλλο εκτός από μερικά σκόρπια ρητά και μετοχές, μερικά απαρέμφατα, και το «οι αρχαίοι ημών πρόγονοι». Ποτέ κανένας δε μας δίδαξε την ουσία του αρχαίου πολιτισμού ούτε τα αίτια που γέννησαν εκείνο το θαυμάσιο λουλούδι ούτε βέβαια, και τη σχέση του με τη σημερινή πραγματικότητα μας εξήγησαν με κάποια ειλικρίνεια οι άρχοντές μας.
Μα το πιο παράξενο σε όλη την υπόθεση είναι πως μερικοί από εμάς ήμασταν τόσο αφελείς, που είχαμε την απαίτηση να μη διωχθεί ο αρχαίος πολιτισμός στον τόπο μας, όπου ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς που αρχινά και πού τελειώνει το κράτος, πού αρχινά και πού τελειώνει η εκκλησία, τι ανήκει στην εκκλησία και τι στο κράτος. Σε μια χώρα όπου αυτός που έκανε κουμάντο στο σχολείο ήταν η εκκλησία. Το γιατί αυτή είναι η αλήθεια και δεν μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά, θα προσπαθήσω να εξηγήσω παρακάτω.
Για τον χριστιανισμό υπάρχει μια και μοναδική αλήθεια, μια και μοναδική άποψη για τόν θεό και τη ζωή και αυτή είναι σταυρωμένη με γύφτικα καρφιά στην Παλαιό και στην Καινή Διαθήκη. Για τους χριστιανούς η αλήθεια ήταν μια και ήταν ολοκληρωμένη. Οι νόμοι δόθηκαν από το Θεό στο Μωυσή μια φορά και είχαν αιώνια ισχύ. Και ο Χριστός ο ίδιος, όταν ήρθε, δεν ήρθε για να τους αλλάξει, αλλά όπως ο ίδιος τόνισε, ήρθε για να τους συμπληρώσει(1). Έτσι, εδώ, αφού όλοι είχαν μια πίστη, αφού όλα ήταν μόνιμα και αιώνια, όπως και ο Θεός, το έδαφος ήταν πρόσφορο για να φυτρώσουν δόγματα.
Αντίθετα, για τους Έλληνες δεν υπήρχε τίποτα το στατικό. Ακόμα και ο Μίνωας, αφού ανέβηκε στον Ψηλορείτη και πήρε τους νόμους από το θεό του το Δία, δεν κάθισε να αναπαυθεί, όπως έκανε ο συνάδελφός του ο Μωυσής, αλλά σε αντίθεση με αυτόν, ανέβαινε κάθε εννιά χρόνια στον Ψηλορείτη και εκεί ρωτούσε το θεό του το Δία μήπως είχε εν τω μεταξύ αλλάξει κανένας νόμος(2). Για τους Έλληνες τίποτα δεν ήταν ολοκληρωμένο, αιώνιο και αμετάβλητο. Γι’ αυτούς η αλήθεια ήταν σχετική και αποτελούσε καθημερινή κατάκτηση. Εδώ δεν υπάρχει μοναδική άποψη για κάποιο θέμα, όπως στους χριστιανούς. Εδώ για κάθε φιλοσοφικό ερώτημα υπάρχουν πολλές απαντήσεις, που μπορεί να είναι ακόμα και αντίθετες η μια από την άλλη. Εδώ γεννήθηκε η διαλεκτική. Σε τούτα εδώ τα χώματα δεν ήταν ποτέ δυνατόν να ριζώσουν δόγματα.
Το χαρακτηριστικό για τον Έλληνα ήταν η λογική εξήγηση. Για τους χριστιανούς η πίστη. «Πίστει νοούμεν...», είπε ο Απόστολος Παύλος. Με την πίστιν και όχι με τας εξωτερικάς αισθήσεις κατανοούμεν και γνωρίζομεν, ότι ο ορατός κόσμος... εδημιουργήθη άρτιος και αρμονικός, με λόγον και πρόσταγμα του Θεού(3). Οι Έλληνες προσπαθούν να εξυψωθούν με το λόγο μέσα στο φως, ενώ οι χριστιανοί με την πίστη μέσα στο μυστήριο. «Οι Έλληνες φιλόσοφοι σφάλουν, όταν προσπαθούν να εύρουν το θεό με τη λογική, με τη γεωμετρία, με την ανάλυση και την αρμονία»(4), ενώ οι χριστιανοί διδάσκουν «σοφίαν μυστηριώδη που δεν μπορεί πεπερασμένος νους να ανακαλύψει»(5). Στους Ασιάτες η γνώση πέφτει από τον ουρανό, όπως ακριβώς έπεφτε το μάνα στους Ισραηλίτες στην έρημο. Αντίθετα για τους Έλληνες η γνώση ήταν αποτέλεσμα αγώνος και έρευνας.
Στη Μίλητο οι σοφοί Έλληνες προσπαθούν να βρουν και να προσδιορίσουν τις πρωταρχικές ύλες από τις οποίες φτιάχτηκε ο κόσμος. Και το σπουδαίο γι’ αυτή τη σχολή δεν είναι τόσο τα επιστημονικά της συμπεράσματα, αλλά τρία στοιχεία πολύ πιο σπουδαία. Πρώτον, τα ερωτήματα που διατύπωσε6. Δεύτερον, η απαλλαγή του ανθρώπου από τη μυθολογική-θρησκευτική εξήγηση της γέννησης του κόσμου Τρίτον, η νοοτροπία που καλλιέργησε ενεθάρρυνε τις επιστημονικές έρευνες.
Αντίθετα οι χριστιανοί δεν είχαν καθόλου ανάγκη να ιδρώνουν για την δημιουργία του κόσμου. Γι’ αυτούς ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο όλο όπως ακριβώς τον βλέπούμε. «Πιστεύω σε ένα Θεό’, πατέρα, παντοκράτορα...», που έφτιαξε τα πάντα. Και αυτά που βλέπουμε και αυτό που δε βλέπουμε. Και ακόμα: «Η σοφία αυτή των Ελλήνων δεν είναι η θεία σοφία που κατεβαίνει από τον ουρανό, αλλά η επίγειος και εμπνεομένη από τον δαίμονα»(7).
Και όχι μονάχα αυτό: «Η γαρ σοφία του κόσμου τούτου, μωρία παρά τω θεώ εστί»(8). Αλλά τα ίδια φαίνεται πως έλεγαν και οι Έλληνες για τους χριστιανούς: Εμείς κηρύσσομεν Χριστόν τον εσταυρωμένον που για τους Έλληνες δεν είναι παρά βλακεία(9), έλεγε ο Απόστολος Παύλος, και ο Ιουλιανός, που οι χριστιανοί τον ονόμασαν Παραβάτη, έλεγε στους χριστιανούς: «Σε εμάς ανήκει η τέχνη και η σκέψη της Ελλάδας και η λατρεία των θεών της, σε εσάς η αμάθεια, και η αγροικιά και ουδέν πλέον, αύτη εστί η σοφία υμών»(10). Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως για τους Έλληνες υπήρχε φιλοσοφία και έρευνα ενώ για τους χριστιανούς υπήρχε μονάχα πίστη.
Βέβαια, και οι Έλληνες είχαν θεούς και πίστευαν σε αυτούς, και αυτοί οι θεοί ήταν για τους Έλληνες τόσο πραγματικοί και αληθινοί όσο πραγματικοί και αληθινοί είναι οι σημερινοί θεοί για τους σημερινούς ανθρώπους. Όμως, εκείνοι οι θεοί δε δημιούργησαν κανένα κόσμο, κανένα σύμπαν. Απλά πολέμησαν και τον κατάκτησαν από άλλους θεούς. Και όπως όλοι οι θεοί μοιάζουν με τους ανθρώπους που τους έχουν φτιάξει, έτσι και οι θεοί των Ελλήνων ήταν «κατ’ εικόνα και ομοίωση» των Ελλήνων. Μόνον που ήταν πιο δυνατοί από ιούς ανθρώπους, ήταν αθάνατοι, στα σίγουρα ευτυχισμένοι και είχαν και τα ελαττώματα και τις αδυναμίες των Ελλήνων. Με τα Ιουδαϊκά και χριστιανικά κριτήρια ιιταν στα σίγουρα αμαρτωλοί. Και το πιο μεγάλο τους αμάρτημα ήταν η φυσική τους κατάσταση, το ότι ήταν ροδοκόκκινοι, το ότι ήταν γελαστοί, ενώ ο θεός των Ιουδαίων ήταν βλοσυρός και «αγέλαστος». Οι Έλληνες είχαν ακόμα και θεούς της ομορφιάς, και θεούς του χορού και θεούς της μουσικής. Κρίμα και πάλι κρίμα για την ανθρωπότητα που στάλθηκε στην εξορία το ομηρικό γέλιο.
Αν και υπάρχει αλληλεπίδραση ανάμεσα στην καθημερινή ζωή και στη φιλοσοφία του ανθρώπου, είναι σίγουρο πως είναι η καθημερινή ζωή που δίνει το βηματισμό στη φιλοσοφία και όχι το αντίθετο. Αυτό που διαμορφώνει τη φιλοσοφία, τη στάση ενός λαού απέναντι στη ζωή, είναι οι συνθήκες της καθημερινής ζωής, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τα όνειρα που του επιτρέπεται να κάνει. Βέβαια, και η φιλοσοφία, αφού πάρει τη μορφή της, αρχίζει με τη σειρά της να φτιάχνει ανθρώπους, μια και ο καθένας μας προσπαθεί να συμπεριφέρεται ανάλογα με τη φιλοσοφία «του». Μα, τελικά, ο άνθρωπος γίνεται όπως είναι οι κοινωνικές συνθήκες, όπως είναι τα προβλήματα που θέλει να λύσει.
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός φύτρωσε και αναπτύχθηκε στην πάλη ανάμεσα στους γαιοκτήμονες, στους εμπόρους, στο λαό που διεξαγόταν με ποιήματα, με ξίφη, με φιλοσοφία(11). Αυτός ο πολιτισμός αναπτυσσόταν με την ίδια αναλογία που ο δήμος κέρδιζε έδαφος, που έπαυε ο λαός να φοβάται θεούς και αφέντες και έλαβε την οριστική του μορφή μετά τους νικηφόρους περσικούς πολέμους. Είναι αποτέλεσμα της αφοβίας, της ελευθερίας, της αισιοδοξίας και της αυτοπεποίθησης που έχουν πηγή πραγματικές καταστάσεις. Είναι πολιτισμός δημοκρατικός, εδωκοσμικός, ανθρωποκεντρικός.
Για τους Ιουδαίους η κατάσταση ήταν διαμετρικά αντίθετη. Ο πολιτισμός τους φύτρωσε και αναπτύχθηκε μέσα στο φόβο και μέσα στη σκλαβιά. Η απελπισία τους ήταν τόση μεγάλη που περίμεναν τη σωτηρία τους και την ελευθερία τους μονάχα από το θεό. Η σωτηρία του Ιουδαίου και σε τούτο τον κόσμο και στον άλλο κόσμο ήταν συνάρτηση της υπακοής του στο Γιαχβέ. Όλος του ο πολιτισμός ήταν καθαρά θεοκρατικός και θεοκεντρικός.
Οι Έλληνες ενδιαφερόντουσαν πρώτα από όλα για τούτη τη ζωή. Όταν ο Οδυσσέας συνάντησε τον Αχιλλέα στον κάτω κόσμο και είδε πως ήταν βασιλιάς σε όλους τους νεκρούς του είπε:
Αλλά Αχιλλέα, σαν κι εσένανε κανένας δεν είναι τόσο καλότυχος. Όταν ήσουν ζωντανός, όλοι σε δοξάζαμε. Τώρα που πέθανες και πάλι είσαι βασιλιάς σε όλους τους νεκρούς. Πολύ καλά είσαι.
Και τότε του απάντησε ο Αχιλλέας:
Μη θέλεις για τον θάνατο να με παρηγορήσεις, χωρικός νάμουν ήθελα και να ξενοδουλεύω, άνδρα πτωχόν που κτήματα μεγάλα να μην έχει, παρά σε όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω.
Και τούτα είναι τα λόγια του πιο υπερήφανου Έλληνα(12)!...
Σε αντίθεση με τους Έλληνες, για τους χριστιανούς τούτη η ζωή θεωρείται χωρίς αξία. Η μόνη της αξία είναι πως μας δίνει την ευκαιρία να προετοιμαστούμε για την άλλη τη ζωή. «Εμείς οι χριστιανοί, παιδιά μου, τον επίγειον τούτον βίον τον θεωρούμε χωρίς αξία»(13)
Ένα άλλο παράδειγμα που δείχνει τη στάση του Έλληνα για τούτη τη ζωή και το πάθος του γι’ αυτή και τον κάνει διαμετρικά αντίθετο από τον Ιουδαίο, είναι ο μύθος του Σίσυφου. Στο λιακωτό καθότανε ο Σίσυφος μαζί με την πεντάμορφη γυναίκα του, πάνω στο κάστρο της Ακροκόρινθος, ένα από τα πιο όμορφα μέρη της Ελλάδας, όταν βλέπει ξαφνικά τον χάροντα να έρχεται καβάλα στο μαύρο του άτι. Γυναίκα μου, της λέει, για μένανε μην κλάψεις και μη μαυροφορέσεις. Να τραγουδάς και να γλεντάς θέλω. Πήγε ο Σίσυφος στον κάτω κόσμο και αμέσως άρχισε να παρακαλεί τον χάροντα να τον αφήσει για μια στιγμή να ανεβεί στον απάνω κόσμο για να τιμωρήσει τη γυναίκα του που δεν πένθησε και δεν μαυροφόρεσε για αυτόν. Τελικά μπόρεσε και πήρε την άδεια για να επισκεφθεί τον απάνω κόσμο, αγκάλιασε την γυναίκα του και δεν ξαναπήγε στον Άδη(14). Εδώ μιλάμε για πάθος για τούτη τη ζωή.
Ενώ για τον χριστιανό η στάση του απέναντι στη ζωή είναι ακριβώς η αντίθετη: «Τέλος ο θάνατος για μένα θα είναι ευεργεσία, γιατί θα με στείλει ακόμα πιο γρήγορα στο Θεό..., προς αυτόν πορεύομαι και από καιρό βιάζομαι να φτάσω»(15),όπως τόνισε ο Μέγας Βασίλειος.
Κάποιος ρώτησε τον Αναξαγόρα ποιο κίνητρο έχει ο άνθρωπος να προτιμά να ζει παρά να μη ζει, και εκείνος, του απάντησε: «Το κίνητρό του είναι να ημπορεί να θαυμάζει τον ουρανόν και την περί τον όλον κόσμον τάξη»(16). Αλλά για τον χριστιανό η ομορφιά της ζωής έγινε αμαρτία. «Εάν κανείς αγαπά τον κόσμον, η άγάπη προς τον πατέρα του δεν υπάρχει μέσα του»(17). Ο 'Ελληνας ήθελε να γίνει «καλός καγαθός», ενώ ο χριστιανός είπε: «ούτε η σωματική δύναμη ούτε η ομορφιά... έχουν αξία για εμάς..; ό,τι μας προτεοιμάζει για την άλλη ζωή, αυτό αγαπάμε και αναζητάμε»(18).
Οι Έλληνες έφτασαν στο σημείο να πούνε με το στόμα του Επίκουρου πως ο σκοπός της φιλοσοφίας είναι να κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο, και για να επιτύχει αυτό το σκοπό πρέπει πρώτα να τον απαλλάξει από το φόβο. Πρώτα από το φόβο του Θεού και έπειτα από το φόβο του θανάτου. Οι χριστιανοί απάντησαν στο σοφό Επίκουρο «αρχή σοφίας φόβος κυρίου» και τον βαθμολόγησαν τόσο αρνητικά, που το όνομα επικούρειος, με τον καιρό, για τους χριστιανούς έγινε συνώνυμο του διαβόλου για όλον τον μεσαίωνα(19). Ακόμα και ο Δάντης κατατάσσει τον σοφό Επίκουρο στην κόλαση και μάλιστα στα χαμηλότερα πατώματά της.
Με λίγα λόγια ο Έλληνας προσπάθησε να ερευνήσει και να εξηγήσει τον κόσμο με τη λογική, ενώ για τον Ιουδαίο η αλήθεια ήταν μια και δοσμένη μια για πάντα και δε χρειαζόταν ούτε καν να κάνει τον κόπο να ψάχνει. Ο Έλληνας γνώρισε τον κόσμο μέσα στην πράξη, μέσα στην δράση, μέσα στην ελευθερία και τον αγάπησε με πάθος. Αντίθετα ο Ιουδαίος, σκλάβος μια ζωή, τον μίσησε και τον περιφρόνησε. Ο Έλληνας με το κεφάλι ψηλά και με πρόσωπο γελαστό προσπάθησε να εκφράσει με την τέχνη του ιη χάρη και την ομορφιά της ζωής, όμως ο Ιουδαίος, με τη μέση του γερμένη και με πρόσωπο βλοσυρό βογκούσε, προφήτευε και ανέμενε (20). Ο Έλληνας έφτιαξε πολιτισμό εδωκοσμικό και ανθρωποκεντρικό, ενώ ο Ιουδαίος έφτιαξε πολιτισμό θεοκρατικό και εξωαποδώ. Ο Έλληνας κατόρθωσε πρώτος αυτός να: «ξεμπλέξει το υποκείμενο από το αντικείμενο, τον άνθρωπο από τον θεό, το θάνατο από τη ζωή, το μύθο από το λόγο...»(21), ενώ ο Ιουδαίος πέρασε τη ζωή του όλη αρνούμενος να μεγαλώσει.
Τούτοι οι δυο κόσμοι, οι διαμετρικά αντίθετοι, τάφερε η μοίρα κάποτε να συναντηθούν. Ο Ελληνισμός σε πλήρη παρακμή που είχε αρχίσει από την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου και ο Ιουδαϊσμός, όπως πάντα, σταθερός στο σκυφτοκέφαλο βίο του. Ο Έλληνας γινότανε καθημερινά όλο και λιγότερο πολίτης, αφού η πόλη-κράτος είχε πάρει το δρόμο της παρακμής, ο καθένας προσπαθούσε να σωθεί όπως-όπως και η φιλοσοφία άρχισε να προτείνει όλο και περισσότερο λύσεις ατομικές. Την ίδια εποχή ο Ιουδαίος δεν έκανε την παραμικρή υποχώρηση. Οτιδήποτε έλεγε η Παλαιά Διαθήκη ήταν πέρα για πέρα αλήθεια ακόμα και οι τρεις χρυσές τρίχες του Σαμψών!
Μα ο Έλληνας παρά την πτώση του εξακολουθούσε να διατηρεί ακόμα δόσεις λογικής και επιστημονικής σκέψης, και τούτο φάνηκε όταν ο Απόστολος Παύλος μίλησει στους Αθηναίους από το βήμα της πόλης. Στην αρχή οι Αθηναίοι τον άκουγαν με μεγάλη προσοχή. Όταν, όμως, ο Παύλος άρχισε να μιλά «για ανάσταση εκ νεκρών σαστίζουν και μερικοί χαμογελούν»: «Καλά όσο για αυτό, θα το ξαναπούμε άλλη φορά». «... ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών, οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον: ακουσόμεθά σου πάλι περί τούτου»(22). Ο παράλογος λόγος δεν ήταν δυνατόν να ριζώσει σε λαό που είχε μάθει να τα βλέπει όλα κάτω από το φως της λογικής.
Όμως, όπως έχουμε αναφέρει, για τους Έλληνες το απόλυτο, το δογματικό αποτελούσε ύβρη. Για κάθε φιλοσοφικό πρόβλημα στην Ελλάδα υπήρχαν πολλές και αντίθετες απόψεις. Αν πάρουμε π.χ. το θέμα «ψυχή», βλέπουμε πως ο Πλάτων πίστευε πως αυτή είναι ουσία αθάνατη, ενώ ο Δημόκριτος πίστευε πως και αυτή αποτελείται από ύλη, αν και διαφορετικής μορφής και είναι και αυτή θνητή, όπως ακριβώς και το υπόλοιπο σώμα.
Οι χριστιανοί ασπάσθηκαν μια παραποιημένη γνώμη του Πλάτωνα και απόρριψαν αυτή του Δημόκριτου. Τον Πλάτωνα τον σήκωσαν μέχρι τον ουρανό, ενώ το Δημόκριτο το βαθμολόγησαν πολύ αρνητικά. Το Σωκράτη τον αποκάλεσαν χριστιανό που έζησε προ χριστού, τον Πλάτωνα Μωυσή που αττικίζει. Για τους δυο έφτιαξαν ακόμα και εικόνες, ενώ ο Άγιος Αυγουστίνος πρότεινε να κτισθούν και εκκλησίες προς τιμήν τους(23). Και το σπουδαιότερο: Όλα σχεδόν τα βιβλία του Πλάτωνα έχουν σωθεί, ενώ αντίθετα, ο Δημόκριτος, που αρνήθηκε την αθανασία της ψυχής, προξένησε την οργή των χριστιανών και όλα του τα έργα, γύρω στα 70, χάθηκαν. Σώθηκαν μόνο περίπου 300 αποσπάσματα. Ίσως να του τα έκαψαν οι χριστιανοί, όπως επιθυμούσε, πολλά χρόνια πριν, ο Πλάτωνας(24).
Το ίδιο ακριβώς έκαναν και με όλο το αρχαίο πολιτισμό. Διάλεξαν από αυτόν αποσπασματικά αυτό και μόνον αυτό που τους συνέφερε, ή που ήταν ταιριαστό με την πίστη τους και αυτό και μόνον αυτό διέσωσαν και εξύψωσαν, ενώ ό,τι δεν συμφωνούσε με τα δόγματά τους και τη θρησκεία τούς το παρέδωσαν, δίχως δεύτερη σκέψη, στις φλόγες.
Τη στάση του χριστιανισμού απέναντι στον Ελληνισμό μπορούμε να την καταλάβουμε σωστά, αν διαβάσουμε την εργασία του Μεγάλου Βασιλείου «Όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο βιβλίων». Σε αυτή την εργασία ο συγγραφέας παρομοιάζει το χριστιανισμό με μέλισσα και τον Ελληνισμό τον παρομοιάζει με όλα τα λουλούδια και συμβουλεύει τους νέους και τους λέει: Η μέλισσα δεν κάθεται επάνω σε όλα τα λουλούδια. Έτσι και οι χριστιανοί δεν πρέπει να διαβάζουν όλα τα βιβλία των Ελλήνων. Έπειτα, όταν η μέλισσα κάθεται επάνω σε ένα άνθος, δεν προσπαθεί να το πάρει ολόκληρο. Παίρνει μόνο αυτό που της χρειάζεται. Το ίδιο ακριβώς θα πρέπει να κάνουν και οι χριστιανοί. Όταν διαβάζουν ένα ελληνικό βιβλίο δεν πρέπει να το πάρουν ολόκληρο. Να πάρουν μόνον εκείνα τα στοιχεία που τους είναι χρήσιμα (25).
--------------------------------
1. Η Καινή Διαθήκη, υπό Παν. Τρεμπέλα, έκδοση τριακοστή έκτη (Αθήνα: Ο Σωτήρ, 1993), Κατά Ματθαίον, στιχ. 17.
2. Ι.Θ. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, Τόμος 30ς, 1986), σελίδα 266.
3. Η Καινή Διαθήκη, η ίδια που αναφέραμε παραπάνω, Επιστολή προς Εβραίους, Κεφάλαιο ΙΑ’, στίχ. 3, σελίδα 894.
4. Μ.Χ. Στασινόπουλος, Μορφές από το Δ’ Αιώνα (Αθήνα: Εκδόσεις Εστία, Β’ Έκδοση, 1980), σελίδα 65.
5. Στο ίδιο, Επιστολή προς Κορινθίους, Κεφ. Β’, στίχ. 7, σελίδα 666.
6. Bertrand Russel, History of Western Philosophy (London: Unwin Paperbacks 1979), page 48.
7. Στο ίδιο, Ιακώβου, κεφ. Γ’, στιχ. 15.
8. Στο ίδιο, προς Κορινθίους, Κεφ. Α’, στίχ. 19.
9. Στο ίδιο, Α’ προς Κορινθίους, Κεφ. Α’, στίχ. 23.
10. Μ.Χ. Στασινόπουλος, Μορφές από τον Δ’ Αιώνα, σελίδα 86.
11. X. Θεοδωρίδης, Επίκουρος (Αθήναν Εκδόσεις Κήπου, 1954) σελίδα 29.
12. Όμηρος, Οδύσσεια (Αθήναι: Εκδόσεις Φέξη, Μετάφραση Ιακώβου Πολυλά). Ραψωδία Λ’ στίχος 490.
13. Μ.Δ. Στασινόπουλος, στο ίδιο, σελίδα 231.
14. Θ. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία, στην ίδια που έχει αναφερθεί, σελίδα 250.
15. Μ.Δ. Στασινόπουλος, Μορφές από τον 40ον Αιώνα (Αθήνάι: Εκδόσεις Εστία, Β’ 'Εκδοση, 1980), σελίδα 111.
16. Αριστοτέλης Άπαντα Αριστοτέλους (Αθήναι: Εκδόσεις «Ωφελίμου Βιβλίου», Μετάφραση Ν. Κυργιοποΰλου, 1980), Τόμος 4, σελίδα 168.
17. Καινή Διαθήκη, στην ίδια που έχει αναφερθεί, Α’ Ιωάννου Κεφ. Β’ στίχος 15, σελίδα 954.
18. Μ. Βασίλειος, Προς τους Νέους όπως αν εξ Ελληνικών Οφελοί-ντο Λόγων (Αθήνα: Εκδόσεις Εστία, μετάφραση Μιχ. Δ. Στασινόπου-λος, Β’ 'Εκδοση, 1980), σελίδα 229.
19. X. Θεοδωρίδης, Επίκουρος, στο ίδιο βιβλίο που έχει αναφερθεί, σελίδα 196.
20. Παν. Κανελλόπουλος σελίδα 20 Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος (Αθήναι: Δ. Γιαλλέλης, Τόμος Α’ 1976), σελίδα 26.
21. Παν. Κανελλόπουλος, στο προηγούμενο βιβλίο, σελίδα 23.
22. Η Καινή Διαθήκη, στο ίδιο, Α’ Πράξεις, κεφ. ΙΖ, στ. 32.
23. Παναγ. Κανελλόπουλος, σελίδα 20.
24. Φ.Κ. Βώρος, τρόποι Σπουδής και διδασκαλίας της Ιστορίας (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμα, 1989), σελίδα 31.
25. Μ.Χ. Στασινόπουλος, στο ίδιο βιβλίο, σελίδα 229.
Ιάκχος και Βαυβώ
Κάθισε απέναντι της, λέγοντας αστεία, κάνοντας άσεμνες χειρονομίες, και ανοίγοντας ξεδιάντροπα τα πόδια της, δείχνοντας το αιδοίο της … Εκείνη την στιγμή, από το αιδοίο της Βαυβούς φάνηκε σύμφωνα με τον μύθο, το παιδί των μυστηρίων, ο Ίακχος, ο οποίος γελούσε σαρδόνια…
Ο Ίακχος συνδέεται, με τις άρρητες τελετουργίες των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Ας προσπαθήσουμε να ανασηκώσουμε το πέπλο του συμβολισμού που συνδέει το αιδοίο της Βαυβούς, με την εμφάνιση και το γέλιο του Ιάκχου….
Η Περσεφόνη ως γνωστόν, είχε απαχθεί από τον Πλούτωνα στο κάτω κόσμο. O Κάτω Κόσμος συμβολίζει την ύλη, και τα κοινά δομικά στοιχεία της γης και των άστρων με το σώμα μας. Οι άνθρωποι είμαστε συνδεδεμένοι μεταξύ μας βιολογικά, με τη γη σε χημικό επίπεδο και με το σύμπαν σε ατομικό επίπεδο.
Η Δ[Γ]ή -μήτρα είναι η μητέρα Γη, η κοινή υλική μας μήτρα. Με τον θάνατο μας, τα δομικά αυτά στοιχεία αποσυντίθεται εκ νέου στην Θεϊκή μήτρα από όπου όλα τα πλάσματα της Γαίας προήλθαν. Οι άνθρωποι όμως σύμφωνα με τις Ορφικές διδαχές, είναι τόσο παιδιά της Γης, όσο και του έναστρου Ουρανού, το γένος τους όμως είναι μόνο ουράνιο…
Η Περσεφόνη συμβολίζει το αθάνατο θεϊκό εκείνο σπόρο εντός υμών που ονομάζουμε ατονική ψυχή, η οποία ενσαρκώθηκε στη Γη, προερχόμενη από την Κοσμική ψυχή. Ο Ιάκχος γελά μέσα από το αιδοίο της Βαυβούς, υπενθυμίζοντας συνεπώς ίσως στην πενθούσα Δήμητρα, πως θάνατος δεν υπάρχει, καθώς στο σύμπαν τίποτα δεν χάνεται, απλώς τα πάντα αλλάζουν μορφή… Δεν υπάρχει θάνατος, ο θάνατος είναι ζωή και η ζωή είναι θάνατος. Ο ουρανός βρίσκεται στη γη, αλλά με έναν γήινο τρόπο. Η γη βρίσκεται στον ουρανό αλλά με έναν ουράνιο τρόπο….
Ο Απολλώνιος ο Τυανεύς αναφέρει σχετικά:
«Θάνατος δεν υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά, ούτε γένεση υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά. Η τροπή της ουσίας σε φύση θεωρείται γένεση, ενώ η τροπή της φύσεως σε ουσία κατά τα αυτά θεωρείται θάνατος. Ούτε γεννιέται αληθινά κάτι ούτε φθείρεται ποτέ, μόνο τη μια γίνεται φανερό και ύστερα γίνεται αόρατο· και το μεν πρώτο συμβαίνει λόγω παχύτητος της ύλης, το δε δεύτερο λόγω λεπτότητος της ουσίας, η οποία είναι πάντα ίδια και απλώς διαφέρει κατά την κίνηση και την στάση. Διότι αυτό είναι αναγκαστικά το ίδιον της μεταβολής, που δεν γίνεται από κάπου έξω, αλλά το μεν όλον μεταβάλλεται στα μέρη, τα δε μέρη στο όλον λόγω της ενότητος του παντός».
Ο Ιάκχος γελά, μέσα από την μήτρα, συμβολίζοντας ίσως, πως η στιγμή της γέννησης δια μέσου της μητρός μας, σημαίνει επίσης μία « μετάβαση», και το τέλος της παραδείσιας μακαριότητα της φυσικής (όσο και της Θεϊκής πριν την κύηση), μήτρας, η οποία παρέχει στο έμβρυο ότι χρειάζεται, έως την γέννηση. Μετά την γέννηση αρχίζει ο αγώνας του επίπονου βίου (Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από το βίο-, καθώς ο βίος εμπεριέχει βία) καθώς αρχίζει ο εγκλιματισμός στις νέες σκληρές εξωτερικές συνθήκες του υλικού κόσμου. Η έξοδος από τον κήπο της Εδέμ...
Η ενσάρκωση αποτελεί μία ευκαιρία για τον άνθρωπο να αναπτύξει με ελεύθερη βούληση, την σοφία και την ανιδιοτελή αγάπη, ως ιδιότητες και χαρίσματα της ανώτερης φύσης του, ιδιότητες του ανώτερου εαυτού του το οποίο ομοιάζει προς την Θεότητα. Μέσα από τον άνθρωπο το σύμπαν συνειδητοποιεί τον εαυτό του. Είμαστε μια όψη του σύμπαντος, με τον ίδιο τρόπο που ένα κύμα είναι μια όψη του ωκεανού. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, πως η παρουσία μας στον πλανήτη Γη, είναι ένα ταξίδι με εισιτήριο επιστροφής γυρισμό στο πνευματικό μας λίκνο από το προερχόμαστε.
Ο Ιάκχος λοιπόν χαμογελά, υποδεικνύοντας πως ο άνθρωπος με προσωπική του ευθύνη αναλαμβάνει, στη διάρκειά του βίου του, να διακρίνει το καλό από το κακό, το προσωρινό από το αιώνιο. Ο άνθρωπος Ιάκχος είναι τελικά ένα «άνοιγμα» μέσα από το οποίο, ολόκληρη η ενέργεια του σύμπαντος συνειδητοποιεί τον εαυτό της, και τότε η θεϊκή μας φύση χαμογελά….
Θέογνις και Διαγόρας. Το σπέρμα των Καβείρων - Μύηση στον πύρινο κύκλο.
Πρωτότυπος σύγχρονο δοκίμιο με την μορφή διαλόγου.
Πρόλογος
Η σπηλιά κάτω από το ιερό των Καβείρων στη Λήμνο, σμιλεμένη από άνεμο και χρόνο, δεν είναι μόνο τόπος ανάμνησης του Φιλοκτήτη. Είναι και το μυστικό προστώο της Μύησης. Εκεί όπου η ψυχή καλείται να περάσει από τη φωτιά, για να γεννηθεί εκ νέου.Στην ησυχία των υπόγειων στοών, ο εξομολογητής των Καβείρων — που φέρει τον ιερό τίτλο Κόης — αναμένει. Το όνομά του είναι Θέογνις. Απόψε, δίπλα στην Ιερή Πυρά, ετοιμάζεται να δεχτεί τον Διαγόρα, υποψήφιο μύστη, στην προπαρασκευαστική κατήχηση που προηγείται της εισόδου στα Μυστήρια.
Διάλογος μεταξύ Θέογνι (Κόη) και Διαγόρα (υποψήφιου μύστη):
Θέογνις (καθισμένος μπροστά στην άσβεστη πυρά):
Η φλόγα αυτή δεν είναι ούτε για θέρμανση ούτε για φως. Είναι καθρέπτης. Κι όποιος κοιτάξει μέσα της δίχως να ’χει γδυθεί τα προσωπεία, θα τρομάξει από τη μορφή του. Πες μου, Διαγόρα, τι φέρνεις ενώπιον της φλόγας;
Διαγόρας:
Δεν φέρνω κατορθώματα. Μόνο το βάρος των ερωτήσεων μου. Πεινώ για νόημα, διψώ για αλήθεια. Αν αξιωθώ να δω, δεν θα δω ως αυτός που ήμουν, αλλά αυτός που θα αναγεννηθεί.
Θέογνις:
Ο Κόης δεν είναι μόνο εξομολογητής, είναι και διδάσκαλος. Είναι λιμένας. Εγώ ακούω — κι αν η σιγή σου είναι αληθινή, σε περνώ στο επόμενο κύμα. Είσαι έτοιμος να θρονιστείς;
Διαγόρας:
Αν η σιωπή είναι το κλειδί, είμαι ήδη μπροστά στην πόρτα.
Ο Θέογνις κάνει νόημα προς την Ιερή Πυρά. Πέτρινοι θρόνοι, σε ημικύκλιο γύρω της, υποδέχονται τον κατήχηση.
Θέογνις:
Κάθισε εκεί όπου το βλέμμα της φλόγας σε βρίσκει. Είναι η ώρα του θρονισμού. Δεν θα σε αγγίξει κανείς. Μονάχα η εστία, που γνωρίζει τι καίει και τι εξαγνίζει. Αν ο θρόνος σου γίνει τάφος, έφυγες άκαιρα. Αν γίνει μήτρα, τότε ετοιμάσου να αναδυθείς.
Διαγόρας:
Πού οδηγεί η πυρά;
Θέογνις:
Στον Ήφαιστο. Στον Θεό που σμιλεύει την ασχήμια και τη μεταμορφώνει. Εκείνον που έπεσε, μα μέσα από την πτώση έγινε πύλη. Μην τον δεις σαν κουτσό θεό. Δες τον ως εκείνον που δέχθηκε το στίγμα, για να φωτίσει τους στιγματισμένους.
Η φλόγα παίρνει βαθυκόκκινο τόνο. Η σκιά του Θέογνι μακραίνει πίσω του, όπως κι η σκιά του Διαγόρα.
Θέογνις:
Πριν περάσεις, θα λάβεις αυτό:
Τραβά από δίπλα μια πορφυρή ζώνη και την κρατά στα χέρια με σεβασμό.
Θέογνις:
Η πορφυρή ζώνη είναι η σφραγίδα του Μύστη. Δεν είναι κόσμημα, είναι φλόγα δεμένη γύρω από τη μέση. Την αποκτά μόνο όποιος κάηκε, μα δεν έγινε στάχτη. Μόνο όποιος άντεξε τη Θέα της Εστίας.
Διαγόρας:
Θα τη φορώ, όχι ως τιμή, αλλά ως υπενθύμιση πως πέρασα και δεν έμεινα ο ίδιος.
Θέογνις:
Τότε, ας σε γνωρίσουν οι Άρρητοι μεγάλοι Θεοί Κάβειροι Θεοί. Όχι όπως ήσουν, αλλά όπως έγινες.
Επίλογος
Η σπηλιά σωπαίνει. Η Ιερή Πυρά συνεχίζει να καίει.Κι ο Διαγόρας, με την πορφυρή ζώνη πλεγμένη γύρω από τη μέση του, δεν είναι πια υποψήφιος. Είναι μέτοχος του άρρητου.
Η φωτιά τον αναγνώρισε. Και στο βάθος, ο Ήφαιστος, αθέατος, χαμογέλασε μέσα από το σφυρί του.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ, ΒΕΒΗΛΟΙ, ΕΝΑΡΕΤΟΙ
ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Φιλόσοφοι είναι εκείνοι οι οποίοι διάγουν βίον ήρεμον, απέριττο και αγαπούν τη γνώση, την γνώση εκείνη η οποία προέρχεται από την Θεία Φύση, δηλαδή από τις εκδηλώσεις και λειτουργίας των νόμων αυτής από τις λειτουργίες των φύσεων των όντων και από τις λειτουργίες των ψυχών αυτών μεταξύ των οποίων είναι και οι ανθρώπινες, ως και οι πέραν αυτών ενεργούσες μετά των πνευματικών αυτών φύσεων.
Κάθε άλλη γνώση μη προερχομένη από τις πηγές αυτές, ή μη εξορμωμένη από αυτές τις πηγές σε περαιτέρω συνθέσεις και αναγωγές δεν είναι γνώση πραγματική και γι αυτό δεν μπορεί να έχει καμιά αξία
Οι επ’ αυτής της γνώσεως στηριζόμενοι και δι’ αυτής προχωρούντες προς κατάκτηση των Θείων Αληθειών της Φύσεως γίνονται και είναι πραγματικοί φιλόσοφοι. Οι φιλόσοφοι γίνονται και πραγματικοί μύσται, διότι η Θεία Φύση δια των υπερόχων πνευματικών της τέκνων προς αυτούς αποκαλύπτει και τις αλήθειές της και τα Θεία της μυστικά. Μόνον oι μύστες δύνανται να εκτιμούν τα Θεία μυστικά της Φύσεως και να τα χρησιμοποιούν και προς ιδίαν τους πρόοδο και προς πρόοδο και άλλων προς αυτό ικανών.
Μόνον oι μύστες δύνανται να γνωρίζουν την αξία αυτών των μυστικών καθώς και τα μέσα τα οποία παρέχουν προς τις ανθρώπινες ψυχές όπως αυτές ανέρχονται σε θειότερη διανόηση και ψυχική ελευθερία. Κατ’ αντίθεση της διανοητικής αξίας των μυστών δημιουργείται και λαμβάνεται η έννοια της διανοητικής αξίας των Βέβηλων.
ΒΕΒΗΛΟΙ
Βέβηλοι καλούνται εκείνοι oι άνθρωποι των οποίων η διανοητική τους αξία δεν τους επιτρέπει να εκτιμήσουν τη θεία Φύση και τα υπέροχα και θεία μυστικά της, τα οποία χρησιμοποιούμενα παρά των ανθρώπων δίδουν στις ψυχές τους πραγματικές πτέρυγες γιά να ίπτανται και κατανοούν τις Θείες καταστάσεις των πνευματικών κόσμων.
Βέβηλοι είναι εκείνοι oι οποίοι είναι πάντοτε πρόθυμοι να ασεβούν κατά των νόμων της θείας Φύσεως, να περιφρονούν την αξίαν των νοητικών της όντων και να υβρίζουν δια των πράξεών τους τούς νόμους εκείνους δια των οποίων εξασφαλίζεται η ύπαρξη και η πρόοδος τους. Στους τοιαύτης διανοητικής καταστάσεως ανθρώπους τα υπέροχα πνευματικά τέκνα της θείας Φύσεως ουδέποτε εμπιστεύονται τα μεγάλα της μυστικά. Το ίδιο δε πράττουν και οι μυημένοι στις Αλήθειες της Φύσεως για να μη περιέρχονται και αυτοί στην κατάσταση των βέβηλων.
ΕΝΑΡΕΤΟΙ
Ενάρετοι είναι οι μύστες γιατί και στις μεταξύ τους σχέσεις και σε εκείνες προς τους άλλους ανθρώπους ασκούν τις αρχές της αρετής και σκέπτονται και ενεργούν με βάση αυτές.
Ενάρετοι είναι οι μύστες διότι δεν ενδιαφέρονται μόνον γιά τους εαυτούς των, αλλά ενδιαφέρονται και περί πάντων των άλλων που ευρίσκονται στην ακτίνα της ενεργείας τους και αισθάνονται την υποχρέωση να παρέχουν προς τους άλλους ό,τι τους επιτρέπει η δυναμική τους ενέργεια, σε ίσον βαθμόν προς ό,τι παρέχουν στον ίδιο τον εαυτό τους προς εξυπηρέτηση της ανθρωπίνης τους ζωής και της ψυχικής τους προόδου. Εάν ενεργήσουν αντιθέτως, τότε θα χωρίσουν τα άτομά τους από τους άλλους ανθρώπους και στην περίπτωση αυτή θα αρνηθούν να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα επί της ζωής και της προόδου των άλλων.
Η άρνηση από τους μύστες της αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων των άλλων θέτει αυτούς ως πορευομένους εκτός ηθικών αρχών, οι δε πορευόμενοι εκτός ηθικών αρχών είναι βέβηλοι . Οι μύστες όχι μόνον πρέπει να αναγνωρίζουν τα δικαιώματα επί της ζωής και της προόδου των άλλων ανθρώπων, αλλά και να συντρέχουν και στην σύνταξη και θέσπιση κοινωνικών νόμων, που να προστατεύουν τα δικαιώματα αυτά. Οι τοιαύτης φύσεως νόμοι λαμβάνουν την έννοια των ηθικών νόμων και γίνονται κατά το παράδειγμα το προκύπτον από τις σχέσεις των καθόλου νόμων της θείας Φύσεως, οι οποίοι δια της λειτουργίας τους εμφανίζουν τις θείες αρμονίες των κόσμων και των μορφών τους και δια των αρμονιών αυτών πληρούνται οι κατά μέρος σκοποί των όντων της θείας Φύσεως.
Παρόμοιους ηθικούς νόμους πρέπει να δημιουργήσει και η ανθρώπινη κοινωνία για να εμφανισθεί μεταξύ των ατόμων αυτής αρμονία και να εκπληρωθεί ο ανθρώπινος σκοπός τους. Ενάρετος είναι ο μύστης ο έχων στις ενέργειές του την κατεύθυνση αυτή. Αντίθετη κατεύθυνση του μύστη δεν θα του επιτρέψει να εκπληρώσει τον ανθρώπινο σκοπό του για να έλθει σε θειότερο πνευματικό κόσμο, αλλά θα επανέρχεται να ζει επί του αυτού ανθρώπινου κόσμου, όπου αντίθετοι ηθικοί νόμοι επικρατούν, οι νόμοι εκείνοι οι οποίοι χωρίζουν τα κοινωνικά άτομα και υπαγορεύουν στις σχέσεις τους να επικρατούν ταπεινές και εγωιστικές πράξεις, οι νόμοι εκείνοι που έχουν θεσπισθεί και εφαρμόζονται από την ανθρώπινη ανοησία και την περιφρόνηση προς τους νόμους της Θείας Φύσεως.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΡΕΤΗΣ
Πράξεις αρετής είναι οι πράξεις των ανθρώπων εκείνες, οι οποίες φέρουν χαρακτήρα φυσικό και ενεργούνται κατ’ επιταγή των φυσικών νόμων. Η υπαγορευόμενη εκ των νόμων της θείας Φύσεως να τελείται υπό των όντων της πράξη, όταν τελείται δια της ελευθέρας βουλήσεως του όντος, είναι πράγματι πράξη αρετής και μάλιστα είναι ενσυνείδητη πράξη αρετής.
Όλες οι πράξεις των όντων οι οποίες υπαγορεύονται από τους φυσικούς νόμους είναι πράξεις αρετής. Εκείνες όμως που γίνονται κατά συνειδητή εκτίμηση του ανθρώπου ή υπέρτερου πνεύματος είναι πράξεις συνειδητής αρετής και σ’ αυτήν την περίπτωση τα όντα αυτά χαρακτηρίζονται ως πράγματι ηθικά όντα και κατ’ αντίθεση προς τα άλλα τα μη ηθικά.
Οι σημερινές ανθρώπινες κοινωνίες, κατά το πλείστον, για τους ανωτέρω (αναφερομένους) λόγους αποτελούνται από μη ηθικά ανθρώπινα όντα και οι νόμοι οι διέποντες τις σχέσεις των σημερινών ανθρωπίνων κοινωνιών δεν μπορούν να προσλαμβάνουν την έννοια των ηθικών νόμων.
Ηθικοί Νόμοι είναι εκείνοι οι οποίοι αναγνωρίζουν τα δικαιώματα επί της ζωής και της προόδου των ανθρώπων και οι οποίοι προστατεύουν αυτά στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Η εκδήλωση υπό των νοητικών και ηθικών όντων και η άσκηση του νόμου της αγάπης είναι πράξη αρετής. Η εκδήλωση και λειτουργία παντός πνευματικού και φυσικού νόμου υπό των νοητικών όντων και η άσκηση αυτού υπό των νοητικών και ηθικών όντων δια της βουλήσεώς τους είναι πράξη αρετής. Πράξη αρετής είναι επίσης και ο προσανατολισμός τους προς τους φυσικούς και πνευματικούς νόμους του περιβάλλοντός τους. Κάθε πράξη δια της οποίας ασκείται στην ενέργεια της ανθρωπίνης φύσεως υπό των νοητικών αυτής όντων ο νόμος της αγάπης, ως και κάθε άλλος φυσικός νόμος είναι πράξη αρετής. Κατά συνέπεια ΑΡΕΤΗ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνειδητή ενέργεια των όντων, όταν αυτή γίνεται σύμφωνα προς τις απαιτήσεις των νόμων της φύσεώς τους και όταν εναρμονίζεται αυτή και προς τους νόμους των ψυχών τους και προς εκείνους της φύσεως του περιβάλλοντός τους.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Το να εκδηλώνει ο άνθρωπος αγάπη προς τους ομοίους του, τούτο είναι πράξη αρετής και ταυτόχρονα και καθήκον του διότι αναγνωρίζει τα φυσικά και πνευματικά δικαιώματα των άλλων. Το να αγαπάται ο άνθρωπος παρά των άλλων είναι δικαίωμά του, διότι προέρχεται εκ της λειτουργίας των φυσικών νόμων και των νόμων της ψυχικής του ατομικότητας.












