[7.7.6] Ἀλέξανδρος δὲ περιπλεύσας κατὰ τὴν θάλασσαν ὅσον μεταξὺ τοῦ τε Εὐλαίου ποταμοῦ καὶ τοῦ Τίγρητος ἐπεῖχεν ὁ αἰγιαλὸς τοῦ κόλπου τοῦ Περσικοῦ ἀνέπλει κατὰ τὸν Τίγρητα ἔστε ἐπὶ τὸ στρατόπεδον, ἵνα Ἡφαιστίων αὐτῷ τὴν δύναμιν πᾶσαν ἔχων ἐστρατοπεδεύκει. ἐκεῖθεν δὲ αὖθις ἔπλει ἐς Ὦπιν, πόλιν ἐπὶ τοῦ Τίγρητος ᾠκισμένην. [7.7.7] ἐν δὲ τῷ ἀνάπλῳ τοὺς καταρράκτας τοὺς κατὰ τὸν ποταμὸν ἀφανίζων ὁμαλὸν πάντῃ ἐποίει τὸν ῥοῦν, οἳ δὴ ἐκ Περσῶν πεποιημένοι ἦσαν τοῦ μή τινα ἀπὸ θαλάσσης ἀναπλεῦσαι εἰς τὴν χώραν αὐτῶν νηΐτῃ στόλῳ κρατήσαντα. ταῦτα δὲ μεμηχάνητο ἅτε δὴ οὐ ναυτικοῖς τοῖς Πέρσαις· οὕτω δὴ συνεχεῖς οἱ καταρράκται πεποιημένοι ἄπορον τὸν ἀνάπλουν ἐποίουν τὸν κατὰ τὸν Τίγρητα. Ἀλέξανδρος δὲ οὐκ ἔφη τῶν κρατούντων τοῖς ὅπλοις εἶναι τὰ τοιαῦτα σοφίσματα· οὔκουν πρὸς αὑτοῦ ἐποιεῖτο ταύτην τὴν ἀσφάλειαν, ἥντινα ἔργῳ οὐδὲ λόγου ἀξίαν ἀπέφηνε οὐ χαλεπῶς διακόψας τῶν Περσῶν τὰ σπουδάσματα.
[7.8.1] Ὡς δὲ ἐς τὴν Ὦπιν ἀφίκετο, συναγαγὼν τοὺς Μακεδόνας προεῖπεν ὅτι τοὺς ὑπὸ γήρως ἢ πηρώσεως τοῦ σώματος ἀχρείους ἐς τὰ πολέμια ὄντας παραλύει μὲν τῆς στρατιᾶς, ἀποπέμπει δὲ ἐς τὰ σφέτερα ἤθη, ἐπιδώσει δὲ [μένουσιν] ὅσα αὐτούς τε ζηλωτοτέρους ποιήσει τοῖς οἴκοι καὶ τοὺς ἄλλους Μακεδόνας ἐξορμήσει ἐς τὸ ἐθέλειν τῶν αὐτῶν κινδύνων τε καὶ πόνων μετέχειν. [7.8.2] Ἀλέξανδρος μὲν ὡς χαριούμενος δῆθεν τοῖς Μακεδόσιν ταῦτα ἔλεγεν· οἱ δὲ ὡς ὑπερορώμενοί τε ἤδη πρὸς Ἀλεξάνδρου καὶ ἀχρεῖοι πάντῃ ἐς τὰ πολέμια νομιζόμενοι οὐκ ἀλόγως αὖ τῷ λόγῳ ἠχθέσθησαν τῷ πρὸς Ἀλεξάνδρου λεχθέντι, κατὰ τὴν στρατιὰν ταύτην πᾶσαν πολλοῖς καὶ ἄλλοις ἀχθεσθέντες, ὅτι πολλάκις ἤδη ἐλύπει αὐτοὺς ἥ τε ἐσθὴς ἡ Περσικὴ ἐς τοῦτο φέρουσα καὶ τῶν Ἐπιγόνων τῶν βαρβάρων ‹ἡ ἐς› τὰ Μακεδονικὰ ἤθη κόσμησις καὶ ἀνάμιξις τῶν ἀλλοφύλων ἱππέων ἐς τὰς τῶν ἑταίρων τάξεις. [7.8.3] οὔκουν σιγῇ ἔχοντες ἐκαρτέρησαν, ἀλλὰ πάντας γὰρ ἀπαλλάττειν στρατιᾶς ἐκέλευον, αὐτὸν δὲ μετὰ τοῦ πατρὸς στρατεύεσθαι, τὸν Ἄμμωνα δὴ τῷ λόγῳ ἐπικερτομοῦντες. ταῦτα ἀκούσας Ἀλέξανδρος (ἦν γὰρ δὴ ὀξύτερός τε ἐν τῷ τότε καὶ ἀπὸ τῆς βαρβαρικῆς θεραπείας οὐκέτι ὡς πάλαι ἐπιεικὴς ἐς τοὺς Μακεδόνας) καταπηδήσας σὺν τοῖς ἀμφ᾽ αὑτὸν ἡγεμόσιν ἀπὸ τοῦ βήματος ξυλλαβεῖν τοὺς ἐπιφανεστάτους τῶν ταραξάντων τὸ πλῆθος κελεύει, αὐτὸς τῇ χειρὶ ἐπιδεικνύων τοῖς ὑπασπισταῖς οὕστινας χρὴ συλλαμβάνειν· καὶ ἐγένοντο οὗτοι ἐς τρισκαίδεκα. τούτους μὲν δὴ ἀπάγειν κελεύει τὴν ἐπὶ θανάτῳ. ὡς δὲ κατεσιώπησαν οἱ ἄλλοι ἐκπλαγέντες, ἀναβὰς αὖθις ἐπὶ τὸ βῆμα ἔλεξεν ὧδε.
[7.8.1] Ὡς δὲ ἐς τὴν Ὦπιν ἀφίκετο, συναγαγὼν τοὺς Μακεδόνας προεῖπεν ὅτι τοὺς ὑπὸ γήρως ἢ πηρώσεως τοῦ σώματος ἀχρείους ἐς τὰ πολέμια ὄντας παραλύει μὲν τῆς στρατιᾶς, ἀποπέμπει δὲ ἐς τὰ σφέτερα ἤθη, ἐπιδώσει δὲ [μένουσιν] ὅσα αὐτούς τε ζηλωτοτέρους ποιήσει τοῖς οἴκοι καὶ τοὺς ἄλλους Μακεδόνας ἐξορμήσει ἐς τὸ ἐθέλειν τῶν αὐτῶν κινδύνων τε καὶ πόνων μετέχειν. [7.8.2] Ἀλέξανδρος μὲν ὡς χαριούμενος δῆθεν τοῖς Μακεδόσιν ταῦτα ἔλεγεν· οἱ δὲ ὡς ὑπερορώμενοί τε ἤδη πρὸς Ἀλεξάνδρου καὶ ἀχρεῖοι πάντῃ ἐς τὰ πολέμια νομιζόμενοι οὐκ ἀλόγως αὖ τῷ λόγῳ ἠχθέσθησαν τῷ πρὸς Ἀλεξάνδρου λεχθέντι, κατὰ τὴν στρατιὰν ταύτην πᾶσαν πολλοῖς καὶ ἄλλοις ἀχθεσθέντες, ὅτι πολλάκις ἤδη ἐλύπει αὐτοὺς ἥ τε ἐσθὴς ἡ Περσικὴ ἐς τοῦτο φέρουσα καὶ τῶν Ἐπιγόνων τῶν βαρβάρων ‹ἡ ἐς› τὰ Μακεδονικὰ ἤθη κόσμησις καὶ ἀνάμιξις τῶν ἀλλοφύλων ἱππέων ἐς τὰς τῶν ἑταίρων τάξεις. [7.8.3] οὔκουν σιγῇ ἔχοντες ἐκαρτέρησαν, ἀλλὰ πάντας γὰρ ἀπαλλάττειν στρατιᾶς ἐκέλευον, αὐτὸν δὲ μετὰ τοῦ πατρὸς στρατεύεσθαι, τὸν Ἄμμωνα δὴ τῷ λόγῳ ἐπικερτομοῦντες. ταῦτα ἀκούσας Ἀλέξανδρος (ἦν γὰρ δὴ ὀξύτερός τε ἐν τῷ τότε καὶ ἀπὸ τῆς βαρβαρικῆς θεραπείας οὐκέτι ὡς πάλαι ἐπιεικὴς ἐς τοὺς Μακεδόνας) καταπηδήσας σὺν τοῖς ἀμφ᾽ αὑτὸν ἡγεμόσιν ἀπὸ τοῦ βήματος ξυλλαβεῖν τοὺς ἐπιφανεστάτους τῶν ταραξάντων τὸ πλῆθος κελεύει, αὐτὸς τῇ χειρὶ ἐπιδεικνύων τοῖς ὑπασπισταῖς οὕστινας χρὴ συλλαμβάνειν· καὶ ἐγένοντο οὗτοι ἐς τρισκαίδεκα. τούτους μὲν δὴ ἀπάγειν κελεύει τὴν ἐπὶ θανάτῳ. ὡς δὲ κατεσιώπησαν οἱ ἄλλοι ἐκπλαγέντες, ἀναβὰς αὖθις ἐπὶ τὸ βῆμα ἔλεξεν ὧδε.
***
[7.7.3] Γιατί από τους δύο ποταμούς, δηλαδή τον Ευφράτη και τον Τίγρητα, οι οποίοι περικλείουν την μεταξύ αυτών Ασσυρία —γι᾽ αυτό ονομάζεται Μεσοποταμία από τους ντόπιους— ο Τίγρης που ρέει χαμηλότερα από τον Ευφράτη δέχεται με πολλές διώρυγες νερά από αυτόν και, αφού παραλάβει και πολλούς άλλους ποταμούς και αυξήσει από αυτούς τον όγκο του, χύνεται στην Περσική θάλασσα, μεγάλος και αδιάβατος παντού ως τις εκβολές του, επειδή τα νερά του δεν χρησιμοποιούνται για την άρδευση της περιοχής. [7.7.4] Στο μέρος αυτό δηλαδή η γη είναι ψηλότερη από την επιφάνεια του νερού και τα νερά του ποταμού αυτού δεν χύνονται ούτε σε διώρυγες ούτε σε άλλον ποταμό, αλλά μάλλον δέχεται νερά από εκείνους, με αποτέλεσμα να μην παρέχει τη δυνατότητα να αρδεύεται από αυτόν η περιοχή σε κανένα σημείο. [7.7.5] Ο Ευφράτης όμως ρέει ψηλά, σε όλα τα μέρη οι όχθες του έχουν το ίδιο ύψος με την επιφάνεια της γης και έχουν διανοιχθεί σε αυτόν πολλές διώρυγες από τις οποίες άλλες έχουν διαρκώς νερό, με το οποίο υδρεύονται όσοι κατοικούν στις δύο όχθες του, άλλες πάλι κατασκευάζονται για ορισμένο χρόνο κάθε φορά που υπάρχει έλλειψη νερού, με σκοπό την άρδευση της περιοχής, γιατί στη χώρα αυτή τον περισσότερο καιρό δεν πέφτουν βροχές από τον ουρανό. Και με τον τρόπο αυτόν ο Ευφράτης καταντά στο τέλος να έχει λίγα νερά και έτσι καταλήγει στο μέρος εκείνο σε έλη.[7.7.6] Αφού περιέπλευσε ο Αλέξανδρος την ακτή του Περσικού κόλπου που εκτεινόταν ανάμεσα στον Ευλαίο ποταμό και τον Τίγρητα, άρχισε να πλέει προς τα πάνω τον Τίγρητα μέχρι το στρατόπεδο, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Ηφαιστίων με όλες του τις δυνάμεις. Από εκεί πάλι έπλευσε στην Ώπη, πόλη χτισμένη στις όχθες του Τίγρητα. [7.7.7] Και ενώ έπλεε προς τα πάνω, ισοπέδωσε τους καταρράκτες που υπήρχαν κατά μήκος του ποταμού και εξομάλυνε τελείως το ρεύμα. Οι καταρράκτες αυτοί είχαν κατασκευασθεί από τους Πέρσες, για να μην μπορεί κανείς να πλεύσει από τη θάλασσα στη χώρα τους και να την κυριεύσει με ναυτικές δυνάμεις. Αυτά τα είχαν σοφισθεί οι Πέρσες, επειδή δεν ήταν πράγματι ναυτικοί. Έτσι, λοιπόν, οι καταρράκτες που είχαν κατασκευασθεί χωρίς να αφήνουν κενό έκαναν το ταξίδι στον Τίγρητα πολύ δύσκολο. Ο Αλέξανδρος είπε ότι παρόμοια τεχνάσματα δεν ταιριάζουν σε άνδρες που υπερέχουν στρατιωτικά. Δεν έκρινε, λοιπόν, χρήσιμη για τον εαυτό του την προστασία αυτή, την οποία στην πράξη απέδειξε και ανάξια λόγου καταστρέφοντας χωρίς δυσκολία έργα που με κόπο είχαν κατασκευάσει οι Πέρσες.
[7.8.1] Όταν ο Αλέξανδρος έφθασε στην Ώπη, συγκέντρωσε τους Μακεδόνες και τους ανήγγειλε ότι απολύει από τον στρατό όσους από γηρατειά ή σωματική βλάβη ήταν ανίκανοι για πολεμική δράση και ότι τους στέλνει πίσω στην πατρίδα τους. Σε όσους έμεναν μαζί του υποσχέθηκε να δώσει επιπλέον τόσα δώρα, ώστε να τους κάνει αξιοζήλευτους στην πατρίδα και συγχρόνως να παρακινήσει και άλλους Μακεδόνες να συμμετέχουν εκούσια στους ίδιους κινδύνους και κόπους.
[7.8.2] Ο Αλέξανδρος τα έλεγε αυτά στους Μακεδόνες, επειδή πίστευε πως τάχα θα τους χαροποιούσε. Οι στρατιώτες όμως στενοχωρέθηκαν με τους λόγους που τους είπε ο Αλέξανδρος, επειδή νόμισαν ότι τους περιφρονούσε και τους θεωρούσε πια τελείως άχρηστους για τα πολεμικά έργα. Άλλωστε τα παράπονά τους ήταν δικαιολογημένα· σε όλην αυτήν την εκστρατεία είχαν στενοχωρεθεί για πολλά και διάφορα πράγματα, όπως για παράδειγμα τους είχε προκαλέσει πολλές φορές λύπη το ότι ο βασιλιάς τους φορούσε την περσική στολή και , πράγμα που έδειχνε την ίδια στάση, το ότι οι βάρβαροι Επίγονοι εξοπλίσθηκαν κατά τον μακεδονικό τρόπο και το ότι οι αλλόφυλοι ιππείς αναμίχθηκαν στα τάγματα των εταίρων. [7.8.3] Δεν συγκράτησαν, λοιπόν, τη σιωπή τους, αλλά ζήτησαν να τους απολύσει όλους από τον στρατό και να εκστρατεύει ο ίδιος με τον πατέρα του, ονομάζοντας έτσι σκωπτικά τον Άμμωνα. Όταν άκουσε αυτά ο Αλέξανδρος —την εποχή αυτή ήταν βέβαια πιο οξύθυμος εξαιτίας των φιλοφρονήσεων των βαρβάρων και δεν έδειχνε πια την ίδια επιείκεια όπως παλαιότερα στους Μακεδόνες— πήδησε κάτω από το βήμα μαζί με τους στρατιωτικούς διοικητές που τον περιστοίχιζαν και διέταξε να συλλάβουν τους πρωταίτιους της αναταραχής, δείχνοντας ο ίδιος με το χέρι του στους υπασπιστές ποιούς έπρεπε να συλλάβουν· ο αριθμός τους έφθασε τους δεκατρείς. Αυτούς, λοιπόν, διέταξε να τους οδηγήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Μόλις σώπασαν τελείως οι άλλοι από τον φόβο τους, ανέβηκε ξανά στο βήμα και είπε τα εξής:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου