ΘΗ. εἶἑν· σὲ τὸν θάσσοντα δυστήνους ἕδρας
1215 αὐδῶ φίλοισιν ὄμμα δεικνύναι τὸ σόν.
οὐδεὶς σκότος γὰρ ὧδ᾽ ἔχει μέλαν νέφος
ὅστις κακῶν σῶν συμφορὰν κρύψειεν ἄν.
τί μοι προσείων χεῖρα σημαίνεις φόβον;
ὡς μὴ μύσος με σῶν βάληι προσφθεγμάτων;
1220 οὐδὲν μέλει μοι σύν γε σοὶ πράσσειν κακῶς·
καὶ γάρ ποτ᾽ εὐτύχησ᾽. ἐκεῖσ᾽ ἀνοιστέον
ὅτ᾽ ἐξέσωσάς μ᾽ ἐς φάος νεκρῶν πάρα.
χάριν δὲ γηράσκουσαν ἐχθαίρω φίλων
καὶ τῶν καλῶν μὲν ὅστις ἀπολαύειν θέλει,
1225 συμπλεῖν δὲ τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσιν οὔ.
ἀνίστασ᾽, ἐκκάλυψον ἄθλιον κάρα,
βλέψον πρὸς ἡμᾶς. ὅστις εὐγενὴς βροτῶν
φέρει †τὰ τῶν θεῶν γε† πτώματ᾽ οὐδ᾽ ἀναίνεται.
ΗΡ. Θησεῦ, δέδορκας τόνδ᾽ ἀγῶν᾽ ἐμῶν τέκνων;
1230 ΘΗ. ἤκουσα καὶ βλέποντι σημαίνεις κακά.
ΗΡ. τί δῆτά μου κρᾶτ᾽ ἀνεκάλυψας ἡλίωι;
ΘΗ. τί δ᾽; οὐ μιαίνεις θνητὸς ὢν τὰ τῶν θεῶν.
ΗΡ. φεῦγ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽, ἀνόσιον μίασμ᾽ ἐμόν.
ΘΗ. οὐδεὶς ἀλάστωρ τοῖς φίλοις ἐκ τῶν φίλων.
1235 ΗΡ. ἐπήινεσ᾽· εὖ δράσας δέ σ᾽ οὐκ ἀναίνομαι.
ΘΗ. ἐγὼ δὲ πάσχων εὖ τότ᾽ οἰκτίρω σε νῦν.
ΗΡ. οἰκτρὸς γάρ εἰμι τἄμ᾽ ἀποκτείνας τέκνα;
ΘΗ. κλαίω χάριν σὴν ἐφ᾽ ἑτέραισι συμφοραῖς.
ΗΡ. ηὗρες δέ γ᾽ ἄλλους ἐν κακοῖσι μείζοσιν;
1240 ΘΗ. ἅπτηι κάτωθεν οὐρανοῦ δυσπραξίαι.
ΗΡ. τοιγὰρ παρεσκευάσμεθ᾽ ὥστε κατθανεῖν.
ΘΗ. δοκεῖς ἀπειλῶν σῶν μέλειν τι δαίμοσιν;
ΗΡ. αὔθαδες ὁ θεός, πρὸς δὲ τοὺς θεοὺς ἐγώ.
ΘΗ. ἴσχε στόμ᾽, ὡς μὴ μέγα λέγων μεῖζον πάθηις.
1245 ΗΡ. γέμω κακῶν δὴ κοὐκέτ᾽ ἔσθ᾽ ὅπηι τεθῆι.
ΘΗ. δράσεις δὲ δὴ τί; ποῖ φέρηι θυμούμενος;
ΗΡ. θανών, ὅθενπερ ἦλθον, εἶμι γῆς ὕπο.
ΘΗ. εἴρηκας ἐπιτυχόντος ἀνθρώπου λόγους.
ΗΡ. σὺ δ᾽ ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς.
1250 ΘΗ. ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε;
ΗΡ. οὔκουν τοσαῦτά γ᾽· ἐν μέτρωι μοχθητέον.
ΘΗ. εὐεργέτης βροτοῖσι καὶ μέγας φίλος;
ΗΡ. οἱ δ᾽ οὐδὲν ὠφελοῦσί μ᾽, ἀλλ᾽ Ἥρα κρατεῖ.
ΘΗ. οὐκ ἄν ‹σ᾽› ἀνάσχοιθ᾽ Ἑλλὰς ἀμαθίαι θανεῖν.
***
ΘΗΣ. Σένα μιλώ, που κάθεσαι δυστυχισμένος,
και λέω την όψη σου στους φίλους σου να δείξεις,
γιατί κανένα σκότος δεν έχει έτσι μαύρο
σύννεφο, που τις συμφορές σου να τις κρύψει.
Τί δείχνεις μου τους φόνους σου σειώντας το χέρι;
δεν θες των λόγων σου να με προσβάλ᾽ η φρίκη;
1220 Μαζί σου δεν με νοιάζει εμέ να κακοπάθω
γιατί ᾽βρα κάποτε καλό από σε· θυμούμαι
όταν συ μ᾽ έφερες στο φως από τον Άδη.
Και μισώ την ευγνωμοσύνη που γηράζει,
και τόν που θέλει τα καλά ν᾽ απολαβαίνει
μα με τους φίλους να μην πλέει στη δυστυχιά τους.
Σήκω, ξεσκέπασε την άθλια κεφαλή σου,
δες μας! Ευγενικός άνθρωπος όποιος είναι
δέχεται τους νεκρούς των θεών και δεν αρνιέται.
ΗΡΑ. Κοιτάς το πάθημα, ω Θησέα, εδώ των παιδιών μου;
1230 ΘΗΣ. Το ᾽μαθα· και κακά μού λέγεις που τα βλέπω.
ΗΡΑ. Τί με ξεσκέπασες λοιπόν στο φως του ηλίου;
ΘΗΣ. Γιατί; τους θεούς εσύ άνθρωπος δεν τους μιαίνεις.
ΗΡΑ. Φεύγε, ω ταλαίπωρε, το ανόσιο μίασμά μου.
ΘΗΣ. Κανείς με την αγάπη τους φίλους δεν βλάπτει.
ΗΡΑ. Σωστά· πως σου έκαμα καλό εγώ δεν τ᾽ αρνιέμαι.
ΘΗΣ. Τότε ευεργετημένος, τώρα σε λυπάμαι.
ΗΡΑ. Να με κλαιν είμαι, τι σκότωσα τα παιδιά μου.
ΘΗΣ. Κλαίω για την τύχη σου, που σου έφερε άλλες λύπες.
ΗΡΑ. Άλλους σε μεγαλύτερες δυστυχιές βρήκες;
1240 ΘΗΣ. Γγίζεις τον ουρανό με την κακοτυχιά σου.
ΗΡΑ. Ώστε δεν μου μένει πια παρά ν᾽ αποθάνω.
ΘΗΣ. Θαρρείς για τις φοβέρες σου τους θεούς τους μέλει;
ΗΡΑ. Αυθάδεις είναι οι θεοί κι εγώ ειμαι προς εκείνους.
ΘΗΣ. Κράτα το στόμα σου, μην πιο μεγάλα πάθεις.
ΗΡΑ. Είμαι κακά γεμάτος· δεν μου χωρούν άλλα.
ΘΗΣ. Ε! τί θα κάμεις; πού πηγαίνεις θυμωμένος;
ΗΡΑ. Θα πάω νεκρός κάτου στη γην, απ᾽ όπου και ήρθα.
ΘΗΣ. Τώρα μας είπες λόγον επιτυχημένον!
ΗΡΑ. Έξω όντας συ από συμφορές με συμβουλεύεις.
1250 ΘΗΣ. Αυτά ο Ηρακλής, που τόσα υπόφερε, τα λέγει;
ΗΡΑ. Όχι τόσο μεγάλ᾽, αν μ᾽ αυτά τα μετρήσεις.
ΘΗΣ. Εσύ, ο ευεργέτης των θνητών και μέγας φίλος;
ΗΡΑ. Δεν με ωφελούν αυτοί, μα είναι νικήτρα η Ήρα.
ΘΗΣ. Δεν θ᾽ ανεχθεί η Ελλάδ᾽ ανόητα ν᾽ αποθάνεις.
1215 αὐδῶ φίλοισιν ὄμμα δεικνύναι τὸ σόν.
οὐδεὶς σκότος γὰρ ὧδ᾽ ἔχει μέλαν νέφος
ὅστις κακῶν σῶν συμφορὰν κρύψειεν ἄν.
τί μοι προσείων χεῖρα σημαίνεις φόβον;
ὡς μὴ μύσος με σῶν βάληι προσφθεγμάτων;
1220 οὐδὲν μέλει μοι σύν γε σοὶ πράσσειν κακῶς·
καὶ γάρ ποτ᾽ εὐτύχησ᾽. ἐκεῖσ᾽ ἀνοιστέον
ὅτ᾽ ἐξέσωσάς μ᾽ ἐς φάος νεκρῶν πάρα.
χάριν δὲ γηράσκουσαν ἐχθαίρω φίλων
καὶ τῶν καλῶν μὲν ὅστις ἀπολαύειν θέλει,
1225 συμπλεῖν δὲ τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσιν οὔ.
ἀνίστασ᾽, ἐκκάλυψον ἄθλιον κάρα,
βλέψον πρὸς ἡμᾶς. ὅστις εὐγενὴς βροτῶν
φέρει †τὰ τῶν θεῶν γε† πτώματ᾽ οὐδ᾽ ἀναίνεται.
ΗΡ. Θησεῦ, δέδορκας τόνδ᾽ ἀγῶν᾽ ἐμῶν τέκνων;
1230 ΘΗ. ἤκουσα καὶ βλέποντι σημαίνεις κακά.
ΗΡ. τί δῆτά μου κρᾶτ᾽ ἀνεκάλυψας ἡλίωι;
ΘΗ. τί δ᾽; οὐ μιαίνεις θνητὸς ὢν τὰ τῶν θεῶν.
ΗΡ. φεῦγ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽, ἀνόσιον μίασμ᾽ ἐμόν.
ΘΗ. οὐδεὶς ἀλάστωρ τοῖς φίλοις ἐκ τῶν φίλων.
1235 ΗΡ. ἐπήινεσ᾽· εὖ δράσας δέ σ᾽ οὐκ ἀναίνομαι.
ΘΗ. ἐγὼ δὲ πάσχων εὖ τότ᾽ οἰκτίρω σε νῦν.
ΗΡ. οἰκτρὸς γάρ εἰμι τἄμ᾽ ἀποκτείνας τέκνα;
ΘΗ. κλαίω χάριν σὴν ἐφ᾽ ἑτέραισι συμφοραῖς.
ΗΡ. ηὗρες δέ γ᾽ ἄλλους ἐν κακοῖσι μείζοσιν;
1240 ΘΗ. ἅπτηι κάτωθεν οὐρανοῦ δυσπραξίαι.
ΗΡ. τοιγὰρ παρεσκευάσμεθ᾽ ὥστε κατθανεῖν.
ΘΗ. δοκεῖς ἀπειλῶν σῶν μέλειν τι δαίμοσιν;
ΗΡ. αὔθαδες ὁ θεός, πρὸς δὲ τοὺς θεοὺς ἐγώ.
ΘΗ. ἴσχε στόμ᾽, ὡς μὴ μέγα λέγων μεῖζον πάθηις.
1245 ΗΡ. γέμω κακῶν δὴ κοὐκέτ᾽ ἔσθ᾽ ὅπηι τεθῆι.
ΘΗ. δράσεις δὲ δὴ τί; ποῖ φέρηι θυμούμενος;
ΗΡ. θανών, ὅθενπερ ἦλθον, εἶμι γῆς ὕπο.
ΘΗ. εἴρηκας ἐπιτυχόντος ἀνθρώπου λόγους.
ΗΡ. σὺ δ᾽ ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς.
1250 ΘΗ. ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε;
ΗΡ. οὔκουν τοσαῦτά γ᾽· ἐν μέτρωι μοχθητέον.
ΘΗ. εὐεργέτης βροτοῖσι καὶ μέγας φίλος;
ΗΡ. οἱ δ᾽ οὐδὲν ὠφελοῦσί μ᾽, ἀλλ᾽ Ἥρα κρατεῖ.
ΘΗ. οὐκ ἄν ‹σ᾽› ἀνάσχοιθ᾽ Ἑλλὰς ἀμαθίαι θανεῖν.
***
ΘΗΣ. Σένα μιλώ, που κάθεσαι δυστυχισμένος,
και λέω την όψη σου στους φίλους σου να δείξεις,
γιατί κανένα σκότος δεν έχει έτσι μαύρο
σύννεφο, που τις συμφορές σου να τις κρύψει.
Τί δείχνεις μου τους φόνους σου σειώντας το χέρι;
δεν θες των λόγων σου να με προσβάλ᾽ η φρίκη;
1220 Μαζί σου δεν με νοιάζει εμέ να κακοπάθω
γιατί ᾽βρα κάποτε καλό από σε· θυμούμαι
όταν συ μ᾽ έφερες στο φως από τον Άδη.
Και μισώ την ευγνωμοσύνη που γηράζει,
και τόν που θέλει τα καλά ν᾽ απολαβαίνει
μα με τους φίλους να μην πλέει στη δυστυχιά τους.
Σήκω, ξεσκέπασε την άθλια κεφαλή σου,
δες μας! Ευγενικός άνθρωπος όποιος είναι
δέχεται τους νεκρούς των θεών και δεν αρνιέται.
ΗΡΑ. Κοιτάς το πάθημα, ω Θησέα, εδώ των παιδιών μου;
1230 ΘΗΣ. Το ᾽μαθα· και κακά μού λέγεις που τα βλέπω.
ΗΡΑ. Τί με ξεσκέπασες λοιπόν στο φως του ηλίου;
ΘΗΣ. Γιατί; τους θεούς εσύ άνθρωπος δεν τους μιαίνεις.
ΗΡΑ. Φεύγε, ω ταλαίπωρε, το ανόσιο μίασμά μου.
ΘΗΣ. Κανείς με την αγάπη τους φίλους δεν βλάπτει.
ΗΡΑ. Σωστά· πως σου έκαμα καλό εγώ δεν τ᾽ αρνιέμαι.
ΘΗΣ. Τότε ευεργετημένος, τώρα σε λυπάμαι.
ΗΡΑ. Να με κλαιν είμαι, τι σκότωσα τα παιδιά μου.
ΘΗΣ. Κλαίω για την τύχη σου, που σου έφερε άλλες λύπες.
ΗΡΑ. Άλλους σε μεγαλύτερες δυστυχιές βρήκες;
1240 ΘΗΣ. Γγίζεις τον ουρανό με την κακοτυχιά σου.
ΗΡΑ. Ώστε δεν μου μένει πια παρά ν᾽ αποθάνω.
ΘΗΣ. Θαρρείς για τις φοβέρες σου τους θεούς τους μέλει;
ΗΡΑ. Αυθάδεις είναι οι θεοί κι εγώ ειμαι προς εκείνους.
ΘΗΣ. Κράτα το στόμα σου, μην πιο μεγάλα πάθεις.
ΗΡΑ. Είμαι κακά γεμάτος· δεν μου χωρούν άλλα.
ΘΗΣ. Ε! τί θα κάμεις; πού πηγαίνεις θυμωμένος;
ΗΡΑ. Θα πάω νεκρός κάτου στη γην, απ᾽ όπου και ήρθα.
ΘΗΣ. Τώρα μας είπες λόγον επιτυχημένον!
ΗΡΑ. Έξω όντας συ από συμφορές με συμβουλεύεις.
1250 ΘΗΣ. Αυτά ο Ηρακλής, που τόσα υπόφερε, τα λέγει;
ΗΡΑ. Όχι τόσο μεγάλ᾽, αν μ᾽ αυτά τα μετρήσεις.
ΘΗΣ. Εσύ, ο ευεργέτης των θνητών και μέγας φίλος;
ΗΡΑ. Δεν με ωφελούν αυτοί, μα είναι νικήτρα η Ήρα.
ΘΗΣ. Δεν θ᾽ ανεχθεί η Ελλάδ᾽ ανόητα ν᾽ αποθάνεις.