πάντων ὅσ᾽ ἐστὶ χρημάτων ὑπέρτατον.
685 ἐγὼ δ᾽ ὅπως σὺ μὴ λέγεις ὀρθῶς τάδε,
οὔτ᾽ ἂν δυναίμην μήτ᾽ ἐπισταίμην λέγειν·
γένοιτο μέντἂν χἁτέρως καλῶς ἔχον.
σὺ δ᾽ οὐ πέφυκας πάντα προσκοπεῖν ὅσα
λέγει τις ἢ πράσσει τις ἢ ψέγειν ἔχει.
690 τὸ γὰρ σὸν ὄμμα δεινὸν ἀνδρὶ δημότῃ
λόγοις τοιούτοις οἷς σὺ μὴ τέρψῃ κλύων·
ἐμοὶ δ᾽ ἀκούειν ἔσθ᾽ ὑπὸ σκότου τάδε,
τὴν παῖδα ταύτην οἷ᾽ ὀδύρεται πόλις,
πασῶν γυναικῶν ὡς ἀναξιωτάτη
695 κάκιστ᾽ ἀπ᾽ ἔργων εὐκλεεστάτων φθίνει·
ἥτις τὸν αὑτῆς αὐτάδελφον ἐν φοναῖς
πεπτῶτ᾽ ἄθαπτον μήθ᾽ ὑπ᾽ ὠμηστῶν κυνῶν
εἴασ᾽ ὀλέσθαι μήθ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν τινος·
οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν;
700 τοιάδ᾽ ἐρεμνὴ σῖγ᾽ ἐπέρχεται φάτις.
ἐμοὶ δὲ σοῦ πράσσοντος εὐτυχῶς, πάτερ,
οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα τιμιώτερον.
τί γὰρ πατρὸς θάλλοντος εὐκλείας τέκνοις
ἄγαλμα μεῖζον, ἢ τί πρὸς παίδων πατρί;
705 μή νυν ἓν ἦθος μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει,
ὡς φῂς σύ, κοὐδὲν ἄλλο, τοῦτ᾽ ὀρθῶς ἔχειν.
ὅστις γὰρ αὐτὸς ἢ φρονεῖν μόνος δοκεῖ,
ἢ γλῶσσαν, ἣν οὐκ ἄλλος, ἢ ψυχὴν ἔχειν,
οὗτοι διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί.
710 ἀλλ᾽ ἄνδρα, κεἴ τις ᾖ σοφός, τὸ μανθάνειν
πόλλ᾽ αἰσχρὸν οὐδὲν καὶ τὸ μὴ τείνειν ἄγαν.
ὁρᾷς παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις ὅσα
δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται,
τὰ δ᾽ ἀντιτείνοντ᾽ αὐτόπρεμν᾽ ἀπόλλυται.
715 αὔτως δὲ ναὸς ὅστις ἐγκρατῆ πόδα
τείνας ὑπείκει μηδέν, ὑπτίοις κάτω
στρέψας τὸ λοιπὸν σέλμασιν ναυτίλλεται.
ἀλλ᾽ εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου.
γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ᾽ ἐμοῦ νεωτέρου
720 πρόσεστι, φήμ᾽ ἔγωγε πρεσβεύειν πολὺ
φῦναί τιν᾽ ἄνδρα πάντ᾽ ἐπιστήμης πλέων·
εἰ δ᾽ οὖν, φιλεῖ γὰρ τοῦτο μὴ ταύτῃ ῥέπειν,
καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν.
685 ἐγὼ δ᾽ ὅπως σὺ μὴ λέγεις ὀρθῶς τάδε,
οὔτ᾽ ἂν δυναίμην μήτ᾽ ἐπισταίμην λέγειν·
γένοιτο μέντἂν χἁτέρως καλῶς ἔχον.
σὺ δ᾽ οὐ πέφυκας πάντα προσκοπεῖν ὅσα
λέγει τις ἢ πράσσει τις ἢ ψέγειν ἔχει.
690 τὸ γὰρ σὸν ὄμμα δεινὸν ἀνδρὶ δημότῃ
λόγοις τοιούτοις οἷς σὺ μὴ τέρψῃ κλύων·
ἐμοὶ δ᾽ ἀκούειν ἔσθ᾽ ὑπὸ σκότου τάδε,
τὴν παῖδα ταύτην οἷ᾽ ὀδύρεται πόλις,
πασῶν γυναικῶν ὡς ἀναξιωτάτη
695 κάκιστ᾽ ἀπ᾽ ἔργων εὐκλεεστάτων φθίνει·
ἥτις τὸν αὑτῆς αὐτάδελφον ἐν φοναῖς
πεπτῶτ᾽ ἄθαπτον μήθ᾽ ὑπ᾽ ὠμηστῶν κυνῶν
εἴασ᾽ ὀλέσθαι μήθ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν τινος·
οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν;
700 τοιάδ᾽ ἐρεμνὴ σῖγ᾽ ἐπέρχεται φάτις.
ἐμοὶ δὲ σοῦ πράσσοντος εὐτυχῶς, πάτερ,
οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα τιμιώτερον.
τί γὰρ πατρὸς θάλλοντος εὐκλείας τέκνοις
ἄγαλμα μεῖζον, ἢ τί πρὸς παίδων πατρί;
705 μή νυν ἓν ἦθος μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει,
ὡς φῂς σύ, κοὐδὲν ἄλλο, τοῦτ᾽ ὀρθῶς ἔχειν.
ὅστις γὰρ αὐτὸς ἢ φρονεῖν μόνος δοκεῖ,
ἢ γλῶσσαν, ἣν οὐκ ἄλλος, ἢ ψυχὴν ἔχειν,
οὗτοι διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί.
710 ἀλλ᾽ ἄνδρα, κεἴ τις ᾖ σοφός, τὸ μανθάνειν
πόλλ᾽ αἰσχρὸν οὐδὲν καὶ τὸ μὴ τείνειν ἄγαν.
ὁρᾷς παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις ὅσα
δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται,
τὰ δ᾽ ἀντιτείνοντ᾽ αὐτόπρεμν᾽ ἀπόλλυται.
715 αὔτως δὲ ναὸς ὅστις ἐγκρατῆ πόδα
τείνας ὑπείκει μηδέν, ὑπτίοις κάτω
στρέψας τὸ λοιπὸν σέλμασιν ναυτίλλεται.
ἀλλ᾽ εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου.
γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ᾽ ἐμοῦ νεωτέρου
720 πρόσεστι, φήμ᾽ ἔγωγε πρεσβεύειν πολὺ
φῦναί τιν᾽ ἄνδρα πάντ᾽ ἐπιστήμης πλέων·
εἰ δ᾽ οὖν, φιλεῖ γὰρ τοῦτο μὴ ταύτῃ ῥέπειν,
καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν.
***
ΑΙΜ. Πατέρα μου, οι θεοί χαρίζουνεστον άνθρωπο το νου, το πιο μεγάλο
τ᾽ απόχτημά του απ᾽ όλα όσα υπάρχουν.
Και γω, πως δεν τα λες σωστά όσα είπες,
δε θα μπορούσα κι είθε ούτε να μάθω
ποτέ να πω· μα όμως μπορεί να γίνει
να ᾽χει σωστήν ιδέα κι ένας άλλος.
Για σένα λοιπόν είμαι εγώ που πρέπει
φυσικά να προσέχω όλα όσα οι άλλοι
ή λένε ή κάνουν ή έχουν να σου ψέξουν.
690 Γιατί μπροστά σε σένα θα ᾽χε φόβο
να λέει ένας πολίτης τέτοια λόγια
που δε θα ευχαριστιόσουν να τ᾽ ακούσεις·
μα εγώ έτσι από κρυφά μπορώ ν᾽ ακούω
πόσο θρηνούν την κόρη αυτή στην πόλη,
που ενώ πιο λίγο απ᾽ όλες τις γυναίκες
τ᾽ άξιζε αυτό, έτσι άτιμα πεθαίνει
για μια τόσο λαμπρή και τίμια πράξη·
γιατί τον αδερφό της που κειτόνταν
σκοτωμένος στη μάχη άθαφτος έτσι,
δεν άφησε να τον σπαράξουν μήτε
σκυλιά αιμοβόρα, μήτε τ᾽ άγρια τα όρνια·
δεν είν᾽ αυτή λοιπόν άξια να τύχει
χρυσή τιμή; Τέτοιες σιγά γυρνούνε
700 σκεπαστές ομιλίες μες στην πόλη.
Μα εγώ, πατέρα, άλλο κανένα χτήμα
δεν έχω πιο ακριβό από τη δική σου
την ευτυχία· γιατί για ποιό στολίδι
στα παιδιά μπορεί να ᾽ναι πιο μεγάλο
απ᾽ την τιμή και δόξα του πατέρα,
ή στον πατέρα πάλι απ᾽ των παιδιών του;
Μην κρατείς λοιπόν μέσα σου ένα μόνο
τρόπο να σκέπτεσαι, και να πιστεύεις
πως ό,τι λες εσύ και τίποτ᾽ άλλο
δεν είναι ορθό, γιατ᾽ όποιοι το νομίζουν,
πως μόνοι αυτοί είναι φρόνιμοι, ή πως έχουν
ή γλώσσα ή πνεύμα που δεν έχουν άλλοι,
αυτοί αν τους ξεψαχνίσεις θα βρεθούνε
ολότελ᾽ άδειοι· μα ένας άνθρωπος
710 και σοφός να ᾽ναι, δεν είναι ντροπή του
να μαθαίνει πολλά και να μη σφίγγει
το δοξάρι πολύ· βλέπεις τα δέντρα
που πλάι στο φουσκωμένο ρέμα σκύβουν
κεφάλι, πως γλιτώνουν τα κλωνιά τους,
μα όσ᾽ αντιστέκουν σύγκορμα χαλιούνται·
έτσι κι όταν κανείς καραβοκύρης
παρασφίξει τη σκότα και δε λέει
να λασκάρει στον άνεμο καθόλου,
θ᾽ αναποδογυρίσει και πια τότε
με προύμυτα κουβέρτα θ᾽ αρμενίζει.
Μα δώσε τόπο στην οργή και στρέξε
απόφαση ν᾽ αλλάξεις, γιατί αν είμαι
άξιος κι εγώ, αν και νεότερος, να κρίνω
720 κάτι σωστό, λέω πως πολύ πιο πάνω
απ᾽ όλα αξίζει να ᾽χει γεννηθεί
κανείς μ᾽ όλη του κόσμου τη σοφία·
μα αφού δεν συνηθά ένα τέτοιο πράμα
να γίνεται, καλό ειναι και να θέλει
ν᾽ ακούει εκείνους που σωστά μιλούνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου