ΑΜ. καλῶς· παρελθών νυν πρόσειπέ θ᾽ Ἑστίαν
600 καὶ δὸς πατρώιοις δώμασιν σὸν ὄμμ᾽ ἰδεῖν.
ἥξει γὰρ αὐτὸς σὴν δάμαρτα καὶ τέκνα
ἕλξων φονεύσων κἄμ᾽ ἐπισφάξων ἄναξ.
μένοντι δ᾽ αὐτοῦ πάντα σοι γενήσεται
τῆι τ᾽ ἀσφαλείαι κερδανεῖς· πόλιν δὲ σὴν
605 μὴ πρὶν ταράξηις πρὶν τόδ᾽ εὖ θέσθαι, τέκνον.
ΗΡ. δράσω τάδ᾽· εὖ γὰρ εἶπας· εἶμ᾽ ἔσω δόμων.
χρόνωι δ᾽ ἀνελθὼν ἐξ ἀνηλίων μυχῶν
Ἅιδου Κόρης ‹τ᾽› ἔνερθεν οὐκ ἀτιμάσω
θεοὺς προσειπεῖν πρῶτα τοὺς κατὰ στέγας.
610 ΑΜ. ἦλθες γὰρ ὄντως δώματ᾽ εἰς Ἅιδου, τέκνον;
ΗΡ. καὶ θῆρά γ᾽ ἐς φῶς τὸν τρίκρανον ἤγαγον.
ΑΜ. μάχηι κρατήσας ἢ θεᾶς δωρήμασιν;
ΗΡ. μάχηι· τὰ μυστῶν δ᾽ ὄργι᾽ εὐτύχησ᾽ ἰδών.
ΑΜ. ἦ καὶ κατ᾽ οἴκους ἐστὶν Εὐρυσθέως ὁ θήρ;
615 ΗΡ. Χθονίας νιν ἄλσος Ἑρμιών τ᾽ ἔχει πόλις.
ΑΜ. οὐδ᾽ οἶδεν Εὐρυσθεύς σε γῆς ἥκοντ᾽ ἄνω;
ΗΡ. οὐκ οἶδ᾽, ἵν᾽ ἐλθὼν τἀνθάδ᾽ εἰδείην πάρος.
ΑΜ. χρόνον δὲ πῶς τοσοῦτον ἦσθ᾽ ὑπὸ χθονί;
ΗΡ. Θησέα κομίζων ἐχρόνισ᾽ ‹ἐξ› Ἅιδου, πάτερ.
620 ΑΜ. καὶ ποῦ ᾽στιν; ἦ γῆς πατρίδος οἴχεται πέδον;
ΗΡ. βέβηκ᾽ Ἀθήνας νέρθεν ἄσμενος φυγών.
ἀλλ᾽ εἶ᾽ ὁμαρτεῖτ᾽, ὦ τέκν᾽, ἐς δόμους πατρί·
καλλίονές τἄρ᾽ εἴσοδοι τῶν ἐξόδων
πάρεισιν ὑμῖν. ἀλλὰ θάρσος ἴσχετε
625 καὶ νάματ᾽ ὄσσων μηκέτ᾽ ἐξανίετε,
σύ τ᾽, ὦ γύναι μοι, σύλλογον ψυχῆς λαβὲ
τρόμου τε παῦσαι, καὶ μέθεσθ᾽ ἐμῶν πέπλων·
οὐ γὰρ πτερωτὸς οὐδὲ φευξείω φίλους.
ἆ,
οἵδ᾽ οὐκ ἀφιᾶσ᾽ ἀλλ᾽ ἀνάπτονται πέπλων
630 τοσῶιδε μᾶλλον· ὧδ᾽ ἔβητ᾽ ἐπὶ ξυροῦ;
ἄξω λαβών γε τούσδ᾽ ἐφολκίδας χεροῖν,
ναῦς δ᾽ ὣς ἐφέλξω· καὶ γὰρ οὐκ ἀναίνομαι
θεράπευμα τέκνων. πάντα τἀνθρώπων ἴσα·
φιλοῦσι παῖδας οἵ τ᾽ ἀμείνονες βροτῶν
635 οἵ τ᾽ οὐδὲν ὄντες· χρήμασιν δὲ διάφοροι·
ἔχουσιν, οἱ δ᾽ οὔ· πᾶν δὲ φιλότεκνον γένος.
***
ΑΜΦ. Πήγαινε τώρα την εστία να χαιρετήσεις,
600 δώσε να ιδούν την όψη σου τα πατρικά σου,
γιατί θα φτάσει ο βασιλιάς τώρα να σύρει
τα τέκνα, τη γυναίκα σου κι εμέ να σφάξει·
μα μένοντας εδώ όλα θα τα κατορθώσεις
κι ασφαλισμένος θα κερδίσεις· και την πόλη
μη την ταράξεις πριν τελειώσεις τα εδώ πρώτα.
ΗΡΑ. Έτσι θα κάμω· καλά τα ᾽πες· πάγω μέσα
και μια κι ανέβηκ᾽ απ᾽ τ᾽ ανήλιαγα τα βάθη
του Κάτω Κόσμου και της Περσεφόνης, πρέπει
με τιμή τους σπιτικούς θεούς να χαιρετήσω.
610 ΑΜΦ. Και πράγματι κατέβηκες στον Άδη, ω γιε μου;
ΗΡΑ. Κι έφερα το τρικέφαλο θεριό στη μέρα.
ΑΜΦ. Σε μάχη πήρες το ή η θεά σ᾽ το ᾽καμε δώρο;
ΗΡΑ. Σε μάχη· ευτύχησα να ιδώ των μυστών τα όργια.
ΑΜΦ. Κι είναι στο σπίτι του Ευρυσθέα το θεριό τώρα;
ΗΡΑ. Το ᾽χουν το δάσος της Χθονίας κι η Ερμιόνη.
ΑΜΦ. Και δεν το ξέρει ο Ευρυσθέας που απ᾽ τη γην ανέβης;
ΗΡΑ. Όχι· τι πρώτα ήρθα να ιδώ τα εδώ πώς είναι.
ΑΜΦ. Και πώς τόσον καιρό ήσουνα κάτου στο χώμα;
ΗΡΑ. Άργησα φέρνοντας στον κόσμο τον Θησέα.
620 ΑΜΦ. Και πού ᾽ναι τος; ή στην πατρίδα του έχει πάγει;
ΗΡΑ. Πάει φεύγοντας όλο χαρά για την Αθήνα.
Παιδιά μου, τον πατέρα σας μέσ᾽ ακλουθάτε·
το έμπα σας τώρ᾽ είναι καλύτερο από το έβγα.
Πάρετε θάρρος και το ρέμα των ματιών σας
μην τ᾽ απολάτε και, ω γυναίκα μου εσύ, μάσε
τον νου σου και πάψε να τρέμεις και πια αφήστε
να με κρατάτε από το ρούχο, τι δεν είμαι
δα φτερωτός να φύγω από τους αγαπητούς μου.
Α!
δεν μ᾽ απολάνε, μα περσότερο κρεμιούνται
630 απ᾽ τα ρούχα μου· ποιός κίνδυνος μεγάλος;
Θενα σας σύρω σαν βαρκούλες με τα χέρια
καράβι εγώ· κι όμως, βοήθεια δεν αρνιούμαι
στα παιδιά μου. Κι είναι όλ᾽ οι άνθρωποι το ίδιο·
γιατί αγαπούνε τα παιδιά τους κι οι μεγάλοι
κι οι τιποτένιοι· μα διαφέρουνε μονάχα
στο χρήμα, γιατί άλλοι έχουνε κι άλλοι δεν έχουν·
μα είναι φιλότεκν᾽ η γενιά όλη των ανθρώπων.
600 καὶ δὸς πατρώιοις δώμασιν σὸν ὄμμ᾽ ἰδεῖν.
ἥξει γὰρ αὐτὸς σὴν δάμαρτα καὶ τέκνα
ἕλξων φονεύσων κἄμ᾽ ἐπισφάξων ἄναξ.
μένοντι δ᾽ αὐτοῦ πάντα σοι γενήσεται
τῆι τ᾽ ἀσφαλείαι κερδανεῖς· πόλιν δὲ σὴν
605 μὴ πρὶν ταράξηις πρὶν τόδ᾽ εὖ θέσθαι, τέκνον.
ΗΡ. δράσω τάδ᾽· εὖ γὰρ εἶπας· εἶμ᾽ ἔσω δόμων.
χρόνωι δ᾽ ἀνελθὼν ἐξ ἀνηλίων μυχῶν
Ἅιδου Κόρης ‹τ᾽› ἔνερθεν οὐκ ἀτιμάσω
θεοὺς προσειπεῖν πρῶτα τοὺς κατὰ στέγας.
610 ΑΜ. ἦλθες γὰρ ὄντως δώματ᾽ εἰς Ἅιδου, τέκνον;
ΗΡ. καὶ θῆρά γ᾽ ἐς φῶς τὸν τρίκρανον ἤγαγον.
ΑΜ. μάχηι κρατήσας ἢ θεᾶς δωρήμασιν;
ΗΡ. μάχηι· τὰ μυστῶν δ᾽ ὄργι᾽ εὐτύχησ᾽ ἰδών.
ΑΜ. ἦ καὶ κατ᾽ οἴκους ἐστὶν Εὐρυσθέως ὁ θήρ;
615 ΗΡ. Χθονίας νιν ἄλσος Ἑρμιών τ᾽ ἔχει πόλις.
ΑΜ. οὐδ᾽ οἶδεν Εὐρυσθεύς σε γῆς ἥκοντ᾽ ἄνω;
ΗΡ. οὐκ οἶδ᾽, ἵν᾽ ἐλθὼν τἀνθάδ᾽ εἰδείην πάρος.
ΑΜ. χρόνον δὲ πῶς τοσοῦτον ἦσθ᾽ ὑπὸ χθονί;
ΗΡ. Θησέα κομίζων ἐχρόνισ᾽ ‹ἐξ› Ἅιδου, πάτερ.
620 ΑΜ. καὶ ποῦ ᾽στιν; ἦ γῆς πατρίδος οἴχεται πέδον;
ΗΡ. βέβηκ᾽ Ἀθήνας νέρθεν ἄσμενος φυγών.
ἀλλ᾽ εἶ᾽ ὁμαρτεῖτ᾽, ὦ τέκν᾽, ἐς δόμους πατρί·
καλλίονές τἄρ᾽ εἴσοδοι τῶν ἐξόδων
πάρεισιν ὑμῖν. ἀλλὰ θάρσος ἴσχετε
625 καὶ νάματ᾽ ὄσσων μηκέτ᾽ ἐξανίετε,
σύ τ᾽, ὦ γύναι μοι, σύλλογον ψυχῆς λαβὲ
τρόμου τε παῦσαι, καὶ μέθεσθ᾽ ἐμῶν πέπλων·
οὐ γὰρ πτερωτὸς οὐδὲ φευξείω φίλους.
ἆ,
οἵδ᾽ οὐκ ἀφιᾶσ᾽ ἀλλ᾽ ἀνάπτονται πέπλων
630 τοσῶιδε μᾶλλον· ὧδ᾽ ἔβητ᾽ ἐπὶ ξυροῦ;
ἄξω λαβών γε τούσδ᾽ ἐφολκίδας χεροῖν,
ναῦς δ᾽ ὣς ἐφέλξω· καὶ γὰρ οὐκ ἀναίνομαι
θεράπευμα τέκνων. πάντα τἀνθρώπων ἴσα·
φιλοῦσι παῖδας οἵ τ᾽ ἀμείνονες βροτῶν
635 οἵ τ᾽ οὐδὲν ὄντες· χρήμασιν δὲ διάφοροι·
ἔχουσιν, οἱ δ᾽ οὔ· πᾶν δὲ φιλότεκνον γένος.
***
ΑΜΦ. Πήγαινε τώρα την εστία να χαιρετήσεις,
600 δώσε να ιδούν την όψη σου τα πατρικά σου,
γιατί θα φτάσει ο βασιλιάς τώρα να σύρει
τα τέκνα, τη γυναίκα σου κι εμέ να σφάξει·
μα μένοντας εδώ όλα θα τα κατορθώσεις
κι ασφαλισμένος θα κερδίσεις· και την πόλη
μη την ταράξεις πριν τελειώσεις τα εδώ πρώτα.
ΗΡΑ. Έτσι θα κάμω· καλά τα ᾽πες· πάγω μέσα
και μια κι ανέβηκ᾽ απ᾽ τ᾽ ανήλιαγα τα βάθη
του Κάτω Κόσμου και της Περσεφόνης, πρέπει
με τιμή τους σπιτικούς θεούς να χαιρετήσω.
610 ΑΜΦ. Και πράγματι κατέβηκες στον Άδη, ω γιε μου;
ΗΡΑ. Κι έφερα το τρικέφαλο θεριό στη μέρα.
ΑΜΦ. Σε μάχη πήρες το ή η θεά σ᾽ το ᾽καμε δώρο;
ΗΡΑ. Σε μάχη· ευτύχησα να ιδώ των μυστών τα όργια.
ΑΜΦ. Κι είναι στο σπίτι του Ευρυσθέα το θεριό τώρα;
ΗΡΑ. Το ᾽χουν το δάσος της Χθονίας κι η Ερμιόνη.
ΑΜΦ. Και δεν το ξέρει ο Ευρυσθέας που απ᾽ τη γην ανέβης;
ΗΡΑ. Όχι· τι πρώτα ήρθα να ιδώ τα εδώ πώς είναι.
ΑΜΦ. Και πώς τόσον καιρό ήσουνα κάτου στο χώμα;
ΗΡΑ. Άργησα φέρνοντας στον κόσμο τον Θησέα.
620 ΑΜΦ. Και πού ᾽ναι τος; ή στην πατρίδα του έχει πάγει;
ΗΡΑ. Πάει φεύγοντας όλο χαρά για την Αθήνα.
Παιδιά μου, τον πατέρα σας μέσ᾽ ακλουθάτε·
το έμπα σας τώρ᾽ είναι καλύτερο από το έβγα.
Πάρετε θάρρος και το ρέμα των ματιών σας
μην τ᾽ απολάτε και, ω γυναίκα μου εσύ, μάσε
τον νου σου και πάψε να τρέμεις και πια αφήστε
να με κρατάτε από το ρούχο, τι δεν είμαι
δα φτερωτός να φύγω από τους αγαπητούς μου.
Α!
δεν μ᾽ απολάνε, μα περσότερο κρεμιούνται
630 απ᾽ τα ρούχα μου· ποιός κίνδυνος μεγάλος;
Θενα σας σύρω σαν βαρκούλες με τα χέρια
καράβι εγώ· κι όμως, βοήθεια δεν αρνιούμαι
στα παιδιά μου. Κι είναι όλ᾽ οι άνθρωποι το ίδιο·
γιατί αγαπούνε τα παιδιά τους κι οι μεγάλοι
κι οι τιποτένιοι· μα διαφέρουνε μονάχα
στο χρήμα, γιατί άλλοι έχουνε κι άλλοι δεν έχουν·
μα είναι φιλότεκν᾽ η γενιά όλη των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου