Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (3.3.1-3.4.5)

[3.3.1] Ἐπὶ τούτοις δὲ πόθος λαμβάνει αὐτὸν ἐλθεῖν παρ᾽ Ἄμμωνα ἐς Λιβύην, τὸ μέν τι τῷ θεῷ χρησόμενον, ὅτι ἀτρεκὲς ἐλέγετο εἶναι τὸ μαντεῖον τοῦ Ἄμμωνος καὶ χρήσασθαι αὐτῷ Περσέα καὶ Ἡρακλέα, τὸν μὲν ἐπὶ τὴν Γοργόνα ὅτε πρὸς Πολυδέκτου ἐστέλλετο, τὸν δὲ ὅτε παρ᾽ Ἀνταῖον ᾔει εἰς Λιβύην καὶ παρὰ Βούσιριν εἰς Αἴγυπτον. [3.3.2] Ἀλεξάνδρῳ δὲ φιλοτιμία ἦν πρὸς Περσέα καὶ Ἡρακλέα, ἀπὸ γένους τε ὄντι τοῦ ἀμφοῖν καί τι καὶ αὐτὸς τῆς γενέσεως τῆς ἑαυτοῦ ἐς Ἄμμωνα ἀνέφερε, καθάπερ οἱ μῦθοι τὴν Ἡρακλέους τε καὶ Περσέως ἐς Δία. καὶ οὖν παρ᾽ Ἄμμωνα ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἐστέλλετο, ὡς καὶ τὰ αὑτοῦ ἀτρεκέστερον εἰσόμενος ἢ φήσων γε ἐγνωκέναι.
[3.3.3] Μέχρι μὲν δὴ Παραιτονίου παρὰ θάλασσαν ᾔει δι᾽ ἐρήμου, οὐ μέντοι δι᾽ ἀνύδρου τῆς χώρας, σταδίους ἐς χιλίους καὶ ἑξακοσίους, ὡς λέγει Ἀριστόβουλος. ἐντεῦθεν δὲ ἐς τὴν μεσόγαιαν ἐτράπετο, ἵνα τὸ μαντεῖον ἦν τοῦ Ἄμμωνος. ἔστι δὲ ἐρήμη τε ἡ ὁδὸς καὶ ψάμμος ἡ πολλὴ αὐτῆς καὶ ἄνυδρος. [3.3.4] ὕδωρ δὲ ἐξ οὐρανοῦ πολὺ Ἀλεξάνδρῳ ἐγένετο, καὶ τοῦτο ἐς τὸ θεῖον ἀνηνέχθη. ἀνηνέχθη δὲ ἐς τὸ θεῖον καὶ τόδε· ἄνεμος νότος ἐπὰν πνεύσῃ ἐν ἐκείνῳ τῷ χώρῳ, τῆς ψάμμου ἐπιφορεῖ κατὰ τῆς ὁδοῦ ἐπὶ μέγα, καὶ ἀφανίζεται τῆς ὁδοῦ τὰ σημεῖα οὐδὲ ἔστιν εἰδέναι ἵνα χρὴ πορεύεσθαι καθάπερ ἐν πελάγει τῇ ψάμμῳ, ὅτι σημεῖα οὐκ ἔστι κατὰ τὴν ὁδὸν οὔτε που ὄρος οὔτε δένδρον οὔτε γήλοφοι βέβαιοι ἀνεστηκότες, οἷτισιν οἱ ὁδῖται τεκμαίροιντο ἂν τὴν πορείαν, καθάπερ οἱ ναῦται τοῖς ἄστροις· ἀλλὰ ἐπλανᾶτο γὰρ ἡ στρατιὰ Ἀλεξάνδρῳ καὶ οἱ ἡγεμόνες τῆς ὁδοῦ ἀμφίβολοι ἦσαν. [3.3.5] Πτολεμαῖος μὲν δὴ ὁ Λάγου λέγει δράκοντας δύο ἰέναι πρὸ τοῦ στρατεύματος φωνὴν ἱέντας, καὶ τούτοις Ἀλέξανδρον κελεῦσαι ἕπεσθαι τοὺς ἡγεμόνας πιστεύσαντας τῷ θείῳ, τοὺς δὲ ἡγήσασθαι τὴν ὁδὸν τήν τε ἐς τὸ μαντεῖον καὶ ὀπίσω αὖθις· [3.3.6] Ἀριστόβουλος δέ, καὶ ὁ πλείων λόγος ταύτῃ κατέχει, κόρακας δύο προπετομένους πρὸ τῆς στρατιᾶς, τούτους γενέσθαι Ἀλεξάνδρῳ τοὺς ἡγεμόνας. καὶ ὅτι μὲν θεῖόν τι ξυνεπέλαβεν αὐτῷ ἔχω ἰσχυρίσασθαι, ὅτι καὶ τὸ εἰκὸς ταύτῃ ἔχει, τὸ δὲ ἀτρεκὲς τοῦ λόγου ἀφείλοντο οἱ ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ ὑπὲρ αὐτοῦ ἐξηγησάμενοι.
[3.4.1] Ὁ δὲ χῶρος, ἵναπερ τοῦ Ἄμμωνος τὸ ἱερόν ἐστι, τὰ μὲν κύκλῳ πάντα ἔρημα καὶ ψάμμον τὸ πᾶν ἔχει καὶ ἄνυδρον, αὐτὸς δὲ ἐν μέσῳ ὀλίγος ὢν (ὅσον γὰρ πλεῖστον αὐτοῦ ἐς πλάτος διέχει ἐς τεσσαράκοντα μάλιστα σταδίους ἔρχεται) κατάπλεώς ἐστιν ἡμέρων δένδρων, ἐλαιῶν καὶ φοινίκων, καὶ ἔνδροσος μόνος τῶν πέριξ. [3.4.2] καὶ πηγὴ ἐξ αὐτοῦ ἀνίσχει οὐδέν τι ἐοικυῖα ταῖς πηγαῖς, ὅσαι ἄλλαι ἐκ γῆς ἀνίσχουσιν. ἐν μὲν γὰρ μεσημβρίᾳ ψυχρὸν τὸ ὕδωρ γευσαμένῳ τε καὶ ἔτι μᾶλλον ἁψαμένῳ οἷον ψυχρότατον· ἐγκλίναντος δὲ τοῦ ἡλίου ἐς ἑσπέραν θερμότερον, καὶ ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἔτι θερμότερον ἔστε ἐπὶ μέσας τὰς νύκτας, μέσων δὲ νυκτῶν ἑαυτοῦ θερμότατον· ἀπὸ δὲ μέσων νυκτῶν ψύχεται ἐν τάξει, καὶ ἕωθεν ψυχρὸν ἤδη ἐστί, ψυχρότατον δὲ μεσημβρίας· καὶ τοῦτο ἀμείβει ἐν τάξει ἐπὶ ἑκάστῃ [τῇ] ἡμέρᾳ. [3.4.3] γίγνονται δὲ καὶ ἅλες αὐτόματοι ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὀρυκτοί· καὶ τούτων ἔστιν οὓς ἐς Αἴγυπτον φέρουσι τῶν ἱερέων τινὲς τοῦ Ἄμμωνος. ἐπειδὰν γὰρ ἐπ᾽ Αἰγύπτου στέλλωνται, ἐς κοιτίδας πλεκτὰς ἐκ φοίνικος ἐσβαλόντες δῶρον τῷ βασιλεῖ ἀποφέρουσιν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ. [3.4.4] ἔστι δὲ μακρός τε ὁ χόνδρος (ἤδη ‹δέ› τινες αὐτῶν καὶ ὑπὲρ τρεῖς δακτύλους) καὶ καθαρὸς ὥσπερ κρύσταλλος· καὶ τούτῳ ἐπὶ ταῖς θυσίαις χρῶνται, ὡς καθαρωτέρῳ τῶν ἀπὸ θαλάσσης ἁλῶν, Αἰγύπτιοί τε καὶ ὅσοι ἄλλοι τοῦ θείου οὐκ ἀμελῶς ἔχουσιν. [3.4.5] ἐνταῦθα Ἀλέξανδρος τόν τε χῶρον ἐθαύμασε καὶ τῷ θεῷ ἐχρήσατο· καὶ ἀκούσας ὅσα αὐτῷ πρὸς θυμοῦ ἦν, ὡς ἔλεγεν, ἀνέζευξεν ἐπ᾽ Αἰγύπτου, ὡς μὲν Ἀριστόβουλος λέγει, τὴν αὐτὴν ὀπίσω ὁδόν, ὡς δὲ Πτολεμαῖος ὁ Λάγου, ἄλλην εὐθεῖαν ὡς ἐπὶ Μέμφιν.

***
[3.3.1] Ύστερα από αυτά τον κατέλαβε η σφοδρή επιθυμία να πάει στον Άμμωνα, στη Λιβύη, για να συμβουλευθεί τον θεό, επειδή το μαντείο του Άμμωνα φημιζόταν ότι ήταν αλάθητο, και επειδή το μαντείο αυτό είχαν συμβουλευθεί ο Περσέας και ο Ηρακλής, ο πρώτος όταν τον έστειλε ο Πολυδέκτης να σκοτώσει τη Γοργόνα και ο δεύτερος όταν πήγε στη Λιβύη για τον Ανταίο και στην Αίγυπτο για τον Βούσιρη. [3.3.2] Ο Αλέξανδρος είχε τη φιλοδοξία να φθάσει τον Περσέα και τον Ηρακλή, μιας και καταγόταν και από τους δύο και γιατί ο ίδιος απέδιδε κατά κάποιο τρόπο τη γέννησή του στον Άμμωνα, όπως ακριβώς οι μύθοι απέδιδαν τη γέννηση του Ηρακλή και του Περσέα στον Δία. Ξεκίνησε λοιπόν για τον Άμμωνα με αυτόν τον σκοπό, για να γνωρίσει ακριβέστερα τα δικά του ζητήματα ή τουλάχιστο να ισχυρισθεί ότι τα έχει γνωρίσει.
[3.3.3] Μέχρι το Παραιτόνιο βάδιζε κοντά στη θάλασσα μέσα από τόπο που ήταν έρημος, αλλά όχι άνυδρος, διατρέχοντας έτσι απόσταση χιλίων εξακοσίων σταδίων, όπως αναφέρει ο Αριστόβουλος. Από εκεί στράφηκε προς το εσωτερικό, όπου ήταν το μαντείο του Άμμωνα. Ο δρόμος είναι έρημος και κατά το μεγαλύτερο μέρος αμμώδης και άνυδρος. [3.3.4] Για χάρη όμως του Αλεξάνδρου έπεσε πολλή βροχή από τον ουρανό, και αυτό το απέδωσαν σε θεϊκή εύνοια. Σε θεϊκή επίσης εύνοια απέδωσαν και το εξής περιστατικό: κάθε φορά που φυσάει νότιος άνεμος σ᾽ εκείνον τον τόπο, μαζεύεται πολλή άμμος στο δρόμο και χάνονται τα ίχνη του, ώστε δεν είναι δυνατό να ξέρει κανείς πού πρέπει να βαδίσει μέσα στην άμμο, όπως ακριβώς μέσα σε πέλαγος, επειδή δεν υπάρχουν πουθενά σημάδια κατά μήκος τους δρόμου, ούτε βουνό ούτε δέντρο, ούτε στερεοί λόφοι ανυψωμένοι, από τα οποία θα μπορούσαν οι οδοιπόροι να βρουν τη σωστή πορεία τους, όπως κάνουν οι ναύτες με τα άστρα· γι᾽ αυτό περιπλανιόταν ο στρατός του Αλεξάνδρου και οι οδηγοί είχαν αμφιβολία για τον δρόμο. [3.3.5] Ο Πτολεμαίος λοιπόν, ο γιος του Λάγου, λέγει ότι δύο φίδια που έβγαζαν φωνή προχωρούσαν μπροστά από το στράτευμα και ότι ο Αλέξανδρος διέταξε τους οδηγούς να τα ακολουθούν έχοντας πίστη στο θεϊκό σημάδι· πραγματικά τα φίδια εκείνα τους έδειξαν τον δρόμο και προς το μαντείο και μετά κατά την επιστροφή. [3.3.6] Ο Αριστόβουλος όμως —και η επικρατέστερη παράδοση συμφωνεί σε αυτό— αναφέρει ότι δυο κοράκια που πετούσαν μπροστά από τον στρατό έγιναν οι οδηγοί του Αλεξάνδρου. Εγώ μπορώ να βεβαιώσω ότι κάποια θεϊκή δύναμη τον βοήθησε, γιατί αυτό είναι πιθανό, αλλά την ιστορική αλήθεια την αφαίρεσαν όσοι έδωσαν διάφορες περιγραφές για το γεγονός αυτό.
[3.4.1] Ο τόπος, όπου βρίσκεται ο ναός του Άμμωνα, είναι ολόγυρα εντελώς έρημος και αμμώδης και άνυδρος. Ό χώρος του ιερού είναι στο μέσο και, μολονότι κατέχει μικρή έκταση —διότι το μεγαλύτερο πλάτος του ανέρχεται σε 40 περίπου στάδια— είναι γεμάτος από ήμερα δένδρα, ελιές και φοινικιές και μονάχα αυτός από όλη τη γύρω περιοχή είναι δροσερός. [3.4.2] Αναβλύζει επίσης από αυτόν τον χώρο μια πηγή που δεν μοιάζει καθόλου με όσες πηγές αναβλύζουν από τη γη. Γιατί το μεσημέρι το νερό της είναι ψυχρό για κείνον που το πίνει και ακόμη ψυχρότερο για κείνον που το εγγίζει· όταν ο ήλιος γείρει προς τη δύση, γίνεται θερμότερο και από το βράδυ ως τα μεσάνυχτα όλο και πιο θερμό, ώσπου τα μεσάνυχτα φθάνει στη μεγαλύτερή του θερμοκρασία. Από τα μεσάνυχτα και ύστερα αρχίζει πάλι να γίνεται σιγά σιγά ψυχρότερο, ώστε το πρωί να είναι ήδη ψυχρό και το μεσημέρι ψυχρότατο· αυτό επαναλαμβάνεται κανονικά κάθε μέρα. [3.4.3] Ο τόπος αυτός παράγει και φυσικό αλάτι, που εξάγεται από τη γη. Μερικοί μάλιστα ιερείς του Άμμωνα φέρνουν μικρές ποσότητες από αυτό και στην Αίγυπτο. Κάθε φορά δηλαδή που ξεκινούν για την Αίγυπτο, το βάζουν μέσα σε κοφίνια που πλέκουν από φοινικόφυλλα και το προσφέρουν ως δώρο στον βασιλιά ή σε κάποιον άλλον. [3.4.4] Οι κόκκοι του είναι μακρόστενοι —μερικοί μάλιστα από αυτούς έχουν μήκος πάνω από τρεις δακτύλους— και καθαροί σαν κρύσταλλο. Οι Αιγύπτιοι καθώς και όσοι άλλοι λαοί τρέφουν μεγάλο σεβασμό προς τους θεούς χρησιμοποιούν το αλάτι αυτό για τις θυσίες, επειδή είναι καθαρότερο από το θαλάσσιο αλάτι. [3.4.5] Εκεί ο Αλέξανδρος θαύμασε τον χώρο του μαντείου και συμβουλεύθηκε τον θεό. Και αφού, όπως έλεγε, άκουσε όσα η ψυχή του επιθυμούσε, αναχώρησε για την Αίγυπτο από τον ίδιο δρόμο, όπως αναφέρει ο Αριστόβουλος, ενώ σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, από άλλο δρόμο κατευθείαν για τη Μέμφιδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου