Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (1532-1589)

ΑΓΓΕΛΟΣ ‹Β› 
ὦ Τυνδαρεία παῖ, Κλυταιμήστρα, δόμων
ἔξω πέρασον, ὡς κλύῃς ἐμῶν λόγων.
ΚΛ. φθογγῆς κλύουσα δεῦρο σῆς ἀφικόμην,
1535 ταρβοῦσα τλήμων κἀκπεπληγμένη φόβῳ·
μή μοί τιν᾽ ἄλλην ξυμφορὰν ἥκῃς φέρων
πρὸς τῇ παρούσῃ; ΑΓΓ. σῆς μὲν οὖν παιδὸς πέρι
θαυμαστά σοι καὶ δεινὰ σημῆναι θέλω.
ΚΛ. μὴ μέλλε τοίνυν, ἀλλὰ φράζ᾽ ὅσον τάχος.
1540 ΑΓΓ. ἀλλ᾽, ὦ φίλη δέσποινα, πᾶν πεύσῃ σαφῶς.
λέξω δ᾽ ἀπ᾽ ἀρχῆς, ἤν τι μὴ σφαλεῖσά μου
γνώμη ταράξῃ γλῶσσαν ἐν λόγοις ἐμήν.
ἐπεὶ γὰρ ἱκόμεσθα τῆς Διὸς κόρης
Ἀρτέμιδος ἄλσος λείμακάς τ᾽ ἀνθεσφόρους,
1545 ἵν᾽ ἦν Ἀχαιῶν σύλλογος στρατεύματος,
σὴν παῖδ᾽ ἄγοντες, εὐθὺς Ἀργείων ὄχλος
ἠθροίζεθ᾽. ὡς δ᾽ ἐσεῖδεν Ἀγαμέμνων ἄναξ
ἐπὶ σφαγὰς στείχουσαν εἰς ἄλσος κόρην,
ἀνεστέναξε, κἄμπαλιν στρέψας κάρα
1550 δάκρυε, πρόσθεν ὀμμάτων πέπλον προθείς.
ἣ δὲ σταθεῖσα τῷ τεκόντι πλησίον
ἔλεξε τοιάδ᾽· Ὦ πάτερ, πάρειμί σοι·
τοὐμὸν δὲ σῶμα τῆς ἐμῆς ὑπὲρ πάτρας
καὶ τῆς ἁπάσης Ἑλλάδος γαίας ὕπερ
1555 θῦσαι δίδωμ᾽ ἑκοῦσα πρὸς βωμὸν θεᾶς
ἄγοντας, εἴπερ ἐστὶ θέσφατον τόδε.
καὶ τοὐπ᾽ ἔμ᾽ εὐτυχεῖτε· καὶ νικηφόρου
δώρου τύχοιτε πατρίδα τ᾽ ἐξίκοισθε γῆν.
πρὸς ταῦτα μὴ ψαύσῃ τις Ἀργείων ἐμοῦ·
1560 σιγῇ παρέξω γὰρ δέρην εὐκαρδίως.
τοσαῦτ᾽ ἔλεξε· πᾶς δ᾽ ἐθάμβησεν κλύων
εὐψυχίαν τε κἀρετὴν τῆς παρθένου.
στὰς δ᾽ ἐν μέσῳ Ταλθύβιος, ᾧ τόδ᾽ ἦν μέλον,
εὐφημίαν ἀνεῖπε καὶ σιγὴν στρατῷ·
1565 Κάλχας δ᾽ ὁ μάντις εἰς κανοῦν χρυσήλατον
ἔθηκεν ὀξὺ χειρὶ φάσγανον σπάσας
κολεῶν ἔσωθεν, κρᾶτά τ᾽ ἔστεψεν κόρης.
ὁ παῖς δ᾽ ὁ Πηλέως ἐν κύκλῳ βωμὸν θεᾶς
λαβὼν κανοῦν ἔβρεξε χέρνιβάς θ᾽ ὁμοῦ,
1570 ἔλεξε δ᾽· Ὦ παῖ Ζηνός, ὦ θηροκτόνε,
τὸ λαμπρὸν εἱλίσσουσ᾽ ἐν εὐφρόνῃ φάος,
δέξαι τὸ θῦμα τόδ᾽ ὅ γέ σοι δωρούμεθα
στρατός τ᾽ Ἀχαιῶν †Ἀγαμέμνων ἄναξ θ᾽ ὁμοῦ,†
ἄχραντον αἷμα καλλιπαρθένου δέρης,
1575 καὶ δὸς γενέσθαι πλοῦν νεῶν ἀπήμονα
Τροίας τε πέργαμ᾽ ἐξελεῖν ἡμᾶς δορί.
ἐς γῆν δ᾽ Ἀτρεῖδαι πᾶς στρατός τ᾽ ἔστη βλέπων.
[ἱερεὺς δὲ φάσγανον λαβὼν ἐπεύξατο,
λαιμόν τ᾽ ἐπεσκοπεῖθ᾽, ἵνα πλήξειεν ἄν·
1580 ἐμοὶ δέ τ᾽ ἄλγος οὐ μικρὸν εἰσῄει φρενί,
κἄστην νενευκώς· θαῦμα δ᾽ ἦν αἴφνης ὁρᾶν.
πληγῆς κτύπον γὰρ πᾶς τις ᾔσθετ᾽ ἂν σαφῶς,
τὴν παρθένον δ᾽ οὐκ οἶδεν οὗ γῆς εἰσέδυ.
βοᾷ δ᾽ ἱερεύς, ἅπας δ᾽ ἐπήχησε στρατός,
1585 ἄελπτον εἰσιδόντες ἐκ θεῶν τινος
φάσμ᾽, οὗ γε μηδ᾽ ὁρωμένου πίστις παρῆν·
ἔλαφος γὰρ ἀσπαίρουσ᾽ ἔκειτ᾽ ἐπὶ χθονὶ
ἰδεῖν μεγίστη διαπρεπής τε τὴν θέαν,
ἧς αἵματι βωμὸς ἐραίνετ᾽ ἄρδην τῆς θεοῦ.

***
Έρχεται ένας αγγελιοφόρος, ο δεύτερος.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Πρόβαλε, του Τυνδάρεου θυγατέρα,
Κλυταιμήστρα, τα λόγια μου ν᾽ ακούσεις.
ΚΛΥ. Άκουσα τη φωνή σου και ήρθα· φόβος
και τρόμος με ταράζουνε τη δόλια·
κοντά στην πρώτη συμφορά μου κι άλλη
μη μου φέρνεις; ΑΓΓ. Κάθε άλλο· για την κόρη σου
απίστευτο ένα θάμα θα ιστορήσω.
ΚΛΥ. Μα τότε μην αργείς και μίλα αμέσως.
1540 ΑΓΓ. Καλή κυρά μου, θα τα μάθεις όλα·
θα σου τα πω εξαρχής, αν δε σκοντάψει
ο νους μου, ως θα μιλώ, και με μπερδέψει.
Όταν, την κόρη σου οδηγώντας, στο άλσος
και στο ανθισμένο φτάσαμε λιβάδι
της Άρτεμης, κόρης του Δία, που εκεί ᾽ταν
συγκεντρωμένος ο στρατός, Αργείοι
μαζεύονταν πολλοί. Την κόρη ως είδε
ο βασιλιάς προς το άλσος να βαδίζει
για σφαγή, αναστενάζει, το κεφάλι
γυρίζει από την άλλη, με το ιμάτιο
1550 τα μάτια του σκεπάζει και δακρύζει.
Εκείνη τότε στάθηκε κοντά του
και μίλησε: «Πατέρα, ήρθα σ᾽ εσένα·
για την πατρίδα, για όλη την Ελλάδα
αυτοθέλητα δίνω το κορμί μου·
στο βωμό της θεάς ας μ᾽ οδηγήσουν,
και, αφού ο χρησμός το ορίζει, ας με θυσιάσουν.
Όσο από μένα, ευτυχισμένοι να είστε·
και νικητές γυρίστε στην πατρίδα.
Αργείος κανείς να μη με γγίξει· δίνω
1560 σιωπηλή και με θάρρος το λαιμό μου.»
Θάμασαν όλοι, τέτοια ακούοντας λόγια,
την αρετή της κόρης και την τόλμη.
Και στάθηκε ο Ταλθύβιος —έργο του ήταν—
στη μέση και σιωπή προστάζει σε όλους.
Απ᾽ το φηκάρι κοφτερό μαχαίρι
έβγαλε ο μάντης Κάλχας, σε πανέρι
το απόθεσε χρυσό, και την κοπέλα
στεφάνωσε· και πήρε του Πηλέα
ο γιος τον αγιασμό και το πανέρι,
ράντισε το βωμό ένα γύρο και είπε:
1570 «Ω φόνισσα αγριμιών, κόρη του Δία,
εσύ που λαμπερό μέσα στη νύχτα
φως γυροφέρνεις, δέξου τη θυσία
που των Αχαιών σ᾽ εσέ ο στρατός προσφέρνει,
μαζί του κι ο Αγαμέμνονας, κοπέλας
αμόλυντο αίμα απ᾽ τον ωραίο λαιμό της,
και κάμε καλοτάξιδα τα πλοία,
κι εμείς της Τροίας να πάρουμε το κάστρο.»
Ατρείδες και στρατός σταθήκαμε όλοι
σκυμμένοι χάμω. Πήρε ο ιερέας
το μαχαίρι και αφού είπε μιαν ευχή
κοίταζε το λαιμό, πού να χτυπήσει·
1580 εγώ βαθιά πονούσα και σκυμμένος
στεκόμουν· κι άξαφνα έγινε το θάμα.
Ξεκάθαρα όλοι ακούσανε το χτύπο
της μαχαιριάς, αλλά κανείς δεν είδε
πού χώθηκε η κοπέλα μες στο χώμα.
Φωνάζει κι οι ιερέας κι ο στρατός όλος,
θάμα θεϊκό κι ανέλπιστο σαν είδαν,
που να το βλέπεις και να μην πιστεύεις·
καταγής σπαρταρούσε μια πελώρια
κι ωραιότατη λαφίνα, κι ο βωμός
απ᾽ το αίμα που πηδούσε ραντιζόταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου