Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ O ΚΕΙΟΣ

ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Ἄνθρωπος ἐὼν μήποτε φάσηις
ὅ,τι γίνεται αὔριον,

μηδ᾿ ἄνδρα ἰδὼν ὄλβιον,
ὅσον χρόνον ἔσσεται·
ὠκεῖα γὰρ οὐδὲ τανυπτερύγου μυίας
οὕτως ἁ μετάστασις!

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΠΟΔΟΣΗ:

Εἶσαι ἄνθρωπος καὶ γιαυτό ποτὲ μὴν πεῖς
τὶ πρόκειται νὰ γίνει αὔριο,
μηδὲ ὅταν δεῖς κάποιον νὰ εὐτυχεῖ,
γιὰ πόσον χρόνο θὰ κρατήσει αὐτό·
διότι κι ἀπὸ τῆς γοργόφτερης μύγας
πιὸ ταχεῖα εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν πραγμάτων (τῆς τύχης)!

Σιμωνίδης ο Κείος

Γεννήθηκε στην Ιουλίδα της Κέω (Κέα, Τζια) το 556 π. Χ. και πέθανε σε μεγάλη ηλικία, το 468 π. Χ. Ένας από τους πιο ταλαντούχους και πολύπλευρους ποιητές της Αρχαίας Ελλάδας. Ήτανε θείος του Βακχυλίδη και τον περισσότερο χρόνο της ζωής του τον πέρασε στον Κραννώνα, (ή στην Κραννώνα, κυρίαρχη πόλη της Θεσσαλίας υπό την ηγεμονία των Σκοπάδων), στην Αθήνα, στη Θεσσαλία, στον Ακράγαντα και τις Συρακούσες, όπου τονε βρήκεν ο θάνατος. Ξεχωριστό δείγμα πνευματικού ανθρώπου κι ευαίσθητου ποιητή. Με τους διθυράμβους του, που δε σώζονται, πέτυχε 56 νίκες. Λόγου χάριν, έπειτα από τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) νίκησε τους διασημότερους ποιητές της εποχής του, συμπεριλαμβανομένου και του Αισχύλου, γράφοντας μια ελεγεία υπέρ των προμάχων της ελευθερίας, που υμνούσε τους άνδρες που είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης. Αλλά και στη 2η εισβολή των Περσών, ο Σιμωνίδης έμεινε μαζί με τους Αθηναίους κι όταν διώχτηκαν, ύμνησε τα μεγάλα πολεμικά κατορθώματα συνθέτοντας μερικά άσματα για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου κι ελεγείες για τις νίκες της Σαλαμίνας και των Πλαταιών κι η φήμη του βρισκόταν στον κολοφώνα της.
Στα ποιήματά του κυριαρχεί το ορθολογικό κριτικό τάλαντο και το βαθύ συναίσθημα. Θεωρείται επίσης ο μεγαλύτερος επιγραμματοποιός της αρχαιότητας. Ο "Κείος" ασχολήθηκε με όλα γενικά τα είδη της λυρικής ποίησης. Έτσι, στο ενεργητικό του διαθέτει: ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, εγκώμια, θρήνους, ελεγείες, επιγράμματα κ.α.
Ιδιαίτερα τα επιγράμματα, τα 'χεν αναγάγει σε μέγιστη τελειότητα, λόγω της απλότητάς τους, της ασύγκριτης φραστικής τους συμπύκνωσης και του ύψους των περιεχομένων σ' αυτά νοημάτων. Εξάλλου μετά τη νίκη κατά των Περσών στο Μαραθώνα, έγραψε για τους μαραθωνομάχους και μιαν ελεγεία του, με την οποία μάλιστα πέτυχε να νικήσει κι αυτό τον γίγαντα Αισχύλο στο διαγωνισμό που σχετικά προκηρύχτηκε κι ενεργήθηκε. Για δεύτερη δε φορά αναγορεύθηκε νικητής, σ' ανάλογο διαγωνισμό, κατά το έτος 476 π.Χ. Έχαιρε άκρας εκτίμησης στον αρχαιοελληνικό χώρο και μεγάλοι άνδρες της εποχής του, όπως ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Παυσανίας και πλείστοι όσοι άλλοι, τον τιμούσαν με τη θερμή φιλία τους.
Μετά το θάνατό του, στην Αυλή του Τυράννου των Συρακουσών, Ιέρωνα, που τον φιλοξενούσε, του στήσανε λαμπρό μνημείο μπροστά στη κεντρική πύλη της Ελληνικής τους (τότε) πολιτείας.
Ο Σιμωνίδης ο Κείος (556 π.Χ.-469 π.Χ.) ήταν Έλληνας λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στην Ιουλίδα της νήσου Κέα όπου διδάχθηκε ποίηση και μουσική και συνέθεσε παιάνες προς τον Απόλλωνα. Μετακινήθηκε στην Αθήνα υπό την αιγίδα του Ιππάρχου. Μετά την δολοφονία του προστάτη του 514 π.Χ. μετοίκησε στη Θεσσαλία. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα επέστρεψε στην Αθήνα κι αμέσως μετά πήγε στη Σικελία στην αυλή του Ιέρωνα όπου έμεινε μέχρι το θάνατο του.
Η Ιωνική καταγωγή του διαφαίνεται από την όλη προσωπικότητα του κι από τις μορφές της ποιήσεως που καλλιέργησε (ελεγείες, παιάνες, διθύραμβοι, θρήνοι, επιγράμματα κ.λπ.). Πολύ νέος δίδαξε χορό στο ιερό του Απόλλωνος στη Καρθαία της Κέας κι έγραψε επινίκεια για πολλούς αθλητές των πανελληνίων αγώνων. Γύρω στα 520 π.Χ. τον κάλεσαν στην Αθήνα, στην αυλή του Πεισιστρατείδη Ιππάρχου, που του έδωσε μεγάλη θέση. Εκεί έμεινε 7 χρόνια και γνωρίστηκε με πολλούς ποιητές, όπως τον Ανακρέοντα, τον Λάσο τον Ερμιονέα και άλλους. Μετά τη δολοφονία του Ίππαρχου το 514 π.Χ. πήγε στη Θεσσαλία όπου φιλοξενήθηκε αρχικά στην αυλή του Σκόπα στη Κραννώνα κι αργότερα στην αυλή του Αλεύα στη Λάρισα, φιλοξενούμενος των Σκοπάδων και των Αλευάδων. Φαίνεται όμως ότι κάποια καταστροφή εξαφάνισε την οικογένεια των Σκοπάδων κι ο Σιμωνίδης έγραψε για αυτούς ένα θρήνο, είδος στο οποίο πάντοτε διέπρεψε (μέρος ενός θρήνου είναι και το συγκινητικότατο "Απόσπασμα της Δανάης").
Σε προχωρημένη ηλικία ο Σιμωνίδης ξαναγύρισε στην Αθήνα, όπου, κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων, έγινε ο υμνητής των Ελληνικών νικών.Με την ελεγεία που έγραψε για να τιμήσει τους πεσόντες του Μαραθώνα, ο Σιμωνίδης αναφέρεται ότι νίκησε τον Αισχύλο, που είχε πάρει μέρος στον σχετικό ποιητικό αγώνα.
Έγραψε επίσης μερικά άσματα για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου, της Σαλαμίνας και μια ελεγεία για τους πεσόντες στις Πλαταιές. Αναμφίβολα, τα ποιήματά του για τον πόλεμο εναντίον των βαρβάρων ενίσχυσαν σημαντικά τον ελληνικό εθνικό πατριωτισμό.
Σύνδεση του θρήνου με το εγκώμιο μπορεί να θεωρηθεί το ποίημά του για τους πεσόντες των Θερμοπυλών.
Μετά την Αθήνα πήγε στον Ακράγαντα της Σικελίας και κατέληξε στις Συρακούσες στην αυλή του Ιέρωνος. Πέρασε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του μαζί με τον τύραννο των Συρακουσών και πέθανε στη Σικελία, σε προχωρημένη ηλικία (89 χρονών), περίπου το 468 π.Χ. Οι κάτοικοι των Συρακουσών τον είχαν τιμήσει πολύ κι είχαν αναγείρει στη μνήμη του ένα λαμπρό μνημείο μπρος στις πύλες της πόλης, που σωζότανε και πολύ αργότερα.
Ο Σιμωνίδης υπήρξε ένας εξευγενισμένος κι εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος κι η γνώση του κόσμου που είχε τον βοηθούσε να συνθέτει έξυπνα τα ποιήματά του. Τον κατηγορούσαν πως επεδίωκε την εύνοια των πλουσίων και των ισχυρών και φημιζόταν πως ήταν ο πρώτος που είχε δεχτεί πληρωμή για τα ποιήματά του. Αλλά ακόμη κι αν ήταν αλήθεια πως έγραφε συχνά ποίηση κατά παραγγελία, και για πολύ σημαντικά χρηματικά ποσά, ωστόσο γνώριζε με αξιοθαύμαστη λεπτότητα να κρατάει κάθε μισθοφορική του εργασία μακριά από τις δημιουργίες του. Δεν είχε μόνο σπάνια γονιμότητα παραγωγής, αλλά κι εξαιρετικά ποιητικά χαρίσματα, που τον βοηθούσαν να παράγει πραγματικά τέλεια έργα στους πιο ποικίλους κλάδους της λυρικής ποίησης, από τη γλαφυρή απλότητα του επιγράμματος ως τη πολύπλοκη δομή μιας μεγάλης σύνθεσης.
Ο Σιμωνίδης μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομος των πνευματικών τάσεων που οδηγούν στους σοφιστές καθώς ήταν πνεύμα εύστροφο, ελαφρά σκεπτικιστικό και απαισιόδοξο, με λεπτό και πνευματώδες ύφος, ελεύθερο από μυστικιστικές επιδράσεις. Θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος ποιητής του επιγράμματος, αν και η πλουσιότατη παραγωγή του καλύπτει τόσα ποιητικά είδη.
Τα πιο γνωστά έργα του υπήρξανε τα επιγράμματα, απ’ τα οποία έχουνε σωθεί πολλά, οι ελεγείες και τα μοιρολόγια του, που τα προτιμούσαν ακόμα κι από εκείνα του Πινδάρου. Όπως μπορεί να δει κανείς από αποσπάσματα ελεγειών και διαφόρων ποιημάτων που έχουν σωθεί, ο Σιμωνίδης δεν επιζητούσε, όπως ο Πίνδαρος, να γοητεύσει με το μεγαλείο των ιδεών του, αλλά να συγκινήσει με την ειλικρίνεια των αισθημάτων του, που αναδίδουν ένα γνήσιο αίσθημα αγάπης και καλοσύνης προς τον άνθρωπο. Η γλώσσα του είναι μετριοπαθής, δωρική, απαλή και μελωδική και προσαρμόζεται θαυμάσια στο είδος των ποιημάτων του. Παίρνει ως βάση την Ομηρική, χωρίς να λείπουν όμως κι οι νεολογισμοί.
Εκτός από τα άλλα αξιόλογα ταλέντα του, ο Σιμωνίδης είχε πολύ δυνατή μνήμη, λέγεται μάλιστα πως αυτός υπήρξε ο επινοητής της λεγόμενης μνημονικής τέχνης. Υπάρχει επίσης και το Σιμωνίδιον Μέτρον, που σύμφωνα μ' αυτό έχει συνθέσει τα μελικά ποιήματά του.
«Ο πολυμήχανος ποιητής Σιμωνίδης ήρθε στην Αθήνα, επίσης υπό την προστασία του Ιππάρχου», αλλά, παραδόξως, δεν υπάρχει κάποιο έργο που να προσδιορίζει τη μακροχρόνια περίοδο σύνδεσης του με την Αθήνα. Είναι δελεαστικό να υποθέσουμε ότι οι 56 νίκες που του χάρισαν οι διθύραμβοι του, έως το 476 π.Χ., εντάσσονται στην περίοδο αυτή, αλλά στη συνέχεια θα διαπιστώσουμε ότι δύσκολα γίνεται πειστική αυτή η παραδοχή. Ένα ιδιαιτέρως διφορούμενο απόσπασμα περιέγραφε τον Πεισίστρατο ως Σειρήνα. Η επιγραφή στον τάφο της κόρης του Ιππία, που αποδίδεται στον Σιμωνίδη, αναφέρεται σ' αυτόν ως «επιφανή άνδρα της Ελλάδος κατά την εποχή του» κι ανατρέχει στον 4ο αιώνα π.Χ. (Θουκυδίδη. ΣΤ, 59.3• Αριστ. Ρητορική Α', 9,1367bl7). Μάλλον θα είχε γραφτεί πολύ μετά το τέλος της τυραννίας.
Οι σύγχρονοι μελετητές προβληματίζονται για το πώς η σχέση του Σιμωνίδη με τη τυραννία συμβαδίζει με τη μεταγενέστερη υπηρεσία του υπέρ της δημοκρατίας και του Θεμιστοκλή, πλην όμως δεν υπάρχει κανένα κείμενο της αρχαιότητας που να επικρίνει τη στάση του ποιητή, που πρέπει μάλλον ν’ αποδοθεί στη διαβόητη φιλοχρηματία του. Ο Πλάτων αναφέρει ότι ο Ίππαρχος σίγουρα τον πλήρωνε αδρά. Ο επιτάφιος επαινεί την κόρη του Ιππία για έλλειψη αλαζονείας, παρά το γεγονός ότι ήταν κόρη και σύζυγος τυράννων (Ξενοφών, Ιέρων). Αν κι η παράδοση ήθελε τον Σιμωνίδη να συναναστρέφεται με τυράννους, από τη συναναστροφή του αυτή δεν εξελίχθηκε σε κόλακα!
Η παράδοση του 5ου αι. π.Χ. αναφέρει πως ο Σιμωνίδης διαγωνίστηκε, προφανώς στο διθύραμβο, με τον Λάσο τον Ερμιονέα. Το περιστατικό αυτό μάς αποκαλύπτει χαρακτήρες που δεν αναφέρει ο Πλάτων. Η σχέση του Λάσου με τον Ίππαρχο επιβεβαιώνεται από τον Ηρόδοτο (Ζ', 6.3). Το λεξικό τοτ Σουίδα, μάλιστα, τού αποδίδει την εισαγωγή του διθυράμβου. Μολονότι δεν διευκρινίζεται αν αυτό συνέβη στην Αθήνα ή κατά τη περίοδο του καθεστώτος των Πεισιστρατιδών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι και τα δύο ήταν ορθά.
Η δυσκολία έγκειται στο ότι η επιγραφή του Πάριου Χρονικού, που βρίσκεται από το 17ο αιώνα στο Μουσείο Ashmolean, χρονολογεί τους πρώτους ανδρικούς χορούς στην Αθήνα το 509/8 π.Χ. Πιο βέβαιο για τον Λάσο είναι ότι ενόσω βρισκόταν στην Αθήνα έγραψε για τον ήρωα Βουζύγη, έναν ακόμη νομοθέτη της αθηναϊκής μυθολογίας. Η προσφορά του προς τον Ίππαρχο ήταν ότι εντόπισε τον Ονομάκριτο, ένα «χρησμολόγο κι ερμηνευτή των χρησμών του Μουσαίου», ο οποίος μετέδωσε ψευδώς κάποιον χρησμό. Τότε «ο Ίππαρχος τον εξόρισε από την Αθήνα…»
Ασχολήθηκε γενικά με όλα τα είδη της λυρικής ποίησης. Στο εκπληκτικό πολύπλευρο ενεργητικό του, συνέθεσε ελεγείες, χορικά ποιήματα, επινίκιους ύμνους, διθυράμβους, παιάνες, παρθένεια, θρήνους και επιγράμματα, εκ των οποίων άριστα θεωρούνται αυτά για τους πεσόντες των Θερμοπυλών και του Μαραθώνα.
Για τους πεσόντες Έλληνες αγωνιστές της μάχης του Μαραθώνα γράφει ο μεγάλος ποιητής: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι, Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν».
Επίσης κορυφαίο του επίγραμμα, για το οποίο έγινε γνωστός μέχρι της μέρες μας, ήταν αυτό για τον Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα και τους 300 πολεμιστές του, οι οποίοι έπεσαν στις Θερμοπύλες. Έχει ώς εξής: «Ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι».
Εφηύρε τον επίνικο κι εισήγαγε τον θρήνο στο χορικό τραγούδι. Το λεξικό του Σουίδα αποδίδει σε αυτόν τη προσθήκη της 8ης χορδής στη λύρα. Είχε μεγάλη φήμη σχετικά με τις γνώσεις του. Προσωπικός φίλος του Θεμιστοκλή και του Παυσανία. Η ποίησή του κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Πέρσες έδωσε μεγάλη ώθηση στην ελληνική εθνική συνείδηση.
--------------------------------
Ρητά & Επιγράμματα

Πόλις άνδρα διδάσκει
Η πόλη διδάσκει τον άνθρωπο

ἄνδρ' ἀγαθὸν ἀλαθέως γενέσθαι χαλεπόν
Είναι δύσκολο να γίνει κανείς τέλειος σε όλα

Ό τοι Χρόνος οξύς οδόντας και πάντα ψήχει και τα βιαιότατα.
Ο Χρόνος έχει γερά δόντια κι όλα τα μασά, ακόμα και τα σκληρότατα.

Ει δ' άρα τιμήσαι θυγάτερ Διός, όστις άριστος, Δήμος Αθηναίων εξετέλεσσε μόνος.
Αν σκόπευες να τιμήσεις τον άριστο, Αθηνά, η Αθήνα το 'καμε από μόνη της.

Ουδέ καλάς σοφίας εστίν χάρις ει μή τις έχει σεμνάν υγείαν.
Ούτε κι η σοφία έχει χάρη, αν λείπει η καλή υγεία.

Τό γάρ γεγενημένον, ουκέτ' άρεκτον έσται.
Ό,τι έγινε πια δε ξεγίνεται.

Τό δοκείν και τάν αλάθειαν βιάται.
Η εντύπωση βιάζει και την αλήθεια.

Τίς γάρ αδονάς άτερ θνατών
βίος ποθεινός ή ποία τυραννίς;
Τάς άτερ ουδέ Θεών
ζηλωτός αιών.

Ποιά ζωή ή ποιά εξουσία
ποθητή 'ναι άνευ ηδονής;
Χωρίς της, δε θα ζήλευε κανείς
των Αιωνίων Θεών τη Παρουσία.

Έστι και σιγάς εκίνδυνον γέρας.
Υπάρχει και σιωπής ακίνδυνο βραβείο.

Ο δ' αύ θάνατος κίχε καί τόν φυγόμαχον.
Κι αυτόν που αποφεύγει τη μάχη, τονε βρίσκει ο Χάρος.

Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι,
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.

Για τους Έλληνες μαχόμενοι Αθηναίοι στο Μαραθώνα,
σύντριψαν τους πλούσιους Μήδους σ' ένα δίκαιον αγώνα.

Ω ξειν',
αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις,
ότι τήδε κείμεθα,
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.

Ω! ξένε που περνάς διαβάτης,
πες στη πατρίδα τη λατρεμμένη
ότι βρισκόμαστε εδώ πεσμένοι,
πιστοί και πάντα στο πρόσταγμά της.

μόνος ἅλιος ἐν οὐρανῶι.
Μονάχος ο ήλιος μες στον ουρανό.

Ανάγκα και Θεοί πείθονται.
Στην ανάγκη κι οι Θεοί πείθονται.

Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν,
την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν.
Η ζωγραφική είναι ποίηση που σιωπά
κι η ποίηση είναι ζωγραφική που μιλά.

Σώσος και Σωσώ, Σώτερ, σοι τόνδε ανέθεσαν στέφανον.
Σώσος μεν σωθείς, Σωσώ δε, ότι Σώσος εσώθη.
Ο Σώσος κι η Σωσώ, σου αναθέτουν αυτό το στεφάνι, ω Σωτήρα.
Ο Σώσος γιατί σώθηκε κι η Σωσώ γιατί σώθηκε ο Σώσος.

Ουδέν εν ανθρώποισι μένει χρήμα έμπεδον αιεί.
Κανένα πράγμα δεν μένει για πάντα δεμένο με τους ανθρώπους.

Των γαρ ηλιθίων απείρων γένεθλα.
Άπειρη η γενιά των ηλιθίων.

Νόμος εστί θεός, Tούτον αεί πάντοτε τίμα.
Ο Νόμος είναι Θεός. Τίμα τον πάντοτε.

Λίγο πριν το τέλος, άφησα μια... "μονομαχία" μεταξύ Τιμοκρέοντα & Σιμωνίδη. Ο μεν σατίρισε σα φλύαρο, παρτάκια κι επιδειξιομανή και του έκαμε ένα επίγραμμα, κι ο Σιμωνίδης δεν απάντησε μα όταν πέθανε ο Τιμοκρέων του έβαλε ένα επιτύμβιο επίγραμμα. Πιο κάτω παραθέτω και τα δυο με σειρά εμφανίσεως.

Τιμοκρέων

Κηία με προσήλθε φλυαρία ουκ εθέλοντα
ουκ εθέλοντά με προσήλθε Κηία φλυαρία.

Δίχως αιτία μ' έπιασε της Τζιάς πολυλογία
πολυλογία μ' έπιασε της Τζιάς, δίχως αιτία.

Σιμωνίδης

Πολλὰ πιὼν καὶ πολλὰ φαγὼν καὶ πολλὰ κάκ᾿ εἰπὼν
ἀνθρώπους κεῖμαι Τιμοκρέων ῾Ρόδιος.

Αφού ήπια κι έφαγα πολλά κι αδίκων και δικαίων
τα ΄χωσα. Τώρα 'δώ πέρα κείτομαι Ρόδιος Τιμοκρέων.

Ποιήματα

Σε σκαλιστό κιβούρι εντός, μες στη πνοή τ' ανέμου
και των κυμάτων μες στην άγρια ταραχή,
με μάγουλα η Δανάη υγρά και φόβο στη ψυχή
το βρέφος έσφιγγε και του 'πε: -Γιε μου,
τι πόνον έχω! μόν' εσύ γλυκά-γλυκά ανασαίνεις,
βυζασταρούδι πού 'σαι, μου 'κανες νανά
μες στ' άχαρο χρυσόκαρφο κιβούρι της καημένης,
στην άλαμπη την νύκτα, μες στα σκοτεινά.
Για των ανέμων την ριπήν εσένα δεν σε νοιάζει,
που πάνω απ' τα μαλλάκια σου ολοένα και σφυρά,
κι ουδέ το προσωπάκι σου η άλμη το πειράζει,
γλυκογερμένο σε στρωσίδια πορφυρά.
Aλήθεια, αν απ' τη θύελλα, μικρό μου, είχες δειλιάσει,
και στα δικά μου λόγια θα 'βαζες αυτί.
Kοιμού λοιπόν, μωρό μου! μα … κι η θάλασσ' ας πλαγιάσει
κι η άμετρή μας συφορά ας αναπαυτεί.
Kάποια από σέναν αλλαγή, φως, Ύψιστε, ας προβάλλει
παρηγοριά από σε, Kρονίδη μου, ας φανεί,
κι αν τύχει κι είπα θαρρετό κανένα λόγο πάλι
ή κι άδικο, συχώρα με, τη δόλια ορφανή!

*
Εφόσον είσαι άνθρωπος μη πεις,
τι τάχα αύριο, σου μέλλει γίνει,
μήτε κι αν ευτυχή κάποιον ιδείς,
δε ξέρεις καν πόσο θα μείνει.
Διότι το άλλαγμα είναι πολύ γοργό
κι από το πήδο της μυγός πιο ξαφνικό.

Η δύναμή μας, των θνητώνε, λιγοστή
και κάθε μας φροντίδα δεν αξίζει.
Λύπη στη' στη λύπη, είν' η λίγη μας ζωή.
Kι ο αναπόφευκτος ο Χάροντας κρεμάται,
πάνω από όλους μας ίδια, περιπλανάται,
γιατί όλοι μας, καλοί-κακοί,
ίσο μοιράδι παίρνουμ' από κει.

*
Υπάρχει λόγος που η Αρετή
κατοικεί σ' απάτητους γκρεμούς
και πάντα, πάντ' ακολουθεί
αγνότητας τις ήρεμες οδούς.
Δε τηνε βλέπουνε θνητοί πολλοί,
εξόν όσοι κοπιάσουνε γι' αυτή,
λυώνωντας σ' αυτό, τα σωθικά τους
και με πολύν ιδρώ θα φτάσουν
στις αντρειάς το πιο ψηλό σκαλί.

Ενάρετος και άριστος πάντα του ξεχωρίζει
ποιό το καλό, ποιό το κακό
κι αν κάποιος τον κατηγορεί
και γύρω ψέμματα κι ασχήμιες, αν σκορπίζει,
με όλ' αυτά δεν τον αγγίζει,
ούτε λερώνει το χρυσό,
πάντα στο τέλος η αλήθεια επικρατεί.

Σε λίγους μόνον έδωσε ο Θεός
την Αρετή ως το τέλος της ζωής
και δεν είν' εύκολο καλός
να μείνεις γιατί σε πιέζει δις:
το κέρδος ή της δόλιας Αφροδίτης
ο οίστρος, μέγας πολυνίκης,
όπου χωρίς να θέλεις κύπτεις..

Σε πιέζουν δυστυχώς επίσης
άσβεστες έχθρες και τα μίση.
Κι αν κάποιος δεν μπορεί
τον τίμιο δρόμο να βαδίσει
μόνο και πάντα στη ζωή,
τουλάχιστον όσο μπορεί
ας προσπαθεί...

Δε φοβάται γήρας και χάρο.
Tη νόσο δε νογά, σαν υγιής.
Όσοι έτσι, δεν έχουν μυαλό
και δε ξέρουν πως λίγο μονάχα
κρατά η νιότη, η χαρά της ζωής.
Αλλά συ που το ξέρεις αυτό
και πλησιάζεις στο τέλος σου τάχα
τόλμα και δίνε και με χαρά σου
σ' όλους τους άλλους απ' τ' αγαθά σου.
-----------

Της Αφροδίτης
που σ' έκανε με τον Άρη
άθλιο παιδί της
και δολιομήχανο.
-----------

Αμέτρητο σμάρι πετούσε
απ' το κεφάλι της πάνω
όσο θεσπέσια τραγουδούσε
κι από τη θάλασσα
τη γαλανή κι άγρια,
πηδάγαν έξω και τα ψάρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου