Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η παγκόσμια οικονομία μετασχηματίζεται συνεχώς σε μία νέα οικονομία, που είναι ευρύτερα γνωστή ως ψηφιακή οικονομία. Τη χρονική εκείνη περίοδο, ξεκίνησε η αξιοποίηση του Διαδικτύου για εμπορικούς και επιχειρηματικούς σκοπούς και το γεγονός
αυτό αποτελεί την απαρχή της μεταβιομηχανικής εποχής, της εποχής της ψηφιακής τεχνολογίας. Βέβαια, όπως επισημαίνεται και στην ενότητα 1.2, η αποκαλούμενη ως ψηφιακή επανάσταση ήταν ήδη σε εξέλιξη από τη δεκαετία του 1950, ωστόσο τα χαρακτηριστικά της ψηφιακής οικονομίας έγιναν έντονα αισθητά τη δεκαετία του 1990. Τι ακριβώς όμως είναι η ψηφιακή οικονομία;
Από τους ορισμούς που υπάρχουν στη βιβλιογραφία, θα σταθούμε κυρίως σε αυτόν που διατύπωσαν οι Atkinson και McKay, το 2007. Ψηφιακή οικονομία είναι «η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας της πληροφορικής (υλικό, λογισμικό, εφαρμογές) και των τηλεπικοινωνιών και οι επιπτώσεις τους σε όλες
τις πτυχές της οικονομίας». Δεν αναφερόμαστε λοιπόν σε ορισμένα μόνο οικονομικά θέματα, αλλά σε κάθε πλευρά – διάσταση της οικονομίας, σε μικρο και μακρο-οικονομικό επίπεδο: από τις εσωτερικές λειτουργίες οργανισμών (επιχειρήσεων, δημόσιων οργανισμών, μη κερδοσκοπικών), τις
συναλλαγές μεταξύ οργανισμών, τις συναλλαγές μεταξύ καταναλωτών – πολιτών και οργανισμών, μέχρι τις διαρθρωτικές αλλαγές επιχειρηματικών κλάδων και οικονομιών χωρών. Στη συνέχεια του παρόντος συγγράμματος, θα αναφερόμαστε στις τεχνολογίες πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών ως
Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ).
Οι ΤΠΕ δεν είναι μόνο το Διαδίκτυο και οι προσωπικοί υπολογιστές. Περιλαμβάνουν όλα τα τεχνολογικά μέσα (συμπεριλαμβανομένου του λογισμικού) που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση της πληροφορίας και την υλοποίηση της επικοινωνίας και ενσωματώνονται σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό βιομηχανικών και καταναλωτικών προϊόντων. Περίπου το 70% των μικροεπεξεργαστών που κατασκευάζονται παγκοσμίως δεν βρίσκεται στους Η/Υ, όπως θα πίστευε κάποιος, αλλά σε αυτοκίνητα, αεροπλάνα, τηλεοράσεις κτλ.
Ο αγγλικός όρος για τις ΤΠΕ είναι Information and Communications Technologies (ICTs). Ο όρος ICT χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1997 σε μία έκθεση του Dennis Stevenson (προέδρου της επιτροπής, στην οποία είχε ανατεθεί η σχετική εργασία) προς την κυβέρνηση του Ηνωμένου
Βασιλείου με τίτλο «Information and Communications Technology in UK Schools: An Independent Inquiry», ενώ μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν κυρίως ο όρος Τεχνολογία Πληροφορικής (Information Technology). Οι ΤΠΕ συμβάλλουν στις διαδικασίες, τα μεγέθη και τα αποτελέσματα μιας
επιχείρησης με πολλαπλούς τρόπους. Ενδεικτικά αναφέρονται στη συνέχεια ορισμένοι απ’ αυτούς:
Βασιλείου με τίτλο «Information and Communications Technology in UK Schools: An Independent Inquiry», ενώ μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν κυρίως ο όρος Τεχνολογία Πληροφορικής (Information Technology). Οι ΤΠΕ συμβάλλουν στις διαδικασίες, τα μεγέθη και τα αποτελέσματα μιας
επιχείρησης με πολλαπλούς τρόπους. Ενδεικτικά αναφέρονται στη συνέχεια ορισμένοι απ’ αυτούς:
αποδοτικότερη διαχείριση των επιχειρηματικών πόρων
καλύτερη επίβλεψη και αποτελεσματικότερος έλεγχος του συνόλου
των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης
αύξηση της παραγωγικότητας
ανάπτυξη συνεργασίας και βελτίωση επικοινωνίας με προμηθευτές,
δημόσιους οργανισμούς, καταναλωτές, εταιρίες συμβούλων, εταιρίες
που παρέχουν υπηρεσίες υποστήριξης κτλ.
γεωγραφική επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων χωρίς
περιορισμούς και σε εξαιρετικά χαμηλό κόστος
αποτελεσματικότερος συντονισμός των επιμέρους τμημάτων,
λειτουργιών και μονάδων μιας επιχείρησης σε παγκόσμιο επίπεδο
αξιοποίηση νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων, ανάπτυξη καινοτομιών,
σχεδιασμός και υλοποίηση πρωτοπόρων επενδυτικών σχεδίων
επίτευξη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
Ένα σημείο που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι η ψηφιακή οικονομία δεν σχετίζεται μόνο με τα ψηφιακά αγαθά, τα αγαθά δηλαδή που μπορούν να ψηφιοποιηθούν. Είναι σίγουρα μία από τις σημαντικότερες κατηγορίες προϊόντων στην ψηφιακή οικονομία, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και αρκετές διαφορές από τα συμβατικά αγαθά, που αναλύονται στην ενότητα 1.5. Δεν είναι όμως μόνο τα ψηφιακά αγαθά το παραγόμενο προϊόν στην ψηφιακή οικονομία. Δεν αφορά επίσης μόνο τις εικονικές επιχειρήσεις, αυτές δηλαδή που έχουν αποκλειστικά διαδικτυακή παρουσία και όχι φυσική υπόσταση.
Η ψηφιακή οικονομία είναι η οικονομία στην οποία επιδρούν οι ΤΠΕ, άλλοτε πολύ ισχυρά και άλλοτε ασθενέστερα. Ο βαθμός επίδρασης έχει διαβαθμίσεις. Η ψηφιακή οικονομία μπορεί να παρασταθεί με μία πυραμίδα. Στην κορυφή της πυραμίδας, την «αιχμή του δόρατος» όπως ονομάζεται, βρίσκονται οι βιομηχανίες ημιαγωγών, καθώς τα προϊόντα τους αποτελούν τη βάση των Η/Υ και των ηλεκτρονικών εξαρτημάτων υψηλής τεχνολογίας. Στο δεύτερο επίπεδο, ακριβώς κάτω από την κορυφή, βρίσκονται οι κλάδοι των Η/Υ και τηλεπικοινωνιών (κατασκευή και παροχή υπηρεσιών). Το επίπεδο αυτό ονομάζεται «πυρήνας», γιατί περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις που έχουν ως αντικείμενο εργασιών τις ΤΠΕ. Στο τρίτο επίπεδο, που είναι το «κύριο σώμα» της ψηφιακής οικονομίας, ανήκουν οι επιχειρήσεις βιομηχανικής παραγωγής και υπηρεσιών που βασίζονται εξ’ ολοκλήρου ή σε πολύ μεγάλο βαθμό στις ΤΠΕ. Η αυτοκινητοβιομηχανία και το ηλεκτρονικό εμπόριο, για παράδειγμα, είναι κλάδοι που βασίζονται στη χρήση των ΤΠΕ. Τέλος, το τέταρτο επίπεδο στη βάση της πυραμίδας περιλαμβάνει όλους τους άλλους βιομηχανικούς κλάδους και κλάδους παροχής υπηρεσιών, που είτε δεν έχουν σχέση με τις ΤΠΕ είτε τις χρησιμοποιούν σε μικρότερο (απ’ ότι προηγουμένως) βαθμό. Εδώ συμπεριλαμβάνονται και αρκετοί κλάδοι του πρωτογενούς τομέα. Επειδή στην εποχή μας ακόμη και αυτοί οι κλάδοι χρησιμοποιούν σε κάποιο βαθμό τις ΤΠΕ, εντάσσονται στην πυραμίδα της ψηφιακής οικονομίας (σε ορισμένες χώρες αυτός ο βαθμός είναι αρκετά υψηλός). Το τέταρτο επίπεδο έχει την
ονομασία «περιφέρεια», που αποτυπώνει με ακρίβεια το είδος της σχέσης των επιχειρήσεων αυτών με τις ΤΠΕ.
1.2 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η εμφάνιση των ψηφιακών προϊόντων και τεχνολογιών και η σταδιακή αντικατάσταση των αναλογικών αντιστοίχων τους αποτελεί ουσιαστικά την Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση (γνωστή και ως ψηφιακή επανάσταση). Στη συνέχεια, γίνεται μία μικρή αναφορά στις δύο βιομηχανικές επαναστάσεις που προηγήθηκαν χρονολογικά. Καταρχάς, με τον όρο «βιομηχανική επανάσταση» εννοείται η σταδιακά αυξανόμενη χρήση των μηχανών ως μέσο παραγωγής των αγαθών. Ο όρος επινοήθηκε ή τουλάχιστον έγινε ευρύτερα γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο από τον Βρετανό ιστορικό Arnold Toynbee. Στη Γερμανία είχε χρησιμοποιηθεί νωρίτερα από τον Γερμανό φιλόσοφο και συγγραφέα Friedrich Engels, πατέρα της μαρξιστικής θεωρίας μαζί με τον Karl Marx. Η Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση έλαβε χώρα το χρονικό διάστημα από το 1760 έως το 1850. Ξεκίνησε από τη Μεγάλη Βρετανία και εξαπλώθηκε στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Ως αφετηρία της θεωρείται η κατασκευή του πρώτου εργοστασίου στον κόσμο στην περιοχή Lancashire της βορειοδυτικής Αγγλίας.
ονομασία «περιφέρεια», που αποτυπώνει με ακρίβεια το είδος της σχέσης των επιχειρήσεων αυτών με τις ΤΠΕ.
1.2 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η εμφάνιση των ψηφιακών προϊόντων και τεχνολογιών και η σταδιακή αντικατάσταση των αναλογικών αντιστοίχων τους αποτελεί ουσιαστικά την Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση (γνωστή και ως ψηφιακή επανάσταση). Στη συνέχεια, γίνεται μία μικρή αναφορά στις δύο βιομηχανικές επαναστάσεις που προηγήθηκαν χρονολογικά. Καταρχάς, με τον όρο «βιομηχανική επανάσταση» εννοείται η σταδιακά αυξανόμενη χρήση των μηχανών ως μέσο παραγωγής των αγαθών. Ο όρος επινοήθηκε ή τουλάχιστον έγινε ευρύτερα γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο από τον Βρετανό ιστορικό Arnold Toynbee. Στη Γερμανία είχε χρησιμοποιηθεί νωρίτερα από τον Γερμανό φιλόσοφο και συγγραφέα Friedrich Engels, πατέρα της μαρξιστικής θεωρίας μαζί με τον Karl Marx. Η Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση έλαβε χώρα το χρονικό διάστημα από το 1760 έως το 1850. Ξεκίνησε από τη Μεγάλη Βρετανία και εξαπλώθηκε στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Ως αφετηρία της θεωρείται η κατασκευή του πρώτου εργοστασίου στον κόσμο στην περιοχή Lancashire της βορειοδυτικής Αγγλίας.
Η μηχανή που αποτέλεσε το κύριο προωθητικό μέσο για την εξέλιξη της Πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης ήταν η ατμομηχανή, η λειτουργία της οποίας βελτιώθηκε σημαντικά από τον James Watt, το 1776. Η συγκεκριμένη μηχανή έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς παραγωγικούς κλάδους να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά και αποδοτικά, όπως για παράδειγμα, στη βαμβακοβιομηχανία και στην κλωστοϋφαντουργία. Ενώ μέχρι τότε οι εισαγωγές της Ευρώπης από ανατολικές χώρες (π.χ. Ινδία) ήταν πολλαπλάσιες των εξαγωγών της, η Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση βοήθησε σημαντικά
το εξαγωγικό εμπόριο πολλών ευρωπαϊκών χωρών, καθώς πλέον και μαζική παραγωγή υπήρχε αλλά και βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. Εκτός από τους παραδοσιακούς παραγωγικούς κλάδους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, μεγάλη ανάπτυξη γνώρισαν κλάδοι όπως η
εξόρυξη άνθρακα, η σιδηρουργία και οι μεταφορές, ιδιαίτερα μέσω της κατασκευής σιδηροδρομικών δικτύων και της χρήσης ατμόπλοιων. Η Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την ανάπτυξη και την εφαρμογή σημαντικών τεχνολογικών επιτευγμάτων, αλλά και από την
πραγματοποίηση καταλυτικών αλλαγών στην εκτέλεση της εργασίας, τις διαδικασίες της παραγωγής και τη λειτουργία της οικονομίας γενικότερα.
Η Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση διήρκεσε από το 1850 έως το 1950, σε συνέχεια της Πρώτης, παρότι δεν συνέβη κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που να διαχωρίζει τις δύο αυτές περιόδους. Τα κύρια χαρακτηριστικά της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι η χρήση νέων μορφών
ενέργειας (ηλεκτρισμός, πετρέλαιο) και η ανάπτυξη του μάνατζμεντ ως επιστημονικό εργαλείο για τη διοίκηση των εργοστασίων. Η ανακάλυψη του ηλεκτρισμού ήταν αναμφισβήτητα ο καταλύτης των εξελίξεων που έλαβαν χώρα στην περίοδο αυτή. Ήδη από το 1800 ο Ιταλός φυσικός Alessandro
Volta είχε εφεύρει την ηλεκτρική μπαταρία. Μία από τις σπουδαιότερες τεχνολογικές καινοτομίες της εποχής ήταν η εφεύρεση του ηλεκτρικού λαμπτήρα το 1879 από τον Thomas Edison, ο οποίος στη συνέχεια ίδρυσε την Edison Illuminating Company, την εταιρία που το 1882 παρείχε για πρώτη
φορά ηλεκτρικό ρεύμα για τον φωτισμό μέρους της Νέας Υόρκης.
το εξαγωγικό εμπόριο πολλών ευρωπαϊκών χωρών, καθώς πλέον και μαζική παραγωγή υπήρχε αλλά και βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. Εκτός από τους παραδοσιακούς παραγωγικούς κλάδους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, μεγάλη ανάπτυξη γνώρισαν κλάδοι όπως η
εξόρυξη άνθρακα, η σιδηρουργία και οι μεταφορές, ιδιαίτερα μέσω της κατασκευής σιδηροδρομικών δικτύων και της χρήσης ατμόπλοιων. Η Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την ανάπτυξη και την εφαρμογή σημαντικών τεχνολογικών επιτευγμάτων, αλλά και από την
πραγματοποίηση καταλυτικών αλλαγών στην εκτέλεση της εργασίας, τις διαδικασίες της παραγωγής και τη λειτουργία της οικονομίας γενικότερα.
Η Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση διήρκεσε από το 1850 έως το 1950, σε συνέχεια της Πρώτης, παρότι δεν συνέβη κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που να διαχωρίζει τις δύο αυτές περιόδους. Τα κύρια χαρακτηριστικά της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι η χρήση νέων μορφών
ενέργειας (ηλεκτρισμός, πετρέλαιο) και η ανάπτυξη του μάνατζμεντ ως επιστημονικό εργαλείο για τη διοίκηση των εργοστασίων. Η ανακάλυψη του ηλεκτρισμού ήταν αναμφισβήτητα ο καταλύτης των εξελίξεων που έλαβαν χώρα στην περίοδο αυτή. Ήδη από το 1800 ο Ιταλός φυσικός Alessandro
Volta είχε εφεύρει την ηλεκτρική μπαταρία. Μία από τις σπουδαιότερες τεχνολογικές καινοτομίες της εποχής ήταν η εφεύρεση του ηλεκτρικού λαμπτήρα το 1879 από τον Thomas Edison, ο οποίος στη συνέχεια ίδρυσε την Edison Illuminating Company, την εταιρία που το 1882 παρείχε για πρώτη
φορά ηλεκτρικό ρεύμα για τον φωτισμό μέρους της Νέας Υόρκης.
Η ατμομηχανή, ο θεμέλιος λίθος της Πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης, αντικαταστάθηκε από τις ηλεκτρικές μηχανές και τις μηχανές εσωτερικής καύσης. Η βασική πρώτη ύλη της βιομηχανίας δεν ήταν πλέον ο σίδηρος, αλλά ο χάλυβας. Η χημική βιομηχανία είναι ένας από τους κλάδους που γνώρισαν τεράστια ανάπτυξη (π.χ. παραγωγή και διύλιση πετρελαίου), όπως και οι τηλεπικοινωνίες λόγω του τηλεγράφου και του τηλεφώνου. Η μαζική παραγωγή προϊόντων χρησιμοποιώντας γραμμές παραγωγής εξελίχθηκε σταδιακά στο κυριότερο σύστημα παραγωγής κατά τη Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση. Η αυτοκινητοβιομηχανία, ένας νέος βιομηχανικός κλάδος με εξαιρετική προοπτική από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του, υιοθέτησε το εν λόγω σύστημα. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να μειωθεί σημαντικά το μοναδιαίο κόστος παραγωγής του αυτοκινήτου. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε για πρώτη φορά κατά την παραγωγή του γνωστού Model T από την Ford Motor Company.
Η παραγωγή ξεκίνησε το 1908 και πέντε χρόνια αργότερα ο ιδρυτής της εταιρίας Henry Ford εισήγαγε τις κινούμενες ταινίες συναρμολόγησης (γραμμές παραγωγής) στα εργοστάσιά του: κάθε εργάτης εκτελούσε μία συγκεκριμένη εργασία κατά μήκος της γραμμής παραγωγής έως ότου ολοκληρωνόταν η παραγωγή της προγραμματισμένης παρτίδας προϊόντων. Το κόστος παραγωγής μειώθηκε δραστικά, κατά συνέπεια και η τιμή του προϊόντος, με αποτέλεσμα τα μισά από τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν στην Αμερική το 1918 να είναι Model T. Φυσικά, στην ιστορία έχει περάσει πλέον η φράση του Henry Ford ότι «ο πελάτης μπορεί να έχει ό,τι χρώμα αυτοκινήτου θέλει, αρκεί αυτό να
είναι μαύρο», που καταδεικνύει την επιβολή της πλήρους ομοιομορφίας των προϊόντων στους καταναλωτές. Εκτός από τα προϊόντα και τις παραγωγικές διαδικασίες τους, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στον τρόπο διοίκησης των εργαζομένων και στην αύξηση της παραγωγικότητάς τους. Μία σημαντική
θεωρητική προσέγγιση μάνατζμεντ που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα είναι η λεγόμενη «επιστημονική διοίκηση». Εκφραστής της ήταν κυρίως ο Frederick Taylor που πρότεινε τη βάση της επιστημονικής διοίκησης: «μία εργασία πρέπει να αναλυθεί για να υπολογιστεί πόσο χρόνο χρειάζεται και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να εκτελεστεί». Ο Taylor καθιέρωσε, επίσης, το σύστημα της αμοιβής με το κομμάτι, σύμφωνα με το οποίο η αμοιβή του εργαζόμενου εξαρτάται από τις ικανότητές του και τη διάθεση με την οποία εκτελεί την εργασία που του έχει ανατεθεί. Γενικά, κατά τη
Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση δημιουργήθηκαν διάφορες σχολές μάνατζμεντ (π.χ. κλασική σχολή, σχολή της συμπεριφοράς των εργαζομένων) που ασχολήθηκαν με την επιστημονική μελέτη των
προβλημάτων, τόσο των επιχειρήσεων όσο και των εργαζομένων τους.
είναι μαύρο», που καταδεικνύει την επιβολή της πλήρους ομοιομορφίας των προϊόντων στους καταναλωτές. Εκτός από τα προϊόντα και τις παραγωγικές διαδικασίες τους, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στον τρόπο διοίκησης των εργαζομένων και στην αύξηση της παραγωγικότητάς τους. Μία σημαντική
θεωρητική προσέγγιση μάνατζμεντ που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα είναι η λεγόμενη «επιστημονική διοίκηση». Εκφραστής της ήταν κυρίως ο Frederick Taylor που πρότεινε τη βάση της επιστημονικής διοίκησης: «μία εργασία πρέπει να αναλυθεί για να υπολογιστεί πόσο χρόνο χρειάζεται και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να εκτελεστεί». Ο Taylor καθιέρωσε, επίσης, το σύστημα της αμοιβής με το κομμάτι, σύμφωνα με το οποίο η αμοιβή του εργαζόμενου εξαρτάται από τις ικανότητές του και τη διάθεση με την οποία εκτελεί την εργασία που του έχει ανατεθεί. Γενικά, κατά τη
Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση δημιουργήθηκαν διάφορες σχολές μάνατζμεντ (π.χ. κλασική σχολή, σχολή της συμπεριφοράς των εργαζομένων) που ασχολήθηκαν με την επιστημονική μελέτη των
προβλημάτων, τόσο των επιχειρήσεων όσο και των εργαζομένων τους.
Η Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση ξεκινάει με την εμφάνιση των ηλεκτρονικών υπολογιστών το 1950 (κατά προσέγγιση, έτσι ώστε να αποτελεί συνέχεια της Δεύτερης) και φυσικά βρίσκεται σε εξέλιξη. Ο πρώτος ηλεκτρονικός επαναπρογραμματιζόμενος υπολογιστής γενικής χρήσης με την ονομασία ENIAC (Electronic Numerical Integrator And Computer) κατασκευάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania με χρηματοδότηση από το στρατό των Η.Π.Α., έχοντας ως αρχικό σκοπό την ακριβή καταγραφή της τροχιάς των βλημάτων διαφόρων όπλων από το Εργαστήριο Βαλλιστικής Έρευνας του στρατού των Η.Π.Α. (παρουσιάστηκε δημόσια στις 14 Φεβρουαρίου του 1946). Η εφεύρεση που έδωσε ώθηση στην εξέλιξη της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι αυτή του τρανζίστορ το 1947, καθώς επέτρεψε την παραγωγή μικρότερων και ταχύτερων Η/Υ. Το 1956 κατασκευάστηκε στο Massachusetts Institute of Technology ο πρώτος Η/Υ με τρανζίστορ, έχοντας την ονομασία TX-0 (Transistorized eXperimental computer ZERO). Η μαζική παραγωγή ολοκληρωμένων κυκλωμάτων αποτέλεσε την αφετηρία για την κατασκευή της τρίτης γενιάς Η/Υ (μετά δηλαδή τους υπολογιστές που λειτουργούσαν με λυχνίες και αποτέλεσαν την πρώτη γενιά και τους υπολογιστές με τρανζίστορ που ήταν η δεύτερη γενιά) στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το 1968 ιδρύθηκε η Intel (Integrated Electronics Corporation), μία από τις σημαντικότερες εταιρίες παραγωγής ολοκληρωμένων κυκλωμάτων στον κόσμο, από τους Gordon Moore και Robert Noyce. Με τη χρήση των Η/Υ τρίτης γενιάς άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι το hardware μόνο του δεν ήταν αρκετό, έπρεπε παράλληλα να αναπτυχθεί και το κατάλληλο software. Ο
λόγος αυτός οδήγησε στη σταδιακή δημιουργία μεγάλων εταιριών ανάπτυξης λογισμικού. Η τέταρτη γενιά Η/Υ εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 με την κατασκευή των μικροεπεξεργαστών: όλες ή οι περισσότερες λειτουργίες της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας (CPU) ενός υπολογιστή
εκτελούνταν σε ένα ενιαίο ολοκληρωμένο κύκλωμα. Ο πρώτος μικροεπεξεργαστής, ο Intel 4004, ήταν διαθέσιμος στην αγορά το 1971.
Τα επόμενα χρόνια, η αύξηση της υπολογιστικής ισχύος ήταν ραγδαία. Ήδη από το 1965 ο Gordon Moore, που αναφέρθηκε προηγουμένως, είχε παρατηρήσει ότι ο αριθμός των ηλεκτρονικών στοιχείων στα ολοκληρωμένα κυκλώματα διπλασιαζόταν κάθε χρόνο και προέβλεψε ότι η τάση αυτή θα συνεχιζόταν τουλάχιστον για τα επόμενα δέκα χρόνια. Λίγο αργότερα διατυπώθηκε και ο περίφημος νόμος του Moore, σύμφωνα με τον οποίο, ο διπλασιασμός του αριθμού των τρανζίστορ ενός μικροεπεξεργαστή επιτυγχάνεται περίπου κάθε δύο χρόνια. Η περίοδος αυτή αναφέρεται συχνά και ως «18 μήνες», αφού ο David House, στέλεχος της Intel, προέβλεψε ότι τόσο χρονικό διάστημα χρειαζόταν για το διπλασιασμό της απόδοσης ενός μικροεπεξεργαστή, ως αποτέλεσμα της αύξησης του αριθμού και της ταχύτητας των τρανζίστορ που περιλαμβάνονταν σ’ αυτόν. Είναι γεγονός ότι ο νόμος του Moore επαληθεύτηκε για αρκετές δεκαετίες στο χώρο της βιομηχανίας hardware. Τη δεκαετία του 1970 εμφανίστηκαν οι πρώτοι προσωπικοί υπολογιστές (PCs).
Το πρώτο PC με γραφική διεπαφή το 1973: ήταν το μηχάνημα που αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για τον Macintosh της Apple και το λειτουργικό σύστημα Windows της Microsoft. Η έκρηξη στην αγορά των PCs συνέβη μετά το 1975 και οφείλεται στη χρησιμοποίηση του μικροεπεξεργαστή.
Ενώ μέχρι τότε οι Η/Υ προορίζονταν μόνο για επιχειρηματική ή επιστημονική χρήση, σε λίγα χρόνια εξελίχθηκαν σε ένα αρκετά φθηνό είδος προϊόντων προσιτό στα νοικοκυριά. Στην αγορά την εποχή εκείνη κυριαρχεί η IBM (International Business Machines), μία εταιρία με συνεχή παρουσία στην τεχνολογία της πληροφορικής από τα τέλη του 19ου αιώνα. Τα πρώτα της βήματα όμως κάνει και μία άλλη μεγάλη εταιρία στο χώρο των PCs, η Apple, μέσω της κατασκευής του Apple I, το 1976. Ο
υπολογιστής σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε από τον Steve Wozniak, ενώ η ιδέα της πώλησής του ήταν προϊόν έμπνευσης ενός φίλου του Wozniak, του Steve Jobs, μία από τις μετέπειτα ηγετικές μορφές της βιομηχανίας της πληροφορικής. Τη δεκαετία του 1980, ιδιαίτερα δημοφιλείς ήταν οι Η/Υ που
προορίζονταν για χρήση στο σπίτι (home computers). Κόστιζαν πολύ λιγότερο απ’ ότι οι Η/Υ για τις επιχειρήσεις και συνήθως διέθεταν καλές κάρτες γραφικών και ήχου, αφού χρησιμοποιούνταν κυρίως για παιχνίδια. Ορισμένα από τα μοντέλα home computers που σημείωσαν επιτυχία στην
αγορά ήταν τα εξής: ZX Spectrum, Commodore 64, Atari 800XL και Amstrad 6128.
Σταδιακά, ο διαχωρισμός σε personal, home και business computers έπαψε να υφίσταται, καθώς οι Η/Υ είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά και τις ίδιες δυνατότητες είτε προορίζονταν για τις επιχειρήσεις είτε για τους καταναλωτές. Αυτό οφείλεται και στην επιτυχία του προσωπικού υπολογιστή της IBM (IBM PC) και στις δύο αγορές, που οδήγησε στη συνέχεια πολλές εταιρίες στην παραγωγή των λεγόμενων συμβατών (με την IBM) Η/Υ. Ένα ακόμη σημαντικό γεγονός της δεκαετίας του ’80 ήταν η παρουσίαση από την Apple του πρώτου Η/Υ με γραφικό περιβάλλον επεξεργασίας και δυνατότητα χειρισμού μέσω ποντικιού, του Macintosh , το 1984. Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία της Intel στους επεξεργαστές και της Microsoft στα λειτουργικά συστήματα. Το 1993 η Intel κατασκεύασε τον πρώτο επεξεργαστή της σειράς Pentium, ενώ αντίστοιχα το 1995 η Microsoft ανέπτυξε τα Windows 95, το πρώτο λειτουργικό που βασιζόταν στο MS-DOS, αλλά διέθετε γραφικό περιβάλλον επεξεργασίας. Δύο ακόμη λειτουργικά συστήματα που είχαν μεγάλη απήχηση τόσο σε ιδιώτες όσο και σε επιχειρήσεις ήταν το Mac OS της Apple και το ανοικτού κώδικα Linux. Τα επόμενα χρόνια οι εξελίξεις συνεχίστηκαν (και συνεχίζονται) με γεωμετρική πρόοδο.
Η υπολογιστική ισχύς πολλαπλασιάστηκε, τα λειτουργικά συστήματα εξελίχθηκαν, νέα προγράμματα λογισμικού αναπτύχθηκαν βρίσκοντας εφαρμογή σε νέους επιχειρηματικούς χώρους, ενώ και νέα είδη Η/Υ έκαναν την εμφάνισή τους (π.χ. notebooks, netbooks, tablets,ultrabooks).
Μία από τις σημαντικότερες τεχνολογίες της ψηφιακής επανάστασης είναι και αυτή των κινητών τηλεφώνων, μέσω των οποίων εκτελούνται πλέον πολλές από τις εργασίες που γίνονται σε
ένα σύγχρονο Η/Υ. Το κινητό τηλέφωνο εφευρέθηκε το 1973 από τον Martin Cooper, στέλεχος της εταιρίας Motorola.
Έκτοτε, ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε κορυφαίες κατασκευάστριες εταιρίες, όπως η Samsung, η Nokia και η Apple, οδήγησε στη μαζική παραγωγή των λεγόμενων έξυπνων κινητών που μπορούν να ικανοποιήσουν πολύ περισσότερες ανάγκες των χρηστών πέρα απ’ αυτήν της επικοινωνίας.
Οι τεχνολογίες που έχουν συμβάλλει στην μέχρι τώρα εξέλιξη της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι πάρα πολλές και η απαρίθμησή τους ξεφεύγει από το σκοπό του παρόντος συγγράμματος. Το γεγονός πάντως που αποτέλεσε σταθμό στην Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση είναι η
δημοσιοποίηση του Διαδικτύου, το 1991 και η έναρξη της αξιοποίησής του γι’ άλλους, πέραν των στρατιωτικών, σκοπούς. Το Διαδίκτυο άλλαξε αμέτρητα πράγματα, όπως τον τρόπο πρόσβασης και απόκτησης πληροφοριών και γνώσεων, την καθημερινότητα των πολιτών, τη λειτουργία
των επιχειρήσεων, το εμπόριο, τις συναλλαγές με το κράτος, τις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Δεν είναι απλά μία νέα τεχνολογία, είναι ο πυλώνας της νέας οικονομίας, που γι’ αυτό εξάλλου ονομάζεται οικονομία του Διαδικτύου.
Η διάρκεια της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον να προβλεφθεί. Θα είναι περίπου 100 χρόνια, όπως κάθε μία από τις προηγούμενες δύο βιομηχανικές επαναστάσεις; Και φυσικά, ένα ακόμη πιο σημαντικό ερώτημα είναι το ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά της
επόμενης τεχνολογικής επανάστασης. Λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις της σημερινής εποχής, θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και η διαφαινόμενη παγκόσμια ενεργειακή κρίση, λόγω του επερχόμενου τέλους στην εποχή του πετρελαίου, θα παίξουν σημαντικό ρόλο στις μελλοντικές εφευρέσεις και τεχνολογικά επιτεύγματα. Είναι επίσης πιθανό οι Η/Υ να έχουν αντικατασταθεί από τους κβαντικούς υπολογιστές, που χρησιμοποιούν κβαντομηχανικές ιδιότητες για την επεξεργασία των δεδομένων11 και τους μοριακούς υπολογιστές (υπολογιστές DNA), που χρησιμοποιούν αντίστοιχα
βιοχημικές αντιδράσεις μορίων DNA12. Ένας κλάδος που αναμένεται να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο τις επόμενες δεκαετίες είναι και η βιοτεχνολογία, η χρησιμοποίηση δηλαδή βιολογικών συστημάτων και διεργασιών στην παραγωγή ή τροποποίηση διαφόρων προϊόντων (τρόφιμα, φαρμακευτικά προϊόντα κτλ.). Εκτός από τα ερωτήματα για τη διάρκεια και τα χαρακτηριστικά της επόμενης επανάστασης, ένα ακόμη ερώτημα που γεννιέται αφορά στο είδος της. Θα είναι άραγε μία βιομηχανική επανάσταση;
Μία από τις σημαντικότερες τεχνολογίες της ψηφιακής επανάστασης είναι και αυτή των κινητών τηλεφώνων, μέσω των οποίων εκτελούνται πλέον πολλές από τις εργασίες που γίνονται σε
ένα σύγχρονο Η/Υ. Το κινητό τηλέφωνο εφευρέθηκε το 1973 από τον Martin Cooper, στέλεχος της εταιρίας Motorola.
Έκτοτε, ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε κορυφαίες κατασκευάστριες εταιρίες, όπως η Samsung, η Nokia και η Apple, οδήγησε στη μαζική παραγωγή των λεγόμενων έξυπνων κινητών που μπορούν να ικανοποιήσουν πολύ περισσότερες ανάγκες των χρηστών πέρα απ’ αυτήν της επικοινωνίας.
Οι τεχνολογίες που έχουν συμβάλλει στην μέχρι τώρα εξέλιξη της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι πάρα πολλές και η απαρίθμησή τους ξεφεύγει από το σκοπό του παρόντος συγγράμματος. Το γεγονός πάντως που αποτέλεσε σταθμό στην Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση είναι η
δημοσιοποίηση του Διαδικτύου, το 1991 και η έναρξη της αξιοποίησής του γι’ άλλους, πέραν των στρατιωτικών, σκοπούς. Το Διαδίκτυο άλλαξε αμέτρητα πράγματα, όπως τον τρόπο πρόσβασης και απόκτησης πληροφοριών και γνώσεων, την καθημερινότητα των πολιτών, τη λειτουργία
των επιχειρήσεων, το εμπόριο, τις συναλλαγές με το κράτος, τις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Δεν είναι απλά μία νέα τεχνολογία, είναι ο πυλώνας της νέας οικονομίας, που γι’ αυτό εξάλλου ονομάζεται οικονομία του Διαδικτύου.
Η διάρκεια της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον να προβλεφθεί. Θα είναι περίπου 100 χρόνια, όπως κάθε μία από τις προηγούμενες δύο βιομηχανικές επαναστάσεις; Και φυσικά, ένα ακόμη πιο σημαντικό ερώτημα είναι το ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά της
επόμενης τεχνολογικής επανάστασης. Λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις της σημερινής εποχής, θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και η διαφαινόμενη παγκόσμια ενεργειακή κρίση, λόγω του επερχόμενου τέλους στην εποχή του πετρελαίου, θα παίξουν σημαντικό ρόλο στις μελλοντικές εφευρέσεις και τεχνολογικά επιτεύγματα. Είναι επίσης πιθανό οι Η/Υ να έχουν αντικατασταθεί από τους κβαντικούς υπολογιστές, που χρησιμοποιούν κβαντομηχανικές ιδιότητες για την επεξεργασία των δεδομένων11 και τους μοριακούς υπολογιστές (υπολογιστές DNA), που χρησιμοποιούν αντίστοιχα
βιοχημικές αντιδράσεις μορίων DNA12. Ένας κλάδος που αναμένεται να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο τις επόμενες δεκαετίες είναι και η βιοτεχνολογία, η χρησιμοποίηση δηλαδή βιολογικών συστημάτων και διεργασιών στην παραγωγή ή τροποποίηση διαφόρων προϊόντων (τρόφιμα, φαρμακευτικά προϊόντα κτλ.). Εκτός από τα ερωτήματα για τη διάρκεια και τα χαρακτηριστικά της επόμενης επανάστασης, ένα ακόμη ερώτημα που γεννιέται αφορά στο είδος της. Θα είναι άραγε μία βιομηχανική επανάσταση;
Το πιθανότερο είναι πως όχι. Ενώ μέχρι την εμφάνιση του Διαδικτύου οι βιομηχανικοί κλάδοι είχαν γενικά υψηλότερη σημαντικότητα αλλά και οικονομική αξία σε σχέση με τους κλάδους παροχής υπηρεσιών, στην ψηφιακή οικονομία οι υπηρεσίες φαίνεται να κυριαρχούν έναντι των
προϊόντων. Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και τις επόμενες δεκαετίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η βιομηχανική παραγωγή θα μειωθεί ως απόλυτο μέγεθος, αλλά ότι στις πλούσιες χώρες το εισόδημα που θα δημιουργείται από την παροχή υπηρεσιών θα είναι μεγαλύτερο, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το
εισόδημα που θα προκύπτει από τη βιομηχανική παραγωγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου