Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΠΛ Πολ 613e–616b

(ΠΛ Πολ 613e–619a: Η μεταθανάτια ανταμοιβή των δικαίων και τιμωρία των αδίκων) Τι διηγήθηκε ο Ηρ ο Αρμένιος μετά την επάνοδό του στη ζωή – Η τιμωρία του Αρδιαίου για τα ανοσιουργήματά του

Έχοντας συμφωνήσει ότι η δικαιοσύνη είναι το άριστο για την ψυχή, οι συνομιλητές άκουσαν τον Σωκράτη να αναπτύσσει τους τρόπους με τους οποίους ανταμείβεται και επιβραβεύεται ο δίκαιος άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Ἃ μὲν τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, ζῶντι τῷ δικαίῳ παρὰ θεῶν τε
[614a] καὶ ἀνθρώπων ἆθλά τε καὶ μισθοὶ καὶ δῶρα γίγνεται πρὸς
ἐκείνοις τοῖς ἀγαθοῖς οἷς αὐτὴ παρείχετο ἡ δικαιοσύνη, τοιαῦτ’
ἂν εἴη.

Καὶ μάλ’, ἔφη, καλά τε καὶ βέβαια.

Ταῦτα τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, οὐδέν ἐστι πλήθει οὐδὲ μεγέθει
πρὸς ἐκεῖνα ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον περιμένει· χρὴ δ’
αὐτὰ ἀκοῦσαι, ἵνα τελέως ἑκάτερος αὐτῶν ἀπειλήφῃ τὰ ὑπὸ
τοῦ λόγου ὀφειλόμενα ἀκοῦσαι.

[614b] Λέγοις ἄν, ἔφη, ὡς οὐ πολλὰ ἄλλ’ ἥδιον ἀκούοντι.

Ἀλλ’ οὐ μέντοι σοι, ἦν δ’ ἐγώ, Ἀλκίνου γε ἀπόλογον
ἐρῶ, ἀλλ’ ἀλκίμου μὲν ἀνδρός, Ἠρὸς τοῦ Ἀρμενίου, τὸ
γένος Παμφύλου· ὅς ποτε ἐν πολέμῳ τελευτήσας, ἀναιρε-
θέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν ἤδη διεφθαρμένων, ὑγιὴς μὲν
ἀνῃρέθη, κομισθεὶς δ’ οἴκαδε μέλλων θάπτεσθαι δωδεκαταῖος
ἐπὶ τῇ πυρᾷ κείμενος ἀνεβίω, ἀναβιοὺς δ’ ἔλεγεν ἃ ἐκεῖ
ἴδοι. ἔφη δέ, ἐπειδὴ οὗ ἐκβῆναι, τὴν ψυχὴν πορεύεσθαι
[614c] μετὰ πολλῶν, καὶ ἀφικνεῖσθαι σφᾶς εἰς τόπον τινὰ δαιμόνιον,
ἐν ᾧ τῆς τε γῆς δύ’ εἶναι χάσματα ἐχομένω ἀλλήλοιν καὶ
τοῦ οὐρανοῦ αὖ ἐν τῷ ἄνω ἄλλα καταντικρύ. δικαστὰς δὲ
μεταξὺ τούτων καθῆσθαι, οὕς, ἐπειδὴ διαδικάσειαν, τοὺς μὲν
δικαίους κελεύειν πορεύεσθαι τὴν εἰς δεξιάν τε καὶ ἄνω διὰ
τοῦ οὐρανοῦ, σημεῖα περιάψαντας τῶν δεδικασμένων ἐν τῷ
πρόσθεν, τοὺς δὲ ἀδίκους τὴν εἰς ἀριστεράν τε καὶ κάτω,
ἔχοντας καὶ τούτους ἐν τῷ ὄπισθεν σημεῖα πάντων ὧν
[614d] ἔπραξαν. ἑαυτοῦ δὲ προσελθόντος εἰπεῖν ὅτι δέοι αὐτὸν
ἄγγελον ἀνθρώποις γενέσθαι τῶν ἐκεῖ καὶ διακελεύοιντό οἱ
ἀκούειν τε καὶ θεᾶσθαι πάντα τὰ ἐν τῷ τόπῳ. ὁρᾶν δὴ
ταύτῃ μὲν καθ’ ἑκάτερον τὸ χάσμα τοῦ οὐρανοῦ τε καὶ τῆς
γῆς ἀπιούσας τὰς ψυχάς, ἐπειδὴ αὐταῖς δικασθείη, κατὰ δὲ
τὼ ἑτέρω ἐκ μὲν τοῦ ἀνιέναι ἐκ τῆς γῆς μεστὰς αὐχμοῦ τε
καὶ κόνεως, ἐκ δὲ τοῦ ἑτέρου καταβαίνειν ἑτέρας ἐκ τοῦ
[614e] οὐρανοῦ καθαράς. καὶ τὰς ἀεὶ ἀφικνουμένας ὥσπερ ἐκ
πολλῆς πορείας φαίνεσθαι ἥκειν, καὶ ἁσμένας εἰς τὸν λει-
μῶνα ἀπιούσας οἷον ἐν πανηγύρει κατασκηνᾶσθαι, καὶ ἀσπά-
ζεσθαί τε ἀλλήλας ὅσαι γνώριμαι, καὶ πυνθάνεσθαι τάς τε
ἐκ τῆς γῆς ἡκούσας παρὰ τῶν ἑτέρων τὰ ἐκεῖ καὶ τὰς ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ τὰ παρ’ ἐκείναις. διηγεῖσθαι δὲ ἀλλήλαις τὰς
[615a] μὲν ὀδυρομένας τε καὶ κλαούσας, ἀναμιμνῃσκομένας ὅσα τε
καὶ οἷα πάθοιεν καὶ ἴδοιεν ἐν τῇ ὑπὸ γῆς πορείᾳ ―εἶναι δὲ
τὴν πορείαν χιλιέτη― τὰς δ’ αὖ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εὐπαθείας
διηγεῖσθαι καὶ θέας ἀμηχάνους τὸ κάλλος. τὰ μὲν οὖν
πολλά, ὦ Γλαύκων, πολλοῦ χρόνου διηγήσασθαι· τὸ δ’ οὖν
κεφάλαιον ἔφη τόδε εἶναι, ὅσα πώποτέ τινα ἠδίκησαν καὶ
ὅσους ἕκαστοι, ὑπὲρ ἁπάντων δίκην δεδωκέναι ἐν μέρει,
ὑπὲρ ἑκάστου δεκάκις ―τοῦτο δ’ εἶναι κατὰ ἑκατονταετηρίδα
[615b] ἑκάστην, ὡς βίου ὄντος τοσούτου τοῦ ἀνθρωπίνου― ἵνα δεκα-
πλάσιον τὸ ἔκτεισμα τοῦ ἀδικήματος ἐκτίνοιεν, καὶ οἷον εἴ
τινες πολλοῖς θανάτων ἦσαν αἴτιοι, ἢ πόλεις προδόντες ἢ
στρατόπεδα, καὶ εἰς δουλείας ἐμβεβληκότες ἤ τινος ἄλλης
κακουχίας μεταίτιοι, πάντων τούτων δεκαπλασίας ἀλγηδόνας
ὑπὲρ ἑκάστου κομίσαιντο, καὶ αὖ εἴ τινας εὐεργεσίας εὐερ-
γετηκότες καὶ δίκαιοι καὶ ὅσιοι γεγονότες εἶεν, κατὰ ταὐτὰ
[615c] τὴν ἀξίαν κομίζοιντο. τῶν δὲ εὐθὺς γενομένων καὶ ὀλίγον
χρόνον βιούντων πέρι ἄλλα ἔλεγεν οὐκ ἄξια μνήμης. εἰς
δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος
φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο.

Ἔφη γὰρ δὴ παραγενέσθαι ἐρωτωμένῳ ἑτέρῳ ὑπὸ ἑτέρου
ὅπου εἴη Ἀρδιαῖος ὁ μέγας. ὁ δὲ Ἀρδιαῖος οὗτος τῆς
Παμφυλίας ἔν τινι πόλει τύραννος ἐγεγόνει, ἤδη χιλιοστὸν
ἔτος εἰς ἐκεῖνον τὸν χρόνον, γέροντά τε πατέρα ἀποκτείνας
[615d] καὶ πρεσβύτερον ἀδελφόν, καὶ ἄλλα δὴ πολλά τε καὶ ἀνόσια
εἰργασμένος, ὡς ἐλέγετο. ἔφη οὖν τὸν ἐρωτώμενον εἰπεῖν,
«Οὐχ ἥκει», φάναι, «οὐδ’ ἂν ἥξει δεῦρο. ἐθεασάμεθα γὰρ
οὖν δὴ καὶ τοῦτο τῶν δεινῶν θεαμάτων· ἐπειδὴ ἐγγὺς τοῦ
στομίου ἦμεν μέλλοντες ἀνιέναι καὶ τἆλλα πάντα πεπονθότες,
ἐκεῖνόν τε κατείδομεν ἐξαίφνης καὶ ἄλλους ―σχεδόν τι αὐτῶν
τοὺς πλείστους τυράννους· ἦσαν δὲ καὶ ἰδιῶταί τινες τῶν
[615e] μεγάλα ἡμαρτηκότων― οὓς οἰομένους ἤδη ἀναβήσεσθαι οὐκ
ἐδέχετο τὸ στόμιον, ἀλλ’ ἐμυκᾶτο ὁπότε τις τῶν οὕτως
ἀνιάτως ἐχόντων εἰς πονηρίαν ἢ μὴ ἱκανῶς δεδωκὼς δίκην
ἐπιχειροῖ ἀνιέναι. ἐνταῦθα δὴ ἄνδρες, ἔφη, ἄγριοι, διάπυροι
ἰδεῖν, παρεστῶτες καὶ καταμανθάνοντες τὸ φθέγμα, τοὺς μὲν
διαλαβόντες ἦγον, τὸν δὲ Ἀρδιαῖον καὶ ἄλλους συμποδί-
[616a] σαντες χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν, καταβαλόντες καὶ
ἐκδείραντες, εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ’ ἀσπαλάθων
κνάμπτοντες, καὶ τοῖς ἀεὶ παριοῦσι σημαίνοντες ὧν ἕνεκά
τε καὶ ὅτι εἰς τὸν Τάρταρον ἐμπεσούμενοι ἄγοιντο». ἔνθα
δὴ φόβων, ἔφη, πολλῶν καὶ παντοδαπῶν σφίσι γεγονότων,
τοῦτον ὑπερβάλλειν, μὴ γένοιτο ἑκάστῳ τὸ φθέγμα ὅτε
ἀναβαίνοι, καὶ ἁσμενέστατα ἕκαστον σιγήσαντος ἀναβῆναι.
καὶ τὰς μὲν δὴ δίκας τε καὶ τιμωρίας τοιαύτας τινὰς
[616b] εἶναι, καὶ αὖ τὰς εὐεργεσίας ταύταις ἀντιστρόφους.

***
Τέτοια λοιπόν είναι τα βραβεία, οι μισθοί, και τα δώρα που έχει ο δίκαιος στο διάστημα της ζωής του από θεούς και ανθρώπους, κοντά στα πλεονεκτήματα που, καθώς είπαμε, του παρέχει αυτή καθ' εαυτήν η δικαιοσύνη.

Πολύ ωραία και ασφαλή.

Και όμως τίποτα δεν είν' αυτά, ούτε κατά το πλήθος ούτε κατά το μέγεθος, μπροστά σ' εκείνα που περιμένουν και τον ένα και τον άλλο μετά θάνατον· πρέπει κι αυτά να ειπωθούν, για να πάρη ο καθένας τους εντελώς όσα από τη συζήτησή μας του πρέπει να τ' ακούση.

Λέγε λοιπόν, γιατί λίγα πράγματα υπάρχουν που θα τ' άκουα με περισσότερη ευχαρίστηση.

Θ' ακούσης λοιπόν τώρα τη διήγηση όχι του Αλκίνου αλλά ενός αλκίμου ανδρός, του Ηρός του Αρμενίου, που ήταν Πάμφυλος κατά το γένος. Αυτός σκοτώθηκε στον πόλεμο και όταν έπειτ' από δέκα μέρες ήρθαν να παραλάβουν τα σώματα των νεκρών, που βρίσκονταν πια σε αποσύνθεση, το δικό του ήταν ακόμη σώο και ακέραιο· τον μετέφεραν λοιπόν στην πατρίδα του για να τον ενταφιάσουν και ενώ τη δωδέκατη μέρα από το θάνατό του βρισκόταν πια απάνω στη φωτιά, ξανάρθε στη ζωή και άρχισε ν' ανιστορή όσα είχε ιδή στον άλλο κόσμο. Ευθύς, τους έλεγε, που βγήκε η ψυχή του, ξεκίνησε με πολλούς άλλους κ' έφτασαν σ' ένα θαυμάσιο τόπο, όπου είδαν δύο χάσματα στη γη, το ένα κοντά στο άλλο, και δύο άλλα απάνω στον ουρανό, κατάντικρυ στα πρώτα. Ανάμεσά τους κάθονταν δικαστές που έβγαζαν την απόφασή τους και πρόσταζαν τους δίκαιους ν' ακολουθήσουν το δρόμο που πήγαινε δεξιά και πάνω μεσ' απ' τον ουρανό, αφού πρωτύτερα τους κρέμαγαν μπροστά σημάδια που έλεγαν τι απόφαση είχαν βγάλει γι' αυτούς στη δίκη· τους άδικους τους έστελναν να πάρουν το δρόμο προς τ' αριστερά και κάτω, αφού κρέμαγαν και σ' αυτούς, αλλ' από πίσω, σημείωμα που έλεγε όλες τις πράξεις τους. Όταν παρουσιάστηκε κι ο ίδιος, του είπαν να φέρη στους ανθρώπους την είδηση για όσα συμβαίνουν εκεί και τον πρόσταξαν να παρατηρήση και νακούση όλα όσα γίνονται στον τόπο εκείνο.

Είδε λοιπόν εκεί πρώτα τις ψυχές, αφού δικάστηκαν, να ξεκινούν από τα δύο αντικρινά χάσματα του ουρανού και της γης, και από τ' άλλα δύο πάλι, από το ένα της γης ν' ανεβαίνουν ψυχές γεμάτες από ακαθαρσία και σκόνη, από τ' άλλο τ' ουρανού να κατεβαίνουν άλλες καθαρές. Όλες έδιναν την εντύπωση πως έρχονται από δρόμο μακρινό, και μ' ευχαρίστηση πήγαιναν να κατασκηνώσουν στο λιβάδι, όπως γίνεται στο πανηγύρι· όσες απ' αυτές γνωρίζονταν χαιρετιούνταν μεταξύ τους και ζητούσαν πληροφορίες, όσες έφταναν από τη γη από τις άλλες για τα εκεί, και όσες από τον ουρανό από τις άλλες για τα δικά τους πάλι περιστατικά. Και ιστορούσαν από τις αναμνήσεις τους μεταξύ τους οι πρώτες με θρήνους και με δάκρυα όσα έπαθαν και είδαν κατά την πορεία τους κάτω από τη γη ―η διάρκεια της πορείας ήταν χίλια χρόνια―, όσες πάλι έφταναν από τον ουρανό έλεγαν τις ηδονές που δοκίμασαν και το άφραστο κάλλος των θεαμάτων που είδαν. Πολύς καιρός θα χρειαζότανε, φίλε μου Γλαύκων, να καθήσω να σου διηγηθώ τώρα λεπτομέρειες· των αφηγήσεών του η σύνοψη ήταν η εξής: για όλες τις αδικίες που έκανε καθένας στη ζωή του και για όλους όσους αδίκησε, τιμωρήθηκε χωριστά δέκα φορές ―η διάρκεια της κάθε τιμωρίας ήταν εκατό χρόνια, όση είναι και η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής― για να πληρώσουν δέκα φορές την πληρωμή κάθε αδικήματος. Έτσι, εκείνοι που έγιναν αίτιοι πολλών θανάτων με την προδοσία πόλεων η στρατοπέδων, και εξανδραπόδισαν ανθρώπους ή έγιναν ένοχοι άλλων κακουργημάτων, υπέφεραν δεκαπλάσια βασανιστήρια για κάθε τους έγκλημα, ενώ απεναντίας όσοι έκαμαν μεγάλες ευεργεσίες και υπήρξαν δίκαιοι στους ανθρώπους και ευσεβείς απέναντι στους θεούς, έπαιρναν με την ιδίαν αναλογία την ανταμοιβή για τις καλές τους πράξεις. Όσο για κείνους που πέθαιναν λίγο χρόνο ύστερ' από τη γέννηση τους, έλεγε άλλα που δεν αξίζει τον κόπο να τ' αναφέρω. Υπήρχαν ακόμη ανταμοιβές πολύ μεγαλύτερες για όσους σέβονταν τους θεούς και τιμούσαν τους γονείς τους, καθώς και βασανιστήρια μεγαλύτερα για τους ασεβείς και τους πατροκτόνους, καθώς και για όσους με το χέρι τους έκαμαν φόνους.

Έλεγε μάλιστα ότι ήταν παρών εκεί, όταν κάποιος ερώτησε έναν άλλο πού βρίσκεται ο μέγας Αρδιαίος. Αυτός ο Αρδιαίος είχε χρηματίσει τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, χίλια χρόνια πριν, είχε σκοτώσει το γέρο πατέρα του και το μεγαλύτερο αδερφό του και άλλα πολλά και ανόσια έργα είχε κάμει, καθώς έλεγαν. Αυτός που ρωτήθηκε απάντησε· «Δεν έφτασε» είπε «και ούτε θα φτάση ποτέ εδώ. Είδαμε όμως ένα από τα φοβερώτερα εκεί θεάματα. Όταν βρισκόμασταν πια κοντά στο υπόγειο χάσμα, έτοιμοι ν' ανεβούμε, αφού είχαμε συμπληρώσει όλες τις τιμωρίες μας, βλέπομε ξαφνικά εκείνο τον Αρδιαίο και άλλους πολλούς―σχεδόν οι περισσότεροί τους υπήρξαν επίσης τύραννοι, ήσαν όμως και μερικοί ιδιώτες που είχαν διαπράξει μεγάλα κακουργήματα― που όταν ενόμιζαν πια ότι θα βγουν, το στόμιο του χάσματος δεν τους επέτρεπε να περάσουν, αλλ' άρχισε να μουγκρίζη, όπως έκανε κάθε φορά που δοκίμαζε να βγη ένας από κείνους που ταμαρτήματά του ήσαν ανίατα ή δεν είχε ακόμα υποστή ολόκληρη την τιμωρία του. Την ώρα εκείνη έτρεξαν αμέσως κάτι αγριάνθρωποι, κατακόκκινοι από τη φλόγα, που κατάλαβαν τι εσήμαινε το μουγκρητό, και τους άλλους τους άρπαξαν και τους επήραν από κει, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς ακόμη τους έδεσαν χέρια, πόδια και κεφάλι, τους έριξαν καταγής, τους έγδαραν και άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο απάνω σε ασπάλαθρους, όπου ξεσκίζονταν οι σάρκες τους· και σ' όσους συναντούσαν εξηγούσαν το γιατί τους μεταχειρίζονταν έτσι κ' έλεγαν ότι πήγαιναν να τους πετάξουν στον Τάρταρο». Απ' όλους, είπε, τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που δοκίμασαν, κανείς δεν μπορεί να συγκριθή μ' αυτόν, μήπως δηλαδή, την ώρα που πρόκειται πια να περάσουν το στόμιο, ακουστή εκείνο το μουγκρητό, και απερίγραπτη είναι η χαρά εκείνου που μπορεί ν' ανεβή, χωρίς ν' αντηχήση το στόμιο. Αυτές λοιπόν περίπου είναι οι κρίσεις και οι τιμωρίες και οι αντίστοιχες αμοιβές, που ιστορούσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου