Κάποιες επίμονες ιδέες σχετικά με τον έρωτα, κυρίως την αντίληψη του ερωτικού συναισθήματος ως αυταπάτης, προσφιλή στην πεσιμιστική παράδοση των Γάλλων ηθοστοχαστών, σύμφωνα με την οποία ο έρωτας δεν είναι παρά «η διακοσμητική επίφαση μέσω της οποίας προωθείται το πραγματικό τού φύλου» ή που θεωρεί ότι «η επιθυμία και η σεξουαλική ζήλια αποτελούν το υπόβαθρο του έρωτα».
Αυτή η ηθοστοχαστική αντίληψη ανήκει σε μια σκεπτικιστική παράδοση. Η φιλοσοφία αυτή ισχυρίζεται ότι στην πραγματικότητα ο έρωτας δεν υπάρχει και ότι δεν είναι παρά το ευτελές ένδυμα της επιθυμίας. Το μόνο που υπάρχει είναι η επιθυμία. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεώρηση ο έρωτας δεν είναι παρά μια φαντασιακή κατασκευή επικολλημένη στη σεξουαλική επιθυμία. Αυτή η αντίληψη, η οποία έχει μια μακρά ιστορία, μας παροτρύνει να δυσπιστούμε ως προς τον έρωτα. Εγγράφεται ήδη στη λογική των μέτρων ασφάλειας, γιατί αυτό που λέει συνίσταται στο εξής: «Ακούστε, αν έχετε σεξουαλικές επιθυμίες, πραγματοποιήστε τες. Αλλά δεν χρειάζεται να παίρνουν τα μυαλά σας αέρα με την ιδέα ότι πρέπει να αγαπήσετε κάποιον. Αφήστε τα όλ’ αυτά και πηγαίνετε κατευθείαν στον στόχο!» Σ’ αυτή την περίπτωση όμως θα πω απλώς ότι ο έρωτας έχει απαξιωθεί -ή, αν θέλετε, αποδομηθεί-στο όνομα του πραγματικού της σεξουαλικότητας.
Γνωρίζω, πιστεύω, όπως περίπου όλος ο κόσμος, τη δύναμη, την εμμονή της σεξουαλικής επιθυμίας. Η ηλικία δεν με έκανε να το ξεχάσω. Ξέρω επίσης ότι ο έρωτας εγγράφει στο γίγνεσθαί του την πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας. Και πρόκειται για ένα σημαντικό σημείο, γιατί, όπως μια ολόκληρη φιλολογία υποστηρίζει από παλιά, η εκπλήρωση της σεξουαλικής επιθυμίας λειτουργεί σαν μία από τις σπάνιες υλικές αποδείξεις, απόλυτα συνδεδεμένη με το σώμα, ότι ο έρωτας είναι κάτι διαφορετικό από μια δήλωση. Η δήλωση του τύπου «σ’ αγαπώ» επισφραγίζει το συμβάν της συνάντησης, είναι θεμελιακή, δεσμεύει. Το να παραδώσω όμως το σώμα μου στον άλλο, να γδυθώ, να είμαι γυμνός (-ή) για κείνον ή για κείνη, να εκπληρώσω τις πανάρχαιες χειρονομίες, να αρνηθώ κάθε ντροπή, να κραυγάσω, όλη αυτή η είσοδος στη σκηνή του σώματος ισοδυναμεί με απόδειξη παράδοσης στον έρωτα. Πρόκειται άλλωστε για μια ουσιώδη διαφορά με τη φιλία. Η φιλία δεν εμπεριέχει σωματική απόδειξη, δεν έχει απόηχο μέσα στην απόλαυση του σώματος. Γι’ αυτό η φιλία είναι το πιο διανοητικό συναίσθημα, αυτό που πάντοτε προτίμησαν όσοι φιλόσοφοι είναι καχύποπτοι απέναντι στο πάθος. Ο έρωτας, κυρίως μέσα στη διάρκεια, έχει όλα τα θετικά γνωρίσματα της φιλίας. Αλλά ο έρωτας αναφέρεται στην ολότητα του είναι του άλλου, και η παράδοση του σώματος είναι το υλικό σύμβολο αυτής της ολότητας. Θα πουν: «Μα όχι! Η επιθυμία, και μόνον αυτή, λειτουργεί σ΄ αυτή την περίπτωση». Υποστηρίζω ότι στο στοιχείο του δεδηλωμένου έρωτα αυτή ακριβώς η δήλωση, έστω και αν είναι ακόμη λανθάνουσα, προκαλεί αποτελέσματα επιθυμίας, και όχι άμεσα η επιθυμία. Ο έρωτας θέλει η απόδειξή του να περικλείει την επιθυμία. Η τελετουργία των σωμάτων αποτελεί την υλική εγγύηση της ομιλίας, είναι αυτό μέσω του οποίου πορεύεται η ιδέα ότι η υπόσχεση μιας επανεπινόησης της ζωής θα τηρηθεί, κατ’ αρχάς στο επίπεδο των σωμάτων. Αλλά οι εραστές ξέρουν ότι, ακόμη και στο πιο βίαιο παραλήρημα, ο έρωτας είναι παρών, σαν ένας φύλακας άγγελος των σωμάτων, στο ξύπνημα, το πρωί, όταν γαληνεύει η απόδειξη από τον απόηχο που είχε στα σώματα η δήλωση του έρωτα.
Να γιατί ο έρωτας δεν μπορεί να είναι, και πιστεύω ότι δεν είναι για κανέναν, παρά μόνο για τους ιδεολόγους που φροντίζουν για τον χαμό του, ένα απλό ένδυμα της σεξουαλικής επιθυμίας, μια περίπλοκη και χιμαιρική πανουργία προκειμένου να πραγματοποιηθεί η αναπαραγωγή του είδους.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου