ΙΟ. ὦ τέκν᾽, ἔοιγμεν ναυτίλοισιν οἵτινες
χειμῶνος ἐκφυγόντες ἄγριον μένος
ἐς χεῖρα γῆι συνῆψαν, εἶτα χερσόθεν
430 πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον πάλιν.
οὕτω δὲ χἠμεῖς τῆσδ᾽ ἀπωθούμεσθα γῆς
ἤδη πρὸς ἀκταῖς ὄντες ὡς σεσωμένοι.
οἴμοι· τί δῆτ᾽ ἔτερψας ὦ τάλαινά με
ἐλπὶς τότ᾽, οὐ μέλλουσα διατελεῖν χάριν;
435 συγγνωστὰ γάρ τοι καὶ τὰ τοῦδ᾽, εἰ μὴ θέλει
κτείνειν πολιτῶν παῖδας, αἰνέσαι δ᾽ ἔχω
καὶ τἀνθάδ᾽· εἰ θεοῖσι δὴ δοκεῖ τάδε
πράσσειν ἔμ᾽, οὔτοι σοί γ᾽ ἀπόλλυται χάρις.
ὦ παῖδες, ὑμῖν δ᾽ οὐκ ἔχω τί χρήσομαι.
440 ποῖ τρεψόμεσθα; τίς γὰρ ἄστεπτος θεῶν;
ποῖον δὲ γαίας ἕρκος οὐκ ἀφίγμεθα;
ὀλούμεθ᾽, ὦ τέκν᾽, ἐκδοθησόμεσθα δή.
κἀμοῦ μὲν οὐδὲν εἴ με χρὴ θανεῖν μέλει,
πλὴν εἴ τι τέρψω τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς θανών·
445 ὑμᾶς δὲ κλαίω καὶ κατοικτίρω, τέκνα,
καὶ τὴν γεραιὰν μητέρ᾽ Ἀλκμήνην πατρός.
ὦ δυστάλαινα τοῦ μακροῦ βίου σέθεν,
τλήμων δὲ κἀγὼ πολλὰ μοχθήσας μάτην.
χρῆν χρῆν ἄρ᾽ ἡμᾶς ἀνδρὸς εἰς ἐχθροῦ χέρας
450 πεσόντας αἰσχρῶς καὶ κακῶς λιπεῖν βίον.
ἀλλ᾽ οἶσθ᾽ ὅ μοι σύμπραξον· οὐχ ἅπασα γὰρ
πέφευγεν ἐλπὶς τῶνδέ μοι σωτηρίας.
ἔμ᾽ ἔκδος Ἀργείοισιν ἀντὶ τῶνδ᾽, ἄναξ,
καὶ μήτε κινδύνευε σωθήτω τέ μοι
455 τέκν᾽· οὐ φιλεῖν δεῖ τὴν ἐμὴν ψυχήν· ἴτω.
[μάλιστα δ᾽ Εὐρυσθεύς με βούλοιτ᾽ ἂν λαβὼν
τὸν Ἡράκλειον σύμμαχον καθυβρίσαι·
σκαιὸς γὰρ ἁνήρ. τοῖς σοφοῖς δ᾽ εὐκτὸν σοφῶι
ἔχθραν συνάπτειν, μὴ ἀμαθεῖ φρονήματι·
460 πολλῆς γὰρ αἰδοῦς καὶ δίκης τις ἂν τύχοι.]
ΧΟ. ὦ πρέσβυ, μή νυν τήνδ᾽ ἐπαιτιῶ πόλιν·
τάχ᾽ ἂν γὰρ ἡμῖν ψευδὲς ἀλλ᾽ ὅμως κακὸν
γένοιτ᾽ ὄνειδος ὡς ξένους προυδώκαμεν.
***
ΙΟΛ. Ω τέκνα, με θαλασσινούς μοιάζομεν, όπου
την άγρια ορμή της θάλασσας έχοντας φύγει
στη στεριά πιάσαν, μα έπειτα οι άνεμοι πάλι
430 απ᾽ τη στεριά στο πέλαγο τους ξαναρίξαν.
Έτσι κι εμάς πίσω μάς σπρώχν᾽ η χώρα ετούτη,
που στ᾽ ακρογιάλι της λογιόμασταν σωσμένοι.
Αλί μου! γιατί τότε, ω ελπίδα, εγλύκανές με,
αφού δεν έμελλες τη χάρη να τελειώσεις;
Μα είναι κι αυτός συχωρεμένος αν δεν θέλει
των πολιτών του τα παιδιά να θανατώσει,
μα πάλι εγώ τον ευλογώ· γιατί, αν η γνώμη
των θεών είναι να μου φερθεί έτσι, η ευγνωμοσύνη
δεν χάνεται γι᾽ αυτόν. Ω τέκνα, πια δεν έχω
τί να σας κάμω. Πού να πάρουμε τα μάτια;
440 ω! ποιόν θεόν δεν έχουμε στεφανωμένο;
και σε ποιό κάστρο δεν κονέψαμεν ως τώρα;
Χαθήκαμεν, ω τέκνα, θα μας παραδώσουν!
Κι εμένα δεν με μέλει αν πρέπει να πεθάνω,
εξόν που τους οχτρούς μου θέλω ευχαριστήσει·
μα εσάς, ω τέκνα, κλαίγω σας και θλίβομαί σας
και του πατρός σας τη γερόντισσα μητέρα,
την Αλκμήνη· ω βαριόμοιρη για τα πολλά σου
χρόνια, κι εγώ, που μάταια τόσα έχω τραβήξει!
Γραφτό ᾽τανε λοιπόν στα χέρια εμείς του οχτρού μας
450 κακά κι αισχρά τη ζωή να χάσουμε πεσμένοι.
Μα ξέρεις τί να κάμεις; δεν μου είναι χαμένη
για των παιδιώνε τον σωμόν η κάθε ελπίδα.
Μένα γι᾽ αυτούς παράδωσέ με στους Αργίτες
και μήτ᾽ εσύ κινδύνευε κι ας μου σωθούνε
τα παιδιά· εγώ ν᾽ αγαπάω τη ζωή δεν πάει.
[Εμένα, του Ηρακλή τον σύμμαχο, ο Ευρυσθέας
θα ᾽θελε πιάνοντας προπάντων να ντροπιάσει·
είναι άνθρωπος απόκοτος· κι ο σοφός είθε
έχθρητα με σοφόν κι ευγενικό να πιάνει·
460 φιλότιμο έτσι θα ᾽βρισκεν και δικαιοσύνη!].
ΧΟΡ. Γέροντα, μην αιτιάζεσαι την πόλη ετούτη,
γιατί ίσως έτσι όνειδος ψεύτικο, κακό όμως,
θέλει μάς γίνει, ότι προδώσαμε τους φίλους!
χειμῶνος ἐκφυγόντες ἄγριον μένος
ἐς χεῖρα γῆι συνῆψαν, εἶτα χερσόθεν
430 πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον πάλιν.
οὕτω δὲ χἠμεῖς τῆσδ᾽ ἀπωθούμεσθα γῆς
ἤδη πρὸς ἀκταῖς ὄντες ὡς σεσωμένοι.
οἴμοι· τί δῆτ᾽ ἔτερψας ὦ τάλαινά με
ἐλπὶς τότ᾽, οὐ μέλλουσα διατελεῖν χάριν;
435 συγγνωστὰ γάρ τοι καὶ τὰ τοῦδ᾽, εἰ μὴ θέλει
κτείνειν πολιτῶν παῖδας, αἰνέσαι δ᾽ ἔχω
καὶ τἀνθάδ᾽· εἰ θεοῖσι δὴ δοκεῖ τάδε
πράσσειν ἔμ᾽, οὔτοι σοί γ᾽ ἀπόλλυται χάρις.
ὦ παῖδες, ὑμῖν δ᾽ οὐκ ἔχω τί χρήσομαι.
440 ποῖ τρεψόμεσθα; τίς γὰρ ἄστεπτος θεῶν;
ποῖον δὲ γαίας ἕρκος οὐκ ἀφίγμεθα;
ὀλούμεθ᾽, ὦ τέκν᾽, ἐκδοθησόμεσθα δή.
κἀμοῦ μὲν οὐδὲν εἴ με χρὴ θανεῖν μέλει,
πλὴν εἴ τι τέρψω τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς θανών·
445 ὑμᾶς δὲ κλαίω καὶ κατοικτίρω, τέκνα,
καὶ τὴν γεραιὰν μητέρ᾽ Ἀλκμήνην πατρός.
ὦ δυστάλαινα τοῦ μακροῦ βίου σέθεν,
τλήμων δὲ κἀγὼ πολλὰ μοχθήσας μάτην.
χρῆν χρῆν ἄρ᾽ ἡμᾶς ἀνδρὸς εἰς ἐχθροῦ χέρας
450 πεσόντας αἰσχρῶς καὶ κακῶς λιπεῖν βίον.
ἀλλ᾽ οἶσθ᾽ ὅ μοι σύμπραξον· οὐχ ἅπασα γὰρ
πέφευγεν ἐλπὶς τῶνδέ μοι σωτηρίας.
ἔμ᾽ ἔκδος Ἀργείοισιν ἀντὶ τῶνδ᾽, ἄναξ,
καὶ μήτε κινδύνευε σωθήτω τέ μοι
455 τέκν᾽· οὐ φιλεῖν δεῖ τὴν ἐμὴν ψυχήν· ἴτω.
[μάλιστα δ᾽ Εὐρυσθεύς με βούλοιτ᾽ ἂν λαβὼν
τὸν Ἡράκλειον σύμμαχον καθυβρίσαι·
σκαιὸς γὰρ ἁνήρ. τοῖς σοφοῖς δ᾽ εὐκτὸν σοφῶι
ἔχθραν συνάπτειν, μὴ ἀμαθεῖ φρονήματι·
460 πολλῆς γὰρ αἰδοῦς καὶ δίκης τις ἂν τύχοι.]
ΧΟ. ὦ πρέσβυ, μή νυν τήνδ᾽ ἐπαιτιῶ πόλιν·
τάχ᾽ ἂν γὰρ ἡμῖν ψευδὲς ἀλλ᾽ ὅμως κακὸν
γένοιτ᾽ ὄνειδος ὡς ξένους προυδώκαμεν.
***
ΙΟΛ. Ω τέκνα, με θαλασσινούς μοιάζομεν, όπου
την άγρια ορμή της θάλασσας έχοντας φύγει
στη στεριά πιάσαν, μα έπειτα οι άνεμοι πάλι
430 απ᾽ τη στεριά στο πέλαγο τους ξαναρίξαν.
Έτσι κι εμάς πίσω μάς σπρώχν᾽ η χώρα ετούτη,
που στ᾽ ακρογιάλι της λογιόμασταν σωσμένοι.
Αλί μου! γιατί τότε, ω ελπίδα, εγλύκανές με,
αφού δεν έμελλες τη χάρη να τελειώσεις;
Μα είναι κι αυτός συχωρεμένος αν δεν θέλει
των πολιτών του τα παιδιά να θανατώσει,
μα πάλι εγώ τον ευλογώ· γιατί, αν η γνώμη
των θεών είναι να μου φερθεί έτσι, η ευγνωμοσύνη
δεν χάνεται γι᾽ αυτόν. Ω τέκνα, πια δεν έχω
τί να σας κάμω. Πού να πάρουμε τα μάτια;
440 ω! ποιόν θεόν δεν έχουμε στεφανωμένο;
και σε ποιό κάστρο δεν κονέψαμεν ως τώρα;
Χαθήκαμεν, ω τέκνα, θα μας παραδώσουν!
Κι εμένα δεν με μέλει αν πρέπει να πεθάνω,
εξόν που τους οχτρούς μου θέλω ευχαριστήσει·
μα εσάς, ω τέκνα, κλαίγω σας και θλίβομαί σας
και του πατρός σας τη γερόντισσα μητέρα,
την Αλκμήνη· ω βαριόμοιρη για τα πολλά σου
χρόνια, κι εγώ, που μάταια τόσα έχω τραβήξει!
Γραφτό ᾽τανε λοιπόν στα χέρια εμείς του οχτρού μας
450 κακά κι αισχρά τη ζωή να χάσουμε πεσμένοι.
Μα ξέρεις τί να κάμεις; δεν μου είναι χαμένη
για των παιδιώνε τον σωμόν η κάθε ελπίδα.
Μένα γι᾽ αυτούς παράδωσέ με στους Αργίτες
και μήτ᾽ εσύ κινδύνευε κι ας μου σωθούνε
τα παιδιά· εγώ ν᾽ αγαπάω τη ζωή δεν πάει.
[Εμένα, του Ηρακλή τον σύμμαχο, ο Ευρυσθέας
θα ᾽θελε πιάνοντας προπάντων να ντροπιάσει·
είναι άνθρωπος απόκοτος· κι ο σοφός είθε
έχθρητα με σοφόν κι ευγενικό να πιάνει·
460 φιλότιμο έτσι θα ᾽βρισκεν και δικαιοσύνη!].
ΧΟΡ. Γέροντα, μην αιτιάζεσαι την πόλη ετούτη,
γιατί ίσως έτσι όνειδος ψεύτικο, κακό όμως,
θέλει μάς γίνει, ότι προδώσαμε τους φίλους!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου