Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Λύσις (207d-208e)

Συζήτηση του Σωκράτη με τον Μενέξενο

[207d] Ἐπεχείρουν δὴ μετὰ τοῦτο ἐρωτᾶν ὁπότερος δικαιότερος καὶ σοφώτερος αὐτῶν εἴη. μεταξὺ οὖν τις προσελθὼν ἀνέστησε τὸν Μενέξενον, φάσκων καλεῖν τὸν παιδοτρίβην· ἐδόκει γάρ μοι ἱεροποιῶν τυγχάνειν. ἐκεῖνος μὲν οὖν ᾤχετο· ἐγὼ δὲ τὸν Λύσιν ἠρόμην, Ἦ που, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Λύσι, σφόδρα φιλεῖ σε ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ; ―Πάνυ γε, ἦ δ᾽ ὅς. ―Οὐκοῦν βούλοιντο ἄν σε ὡς εὐδαιμονέστατον εἶναι; [207e] ―Πῶς γὰρ οὔ; ―Δοκεῖ δέ σοι εὐδαίμων εἶναι ἄνθρωπος δουλεύων τε καὶ ᾧ μηδὲν ἐξείη ποιεῖν ὧν ἐπιθυμοῖ; ―Μὰ Δί᾽ οὐκ ἔμοιγε, ἔφη. ―Οὐκοῦν εἴ σε φιλεῖ ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ καὶ εὐδαίμονά σε ἐπιθυμοῦσι γενέσθαι, τοῦτο παντὶ τρόπῳ δῆλον ὅτι προθυμοῦνται ὅπως ἂν εὐδαιμονοίης. ―Πῶς γὰρ οὐχί; ἔφη. ―Ἐῶσιν ἄρα σε ἃ βούλει ποιεῖν, καὶ οὐδὲν ἐπιπλήττουσιν οὐδὲ διακωλύουσι ποιεῖν ὧν ἂν ἐπιθυμῇς; ―Ναὶ μὰ Δία ἐμέ γε, ὦ Σώκρατες, καὶ μάλα γε πολλὰ κωλύουσιν. ―Πῶς λέγεις; ἦν δ᾽ ἐγώ. βουλόμενοί σε [208a] μακάριον εἶναι διακωλύουσι τοῦτο ποιεῖν ὃ ἂν βούλῃ; ὧδε δέ μοι λέγε. ἢν ἐπιθυμήσῃς ἐπί τινος τῶν τοῦ πατρὸς ἁρμάτων ὀχεῖσθαι λαβὼν τὰς ἡνίας, ὅταν ἁμιλλᾶται, οὐκ ἂν ἐῷέν σε ἀλλὰ διακωλύοιεν; ―Μὰ Δί᾽ οὐ μέντοι ἄν, ἔφη, ἐῷεν. ―Ἀλλὰ τίνα μήν; ―Ἔστιν τις ἡνίοχος παρὰ τοῦ πατρὸς μισθὸν φέρων. ―Πῶς λέγεις; μισθωτῷ μᾶλλον ἐπιτρέπουσιν ἢ σοὶ ποιεῖν ὅτι ἂν βούληται περὶ τοὺς ἵππους, καὶ προσέτι [208b] αὐτοῦ τούτου ἀργύριον τελοῦσιν; ―Ἀλλὰ τί μήν; ἔφη. ―Ἀλλὰ τοῦ ὀρικοῦ ζεύγους οἶμαι ἐπιτρέπουσίν σοι ἄρχειν, κἂν εἰ βούλοιο λαβὼν τὴν μάστιγα τύπτειν, ἐῷεν ἄν. ―Πόθεν, ἦ δ᾽ ὅς, ἐῷεν; ―Τί δέ; ἦν δ᾽ ἐγώ· οὐδενὶ ἔξεστιν αὐτοὺς τύπτειν; ―Καὶ μάλα, ἔφη, τῷ ὀρεοκόμῳ. ―Δούλῳ ὄντι ἢ ἐλευθέρῳ; ―Δούλῳ, ἔφη. ―Καὶ δοῦλον, ὡς ἔοικεν, ἡγοῦνται περὶ πλείονος ἢ σὲ τὸν ὑόν, καὶ ἐπιτρέπουσι τὰ ἑαυτῶν μᾶλλον ἢ σοί, καὶ ἐῶσιν ποιεῖν ὅτι βούλεται, σὲ δὲ [208c] διακωλύουσι; καί μοι ἔτι τόδε εἰπέ. σὲ αὐτὸν ἐῶσιν ἄρχειν σεαυτοῦ, ἢ οὐδὲ τοῦτο ἐπιτρέπουσί σοι; ―Πῶς γάρ, ἔφη, ἐπιτρέπουσιν; ―Ἀλλ᾽ ἄρχει τίς σου; ―Ὅδε, παιδαγωγός, ἔφη. ―Μῶν δοῦλος ὤν; ―Ἀλλὰ τί μήν; ἡμέτερός γε, ἔφη. ―῏Η δεινόν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐλεύθερον ὄντα ὑπὸ δούλου ἄρχεσθαι. τί δὲ ποιῶν αὖ οὗτος ὁ παιδαγωγός σου ἄρχει; ―Ἄγων δήπου, ἔφη, εἰς διδασκάλου. ―Μῶν μὴ καὶ οὗτοί σου ἄρχουσιν, οἱ [208d] διδάσκαλοι; ―Πάντως δήπου. ―Παμπόλλους ἄρα σοι δεσπότας καὶ ἄρχοντας ἑκὼν ὁ πατὴρ ἐφίστησιν. ἀλλ᾽ ἆρα ἐπειδὰν οἴκαδε ἔλθῃς παρὰ τὴν μητέρα, ἐκείνη σε ἐᾷ ποιεῖν ὅτι ἂν βούλῃ, ἵν᾽ αὐτῇ μακάριος ᾖς, ἢ περὶ τὰ ἔρια ἢ περὶ τὸν ἱστόν, ὅταν ὑφαίνῃ; οὔ τι γάρ που διακωλύει σε ἢ τῆς σπάθης ἢ τῆς κερκίδος ἢ ἄλλου του τῶν περὶ ταλασιουργίαν ὀργάνων ἅπτεσθαι. ―Καὶ ὃς γελάσας, Μὰ Δία, ἔφη, ὦ [208e] Σώκρατες, οὐ μόνον γε διακωλύει, ἀλλὰ καὶ τυπτοίμην ἂν εἰ ἁπτοίμην. ―Ἡράκλεις, ἦν δ᾽ ἐγώ, μῶν μή τι ἠδίκηκας τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα; ―Μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγε, ἔφη.

***
[207d] Ήθελα ύστερα να τους ρωτήσω ποιός από τους δύο είναι πιο δίκαιος και πιο σοφός, αλλά στο μεταξύ ήρθε κάποιος και πήρε το Μενέξενο λέγοντας ότι τον ζητούσε ο παιδοτρίβης· νομίζω πως ήταν κάποιος ιεροποιός. Έτσι ο Μενέξενος έφυγε.
Τότε ρώτησα το Λύσι: Δεν είναι αλήθεια, Λύσι, ότι ο πατέρας σου και η μητέρα σου σε αγαπούν παρά πολύ; ―Και βέβαια, είπε αυτός. ―Και θα ήθελαν, λοιπόν, να είσαι όσο το δυνατό πιο ευτυχισμένος· δεν είναι έτσι; [207e] ―Ασφαλώς. ―Πιστεύεις ότι μπορεί να είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος που βρίσκεται στην κατάσταση του δούλου και δεν του επιτρέπουν να κάνει τίποτε απ᾽ όσα επιθυμεί; ―Μα το Θεό, όχι βέβαια, είπε. ―Επομένως, αν ο πατέρας σου και η μητέρα σου σε αγαπούν και ποθούν την ευτυχία σου, είναι ολοφάνερο ότι είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να σε κάνουν ευτυχισμένο. ―Ασφαλώς, είπε. ―Σου επιτρέπουν, λοιπόν, να κάνεις ό,τι σου αρέσει και δεν σε μαλώνουν ούτε σε εμποδίζουν να κάνεις ό,τι θέλεις. ―Ναι, Σωκράτη, με εμποδίζουν και μάλιστα πάρα πολύ. ―Τι λες; είπα εγώ. Παρόλο που θέλουν [208a] να είσαι ευτυχισμένος, σε εμποδίζουν να κάνεις ό,τι σου αρέσει; Γιά πες μου σε παρακαλώ το εξής: Αν θελήσεις να ανεβείς σε κάποιο άρμα του πατέρα σου και να κρατήσεις τα χαλινάρια την ώρα του αγώνα, δεν θα σε αφήσουν; ―Βεβαιότατα, είπε, δεν θα με αφήσουν. ―Αλλά τότε, ποιόν θα αφήσουν; ―Υπάρχει κάποιος ηνίοχος που παίρνει μισθό από τον πατέρα μου. ―Τί λες; Επιτρέπουν σ᾽ έναν υπηρέτη και όχι σ᾽ εσένα να κάνει ό,τι θέλει με τα άλογα και [208b] του δίνουν μάλιστα και χρήματα γι᾽ αυτό; ―Φυσικά, είπε. ―Αλλά νομίζω, ότι θα σε αφήνουν να οδηγείς το ζευγάρι τα μουλάρια και θα μπορείς, αν θέλεις, να πάρεις το μαστίγιο και να τα χτυπάς. ―Πού να με αφήσουν, έκανε αυτός. ―Τί λοιπόν; είπα εγώ· δεν επιτρέπουν σε κανένα να τα χτυπάει; ―Βέβαια, στον ημιονηγό. ―Που είναι δούλος ή ελεύθερος; ―Δούλος, είπε. ―Ώστε λοιπόν, καθώς φαίνεται, έχουν ακόμη και σε ένα δούλο πιο μεγάλη εμπιστοσύνη παρά σ᾽ εσένα, το παιδί τους, αφού του εμπιστεύονται τα υπάρχοντά τους περισσότερο απ᾽ ό,τι σε σένα και τον αφήνουν να κάνει ό,τι θέλει, ενώ εσένα [208c] σε εμποδίζουν. Δεν είναι έτσι; Γιά πες μου όμως και τούτο: Εσένα τον ίδιο σε αφήνουν να είσαι κύριος του εαυτού σου ή ούτε αυτό στο επιτρέπουν; ―Ασφαλώς δεν μου το επιτρέπουν, είπε. ―Αλλά ποιός σε διευθύνει; ―Αυτός, ο παιδαγωγός, είπε. ―Μήπως είναι κι αυτός δούλος; ―Φυσικά· είναι δικός μας δούλος. ―Τί φοβερό, είπα εγώ, ένας ελεύθερος να διευθύνεται από ένα δούλο. Και τί αρμοδιότητες έχει ο παιδαγωγός πάνω σου; ―Να με πηγαίνει στο σχολείο, είπε. ―Αλλά μήπως [208d] και τους δασκάλους δεν τους έχεις κι αυτούς στο κεφάλι σου; ―Βεβαιότατα. ―Μόνος του, λοιπόν, ο πατέρας σου έχει βάλει τόσους ανθρώπους να σε ελέγχουν και να σε διευθύνουν. Όταν όμως γυρίσεις στο σπίτι, στη μητέρα σου, εκείνη σε αφήνει να κάνεις ό,τι θέλεις, να παίζεις ελεύθερα με τα μαλλιά ή με τον αργαλειό, όταν υφαίνει; Γιατί δεν φαντάζομαι βέβαια να μη σου επιτρέπει να πιάσεις τη σαΐτα ή το χτένι ή οποιοδήποτε άλλο εργαλείο της υφαντουργίας. ―Τότε ο Λύσις γέλασε και, Μά τους θεούς, είπε [208e] όχι μόνο δεν μου επιτρέπει αλλά θα έτρωγα και ξύλο, Σωκράτη, αν τα άγγιζα αυτά τα εργαλεία. ―Για το όνομα του θεού, είπα τότε εγώ, μήπως τους έχεις κάνει κανένα κακό; ―Μά το Δία, όχι, είπε εκείνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου