1245 φρούδη, πρὶν εἰπεῖν ἐσθλὸν ἢ κακὸν λόγον.
ΑΓ. καὐτὸς τεθάμβηκ᾽· ἐλπίσιν δὲ βόσκομαι
ἄχη τέκνου κλύουσαν ἐς πόλιν γόου
οὐκ ἀξιώσειν, ἀλλ᾽ ὑπὸ στέγης ἔσω
δμωαῖς προθήσειν πένθος οἰκεῖον στένειν.
1250 γνώμης γὰρ οὐκ ἄπειρος, ὥσθ᾽ ἁμαρτάνειν.
ΧΟ. οὐκ οἶδ᾽· ἐμοὶ δ᾽ οὖν ἥ τ᾽ ἄγαν σιγὴ βαρὺ
δοκεῖ προσεῖναι χἡ μάτην πολλὴ βοή.
ΑΓ. ἀλλ᾽ εἰσόμεσθα, μή τι καὶ κατάσχετον
κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ,
1255 δόμους παραστείχοντες· εὖ γὰρ οὖν λέγεις.
καὶ τῆς ἄγαν γάρ ἐστί που σιγῆς βάρος.
ΧΟ. καὶ μὴν ὅδ᾽ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει
μνῆμ᾽ ἐπίσημον διὰ χειρὸς ἔχων,
εἰ θέμις εἰπεῖν, οὐκ ἀλλοτρίαν
1260 ἄτην, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἁμαρτών.
ΚΡ. ἰὼ [στρ. α]
φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα
στερεὰ θανατόεντ᾽,
ὦ κτανόντας τε καὶ
θανόντας βλέποντες ἐμφυλίους.
1265 ὤμοι ἐμῶν ἄνολβα βουλευμάτων.
ἰὼ παῖ, νέος νέῳ ξὺν μόρῳ,
αἰαῖ αἰαῖ,
ἔθανες, ἀπελύθης,
ἐμαῖς οὐδὲ σαῖσι δυσβουλίαις.
1270 ΧΟ. οἴμ᾽ ὡς ἔοικας ὀψὲ τὴν δίκην ἰδεῖν.
ΚΡ. οἴμοι,
ἔχω μαθὼν δείλαιος· ἐν δ᾽ ἐμῷ κάρᾳ
θεὸς τότ᾽ ἄρα τότε μέγα βάρος μ᾽ ἔχων
ἔπαισεν, ἐν δ᾽ ἔσεισεν ἀγρίαις ὁδοῖς,
1275 οἴμοι λακπάτητον ἀντρέπων χαράν.
φεῦ φεῦ, ἰὼ πόνοι βροτῶν δύσπονοι.
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
ὦ δέσποθ᾽, ὡς ἔχων τε καὶ κεκτημένος,
τὰ μὲν πρὸ χειρῶν τάδε φέρειν, τὰ δ᾽ ἐν δόμοις
1280 ἔοικας ἥκων καὶ τάχ᾽ ὄψεσθαι κακά.
ΚΡ. τί δ᾽; ἔστιν αὖ κάκιον ἦ κακῶν ἔτι;
ΕΞ. γυνὴ τέθνηκε, τοῦδε παμμήτωρ νεκροῦ,
δύστηνος, ἄρτι νεοτόμοισι πλήγμασιν.
***
ΧΟΡ. Πώς σου φαίνεται αυτό; η βασίλισσά μαςέφυγε πάλι, δίχως ούτε λέξη
καλή ή κακή απ᾽ το στόμα της να βγάλει.
ΑΓΓ. Κι εγώ παραξενεύτηκα, μα ελπίζω
πως ακούοντας τη συφορά του γιου της,
θα ᾽κρινε πως δεν ταίριαζε ν᾽ αρχίσει
ξεφωνητά στον κόσμο εμπρός και πήγε
μέσα, με τις γυναίκες της να στήσει
το μοιρολόι του σπιτικού της πένθους·
γιατί δε λείπει η στόχαση απ᾽ το νου της,
1250 για να μην κριματίσει. ΧΟΡ. Εγώ δεν ξέρω,
μου φαίνεται όμως κι η πολύ μεγάλη
σιωπή κακό, κι ο πολύς μάταιος θρήνος.
ΑΓΓ. Μα θα μάθομε ευθύς, μπαίνοντας μέσα
μην ίσως και κρατεί κλεισμένο κάποιο
κρυφό σκοπό στ᾽ ανταριασμένα στήθη·
γιατ᾽ έχεις δίκιο, κι η πολύ μεγάλη
σιωπή βαραίνει την καρδιά με φόβο.
ΧΟΡ. Μα νά κι ο ίδιος τώρα φτάνει ο βασιλιάς
και τρανή στα χέρια μαρτυρία κρατά
—αν δεν είναι κρίμα που το λέω—
πως η συφορά του δεν είναι από ξένη,
1260 μα από τη δικιά του την κακογνωμιά.
ΚΡΕ. Οϊμέ,
φταιξίματα άμυαλου μυαλού,
πεισματικά θανατερά·
ποιός έχει μάτια εδώ να δει
το σκοτωμένο το παιδί
και τον πατέρα το φονιά του·
οϊμένα, γιε μου, τόσο νιος
με πρώιμο θάνατο νεκρός
χάθηκες όχι απ᾽ τις δικές σου
μ᾽ απ᾽ τις δικές μου κακοκεφαλιές.
ΧΟΡ. Οϊμένα, πόσο αργά μου φαίνεται
1270 νά ειδες το δίκιο! ΚΡΕ. Αλίμονό μου, τώρα
το νιώθω, ο δόλιος, μα ένας θεός τότε
κρατώντας με, μου βρόντησε μεγάλη
βαριά στην κεφαλή και σ᾽ άγριους δρόμους
με τίναξε, φέρνοντας άνω κάτω, αλίμονο,
την ποδοπατημένη μου χαρά.
Αχ, μόχτοι κακοβάσταγοι του ανθρώπου!
ΑΓΓ. Αφέντη, έχεις αυτά κι άλλα σε βρήκαν·
έξω από τούτα που κρατάς στα χέρια,
φαίνεται κι άλλα μέσα στο παλάτι
1280 έχεις να δεις, και γρήγορα, όταν έμπεις.
ΚΡΕ. Τί ᾽ναι αυτό πάλι; τάχα υπάρχει κι άλλο
χειρότερο απ᾽ τη συφορά την ίδια;
ΑΓΓ. Πέθανε, πάει η γυναίκα σου, μητέρα
με τα όλα της αυτού του νεκρού γιου της,
σκοτωμένη η τρισάμοιρη προλίγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου