τὸν τῇδε δύσνουν καὶ τὸν εὐμενῆ πόλει·
νόμῳ δὲ χρῆσθαι παντί, τοῦτ᾽ ἔνεστί σοι
καὶ τῶν θανόντων χὡπόσοι ζῶμεν πέρι.
215 ΚΡ. ὡς ἂν σκοποὶ νῦν ἦτε τῶν εἰρημένων...
ΧΟ. νεωτέρῳ τῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες.
ΚΡ. ἀλλ᾽ εἴσ᾽ ἑτοῖμοι τοῦ νεκροῦ γ᾽ ἐπίσκοποι.
ΧΟ. τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο τοῦτ᾽ ἐπεντέλλοις ἔτι;
ΚΡ. τὸ μὴ ᾽πιχωρεῖν τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε.
220 ΧΟ. οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ.
ΚΡ. καὶ μὴν ὁ μισθός γ᾽ οὗτος. ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων
ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν.
ΦΥΛΑΞ
ἄναξ, ἐρῶ μὲν οὐχ ὅπως σπουδῆς ὕπο
δύσπνους ἱκάνω κοῦφον ἐξάρας πόδα.
225 πολλὰς γὰρ ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις,
ὁδοῖς κυκλῶν ἐμαυτὸν εἰς ἀναστροφήν·
ψυχὴ γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη,
τάλας, τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις δίκην;
τλήμων, μένεις αὖ; κεἰ τάδ᾽ εἴσεται Κρέων
230 ἄλλου παρ᾽ ἀνδρός, πῶς σὺ δῆτ᾽ οὐκ ἀλγυνῇ;
τοιαῦθ᾽ ἑλίσσων ἤνυτον σχολῇ βραδύς,
χοὕτως ὁδὸς βραχεῖα γίγνεται μακρά.
τέλος γε μέντοι δεῦρ᾽ ἐνίκησεν μολεῖν
σοί· κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ, φράσω δ᾽ ὅμως.
235 τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος,
τὸ μὴ παθεῖν ἂν ἄλλο πλὴν τὸ μόρσιμον.
ΚΡ. τί δ᾽ ἐστὶν ἀνθ᾽ οὗ τήνδ᾽ ἔχεις ἀθυμίαν;
ΦΥ. φράσαι θέλω σοι πρῶτα τἀμαυτοῦ· τὸ γὰρ
πρᾶγμ᾽ οὔτ᾽ ἔδρασ᾽ οὔτ᾽ εἶδον ὅστις ἦν ὁ δρῶν,
240 οὐδ᾽ ἂν δικαίως ἐς κακὸν πέσοιμί τι.
ΚΡ. εὖ γε στιχίζῃ κἀποφάργνυσαι κύκλῳ
τὸ πρᾶγμα. δηλοῖς δ᾽ ὥς τι σημανῶν νέον.
ΦΥ. τὰ δεινὰ γάρ τοι προστίθησ᾽ ὄκνον πολύν.
ΚΡ. οὔκουν ἐρεῖς ποτ᾽, εἶτ᾽ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει;
245 ΦΥ. καὶ δὴ λέγω σοι. τὸν νεκρόν τις ἀρτίως
θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν
κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή.
νόμῳ δὲ χρῆσθαι παντί, τοῦτ᾽ ἔνεστί σοι
καὶ τῶν θανόντων χὡπόσοι ζῶμεν πέρι.
215 ΚΡ. ὡς ἂν σκοποὶ νῦν ἦτε τῶν εἰρημένων...
ΧΟ. νεωτέρῳ τῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες.
ΚΡ. ἀλλ᾽ εἴσ᾽ ἑτοῖμοι τοῦ νεκροῦ γ᾽ ἐπίσκοποι.
ΧΟ. τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο τοῦτ᾽ ἐπεντέλλοις ἔτι;
ΚΡ. τὸ μὴ ᾽πιχωρεῖν τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε.
220 ΧΟ. οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ.
ΚΡ. καὶ μὴν ὁ μισθός γ᾽ οὗτος. ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων
ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν.
ΦΥΛΑΞ
ἄναξ, ἐρῶ μὲν οὐχ ὅπως σπουδῆς ὕπο
δύσπνους ἱκάνω κοῦφον ἐξάρας πόδα.
225 πολλὰς γὰρ ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις,
ὁδοῖς κυκλῶν ἐμαυτὸν εἰς ἀναστροφήν·
ψυχὴ γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη,
τάλας, τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις δίκην;
τλήμων, μένεις αὖ; κεἰ τάδ᾽ εἴσεται Κρέων
230 ἄλλου παρ᾽ ἀνδρός, πῶς σὺ δῆτ᾽ οὐκ ἀλγυνῇ;
τοιαῦθ᾽ ἑλίσσων ἤνυτον σχολῇ βραδύς,
χοὕτως ὁδὸς βραχεῖα γίγνεται μακρά.
τέλος γε μέντοι δεῦρ᾽ ἐνίκησεν μολεῖν
σοί· κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ, φράσω δ᾽ ὅμως.
235 τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος,
τὸ μὴ παθεῖν ἂν ἄλλο πλὴν τὸ μόρσιμον.
ΚΡ. τί δ᾽ ἐστὶν ἀνθ᾽ οὗ τήνδ᾽ ἔχεις ἀθυμίαν;
ΦΥ. φράσαι θέλω σοι πρῶτα τἀμαυτοῦ· τὸ γὰρ
πρᾶγμ᾽ οὔτ᾽ ἔδρασ᾽ οὔτ᾽ εἶδον ὅστις ἦν ὁ δρῶν,
240 οὐδ᾽ ἂν δικαίως ἐς κακὸν πέσοιμί τι.
ΚΡ. εὖ γε στιχίζῃ κἀποφάργνυσαι κύκλῳ
τὸ πρᾶγμα. δηλοῖς δ᾽ ὥς τι σημανῶν νέον.
ΦΥ. τὰ δεινὰ γάρ τοι προστίθησ᾽ ὄκνον πολύν.
ΚΡ. οὔκουν ἐρεῖς ποτ᾽, εἶτ᾽ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει;
245 ΦΥ. καὶ δὴ λέγω σοι. τὸν νεκρόν τις ἀρτίως
θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν
κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή.
***
ΧΟΡ. Εσέν᾽ αρέσει, γιε του Μενοικέα,έτσι να κάμεις και για τον εχθρό
και για το φίλο αυτής της χώρας. Είναι
δικαίωμά σου όποιο να βάλεις νόμο
και για νεκρούς και για μας όσοι ζούμε.
ΚΡΕ. Φρουροί να ᾽στε λοιπόν γι᾽ αυτά όσα είπα.
ΧΟΡ. Σ᾽ έναν πιο νέο ανάθεσε το βάρος
του χρέους αυτού. ΚΡΕ. Μα έτοιμοι κιόλας είναι
αυτοί που το νεκρό θα επιτηρούνε.
ΧΟΡ. Τί άλλο λοιπόν έξω απ᾽ αυτό μας θέλεις;
ΚΡΕ. Να μη δειχθείτε επιεικείς αν ίσως
και παραβεί κανείς την προσταγή μου.
ΧΟΡ. Ποιός τόσο είναι τρελός που να θελήσει
220 το θάνατό του; ΚΡΕ. Αυτός θα ᾽ναι ο μιστός του
πραγματικώς· μα η ελπίδα για το κέρδος
πολλές φορές κατάστρεψεν ανθρώπους.
ΦΥΛΑΚΑΣ
Αφέντη, δε θα πω πως απ᾽ τη βια μου
δίχως πνοή ᾽ρθα παίρνοντας τα πόδια
στον ώμο μου, γιατί κοντοστεκόμουν
πολλές φορές στο δρόμο από την έγνοια
που πίσω με κυκλόφερνε να στρέψω,
γιατ᾽ η ψυχή μου τέτοια πολλά λόγια
μου μιλούσε και μὄλεγε: Καημένε,
τί πας εκεί που θα σε βρει άμα φτάσεις
ο παιδεμός; ταλαίπωρε, έτσι ακόμα
θα στέκεσαι; κι αν θα το μάθει απ᾽ άλλον
230 ο Κρέοντας, τί κακό πὄχεις να πάθεις;
τέτοια κλωθογυρίζοντας στο νου μου
μόλις και μετά βίας εμπρός τραβούσα
κι έτσι μακρύς γίνεται ο λίγος δρόμος·
νίκησε μολαταύτα η απόφασή μου
να σου έρθω εδώ· κι αν τίποτα δεν έχω
για να σου πω, μα όμως θενα μιλήσω,
γιατ᾽ ήρθα αγκαλιασμένος την ελπίδα
πως άλλο δε θα πάθω απ᾽ το γραφτό μου.
ΚΡΕ. Και τί ᾽ναι που έτσι ταραγμένο σ᾽ έχει;
ΦΥΛ. Να σου πω θέλω πρώτα όσο για μένα·
γιατί εγώ μήτε το ᾽καμα, μήτε είδα
ποιός ήτανε που το ᾽καμε· ούτε θά ηταν
240 δίκιο να μ᾽ εύρουν τίποτ᾽ αμαρτίες.
ΚΡΕ. Παίρνεις καλά τα μέτρα σου και γύρω
με τέχνη τα χαράκια σου τα στήνεις·
σίγουρα κάτι νέο θά ηρθες να φέρεις.
ΦΥΛ. Γιατί σου φέρνει πάντα πολύ ζόρι
να φανερώσεις το κακό. ΚΡΕ. Λοιπόν,
δε λες ό,τι έχεις και να παίρνεις πόδι;
ΦΥΛ. Σου λέω, νά· το νεκρό έθαψε κάποιος
λίγη πριν ώρα κι έφυγε, αφού πρώτα
του πασπάλισε απάνω στεγνή σκόνη
κι αφού μ᾽ όλα τον άγιασε που πρέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου