725 μαθεῖν, σέ τ᾽ αὖ τοῦδ᾽· εὖ γὰρ εἴρηται διπλῇ.
ΚΡ. οἱ τηλικοίδε καὶ διδαξόμεσθα δὴ
φρονεῖν πρὸς ἀνδρὸς τηλικοῦδε τὴν φύσιν;
ΑΙ. μηδὲν τὸ μὴ δίκαιον· εἰ δ᾽ ἐγὼ νέος,
οὐ τὸν χρόνον χρὴ μᾶλλον ἢ τἄργα σκοπεῖν.
730 ΚΡ. ἔργον γάρ ἐστι τοὺς ἀκοσμοῦντας σέβειν;
ΑΙ. οὐδ᾽ ἂν κελεύσαιμ᾽ εὐσεβεῖν ἐς τοὺς κακούς.
ΚΡ. οὐχ ἥδε γὰρ τοιᾷδ᾽ ἐπείληπται νόσῳ;
ΑΙ. οὔ φησι Θήβης τῆσδ᾽ ὁμόπτολις λεώς.
ΚΡ. πόλις γὰρ ἡμῖν ἁμὲ χρὴ τάσσειν ἐρεῖ;
735 ΑΙ. ὁρᾷς τόδ᾽ ὡς εἴρηκας ὡς ἄγαν νέος;
ΚΡ. ἄλλῳ γὰρ ἢ ᾽μοὶ χρή με τῆσδ᾽ ἄρχειν χθονός;
ΑΙ. πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός.
ΚΡ. οὐ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις νομίζεται;
ΑΙ. καλῶς ἐρήμης γ᾽ ἂν σὺ γῆς ἄρχοις μόνος.
740 ΚΡ. ὅδ᾽, ὡς ἔοικε, τῇ γυναικὶ συμμαχεῖ.
ΑΙ. εἴπερ γυνὴ σύ· σοῦ γὰρ οὖν προκήδομαι.
ΚΡ. ὦ παγκάκιστε, διὰ δίκης ἰὼν πατρί.
ΑΙ. οὐ γὰρ δίκαιά σ᾽ ἐξαμαρτάνονθ᾽ ὁρῶ.
ΚΡ. ἁμαρτάνω γὰρ τὰς ἐμὰς ἀρχὰς σέβων;
745 ΑΙ. οὐ γὰρ σέβεις, τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν.
ΚΡ. ὦ μιαρὸν ἦθος καὶ γυναικὸς ὕστερον.
ΑΙ. οὔ τἂν ἕλοις ἥσσω γε τῶν αἰσχρῶν ἐμέ.
ΚΡ. ὁ γοῦν λόγος σοι πᾶς ὑπὲρ κείνης ὅδε.
ΑΙ. καὶ σοῦ γε κἀμοῦ, καὶ θεῶν τῶν νερτέρων.
750 ΚΡ. ταύτην ποτ᾽ οὐκ ἔσθ᾽ ὡς ἔτι ζῶσαν γαμεῖς.
ΑΙ. ἣ δ᾽ οὖν θανεῖται καὶ θανοῦσ᾽ ὀλεῖ τινα.
ΚΡ. ἦ κἀπαπειλῶν ὧδ᾽ ἐπεξέρχῃ θρασύς;
ΑΙ. τίς δ᾽ ἔστ᾽ ἀπειλὴ πρὸς κενὰς γνώμας λέγειν;
ΚΡ. κλαίων φρενώσεις, ὢν φρενῶν αὐτὸς κενός.
755 ΑΙ. εἰ μὴ πατὴρ ἦσθ᾽, εἶπον ἄν σ᾽ οὐκ εὖ φρονεῖν.
ΚΡ. γυναικὸς ὢν δούλευμα, μὴ κώτιλλέ με.
ΑΙ. βούλῃ λέγειν τι καὶ λέγων μηδὲν κλύειν;
ΚΡ. ἄληθες; ἀλλ᾽ οὐ, τόνδ᾽ Ὄλυμπον, ἴσθ᾽ ὅτι,
χαίρων ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ.
760 ἄγαγε τὸ μῖσος, ὡς κατ᾽ ὄμματ᾽ αὐτίκα
παρόντι θνῄσκῃ πλησία τῷ νυμφίῳ.
ΑΙ. οὐ δῆτ᾽ ἔμοιγε, τοῦτο μὴ δόξῃς ποτέ,
οὔθ᾽ ἥδ᾽ ὀλεῖται πλησία, σύ τ᾽ οὐδαμὰ
τοὐμὸν προσόψῃ κρᾶτ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖς ὁρῶν,
765 ὡς τοῖς θέλουσι τῶν φίλων μαίνῃ συνών.
ΚΡ. οἱ τηλικοίδε καὶ διδαξόμεσθα δὴ
φρονεῖν πρὸς ἀνδρὸς τηλικοῦδε τὴν φύσιν;
ΑΙ. μηδὲν τὸ μὴ δίκαιον· εἰ δ᾽ ἐγὼ νέος,
οὐ τὸν χρόνον χρὴ μᾶλλον ἢ τἄργα σκοπεῖν.
730 ΚΡ. ἔργον γάρ ἐστι τοὺς ἀκοσμοῦντας σέβειν;
ΑΙ. οὐδ᾽ ἂν κελεύσαιμ᾽ εὐσεβεῖν ἐς τοὺς κακούς.
ΚΡ. οὐχ ἥδε γὰρ τοιᾷδ᾽ ἐπείληπται νόσῳ;
ΑΙ. οὔ φησι Θήβης τῆσδ᾽ ὁμόπτολις λεώς.
ΚΡ. πόλις γὰρ ἡμῖν ἁμὲ χρὴ τάσσειν ἐρεῖ;
735 ΑΙ. ὁρᾷς τόδ᾽ ὡς εἴρηκας ὡς ἄγαν νέος;
ΚΡ. ἄλλῳ γὰρ ἢ ᾽μοὶ χρή με τῆσδ᾽ ἄρχειν χθονός;
ΑΙ. πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός.
ΚΡ. οὐ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις νομίζεται;
ΑΙ. καλῶς ἐρήμης γ᾽ ἂν σὺ γῆς ἄρχοις μόνος.
740 ΚΡ. ὅδ᾽, ὡς ἔοικε, τῇ γυναικὶ συμμαχεῖ.
ΑΙ. εἴπερ γυνὴ σύ· σοῦ γὰρ οὖν προκήδομαι.
ΚΡ. ὦ παγκάκιστε, διὰ δίκης ἰὼν πατρί.
ΑΙ. οὐ γὰρ δίκαιά σ᾽ ἐξαμαρτάνονθ᾽ ὁρῶ.
ΚΡ. ἁμαρτάνω γὰρ τὰς ἐμὰς ἀρχὰς σέβων;
745 ΑΙ. οὐ γὰρ σέβεις, τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν.
ΚΡ. ὦ μιαρὸν ἦθος καὶ γυναικὸς ὕστερον.
ΑΙ. οὔ τἂν ἕλοις ἥσσω γε τῶν αἰσχρῶν ἐμέ.
ΚΡ. ὁ γοῦν λόγος σοι πᾶς ὑπὲρ κείνης ὅδε.
ΑΙ. καὶ σοῦ γε κἀμοῦ, καὶ θεῶν τῶν νερτέρων.
750 ΚΡ. ταύτην ποτ᾽ οὐκ ἔσθ᾽ ὡς ἔτι ζῶσαν γαμεῖς.
ΑΙ. ἣ δ᾽ οὖν θανεῖται καὶ θανοῦσ᾽ ὀλεῖ τινα.
ΚΡ. ἦ κἀπαπειλῶν ὧδ᾽ ἐπεξέρχῃ θρασύς;
ΑΙ. τίς δ᾽ ἔστ᾽ ἀπειλὴ πρὸς κενὰς γνώμας λέγειν;
ΚΡ. κλαίων φρενώσεις, ὢν φρενῶν αὐτὸς κενός.
755 ΑΙ. εἰ μὴ πατὴρ ἦσθ᾽, εἶπον ἄν σ᾽ οὐκ εὖ φρονεῖν.
ΚΡ. γυναικὸς ὢν δούλευμα, μὴ κώτιλλέ με.
ΑΙ. βούλῃ λέγειν τι καὶ λέγων μηδὲν κλύειν;
ΚΡ. ἄληθες; ἀλλ᾽ οὐ, τόνδ᾽ Ὄλυμπον, ἴσθ᾽ ὅτι,
χαίρων ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ.
760 ἄγαγε τὸ μῖσος, ὡς κατ᾽ ὄμματ᾽ αὐτίκα
παρόντι θνῄσκῃ πλησία τῷ νυμφίῳ.
ΑΙ. οὐ δῆτ᾽ ἔμοιγε, τοῦτο μὴ δόξῃς ποτέ,
οὔθ᾽ ἥδ᾽ ὀλεῖται πλησία, σύ τ᾽ οὐδαμὰ
τοὐμὸν προσόψῃ κρᾶτ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖς ὁρῶν,
765 ὡς τοῖς θέλουσι τῶν φίλων μαίνῃ συνών.
***
ΧΟΡ. Δε βλάφτει, ω βασιλιά, να τον ακούσεις,αν κάτι λέει σωστό· και συ το ίδιο·
γιατί καλά τα ᾽χετε πει κι οι δυο σας.
ΚΡΕ. Εμείς, σ᾽ αυτή την ηλικία, να θέλει
ένα παιδί να μας διδάξει γνώση;
ΑΙΜ. Το δίκιο μόνο· κι αν εγώ είμαι νέος,
όχι τα χρόνια μα τα έργα πρέπει
να κοιτάζει κανείς. ΚΡΕ. Και το λες έργο,
730 τους παραβάτες να τιμάς του νόμου;
ΑΙΜ. Ούτε και θα συμβούλευα κανένα
σε τιμή να ᾽χει τους κακούς. ΚΡΕ. Και μήπως
δεν έχει αυτή πιαστεί σε τέτοιο κρίμα;
ΑΙΜ. Όχι, φωνάζει μ᾽ ένα στόμα ο λαός
όλος της Θήβας. ΚΡΕ. Και λοιπόν μια πόλη
θα ορίσει εμένα τί έχω να διατάζω;
ΑΙΜ. Βλέπεις πως τώρα μίλησες σαν πάρα
πολύ νέος; ΚΡΕ. Γι᾽ άλλον, κι όχι για μένα
πρέπει λοιπόν να κυβερνώ τη χώρα;
ΑΙΜ. Δεν υπάρχει χώρα καμιά που να ᾽ναι
ενός ανθρώπου. ΚΡΕ. Ώστε δε θεωρείται
η πόλη εκείνου που είναι ο άρχοντάς της;
ΑΙΜ. Ωραία θα κυβερνούσες τότε μόνος
μια έρημη χώρα. ΚΡΕ. Καθώς βλέπω, αυτός
740 με τη γυναίκα συμμαχία πηγαίνει.
ΑΙΜ. Αν είσαι εσύ γυναίκα· γιατί μόνο
για το δικό σου το καλό φροντίζω.
ΚΡΕ. Ω παγκάκιστε, ενώ τολμάς να βγαίνεις
του πατέρα σου αντίδικος; ΑΙΜ. Γιατί
βλέπω να πέφτεις σ᾽ όχι δίκαιες πράξεις.
ΚΡΕ. Δεν έχω δίκιο, όταν υπερασπίζω
το αξίωμά μου; ΑΙΜ. Δεν το υπερασπίζεις,
όταν καταπατάς των θεών τους νόμους.
ΚΡΕ. Αχρείο πλάσμα, μιας γυναίκας δούλε!
ΑΙΜ. Δε θα με δεις τουλάχιστο ποτέ μου
να γίνομαι σε κακές πράξεις δούλος.
ΚΡΕ. Μα όλα σου αυτά τα λόγια είναι για κείνη.
ΑΙΜ. Μα και για σένα επίσης και για μένα
και για τους θεούς του Κάτω κόσμου. ΚΡΕ. Βγάλ᾽ το
από το νου σου πως θα παντρευτείς
750 ζωντανή αυτή ποτέ σου. ΑΙΜ. Θα πεθάνει
λοιπόν, μα ο θάνατός της κι άλλον κάποιο
θα θανατώσει. ΚΡΕ. Ακόμα και φοβέρες
έχεις έτσι το θάρσος να μας ρίχτεις;
ΑΙΜ. Κι είναι φοβέρα, σε μια ανόητη γνώμη
ν᾽ αντιμιλά κανείς; ΚΡΕ. Θα το πλερώσεις
βαριά, που ζητάς γνώση να μου μάθεις,
ενώ εισαι ο ίδιος δίχως νου. ΑΙΜ. Θες μόνος
να ᾽χεις εσύ το λόγο και τον άλλο
να μην ακούς; ΚΡΕ. Μιανής γυναίκας σκλάβε,
πάψε με φλυαρίες να με σκοτίζεις.
ΑΙΜ. Θα σου ᾽λεγα, αν πατέρας μου δεν ήσουν,
πως βγήκες απ᾽ τα λογικά σου. ΚΡΕ. Αλήθεια;
όμως, μά αυτόν τον Όλυμπο, να ξέρεις
πως δε θα το χαρείς να ψέγεις έτσι
και να βρίζεις εμένα. Οδήγησέ την
εδώ τη μισημένη τη γυναίκα
760 για να πεθάνει αμέσως μπρος στα μάτια
και παρουσία του γαμπρού, κοντά του.
ΑΙΜ. Παρουσία μου όχι βέβαια, καθόλου
να μην το φανταστείς αυτό· γιατί ούτε
μπροστά μου αυτή θενα πεθάνει, μα ούτε
και συ ποτέ πια μπρος στα μάτια σου
θενα με ξαναδείς, κι άμε να κάνεις
τον τρελό μες σε φίλους που το στρέγουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου