Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Ψυχολογικός & Γνωστικός Πόλεμος

Μάχη… στην μάχη για το μυαλό.

Τα τελευταία δύο χρόνια (2022-2023) είδαμε ένα αποκορύφωμα μιας προσπάθειας σχεδόν αιώνιας, για την τέλεια κοινωνική μηχανική και τις τεχνικές ψυχολογικού πολέμου στον δυτικό κόσμο. Ορισμένοι παρατήρησαν ότι ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού φαίνεται να βρίσκεται υπό μάγια. Αυτό μπορεί να είναι πιο κοντά στην αλήθεια απ’ όσο νομίζουν.

Όπως αναφέρθηκε από το The Guardian και το The UK Column, οι κυβερνήσεις σε όλο τον δυτικό κόσμο -ειδικά μεταξύ των Five Eyes– χρησιμοποιούν την «Θεωρία ώθησης» και τον Νευρογλωσσικό Προγραμματισμό (NLP) για να αλλάξουν αποτελεσματικά τις συμπεριφορές των ανθρώπων χωρίς την συνειδητή τους γνώση.

Θεωρία Ώθησης.

Οι βασικές αρχές της ‘Θεωρίας Ώθησης’ εδράζονται στην ψυχολογική θεωρία του Συμπεριφορισμού, οι δε υποστηρικτές της θεωρίας διατείνονται ότι μπορούν να μεταβάλλουν την ανθρώπινη συμπεριφορά στο χώρο εργασίας (αλλά και σε τομείς, όπως στην οικονομία και ειδικότερα στην καταναλωτική συμπεριφορά), βελτιστοποιώντας τις συμπεριφορές των χρηστών, συνδέοντας την οικονομική επιστήμη με την ‘επιστήμη’ της ψυχολογίας.

Η “Θεωρία της Ώθησης” χρησιμοποιείται για να αναλύσουν τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι άνθρωποι αλλά και για να κατανοήσουν την συμπεριφορά των ανθρώπων και το πως αυτή επηρεάζεται ανάλογα με το τι θέλουν αλλά και το τι επιδιώκουν τα ίδια τα υποκείμενα έτσι ώστε μέσω της θεωρίας της ώθησης να τους οδηγήσουμε στην καλύτερη επιλογή για τους ίδιους.

Η ώθηση ή αλλιώς «nudge» είναι μια διαδικασία η οποία ανάλογα με το πως θα χρησιμοποιηθεί δέχεται αρκετή κριτική που μπορεί να είναι είτε θετική, είτε αρνητική, γιατί μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την συμπεριφορά των καταναλωτών. Η θεωρία της ώθησης για να είναι αποτελεσματική πρέπει να γίνεται εφαρμογή συγκεκριμένων τακτικών και τεχνικών οι οποίες διαφέρουν ανάλογα με το που καλούνται να εφαρμοστούν και σε ποιο πεδίο. Ορισμένες από αυτές τις τεχνικές εφαρμόζονται σε κάποιους κλάδους αλλά και κατευθύνουν τους ανθρώπους και τους οδηγούν σε μια συγκεκριμένη επιλογή η οποία είναι προκαθορισμένη εκ των προτέρων.

Οι βασικές αρχές της ‘Θεωρίας Ώθησης’ εδράζονται στην ψυχολογική θεωρία του Συμπεριφορισμού. Η Συμπεριφοριστική θεωρία, στην βάση της, θεωρεί τον άνθρωπο ως μια μηχανιστική οντότητα περισσότερο, παρά ως μια ελεύθερη ύπαρξη. Στην ίδια λογική κινείται και η Θεωρία της Ώθησης. Οπωσδήποτε, ορισμένες από τις θεωρήσεις της είναι πραγματικά εντυπωσιακές και εφαρμοστέες. Πού, όμως θεσπίζονται -αν θεσπίζονται- όρια σ’ αυτή την θεώρηση; Η διάσταση μεταξύ καθήκοντος και ελεύθερης επιλογής, η οποία μοιάζει να βρίσκεται στο κέντρο αυτής της θεωρίας, μήπως απλώς ανταλλάσσεται με την διάσταση ανάμεσα στο συνειδητά εκτελεσμένο καθήκον και στο υποσυνείδητο “σπρώξιμο”, μέσω μάλιστα συναισθηματικών διαύλων, που συνιστά μια εξίσου – αν όχι χειρότερη – μορφή καθοδήγησης της συμπεριφοράς;

Η ώθηση είναι μια διαδικασία η οποία επιδιώκει, όπως λέει και η ίδια η λέξη να ωθήσει το άτομο σε μια προκαθορισμένη επιλογή χωρίς όμως να το καταλάβει. Έτσι σημαντικό κατά την συγκεκριμένη διαδικασία είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν τις επιλογές που έχουν τα άτομα ώστε να κατανοήσουν πλήρως τις επιλογές τους και να προβούν στην καλύτερη δυνατή επιλογή. Υπάρχουν συγκεκριμένες τεχνικές, έτσι ώστε η ώθηση να είναι αποτελεσματική και να οδηγήσει σε ένα βέλτιστο αποτέλεσμα. Όπως είχε πει και ο ίδιος ο Thaler « η παρέμβαση πρέπει να είναι απλή και να υλοποιείται με χαμηλό κόστος».

Η θεωρία της ώθησης έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής γιατί βρίσκει εφαρμογή σε πολλούς κλάδους της καθημερινότητας μας με αποτέλεσμα να ασχοληθούν πολλά άτομα με τον συγκεκριμένο κλάδο. Αν και ασκείται έντονη κριτική στην συγκεκριμένη θεωρία είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αν η θεωρία αυτή εφαρμοστεί σωστά και από εξειδικευμένα άτομα τότε μπορεί να φέρει αποτελέσματα αλλά αν εφαρμοστεί με πλάνη θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα και θα επηρεάσει την κοινή γνώμη έχοντας σημαντικές συνέπειες για την ίδια την κοινωνία αλλά και τα άτομα. Άρα μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο σημαντική είναι η θεωρία αυτή να χρησιμοποιείται από άτομα που έχουν γνώση των τεχνικών και της θεωρίας δίχως δόλο. Πράγμα αδύνατον όταν μιλάμε για την εξουσία.

Ο Richard Thaler και ο Cass Sunstein ήταν αυτοί που για πρώτη φορά είχαν αναφέρει στο βιβλίο τους «Nudge: Improving Decisions about Health, Wealth and Happiness» την θεωρία της ώθησης ή όπως είναι γνωστή “nudge theory” το 2008. Αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι αυτής της θεωρίας η οποία συνεχώς εξελίσσεται και προσπαθεί να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα παίρνουν τις αποφάσεις τους αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συμπεριφέρονται και σκέφτονται κάτι που δεν είναι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί όλοι έχουν τα ίδια ερεθίσματα αν και διαφορετικό τρόπο σκέψης. Αυτή η θεωρία έχει ως, φαινομενικό, στόχο οι άνθρωποι να παίρνουν τις καλύτερες γι’ αυτούς και τις κυβερνήσεις/ επιχειρήσεις αποφάσεις και να τους δίνει το κίνητρο να μπαίνουν σ’ αυτή την διαδικασία και να μην κάνουν βεβιασμένες επιλογές. αλλά τις πραγματικότητα, απλώς τους ελέγχουν καταργώντας την πολύτιμη “ελεύθερη βούληση”.

Η θεωρία της ώθησης έχει κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα που την κάνουν να ξεχωρίζει και αυτά είναι η ευκολία εφαρμογής της αλλά και η προσαρμοστικότητα της με αποτέλεσμα να γίνετε χρήση της έτσι ώστε να αλλάξει η συμπεριφορά των ανθρώπων στην κοινωνία προς το συμφέρον των χρηστών της. Ουσιαστικά η συγκεκριμένη θεωρία έχει ως βασικό στόχο να σχεδιάσει και να παρουσιάσει τις επιλογές που έχουν τα άτομα κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό για τις κυβερνήσεις και τους Επικυρίαρχους μιας και τα υποκείμενα επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο τους παρουσιάζονται οι επιλογές, οι οποίες έχουν και αν δεν έχουν παρουσιαστεί με τον σωστό τρόπο ή δεν έχουν σχεδιαστεί σωστά τότε μπορεί να τους οδηγήσουν σε λανθασμένες τελικές επιλογές κι αποφάσεις.

Κοντολογίς, αποφασίζουμε για ‘σένα, πριν από ‘σένα!!

Έτσι οι επιλογές σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να λαμβάνουν υπόψιν τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι άνθρωποι την χρονική στιγμή που καλούνται να πάρουν μια απόφαση καθότι βασίζονται περισσότερο εκείνη την στιγμή στον αυθορμητισμό τους παρά στην λογική τους σκέψη. Σκέψου να εφαρμόζεται αυτή η πρακτική σε περιόδους εκλογών… έτσι βγαίνουν τα τρελά ποσοστά ψήφων!!

Ο λόγος για τον οποίο η θεωρία της ώθησης είναι ξεχωριστή και διαφέρει σε μεγάλο βαθμό με τις άλλες θεωρίες είναι γιατί η συγκεκριμένη θεωρία χρησιμοποιεί την μέθοδο της παρακίνησης με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να γίνει αντιληπτή από τους ανθρώπους έτσι ώστε να προβούν στην επιθυμητή γι’ αυτούς επιλογή. Αυτό που κάνει στην πράξη η θεωρία της ώθησης είναι να πετυχαίνει τους στόχους της χρησιμοποιώντας όμως έμμεσες μεθόδους και όχι άμεσες για να μπορέσει να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συμπεριφέρονται αλλά και τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται.

Αξίζει να επισημανθεί ότι η ‘θεωρία της ώθησης’ έχει στο επίκεντρο της τον μαζάνθρωπο κι έχει ως βασικό στόχο να τον μάθει να σκέφτεται όπως επιθυμεί η κυβέρνηση/εξουσία και να παίρνει αποφάσεις οι οποίες είναι προς όφελός της και συχνά εις βάρος του υποκειμένου.

Αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε και από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη θεωρία βασίζεται σε διάφορα ψυχολογικά μοντέλα αλλά και φιλοσοφικές έννοιες που βασίζονται κυρίως σε θεωρίες λήψης αποφάσεων αλλά και σε θεωρίες σκέψης. Αυτό το οποίο είναι εύκολα κατανοητό και αντιληπτό απ’ όλους είναι το γεγονός ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του γνώσεις κι απόψεις, αλλά όλοι κινούνται στο ίδιο φάσμα, γιατί η μάζα είναι ομοιογενής κι αυτό το έχει υπόψιν της η ‘θεωρία της ώθησης’ για να μπορέσει να ελέγξει /κατευθύνει τα θύματά της γνωρίζοντας έτσι τις προτιμήσεις που μπορεί να έχει ο καθ’ ένας απ’ αυτούς σ’ ένα δεδομένο πλαίσιο ομάδας.

Όλες οι επιλογές που δίνονται στα υποκείμενα σύμφωνα με την συγκεκριμένη θεωρία παρουσιάζονται κατά τέτοιον τρόπο έτσι να τα οδηγήσουν στο να πάρουν την πιο σωστή για την εξουσία, επιλογή κι όχι αναγκαστικά μόνο για τους ίδιους.

Η θεωρία αυτή έχει την δυνατότητα να εντοπίζει και να εξετάζει ενδελεχώς όλες τις επιρροές που έχουν τα υποκείμενα από το περιβάλλον τους και αν εντοπιστούν κάποιες επιρροές οι οποίες δεν είναι χρήσιμες και ωφέλιμες για το υποκείμενο, τότε η θεωρία της ώθησης αφού μπορεί να τις εντοπίσει, τις εξετάζει και προχωράει στην αναδιαμόρφωση τους η μη, πράγμα το οποίο δείχνει την αναγκαιότητας της αλλά και το πόσο χρήσιμη για τις ελίτ/εξουσίας.

Οι Richard Thaler και Cass Sunstein ανάλογα με το πως σκέφτονται οι άνθρωποι τους χώρισαν σε δυο κατηγορίες με τον πρώτο τύπο να είναι ο «ανθρώπινος» δηλαδή το υποκείμενο παίρνει τις αποφάσεις του επηρεαζόμενος από πολλούς παράγοντες, ενώ ο δεύτερος τύπος είναι ο «econ» δηλαδή αυτός που είναι ορθολογικός και σκέφτεται λογικά χωρίς να παρασύρεται εύκολα.

Ωστόσο οι περισσότεροι τύποι ανθρώπων ανήκουν στην πρώτη κατηγορία καθώς επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τον περίγυρο τους αλλά και από την ίδια την κοινωνία. Ο δεύτερος τύπος είναι εξαιρετικά σπάνιος και γι’ αυτό τον λόγο η θεωρία της ώθησης αποκτά σημασία για τις ελίτ, μιας και είναι σημαντική για την αλλαγή της συμπεριφοράς και τον έλεγχο των ανθρώπινων μαζών, έτσι ώστε να ελέγχει την ζωή αλλά και τις δήθεν ‘ επιλογές’ που οι ίδιοι υποτίθεται, ότι κάνουν.

Όπως είναι λογικό, μια θεωρία δεν έχει, φαινομενικά, στόχο να βλάψει τους ανθρώπους αν χρησιμοποιείται ορθά και συνετά. Δηλαδή πιο σημαντικό είναι από ποιους χρησιμοποιείται μια θεωρία και για ποιόν σκοπό. Έτσι και η θεωρία της ώθησης είναι σημαντικό να γνωρίζουμε από ποιόν χρησιμοποιείται και τι ακριβώς θέλει να επιτύχει από την συγκεκριμένη θεωρία. Αλλά τότε δεν θα είχε αποτέλεσμα γιατί δεν θα ήταν κρυφή/αθόρυβη, άλλωστε ποιός θέλει να γνωρίζει ότι οι αποφάσεις του και οι επιλογές του δεν είναι δικές του αλλά αποτέλεσμα ελέγχου του μυαλού του;

Ένα από τα πλέον γνωστά παραδείγματα της ‘θεωρίας της ώθησης’ είναι το μετρό της Στοκχόλμης. Στον συγκεκριμένο σταθμό οι υπεύθυνοι είχαν παρατηρήσει ότι οι πολίτες χρησιμοποιούσαν τις κυλιόμενες σκάλες κι ελάχιστοι ήταν αυτοί που χρησιμοποιούσαν τις σκάλες. Θέλοντας οι υπεύθυνοι του σταθμού να αλλάξουν αυτή την κατάσταση, ώστε να ωθήσουν όλο και περισσότερους στο να χρησιμοποιούν τις σκάλες, μετέτρεψαν τις σκάλες σε πιάνο, με αποτέλεσμα να αυξηθεί δραματικά η χρήση τους.

Από την στιγμή που τροποποιήθηκε η σκάλα στον μετρό της Στοκχόλμης ένα βίντεο που ανέβηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στο YouTube είχε σαν αποτέλεσμα να το δουν περισσότερα από 23+ εκατομμύρια άνθρωποι. Αυτό το βίντεο έγινε η αφορμή η συγκεκριμένη σκάλα να γίνει πόλος έλξης και να την επισκέπτεται πλήθος απ’ όλο τον κόσμο κάνοντας την ιδέα ανάρπαστη καθώς υιοθετήθηκε και σ’ πολλές άλλες πόλεις, όπως η Μελβούρνη, το Μιλάνο και η Κωνσταντινούπολη. Σ’ όλες τις πόλεις που εφαρμόστηκε υπήρχε μια κοινή αντίληψη που ήταν να επιλέγεται η συγκεκριμένη επιλογή που ήταν οι σκάλες.

Όπως στον σταθμό της Στοκχόλμης έτσι και στον σταθμό του Αμβούργου οι υπεύθυνοι του σταθμού στην Γερμανία μετέτρεψαν τις σκάλες του μετρό σε πίστα τρεξίματος δίνοντας στους επιβάτες την αίσθηση ότι είναι αθλητές με σκοπό να τους παρακινήσουν να χρησιμοποιήσουν τις κοινές σκάλες κι όχι τις κυλιόμενες…

Ένα ακόμη παράδειγμα εφαρμόστηκε στις σκάλες της πανεπιστημιούπολης Utah Valley University (UVU). Στο συγκεκριμένο σημείο οι υπεύθυνοι χρησιμοποίησαν γραφικές λωρίδες σε σκάλες, με στόχο να παρακινήσουν τους φοιτητές να ξεκινήσουν το περπάτημα αλλά και το τρέξιμο. Αυτό το πέτυχαν αναγράφοντας πάνω στα σκαλοπάτια της σκάλας το πόσες θερμίδες καίνε ανάλογα με το πόσα σκαλιά έχουν περπατήσει κάτι το οποίο ήταν πραγματικά πρωτότυπο για την εποχή του. Αν η τεχνική ελέγχου γινόταν για να περπατούν οι άνθρωποι χορεύοντας ή μπουσουλώντας θα είχε την ίδια επιτυχία.

Υπάρχουν αξιοσημείωτα παραδείγματα κυβερνητικών εφαρμογών της θεωρίας ώθησης. Κατά την διάρκεια της θητείας τους, τόσο ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ντέιβιντ Κάμερον όσο και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα χρησιμοποίησαν την θεωρία ώθησης για να προωθήσουν τους στόχους εσωτερικής πολιτικής στις αντίστοιχες χώρες τους. Το 2008, οι Ηνωμένες Πολιτείες διόρισαν τον Cass Sunstein, ο οποίος βοήθησε στην ανάπτυξη της θεωρίας, ως διαχειριστή του Γραφείου Πληροφοριών και Ρυθμιστικών Υποθέσεων. Το 2010, η British Behavioral Insights Team, ή “Nudge Unit”, ιδρύθηκε στο Βρετανικό Γραφείο Υπουργικού Συμβουλίου και επικεφαλής της οποίας ήταν ο ψυχολόγος David Halpern.

Στην Αυστραλία, η πολιτειακή κυβέρνηση της Νέας Νότιας Ουαλίας ίδρυσε μια δική της Μονάδα Nudge το 2012. Το 2016, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ακολούθησε το παράδειγμά της, σχηματίζοντας την Ομάδα Οικονομικών Συμπεριφορών της Αυστραλίας (BETA) ως την «κεντρική μονάδα για την εφαρμογή της συμπεριφοράς πληροφορίες για τη δημόσια πολιτική». Το 2020, η βρετανική κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον αποφάσισε να βασιστεί στη θεωρία ώθησης για την ‘καταπολέμηση της πανδημίας’ του κορωνοϊού, με τον επικεφαλής επιστημονικό σύμβουλο Πάτρικ Βάλανς να επιδιώκει να ενθαρρύνει την «ανοσία της αγέλης» με αυτή την στρατηγική.

Ιδιαίτερα ένθερμοι οπαδοί στην εφαρμογή της θεωρίας ώθησης σε εταιρικά περιβάλλοντα είναι οι κορυφαίες εταιρείες της Silicon Valley. Χρησιμοποιούν ωθήσεις σε διάφορες μορφές για να αυξήσουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων. Περισσότερες εταιρείες χρησιμοποιούν «διαχείριση ώθησης» για να βελτιώσουν την παραγωγικότητα των υπαλλήλων τους.

Οι ωθήσεις χρησιμοποιούνται σε πολλά επίπεδα σε αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης, π.χ. για συστήματα συστάσεων, και οι συνέπειές τους ακόμη διερευνώνται. Δύο άρθρα που εμφανίστηκαν στο Minds & Machines το 2018 αφορούσαν την σχέση μεταξύ των ωθήσεων και της Τεχνητής Νοημοσύνης, εξηγώντας πώς η πειθώ και η ψυχομετρία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από εξατομικευμένους αλγόριθμους στόχευσης για να επηρεάσουν την ατομική και συλλογική συμπεριφορά, και με ακούσιο τρόπο. Το 2020 ένα άρθρο στο AI & Society αφορούσε την χρήση αυτής της τεχνολογίας στην Αλγοριθμική ρύθμιση.

Ένα κομμάτι στο Harvard Business Review που δημοσιεύθηκε το 2021 ήταν ένα από τα πρώτα άρθρα που επινόησε τον όρο “Algorithmic Nudging” (Αλγοριθμική Διαχείριση). Ο συγγραφέας τονίζει:

«Οι εταιρείες χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο αλγόριθμους για να διαχειρίζονται και να ελέγχουν τα άτομα όχι με την βία, αλλά ωθώντας τα σε επιθυμητή συμπεριφορά -με άλλα λόγια, μαθαίνοντας από τα εξατομικευμένα δεδομένα τους και αλλάζοντας τις επιλογές τους με λεπτό κι αόρατο τρόπο».

Ενώ η ιδέα βασίζεται στο έργο του οικονομολόγου του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Richard Thaler και του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ, Cass Sunstein, λόγω των πρόσφατων προόδων στην τεχνητή νοημοσύνη και την μηχανική μάθηση, η αλγοριθμική ώθηση είναι πολύ πιο ισχυρή από την αντίστοιχη μη αλγοριθμική της. Με τόσα πολλά δεδομένα σχετικά με τα πρότυπα συμπεριφοράς των εργαζομένων στα χέρια τους, οι εταιρείες μπορούν τώρα να αναπτύξουν εξατομικευμένες στρατηγικές για την αλλαγή των αποφάσεων και των συμπεριφορών των υποκειμένων σε μεγάλη κλίμακα. Αυτοί οι αλγόριθμοι μπορούν να προσαρμοστούν σε πραγματικό χρόνο, καθιστώντας την προσέγγιση ακόμα πιο αποτελεσματική.

Οι ηθικολόγοι έχουν επικρίνει αυστηρά την θεωρία της ώθησης. Αυτές οι κατηγορίες έχουν γίνει από διάφορους συμμετέχοντες στην συζήτηση από τον Bovens (2009) έως τον Goodwin (2012). Ο Wilkinson, κατηγορεί τις ωθήσεις για χειραγώγηση, ενώ άλλοι όπως ο Yeung (2012) αμφισβητούν την επιστημονική τους αξιοπιστία.

Η κοινή γνώμη σχετικά με την ηθική των ωθήσεων έχει επίσης αποδειχθεί ότι είναι επιρρεπής σε «κομματική προκατάληψη ώθησης». Έρευνα από τους David Tannenbaum, Craig R. Fox και Todd Rogers (2017) διαπίστωσε ότι οι ενήλικες και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες πίστευαν ότι οι συμπεριφορικές πολιτικές είναι πιο ηθικές όταν ευθυγραμμίζονται με τις δικές τους πολιτικές τάσεις. Αντίθετα, οι άνθρωποι θεώρησαν ότι αυτοί οι ίδιοι μηχανισμοί είναι πιο ανήθικοι όταν διέφεραν από την πολιτική τους. Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι οι ωθήσεις δεν είναι εγγενώς κομματικές, κατά την αξιολόγηση πολιτικών συμπεριφοράς που δεν υπήρχαν πολιτικά στοιχεία, οι άνθρωποι σε όλο το πολιτικό φάσμα ήταν όμοιοι στις εκτιμήσεις τους.

Μερικοί, όπως οι Hausman και Welch (2010) καθώς και ο Roberts (2018) έχουν αναρωτηθεί εάν η ώθηση πρέπει να είναι επιτρεπτή για λόγους διανεμητικής δικαιοσύνης. Αν και ο Roberts (2018) υποστήριξε ότι τα ‘ωφελήματα’ δεν ωφελούν τόσο τα ευάλωτα άτομα με χαμηλό εισόδημα, όσο τα άτομα που είναι λιγότερο ευάλωτα, κάποια εμπειρική έρευνα προτείνει ότι τα υποκινούμενα ωφελούν περισσότερο τα άτομα χαμηλού εισοδήματος και χαμηλού SES, αν μη τι άλλο, αυξάνουν την διανεμητική δικαιοσύνη.

Η διανεμητική δικαιοσύνη αφορά την κοινωνικά δίκαιη κατανομή πόρων, αγαθών, ευκαιριών, σε μια κοινωνία. Ασχολείται με τον τρόπο δίκαιης κατανομής των πόρων μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως ο πλούτος, το εισόδημα και η κοινωνική θέση. Συχνά σε αντίθεση με την δίκαιη διαδικασία, η οποία αφορά την διοίκηση του νόμου, η διανεμητική δικαιοσύνη επικεντρώνεται στα αποτελέσματα. Αυτό το θέμα έχει δοθεί μεγάλη προσοχή στην φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες.

Οι θεωρητικοί έχουν αναπτύξει πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για την διανεμητική δικαιοσύνη. Αυτά συνέβαλαν σε συζητήσεις γύρω από την ρύθμιση των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών θεσμών για την προώθηση της δίκαιης κατανομής των παροχών και των βαρών μέσα σε μια κοινωνία. Οι περισσότερες σύγχρονες θεωρίες της διανεμητικής δικαιοσύνης βασίζονται στην προϋπόθεση της υλικής σπανιότητας. Από αυτή την προϋπόθεση προκύπτει η ανάγκη για αρχές για την επίλυση των ανταγωνιστικών συμφερόντων και αξιώσεων σχετικά με μια δίκαιη ή τουλάχιστον ηθικά προτιμότερη κατανομή των σπάνιων πόρων.

Οι Lepenies και Malecka (2015) έχουν επίσης αμφισβητήσει εάν οι ωθήσεις είναι συμβατές με το κράτος δικαίου. Ομοίως, νομικοί μελετητές έχουν συζητήσει τον ρόλο των ωθήσεων και τον νόμο. Οικονομολόγοι της συμπεριφοράς, όπως ο Bob Sugden, έχουν επισημάνει ότι το υποκείμενο κανονιστικό σημείο αναφοράς της ώθησης εξακολουθεί να είναι homo Economicus, παρά τον ισχυρισμό των υποστηρικτών για το αντίθετο. Έχει παρατηρηθεί ότι η ώθηση είναι επίσης ένας ευφημισμός για ψυχολογική χειραγώγηση όπως εφαρμόζεται στην κοινωνική μηχανική.

Υπάρχει μια προσμονή και, ταυτόχρονα, σιωπηρή κριτική της θεωρίας ώθησης στα έργα των Ούγγρων κοινωνικών ψυχολόγων Ferenc Mérei και László Garai, που τονίζουν την ενεργό συμμετοχή στην ώθηση. Οι συγγραφείς ενός βιβλίου με τίτλο “Neuroliberalism: Behavioral Government in the Twenty-First Century” (2017), υποστηρίζουν ότι, ενώ υπάρχει μεγάλη αξία και ποικιλομορφία στις συμπεριφορικές προσεγγίσεις της διακυβέρνησης, υπάρχουν σημαντικά ηθικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ύπαρξης των νευρολογικών επιστημών να ανταποκρίνεται μονόπλευρα στις ανάγκες των κυβερνήσεων.

Συμπεριφορισμός

Ο συμπεριφορισμός είναι ένα από τα κύρια ρεύματα της ψυχολογίας. Υπάρχουν διαφορετικές μορφές συμπεριφορισμού, οι πιο γνωστές εκ των οποίων είναι ο μεθοδολογικός και ο θεμελιώδης συμπεριφορισμός.

Ο Μεθοδολογικός Συμπεριφορισμός, θεμελιωτής του οποίου υπήρξε ο ψυχολόγος Τζον Γουάτσον, αποτελεί μια πρώιμη μορφή του ρεύματος, με σημαντικές συνεισφορές, αλλά και πολλούς περιορισμούς. Σύμφωνα με την οπτική αυτή, αντικείμενο επιστημονικής ανάλυσης θα έπρεπε να είναι μόνο η δημόσια παρατηρήσιμη δραστηριότητα των ατόμων. Έτσι, ο μεθοδολογικός συμπεριφορισμός παραμέλησε συστηματικά τόσο την βιολογική πλευρά των ατόμων όσο και την ιδιωτικά παρατηρούμενη λειτουργία του (π.χ. σκέψεις, φαντασία, όνειρα, κλπ). Αυτό συνέβη, όπως καταδεικνύει το όνομα της προσέγγισης αυτής, για μεθοδολογικούς σκοπούς, καθώς μόνο οι δημόσια παρατηρήσιμες συμπεριφορές θα μπορούσαν να εξεταστούν αντικειμενικά.

Οι περιορισμοί του μεθοδολογικού συμπεριφορισμού οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας νέας οπτικής από τον Μπ. Φ. Σκίνερ που ονομάστηκε θεμελιώδης συμπεριφορισμός (radical behaviorism). Μια από τις βασικές επιδιώξεις του Σκίνερ ήταν η ερμηνεία της ιδιωτικά παρατηρούμενης δραστηριότητας των ατόμων μέσα από στέρεα θεμελιωμένες επιστημονικές αρχές. Τα κύρια χαρακτηριστικά του Θεμελιώδους Συμπεριφορισμού είναι η δέσμευση στον Πραγματισμό και την Φυσική Επιλογή, η μελέτη ολόκληρου του φάσματος της δραστηριότητας (ή συμπεριφοράς) του ατόμου και η άρνηση της ουσιαστικοποίησης (ή ουσιοποίησης) και του γνωστικισμού.

Ο Θεμελιώδης Συμπεριφορισμός έχει μεγάλη συγγένεια με τον Πραγματισμό του Τ. Σ. Πιρς και συγκεκριμένα με την έμφαση στις συνέπειες μιας συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τον Σκίνερ, οι συναρτήσεις επιβίωσης (π.χ. γεωλογικές συνθήκες, άλλα είδη, θηρευτές, κλπ) έχουν επιλέξει εκτός από ανατομικά χαρακτηριστικά και πρότυπα συμπεριφοράς. Τα αντανακλαστικά που μελέτησε ο Παβλόφ και ο Γουάτσον είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, όπου ένα αμέσως πρότερο ερέθισμα προκαλεί μια αντίδραση (Ε -> Α).

Η διεργασία αυτή ονομάστηκε προκαλούμενη συμπεριφορά. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς μας, ωστόσο, οφείλεται στην επιλογή από τις συνέπειες προηγούμενων παρόμοιων δραστηριοτήτων. Έτσι, οι συναρτήσεις επιβίωσης (φυσική επιλογή) συμπληρώνονται από τις συναρτήσεις ενίσχυσης που βιώνουμε κατά την διάρκεια της ζωής μας.

Σ’ ένα τυπικό πείραμα, ένα περιστέρι ραμφίζει ένα πλήκτρο πιο συχνά όταν η δράση του ακολουθείται από πρόσβαση στην τροφή. Εδώ λέμε πως οι συνέπειες (τροφή) της δράσης (ράμφισμα) έχουν επιλέξει ή ενισχύσει την δράση αυτή. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς μας αποτελείται από δράσεις που επιλέγονται συστηματικά από τις συνέπειές τους. Η ενίσχυση είναι η πιο σημαντική αρχή στην επιστήμη της Ανάλυσης Συμπεριφοράς.

Για το Θεμελιώδη Συμπεριφορισμό, ο άνθρωπος είναι ένας βιολογικός οργανισμός και ολόκληρη η δραστηριότητά του ονομάζεται συμπεριφορά (περπάτημα, ομιλία, κινήσεις, σκέψη, φαντασία, όνειρα, κλπ). Η συμπεριφορά των ατόμων θεμελιώνεται, αλλάζει και διατηρείται από την συνδυασμένη δράση: α) των συναρτήσεων επιβίωσης και β) των συναρτήσεων ενίσχυσης.

Στην φιλοσοφία του Θεμελιώδη Συμπεριφορισμού, η συμπεριφορά είναι το υπό μελέτη φαινόμενο και οι παράγοντες που την επηρεάζουν εντοπίζονται στην επιλογή της από τις συνέπειες που είχε στο παρελθόν. Ως προς την επιλογή από τις συναρτήσεις επιβίωσης, οι πεπτικές αντιδράσεις στην παρουσία τροφής, το βλεφάρισμα στην παρουσία σκόνης, το τράβηγμα του χεριού στην παρουσία καυτής επιφάνειας, η σεξουαλική διέγερση στην παρουσία συντρόφου, η φοβική αντίδραση στην παρουσία κινδύνου, κλπ αποτελούν συμπεριφορές επιλεγμένες από τις συνέπειές τους, δηλαδή από την επιβίωση των ατόμων που τις εκδήλωναν.

Ως προς τις συναρτήσεις ενίσχυσης, το περπάτημα επιλέγεται από τον εκάστοτε προορισμό, η συνομιλία με ένα φίλο από την αλληλεπίδραση μαζί του, το άνοιγμα του ψυγείου από την πρόσβαση σε φαγητό, η σκέψη από την εκδήλωση πιο αποτελεσματικής δράσης, η φαντασία από την παραγωγή πρωτότυπων φαινομένων, κλπ.

Ο Θεμελιώδης Συμπεριφορισμός απορρίπτει τις εξηγήσεις που χαρακτηρίζονται από ουσιαστικοποίηση ή γνωστικισμό. Ουσιαστικοποίηση (ή ουσιοποίηση) ονομάζεται η αιτιώδης απόδοση ενός φαινομένου σε μια υπερκείμενη ουσία ή χαρακτηριστικό. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να πει πως ένας πληθυσμός ατόμων μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά επειδή ανήκει σε ένα είδος, κι επομένως τα κουνέλια έχουν μεγάλα αυτιά και χνουδωτή ουρά επειδή είναι κουνέλια.

Ο εξέχων βιολόγος Ernst Mayr εξήγησε πως η οπτική αυτή είναι λανθασμένη, καθώς τα άτομα ενός είδους εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά όχι επειδή ανήκουν στο είδος αυτό, αλλά επειδή τα εν λόγω χαρακτηριστικά οφείλονται στην φυσική επιλογή. Το είδος είναι μια περιγραφική έννοια που συνοψίζει αυτά τα χαρακτηριστικά και όχι η αιτία τους. Μεταφέροντας την ουσιαστικοποίηση στο επίπεδο της συμπεριφοράς, συχνά λέμε πως κάποιος δεν κερνάει ποτέ, δεν δίνει χαρτζιλίκι στο παιδί του, κλπ επειδή είναι τσιγκούνης, αποδίδοντας έτσι επιμέρους συμπεριφορές σε μια κατηγορία ή ουσία, την τσιγκουνιά. Ωστόσο, η τσιγκουνιά είναι μια περιγραφική ταμπέλα που βάλαμε εμείς και όχι αιτία των συμπεριφορών. Αιτία των συμπεριφορών είναι οι συναρτήσεις που τις έχουν επιλέξει, δηλαδή η ενίσχυση.

Ουσιαστικοποίηση παρατηρείται και στην ψυχοπαθολογία, όταν λέμε πως κάποιος νιώθει θλιμμένος, μένει στο σπίτι, δεν τρώει κλπ επειδή έχει κατάθλιψη. Για το Θεμελιώδη Συμπεριφορισμό, η κατάθλιψη δεν είναι κάποια ουσία ή χαρακτηριστικό που εξηγεί τις συμπεριφορές, αλλά μια ονομασία που τις περιγράφει περιληπτικά. Οι αιτίες των εν λόγω συμπεριφορών θα πρέπει να αναζητηθούν στις συνθήκες ζωής του ατόμου που τις επέλεξαν.

Η ουσιαστικοποίηση είναι στενά συνδεδεμένη με τις γνωστικές ερμηνείες της συμπεριφοράς. Για την γνωστική ψυχολογία, οι δημόσια παρατηρήσιμες συμπεριφορές είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα γνωστικών μηχανισμών ή δομών. Έτσι, μιλάμε επειδή διαθέτουμε ένα μηχανισμό παραγωγής γραμματικής, θυμόμαστε επειδή διαθέτουμε μια δομή μνήμης, καταλαβαίνουμε εξαιτίας ενός μηχανισμού αντίληψης, κ.ο.κ.

Για το Θεμελιώδη Συμπεριφορισμό, το να μιλάς, να θυμάσαι, να καταλαβαίνεις κλπ, δεν είναι παρά συμπεριφορές που έχουν επιλεχθεί από την συνδυασμένη δράση των συναρτήσεων επιβίωσης και ενίσχυσης. Για παράδειγμα, οι συναρτήσεις επιβίωσης επέλεξαν την έκρηξη φωνημάτων στην ηλικία περίπου του 1 έτους του ανθρώπινου είδους, και στην συνέχεια, οι συναρτήσεις ενίσχυσης (π.χ. γονική επιβράβευση, μίμηση, κλπ) διαμόρφωσαν σταδιακά το λεκτικό ρεπερτόριο ενός ενήλικα. Οι θεμελιώδεις συμπεριφοριστές υποστηρίζουν πως τα εργαλεία κατανόησης της συμπεριφοράς που βασίζονται στην επιλογή, εξηγούν καλύτερα και πιο οικονομικά τις ιδιωτικά παρατηρούμενες συμπεριφορές σε σύγκριση με την γνωστική ψυχολογία.

Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός (NLP).

Ο νευρογλωσσικός προγραμματισμός (NLP) είναι μια προσέγγιση στην επικοινωνία, την προσωπική ανάπτυξη και την ψυχοθεραπεία, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο των Richard Bandler και John Grinder το 1975 “The Structure of Magic I.” Το NLP ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ των νευρολογικών διεργασιών, της γλώσσας και των επίκτητων προτύπων συμπεριφοράς κι ότι αυτά μπορούν ν’ αλλάξουν για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων στην ζωή.

Σύμφωνα με τους Bandler and Grinder, το NLP μπορεί να θεραπεύσει προβλήματα όπως φοβίες, κατάθλιψη, διαταραχές τικ, ψυχοσωματικές ασθένειες, μυωπία, αλλεργία, κοινό κρυολόγημα και μαθησιακές διαταραχές… συχνά σε μία μόνο συνεδρία. Ισχυρίζονται επίσης ότι το NLP μπορεί να «μοντελοποιήσει» τις δεξιότητες εξαιρετικών ανθρώπων, επιτρέποντας σε οποιονδήποτε να τις αποκτήσει. Το NLP έχει υιοθετηθεί από υπνοθεραπευτές καθώς και από εταιρείες που διοργανώνουν σεμινάρια που προωθούνται ως εκπαίδευση ηγεσίας σε επιχειρήσεις και κυβερνητικούς φορείς.

Δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών του NLP και έχει ονομαστεί ψευδοεπιστήμη. Επιστημονικές ανασκοπήσεις έχουν δείξει ότι το NLP βασίζεται σε απαρχαιωμένες μεταφορές της εσωτερικής λειτουργίας του εγκεφάλου που δεν συνάδουν με την τρέχουσα νευρολογική θεωρία και ότι το NLP περιέχει πολυάριθμα πραγματικά λάθη. Οι ανασκοπήσεις διαπίστωσαν επίσης ότι η έρευνα που ευνοούσε το NLP περιείχε σημαντικά μεθοδολογικά ελαττώματα και ότι υπήρχαν τρεις φορές περισσότερες μελέτες πολύ υψηλότερης ποιότητας που απέτυχαν να αναπαράγουν τους ισχυρισμούς των Bandler, Grinder και άλλων επαγγελματιών του NLP.

Σύμφωνα με τους Bandler και Grinder, το NLP αποτελείται από μια μεθοδολογία που ονομάζεται μοντελοποίηση, συν ένα σύνολο τεχνικών που προέκυψαν από τις αρχικές του εφαρμογές, όπου και προέκυψαν πολλές από τις θεμελιώδεις τεχνικές από το έργο των, Virginia Satir, Milton Erickson και Fritz Perls. Οι Bandler και Grinder βασίστηκαν επίσης στις θεωρίες των Gregory Bateson, Alfred Korzybski και Noam Chomsky (ιδιαίτερα στην μετασχηματιστική γραμματική), καθώς και ιδέες και μαγικές/σαμανικές τεχνικές από τον Carlos Castaneda.

Οι Bandler και Grinder ισχυρίζονται ότι η μεθοδολογία τους μπορεί να κωδικοποιήσει την δομή που είναι εγγενής στην θεραπευτική «μαγεία» όπως εκτελείται στην θεραπεία από τους Perls, Satir και Erickson, και μάλιστα εγγενή σε οποιαδήποτε περίπλοκη ανθρώπινη δραστηριότητα. Το βιβλίο τους του 1975, “The Structure of Magic I: A Book about Language and Therapy”, είναι μια κωδικοποίηση των θεραπευτικών τεχνικών των Perls και Satir.

Οι Bandler και Grinder λένε ότι χρησιμοποίησαν την δική τους διαδικασία μοντελοποίησης για να μοντελοποιήσουν την Virginia Satir, ώστε να μπορούν να παράγουν αυτό που ονόμασαν Meta-Model, ένα μοντέλο για την συλλογή πληροφοριών και την πρόκληση της γλώσσας και της υποκείμενης σκέψης ενός πελάτη. Ισχυρίζονται ότι αμφισβητώντας τις γλωσσικές παραμορφώσεις, καθορίζοντας γενικεύσεις και ανακτώντας διαγραμμένες πληροφορίες στις δηλώσεις του πελάτη, η μετασχηματιστική γραμματική έννοια της δομής επιφάνειας αποδίδει μια πληρέστερη αναπαράσταση της υποκείμενης βαθιάς δομής και επομένως έχει θεραπευτικό όφελος.

Για το θέμα της ανάπτυξης του NLP, ο Grinder θυμάται:

“Οι αναμνήσεις μου σχετικά με το τι πιστεύαμε την στιγμή της ανακάλυψης (σε σχέση με τον κλασικό κώδικα που αναπτύξαμε – δηλαδή τα έτη 1973 έως 1978) είναι ότι ήμασταν απολύτως σαφείς ότι θέλαμε να ανατρέψουμε ένα παράδειγμα και ότι, για παράδειγμα, θεωρώ ότι ήταν πολύ χρήσιμο να σχεδιάσω αυτήν την εκστρατεία χρησιμοποιώντας εν μέρει ως οδηγό το εξαιρετικό έργο του Thomas Kuhn (The Structure of Scientific Revolutions) στο οποίο περιγράφει λεπτομερώς ορισμένες από τις συνθήκες που επικρατούσαν ιστορικά εν μέσω αλλαγών παραδειγμάτων. Πιστεύω ότι ήταν πολύ χρήσιμο το γεγονός ότι κανένας από εμάς δεν είχε τα προσόντα στον τομέα που ακολουθήσαμε αρχικά -την ψυχολογία και ειδικότερα την θεραπευτική εφαρμογή της. Αυτή είναι μια από τις συνθήκες που εντόπισε ο Kuhn στην ιστορική του μελέτη για τις αλλαγές παραδειγμάτων.”

Σύμφωνα με τους Bandler και Grinder, οι άνθρωποι βιώνουν τον κόσμο υποκειμενικά και δημιουργούν υποκειμενικές αναπαραστάσεις της εμπειρίας τους. Αυτές οι υποκειμενικές αναπαραστάσεις της εμπειρίας συγκροτούνται με όρους αισθήσεων και γλώσσας. Δηλαδή η υποκειμενική συνειδητή εμπειρία αφορά τις αισθήσεις της όρασης, της ακρόασης, της αφής, της όσφρησης και της γευστικής, έτσι ώστε όταν ένα άτομο φαντάζεται τον εαυτό του να κάνει κάτι, αναπολεί ένα γεγονός ή προσδοκά το μέλλον, θα δει εικόνες, θ’ ακούσει ήχους, γεύεται γεύσεις, θα αισθάνεται απτικές αισθήσεις, θα μυρίζει οσμές και θα σκέφτεται με κάποια φυσική γλώσσα. Επιπλέον, αυτές οι υποκειμενικές αναπαραστάσεις της εμπειρίας έχουν μια ευδιάκριτη δομή, ένα μοτίβο.

Οι Bandler and Grinder ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά μπορεί να περιγραφεί και να κατανοηθεί με όρους αυτών των υποκειμενικών αναπαραστάσεων που βασίζονται στην αίσθηση. Η συμπεριφορά θεωρείται γενικά ότι περιλαμβάνει λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία, ανίκανη, δυσπροσαρμοστική ή «παθολογική» συμπεριφορά καθώς και αποτελεσματική ή επιδέξια συμπεριφορά. Ισχυρίζονται επίσης ότι η συμπεριφορά τόσο στον εαυτό όσο και στους άλλους ανθρώπους μπορεί να τροποποιηθεί χειραγωγώντας αυτές τις υποκειμενικές αναπαραστάσεις που βασίζονται στην αίσθηση.

Το NLP βασίζεται στην ιδέα ότι η συνείδηση ​​διαιρείται σε ένα συνειδητό και ένα ασυνείδητο στοιχείο. Αυτές οι υποκειμενικές αναπαραστάσεις που εμφανίζονται έξω από την επίγνωση ενός ατόμου περιλαμβάνουν αυτό που αναφέρεται ως «ασυνείδητο μυαλό».

Το NLP χρησιμοποιεί μια μιμητική μέθοδο μάθησης -που ονομάζεται μοντελοποίηση- που υποστηρίζεται ότι μπορεί να κωδικοποιήσει και να αναπαράγει την τεχνογνωσία ενός υποδείγματος σε οποιονδήποτε τομέα δραστηριότητας. Οι Bandler και Grinder ισχυρίζονται ότι η μάθηση μπορεί να κωδικοποιηθεί μέσω μιας διαδικασίας με την οποία ένα άτομο επιχειρεί να δημιουργήσει διανοητικά μια περιγραφή της ακολουθίας των αισθητηριακών και γλωσσικών αναπαραστάσεων της υποκειμενικής εμπειρίας του υποδείγματος κατά την εκτέλεση της εμπειρογνωμοσύνης.

Σύμφωνα με τον Stollznow:

«Το NLP περιλαμβάνει επίσης περιθωριακή ανάλυση λόγου και πρακτικές κατευθυντήριες γραμμές για βελτιωμένη επικοινωνία. Για παράδειγμα, ένα κείμενο υποστηρίζει όταν υιοθετήσεις την λέξη ‘αλλά’, οι άνθρωποι θα θυμούνται τι είπες μετά. Με το ‘και’, ο κόσμος θυμάται τι είπες πριν και μετά»

Αξιοσημείωτο είναι ότι μεταξύ των τεχνικών που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19 είναι κι ο Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός (NLP). Το NLP περιλαμβάνει την ιδέα της αντίληψης των ανθρώπων “επαναπροσδιορισμού” της πραγματικότητας, αλλάζοντας το πλαίσιο στο οποίο οι διάφορες καταστάσεις ή οι πραγματικότητες αντιμετωπίζονται από τα άτομα. Είναι ενδιαφέρον ότι το πρώτο βιβλίο για το NLP, “The Structure of Magic”, περιλαμβάνει παράξενα κεφάλαια όπως το “Γίνε μαθητευόμενος μάγος” ή το “η τελική επίκληση”…

Οι θεραπευτικές τεχνικές που σχετίζονται με το NLP συχνά περιγράφονται ως μαγικές ιδιότητες. Ενώ αυτές οι τεχνικές μπορούν να θεωρηθούν ουδέτερες και ενδεχομένως πολύ χρήσιμες για τους ανθρώπους που επιθυμούν να επιλύσουν προσωπικά ζητήματα, μπορούν με την ίδια την φύση τους ως όπλα και να χρησιμοποιηθούν για να επαναπροσδιορίσουν την αντίληψη των ανθρώπων για την πραγματικότητα. Όπως θα δούμε, με την “επανασύνδεση” της αντίληψης ενός ατόμου και την μετατροπή του “γλωσσικού μοντέλου” τους, είναι πεπεισμένοι ότι κάνουν επιλογές, που δεν τις κάνουν συνειδητά σ’ ένα ευρύτερο/εναλλακτικό πλαίσιο που τους παρουσιάστηκε.

Ανατρέξαμε στο έγγραφο συζήτησης του 2010 του Ινστιτούτου για την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου για το ‘MindSpace’ και βρίσκουμε κάτι παρόμοιο με ένα εγχειρίδιο «Sorcerer’s Apprentice» του εικοστού πρώτου αιώνα. Το MindSpace, το οποίο ανατέθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι γεμάτο με τεχνικές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να στοχεύσουν αυτό που οι συντάκτες του αναφέρουν ως «αυτόματες διαδικασίες», δηλαδή ασυνείδητες διαδικασίες.

Το έγγραφο μοιάζει με ένα «πώς να» για την αλλαγή των σκέψεων και των προτύπων συμπεριφοράς των ανθρώπων χωρίς την συνειδητή γνώση ή την συγκατάθεσή τους. Όπως θα δούμε, οι τεχνικές «επαναπλαισίωσης» παρουσιάζουν εξέχουσα θέση με την μορφή του μοντέλου αλλαγής συμπεριφοράς του «πλαισίου» του εγγράφου. Σήμερα, παρατηρούμε την εφαρμογή τους σχεδόν σε κάθε τομέα της χάραξης δημόσιας πολιτικής.

Φαινομενικά σ΄ένα έγγραφο συζήτησης, η ενότητα «Σχετικά με αυτό το έγγραφο» της έκθεσης περιγράφει τον σκοπό της ως «διερεύνηση της εφαρμογής της συμπεριφορικής θεωρίας στην δημόσια πολιτική για ανώτερους ηγέτες του δημόσιου τομέα και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής». Προερχόμενος από τα «ελίτ» ιδρύματα του Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένου του London Imperial College, της Οξφόρδης και του London School of Economics, οι συγγραφείς του είναι μερικοί από τους κορυφαίους ειδικούς στους τομείς της κοινωνικής ψυχολογίας και της επιστήμης της συμπεριφοράς.

Στην σελίδα 14, οι συγγραφείς του MindSpace περιγράφουν τις βασικές προοπτικές και ιδέες που καθοδηγούν την προσέγγισή τους στην «αλλαγή συμπεριφοράς» κάνοντας την διάκριση μεταξύ «αυτόματων διεργασιών» και «αντανακλαστικών διεργασιών»:

«Το αντίθετο μοντέλο αλλαγής συμπεριφοράς εστιάζει στις πιο αυτόματες διαδικασίες κρίσης και επιρροής -αυτό που ο Robert Cialdini ονομάζει «κλικ, στριφογυρίζει» διαδικασίες του νου. Αυτό μετατοπίζει το επίκεντρο της προσοχής μακριά από γεγονότα και πληροφορίες και προς την αλλαγή του πλαισίου εντός του οποίου δρουν οι άνθρωποι. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτό το μοντέλο πλαισίου, αλλαγής συμπεριφοράς. Το μοντέλο πλαισίου αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι μερικές φορές είναι φαινομενικά παράλογοι και ασυνεπείς στις επιλογές τους, συχνά επειδή επηρεάζονται από περιβάλλοντες παράγοντες. Ως εκ τούτου, εστιάζει περισσότερο στην «αλλαγή συμπεριφοράς χωρίς αλλαγή μυαλού». Αυτή η διαδρομή έχει λάβει μάλλον λιγότερη προσοχή από ερευνητές και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής».

Η «αλλαγή συμπεριφοράς χωρίς την αλλαγή μυαλού» είναι από πολλές απόψεις παρόμοια με τις τεχνικές «επαναπλαισίωσης» του NLP. Λαμβάνοντας υπόψη την σημασία του και την πιθανή μελλοντική του χρήση, θα πρέπει να προστεθούν λίγα ακόμη λόγια για την φύση του NLP.

Η δομή της «μαγείας»

Από τότε που τέθηκαν τα θεμέλιά του στο “The Structure of Magic” από τους John Grinder και Richard Bandler, οι επαγγελματίες του NLP έχουν περιγράψει το NLP με ιδιότητες που μοιάζουν μαγικές. Το NLP συνήθως πλαισιώνεται ως ζήτημα επέκτασης της ικανότητας ενός ανθρώπου να ασχολείται με τον πραγματικό κόσμο μεταμορφώνοντας τα γλωσσικά μοντέλα μέσω των οποίων διασυνδέεται με τον κόσμο. Οι επαγγελματίες του NLP επισημαίνουν ότι κανένας από εμάς δεν αλληλεπιδρά άμεσα με τον πραγματικό κόσμο, αλλά το κάνει σύμφωνα με τα μοντέλα που έχουμε αναπτύξει οι ίδιοι για να χαρτογραφήσουμε τον κόσμο.

Η πραγματική εμπειρία μας από τον κόσμο και τα μοντέλα ή οι χάρτες που δημιουργούμε βάσει αυτής της εμπειρίας δεν είναι πανομοιότυπα. Στο ‘The Structure of Magic’ οι συγγραφείς χρησιμοποιούν το παράδειγμα ενός πραγματικού χάρτη, ο οποίος δεν είναι η πραγματική περιοχή, αλλά μόνο μια αναπαράστασή του. Ο χάρτης είναι χρήσιμος στο βαθμό που μοιάζει με την πραγματική περιοχή, αλλά δεν είναι η περιοχή. Από εκεί, οι συγγραφείς απαριθμούν τρεις βασικούς τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι μπορεί να παραμορφώσουν τους δικούς τους χάρτες της πραγματικότητας: διαγραφές, παραμορφώσεις και γενικεύσεις.

Βοηθώντας τον πελάτη να αλλάξει τον χάρτη του -που έχει διαμορφωθεί γλωσσικά- ένας επαγγελματίας NLP μπορεί να βοηθήσει στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ένα άτομο ανταποκρίνεται και συμπεριφέρεται κάτω από διάφορες συνθήκες.

Ως αρχικό πρακτικό παράδειγμα των πιθανών επιπτώσεων, μπορεί κανείς να αλλάξει το πλαίσιο αναφοράς σε σχέση με τον χρόνο: κάποιος που του λένε ότι έχει μία ώρα για να γράψει μια εργασία πιθανότατα θα έχει μια σημαντικά διαφορετική απόκριση, από ό,τι αν του λένε ότι έχει μια εβδομάδα για να γράψει το ίδιο. Ο χρόνος γίνεται κρίσιμο πλαίσιο αναφοράς.

Ο John Grinder δίνει το παράδειγμα μιας συνεδρίας με έναν πελάτη που παραπονιέται: «Ο γιος μου με θυμώνει τόσο πολύ όταν γυρίζει σπίτι αργά». Η μητέρα είναι πάντα αναστατωμένη όταν ο γιος της φτάνει στο σπίτι αργά. Δεν φαίνεται να υπάρχει επιλογή που να μην οδηγεί σε κάποιου είδους ταλαιπωρημένη κατάσταση. Έτσι, ο θεραπευτής μπορεί να ρωτήσει: «Υπάρχει κάποια στιγμή που ο γιος σου ήρθε σπίτι και δεν ήσουν θυμωμένη;» Ζητώντας από τον πελάτη να εντοπίσει κάποια στιγμή που δεν είχε την ίδια αντίδραση, καλούνται να ανακτήσουν νέες πληροφορίες από την «βαθιά δομή» τους και να τις ενσωματώσουν σε ένα νέο διευρυμένο μοντέλο. Ο πελάτης δημιουργεί πραγματικότητες, εκεί που προηγουμένως δεν υπήρχαν.

Με όρους NLP, η «δομή επιφάνειας» (Ο γιος μου με θυμώνει τόσο πολύ όταν επιστρέφει αργά στο σπίτι) δηλώνει ότι ο γιος που επιστρέφει αργά στο σπίτι, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε πλαίσιο, είναι η αιτία του θυμού και της αγωνίας. Σ’ αυτή την περιορισμένη δομή επιφάνειας δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή ή απάντηση σε περίπτωση που ο γιος τους φτάνει στο σπίτι αργά. Ωστόσο, χρησιμοποιώντας μια σειρά ερωτήσεων, ο θεραπευτής μπορεί να προκαλέσει τον πελάτη να βελτιώσει το δικό του μοντέλο προκειμένου να δημιουργήσει ένα πιο προσαρμοστικό.

Έτσι, οι περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στην «βαθιά δομή» του πελάτη βγαίνουν στην επιφάνεια, δηλαδή ίσως το πρόβλημα να μην ήταν το πραγματικό πρόβλημα να έρθει στο σπίτι αργά: ίσως ήταν ο φόβος του παιδιού τους να βγει αργά μετά το σκοτάδι, ή ένα αίσθημα ασέβειας, μια άρνηση αποδοχής ωρίμανσης του παιδιού τους ή αίσθημα παραμέλησης. Με μια λέξη: ο πελάτης καλείται να δημιουργήσει «καλοσχηματισμένες» προτάσεις που περιλαμβάνουν τις διαγραφές ή απορρίπτουν τις γενικεύσεις, τις παραμορφώσεις. Με μια λέξη: ο ειδικός του NLP θα βοηθήσει τους πελάτες να επαναξιολογήσουν τον γλωσσικό τους χάρτη, επιτρέποντας μια αλλαγή στην πιθανή απόκριση ή την οπτική τους σε διάφορες καταστάσεις.

Με αυτές τις βασικές τεχνικές NLP ή «ξόρκια», παρέχονται στους ασθενείς νέες ευκαιρίες να αναδιαμορφώσουν την εμπειρία τους. Ωστόσο, αυτή η «αναπλαισίωση» του κόσμου σύμφωνα με εναλλακτικά γλωσσικά μοντέλα, σημαίνει επίσης ότι οι σκέψεις και οι συμπεριφορές τους μπορεί να αλλοιωθούν, είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο. Η φυσικά ουδέτερη φύση των τεχνικών «επαναπλαισίωσης» μπορεί να είναι είτε πιο ακριβής, είτε λιγότερο ακριβής, ή ακόμα κι εντελώς ψευδής, ανάλογα με το πώς κάποιος «ξαναπλαισιώνει» την αντίληψή του για την πραγματικότητα.

Ένα σχετικό παράδειγμα θα ήταν τα πρόσφατα συνθήματα ανταλλαγής μηνυμάτων covid-19 όπως «Μένουμε σπίτι. Σώζει ζωές» Ενώ ένα φαινομενικά απλό και ξεκάθαρο μήνυμα, μετά από περαιτέρω εξέταση, η φαινομενικά απλή δομή επιφάνειας του «Μένουμε σπίτι. Σώζει ζωές» έχει μια πολύ συγκεκριμένη «βαθιά δομή». Η δήλωση περιλαμβάνει αυτό που με όρους NLP θα μπορούσε να θεωρηθεί «διαγραφές» ή απλώς «γενικεύσεις». Για παράδειγμα, αν κάποιος προσπαθήσει να αντιστρέψει ή να εξερευνήσει την δήλωση «Μένουμε σπίτι. Σώζει ζωές» και όλες τις δυνατότητές του, βρίσκει κανείς ότι το σύνθημα έχει μόνο μία εναλλακτική: «άφησε το σπίτι σου και δολοφόνησε ανθρώπους».

Το γλωσσικό μοντέλο πλαισιώνει την πραγματικότητα ως ένα σύνολο δύο επιλογών: λήψη της συνειδητής απόφασης να σώσεις ζωές ή να αφαιρέσεις ζωές. Δεν υπάρχει καμία απόχρωση, καμία εξαίρεση για νέους και υγιείς ανθρώπους, ούτε προδιαγραφές για άτομα με υψηλότερο κίνδυνο να αρρωστήσουν. Σύμφωνα με το «Μένουμε Σπίτι. Το μοντέλο Σώζει ζωές», μπορεί κανείς να δολοφονήσει αποτελεσματικά ανθρώπους απλά επιλέγοντας να φύγει από το σπίτι του.

Η αναπλαισίωση βασικών καθημερινών σεναρίων προκειμένου να προκληθεί η μέγιστη απόκριση του φόβου με σχεδόν επιστημονική ακρίβεια, δεν είναι τυχαία. Οι κοινωνικοί μηχανικοί κατανοούν ότι πλαισιώνοντας ερωτήσεις με συγκεκριμένο τρόπο, ώστε να στοχεύουν άμεσα «αυτόματα κίνητρα», βασικοί εξελικτικοί μηχανισμοί μπορούν να ενεργοποιηθούν και να οπλιστούν.

Στην πραγματικότητα, καθώς η Επιστημονική Συμβουλευτική Ομάδα του Ηνωμένου Βασιλείου για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (SAGE) στις 22 Μαρτίου 2020 στα συνοπτικά έγγραφα της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου, η αντίληψη της προσωπικής απειλής και κινδύνου σε σχέση με τον covid-19 έπρεπε να αυξηθεί προκειμένου να αυξηθεί η συμμόρφωση με τον Covid-19 και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Το σημείο 2, κάτω από την επιλογή «Πειθώ» των πρακτικών της συνεδρίασης του SAGE έχει ως εξής:

“Αντιληπτή απειλή: Ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων εξακολουθεί να μην αισθάνεται επαρκώς προσωπικά απειλούμενος. Θα μπορούσε να είναι το ότι τους καθησυχάζει το χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας στην δημογραφική τους ομάδα, (8)αν και τα επίπεδα ανησυχίας ενδέχεται να αυξάνονται. Η καλή κατανόηση του κινδύνου έχει βρεθεί ότι σχετίζεται θετικά με την υιοθέτηση μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης COVID-19 στο Χονγκ Κονγκ.(10) Το αντιληπτό επίπεδο προσωπικής απειλής πρέπει να αυξηθεί μεταξύ εκείνων που εφησυχάζουν, χρησιμοποιώντας σκληρά συναισθηματικά μηνύματα. Για να είναι αποτελεσματικό αυτό πρέπει επίσης να ενδυναμώσει τους ανθρώπους καθιστώντας σαφείς τις ενέργειες που μπορούν να λάβουν για να μειώσουν την απειλή.” –Πρακτικά Συνάντησης 22 Μαρτίου 2020 SAGE – 25-options-for-increasing-adherence-to-social-distancing-measures

Ενώ το διοικητικό συμβούλιο του SAGE είναι ένας κυβερνητικός οργανισμός του Ηνωμένου Βασιλείου, διάφορες άλλες βρετανικές υπηρεσίες και καταστήματα αποδεικνύεται ότι βρίσκονται στο επίκεντρο των εκστρατειών ανταλλαγής μηνυμάτων covid-19 σε ολόκληρο το Five Eyes, δηλαδή την Αυστραλία, την Βρετανία, τον Καναδά, την Νέα Ζηλανδία και τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, η ομάδα Behavioral Insights (BIT) φαίνεται να είναι ένας από τους κρίσιμους και πιο αποτελεσματικούς κόμβους σε αυτόν τον ιστό ψυχολογικού πολέμου, που λειτουργεί υπό το πρόσχημα της δημιουργίας αποτελεσματικών μηνυμάτων για τον Covid-19 και της χρήσης «συμπεριφορικών πληροφοριών» του MindSpace για την διαμόρφωση της δημόσιας πολιτικής.

Εισαγωγή προγραμμάτων για έλεγχο του μυαλού.

Έχοντας κάποια βασική γνώση του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζεται η τελευταία έρευνα στην κοινωνική ψυχολογία και την επιστήμη της συμπεριφοράς, ας ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στο πώς ακριβώς η συγκεκριμένη γνώση του MindSpace και οι ιδιαίτερες «συμπεριφορικές ιδέες» του μπορούν να μεταμορφώσουν σε μεγάλο βαθμό την δική μας ικανότητα όχι μόνο να νικάμε στον παρόντα χρόνο επιχειρήσεις ψυχολογικού πολέμου, αλλά μπορεί επίσης να αποτρέψουν και τις μελλοντικές.

Όπως είπαμε, η κύρια εστίαση του MindSpace επικεντρώνεται στην κρίσιμη διάκριση μεταξύ «ανακλαστικών διεργασιών» και «αυτόματων διεργασιών»:

Τα δύο συστήματα έχουν διαφορετικές δυνατότητες: το στοχαστικό μυαλό έχει περιορισμένη ικανότητα, αλλά προσφέρει πιο συστηματική και βαθύτερη ανάλυση. Το αυτόματο μυαλό επεξεργάζεται πολλά πράγματα χωριστά, ταυτόχρονα και συχνά ασυνείδητα, αλλά είναι πιο επιφανειακό, χρειάζεται συντομεύσεις και έχει ριζωμένες προκαταλήψεις. Όπως εξηγεί μια ακαδημαϊκή πηγή, «από την στιγμή που ενεργοποιούνται από περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, αυτές οι προσυνείδητες αυτόματες διαδικασίες ολοκληρώνονται χωρίς καμία συνειδητή παρακολούθηση».

“Χωρίς συνειδητή παρακολούθηση” σημαίνει ότι εάν ορισμένα μηνύματα πλαισιώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να παρακάμπτουν τις συνειδητές διαδικασίες και να μιλούν απευθείας στις αυτόματες διαδικασίες, τότε από την φύση των εξελικτικών μηχανισμών που είναι ενσωματωμένοι σε εμάς (για παράδειγμα, αντιδράσεις μάχης ή φυγής), οι άνθρωποι είναι σκληρά καλωδιωμένοι να ανταποκρίνονται χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγουν σε αυτοσυνείδητη λήψη αποφάσεων.

Ένα παράδειγμα ερεθισμάτων για τις αυτόματες διαδικασίες και τα κίνητρά μας είναι η ξαφνική εμφάνιση υπαρξιακού κινδύνου ή κάποιος που απειλεί τα παιδιά μας: το σώμα και το μυαλό μας είναι σκληρά συνδεδεμένα να ανταποκριθούν. Οι αιχμές της αδρεναλίνης μας, οι απαντήσεις μάχης ή φυγής επηρεάζουν είτε το επιθυμούμε, είτε όχι. Επιπλέον, ανεξάρτητα από το αν η αντιληπτή απειλή είναι πραγματική ή όχι, η αντίληψη μιας τέτοιας απειλής έχει ουσιαστικά την ίδια επίδραση στους ενσωματωμένους μηχανισμούς και τις «αυτόματες διαδικασίες» μας.

Υπό αυτό το πρίσμα, σκεφτείτε το γεγονός ότι το Mindspace είναι ουσιαστικά ένα έγγραφο που συζητά την τεράστια γκάμα τεχνικών για να ενεργοποιήσουμε και να κατευθύνουμε τα αυτόματα κίνητρά μας με επιστημονική ακρίβεια και με την ελάχιστη παρέμβαση από τις «αντανακλαστικές διαδικασίες» μας.

Η σελίδα 18 στην ενότητα «Οδηγός χρήστη» παρουσιάζει μια λίστα ελέγχου επιρροών στη συμπεριφορά μας:

Έτσι, σήμερα, πιστεύεται ότι με την επαναπλαισίωση της πραγματικότητας και των αφηγήσεων, οι άνθρωποι ζουν την ζωή τους σύμφωνα με το «μοντέλο του νέου πλαισίου» και «ωθώντας» τους ανθρώπους από την σκοπιά διαφόρων συμπεριφορικών γνώσεων που βρίσκονται στο MindSpace, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών «προεπιλογών». «νόρμες», «συνθήματα», «πριμοδότηση» -όλα αυτά στοχεύουν στις αυτόματες διαδικασίες- οι άνθρωποι θα «ωθηθούν» να κάνουν επιλογές που διαφορετικά δεν θα έκαναν. Επιπλέον, επειδή οι συμπεριφορές και οι σκέψεις θ’ αλλάξουν «κάτω από τον πίνακα», δηλαδή χρησιμοποιώντας αυτόματα κίνητρα, ακόμα κι αν οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι οι ιδέες τους έχουν αλλάξει, δεν θα μπορούν απαραίτητα να ξέρουν πώς ή γιατί.

“Σκέψου γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι έχουν επιδοθεί στην σκυλολατρεία ζώντας και μιλώντας με τα κτήνη -και για τα κτήνη- σαν να είναι άνθρωποι, αλλά και σε διάφορα παρόμοια παρά φύση πράγματα ενάντια σε κάθε λογική και φυσιολογικότητα. Είναι οι διαδικασίες/τεχνικές ώθησης που το πέτυχαν αυτό. Άλλωστε είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι δεν σκέφτονται λογικά κι αναλυτικά, αλλά παρορμητικά κι ασυνείδητα κι άρα είναι εύκολα διαχειρίσιμοι κι ελεγχόμενοι.

Με απλά λόγια: όλη η τέχνη της «ώθησης» και της «επαναπλαισίωσης» έγκειται στην δημιουργία μηνυμάτων που μιλούν απευθείας στις αυτόματες διαδικασίες των ανθρώπων με την περιορισμένη παρέμβαση των «αντανακλαστικών διαδικασιών» τους. Διότι, το τελευταίο επιβραδύνει αμέσως την απόκριση “click whirr” των αυτόματων διαδικασιών και οδηγεί σε περισσότερες ερωτήσεις.

Φυσικά, το MindSpace χρησιμοποιεί καλοήθη παραδείγματα για να δείξει πώς λειτουργούν οι «μη καταναγκαστικές» επιρροές του, από την πρώτη επιλογή μιας επιλογής λαχανικών στις σχολικές καφετέριες. δήθεν για την βελτίωση της διατροφής μεταξύ των παιδιών, έως την δημιουργία περισσότερων ζωνών χωρίς καπνό χρησιμοποιώντας απόσταση. Ωστόσο, όταν εξεταστούν πιο προσεκτικά, είναι ακριβώς τα «αυτόματα κίνητρα» που θα ενεργοποιηθούν και θα οπλιστούν σε διάφορα πλαίσια, ειδικά σε περιόδους αντιληπτής κρίσης ή απειλής.

Έχοντας δει τα βασικά περιγράμματα και τις προθέσεις πίσω από το MindSpace, μπορούμε τώρα να προχωρήσουμε στην εφαρμογή αυτών των τεχνικών τα τελευταία δύο χρόνια. Εισαγάγετε την Ομάδα Συμπεριφορικών Insights (BIT), γνωστή και ως “Μονάδα Ώθησης”.

The BIT: “Nudging” Towards a Brave New World

Σύμφωνα με τον ιστότοπό της, η ομάδα Behavioral Insights Team (BIT) ανήκει από κοινού «στο Υπουργικό Συμβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου, την φιλανθρωπική οργάνωση καινοτομίας Nesta και τους υπαλλήλους της BI». Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το Υπουργικό Συμβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου είναι το ίδιο ίδρυμα που ανέθεσε το MindSpace αρκετά χρόνια νωρίτερα.

Η Ομάδα Συμπεριφορικών Insights (BIT) φαίνεται να είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς κόμβους σε αυτόν τον ιστό ψυχολογικού πολέμου. Ο ιστότοπός της αναφέρει ότι έχουν γραφεία σε ολόκληρο το Five Eyes, καθώς και στην Γαλλία.

Γνωστή ως «Μονάδα Ώθησης», έχει πρωτοπορήσει την «Θεωρία Ώθησης» ως μέσο αλλαγής της συμπεριφοράς των ανθρώπων προκειμένου να εφαρμοστούν οικονομικές, δημόσιες, περιβαλλοντικές πολιτικές και πολιτικές υγείας. Όπως έχουμε αναφέρει, η ώθηση περιλαμβάνει την αναγνώριση «προεπιλεγμένων» θέσεων που έχουν οι άνθρωποι και την «επαναπλαισίωση» του πλαισίου των αντιληπτών επιλογών σύμφωνα με διάφορες προδιαγραφές.

Από τη φύση τους, αυτές οι τεχνικές περιλαμβάνουν Νευρογλωσσικό Προγραμματισμό όπου χρησιμοποιούνται «άγκυρες» και «συνθήματα», «πριμοδότηση» και «αναπλαισίωση». Όλες αυτές οι τεχνικές έχουν τελειοποιηθεί μετά από δεκαετίες έρευνας, έτσι ώστε ένας άγνωστος πολίτης που βομβαρδίζεται με ένα πλήθος τεχνικών που προορίζονται να ενεργοποιήσουν τα αυτόματα κίνητρά του, δύσκολα μπορεί να αναγνωρίσει πώς αυτές οι επιχειρήσεις αναπτύσσονται σε τεράστια μέρη του κόσμου. Και όμως, σε αυτό ακριβώς εμπλέκονται ομάδες όπως η BIT.

Όπως αναφέρεται από την Στήλη του Ηνωμένου Βασιλείου, δύο ομάδες προσδιορίστηκαν ως επικεφαλής της απάντησης στον Covid-19 στην Βρετανία:

Η πρώτη είναι η ομάδα του Imperial College με επικεφαλής τον Neil Ferguson, η οποία ισχυρίζεται ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τα μοντέλα υπολογιστών της για να προβλέψει την εξάπλωση και τον αντίκτυπο της νόσου. Ο δεύτερος είναι ο στρατός των «επιστημόνων» της συμπεριφοράς που μας «σπρώχνουν» με κάθε ευκαιρία να πάρουμε αποφάσεις που ευνοούν τις προτιμώμενες επιλογές που έχουν θέσει οι ιθύνοντες της παγκόσμιας πολιτικής.

Ενώ ο ρόλος του London Imperial College (LCI) στην παραγωγή των μοντέλων της ημέρας για να δικαιολογήσει το πλήρες lockdown του δυτικού κόσμου ξεφεύγει από το πεδίο εφαρμογής αυτού του κεφαλαίου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το LCI έπαιξε έναν ρόλο πολύ παρόμοιο με αυτόν του Πανεπιστημίου East Anglia του Ηνωμένου Βασιλείου που διαχειρίζεται τα στατιστικά δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την δημιουργία μοντέλων της «κλιματικής αλλαγής», τα οποία στην συνέχεια αναφέρονται από τον ΟΗΕ και άλλους κυβερνητικούς φορείς σ’ όλο τον κόσμο και γίνονται θέσφατα. Ενδιαφέρον γι’ αυτήν την έκθεση είναι η τελευταία ομάδα: ο στρατός των επιστημόνων συμπεριφοράς, από τους οποίους το BIT φαίνεται να είναι ένα ανώτερο τμήμα. Έτσι και η “κλιματική αλλαγή” έγινε άλλη μια καραμέλα στα χείλη των ασυνείδητων, μάλιστα μετατράπηκε σε “κλιματική κρίση” για να προκαλεί φόβο, το ίδιο και η θανατηφόρα Woke χαβούζα.

Μπορείς να κάνεις κάτι για να μην θυματοποιείσαι και οι τεχνικές χειραγώγησης τους να μην σε επηρεάζουν; Φυσικά μπορείς.

Να είσαι συνειδητός, να διαθέτεις λογική σκέψη, ένστικτο επιβίωσης…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου