ΧΟ. εἰ σὺ μέγ᾽ αὐχεῖς, ἕτεροι [στρ.]
σοῦ πλέον οὐ μέλονται,
355 ξεῖν᾽ ‹ἀπ᾽› Ἀργόθεν ἐλθών,
μεγαληγορίαισι δ᾽ ἐμὰς φρένας οὐ φοβήσεις.
μήπω ταῖς μεγάλαισιν οὕ-
τω καὶ καλλιχόροις Ἀθά-
360ναις εἴη. σὺ δ᾽ ἄφρων ὅ τ᾽ Ἄρ-
γει Σθενέλου τύραννος·
ὃς πόλιν ἐλθὼν ἑτέραν [ἀντ.]
οὐδὲν ἐλάσσον᾽ Ἄργους
θεῶν ἱκτῆρας ἀλάτας
365 καὶ ἐμᾶς χθονὸς ἀντομένους ξένος ὢν βιαίως
ἕλκεις, οὐ βασιλεῦσιν εἴ-
ξας, οὐκ ἄλλο δίκαιον εἰ-
πών· ποῦ ταῦτα καλῶς ἂν εἴ-
370η παρά γ᾽ εὖ φρονοῦσιν;
εἰρήνα μὲν ἔμοιγ᾽ ἀρέ- [ἐπῳδ.]
σκει· σοὶ δ᾽, ὦ κακόφρων ἄναξ,
λέγω, εἰ πόλιν ἥξεις,
οὐχ οὕτως ἃ δοκεῖς κυρή-
375 σεις· οὐ σοὶ μόνωι ἔγχος οὐδ᾽
ἰτέα κατάχαλκός ἐστιν.
ἀλλ᾽, ὦ πολέμων ἐρα-
στά, μή μοι δορὶ συνταρά-
ξηις τὰν εὖ χαρίτων ἔχου-
380σαν πόλιν, ἀλλ᾽ ἀνάσχου.
***
ΧΟΡ. Αν συ πολύ καυχιέσαι, οι άλλοι
καθόλου δεν σε λογαριάζουνε,
ω ξένε εσύ, φερμένε απ᾽ τ᾽ Άργος!
Με τα μεγάλα λόγια εμένα
δεν μου τρομάζεις την καρδιά.
Αυτό είθε στη μεγάλη Αθηνά,
την καλοχόρευτη, ποτές
360 να μη γενεί! Και συ ᾽σαι αστόχαστος
κι ο τύραννός σου, ο γιος του Σθένελου,
γιατί σε ξένην πόλη ερχάμενος,
διόλου μικρότερην απ᾽ τ᾽ Άργος,
τους κυνηγημένους, που των θεών
ικέτες πρόσπεσαν στη χώρα μας,
ξένος εσύ θέλεις να πάρεις
με τη βία, δίχως να δειλιάσεις
τον βασιλιά, και χωρίς δίκιο!
Και ποιός θαν τα δεχότανε
370 φρόνιμος άνθρωπος ετούτα;
Ω ναι, μου αρέσ᾽ η ειρήνη εμένα·
και σένα, ω βασιλιά κακόγνωμε,
σου το δηλώ: αν ερθείς στην πόλη μας
δεν θαν τα βρεις ως τα φαντάζεσαι!
Δόρυ μονάχα εσύ δεν έχεις
κι ασπίδα ολόχαλκη από ετιά!
Μα εσύ, που ορέγεσαι τον πόλεμο,
με τ᾽ άρματα μη συνταράξεις
την πόλη μου την πλουτισμένη
380 από τις Χάριτες· κρατήσου!
σοῦ πλέον οὐ μέλονται,
355 ξεῖν᾽ ‹ἀπ᾽› Ἀργόθεν ἐλθών,
μεγαληγορίαισι δ᾽ ἐμὰς φρένας οὐ φοβήσεις.
μήπω ταῖς μεγάλαισιν οὕ-
τω καὶ καλλιχόροις Ἀθά-
360ναις εἴη. σὺ δ᾽ ἄφρων ὅ τ᾽ Ἄρ-
γει Σθενέλου τύραννος·
ὃς πόλιν ἐλθὼν ἑτέραν [ἀντ.]
οὐδὲν ἐλάσσον᾽ Ἄργους
θεῶν ἱκτῆρας ἀλάτας
365 καὶ ἐμᾶς χθονὸς ἀντομένους ξένος ὢν βιαίως
ἕλκεις, οὐ βασιλεῦσιν εἴ-
ξας, οὐκ ἄλλο δίκαιον εἰ-
πών· ποῦ ταῦτα καλῶς ἂν εἴ-
370η παρά γ᾽ εὖ φρονοῦσιν;
εἰρήνα μὲν ἔμοιγ᾽ ἀρέ- [ἐπῳδ.]
σκει· σοὶ δ᾽, ὦ κακόφρων ἄναξ,
λέγω, εἰ πόλιν ἥξεις,
οὐχ οὕτως ἃ δοκεῖς κυρή-
375 σεις· οὐ σοὶ μόνωι ἔγχος οὐδ᾽
ἰτέα κατάχαλκός ἐστιν.
ἀλλ᾽, ὦ πολέμων ἐρα-
στά, μή μοι δορὶ συνταρά-
ξηις τὰν εὖ χαρίτων ἔχου-
380σαν πόλιν, ἀλλ᾽ ἀνάσχου.
***
ΧΟΡ. Αν συ πολύ καυχιέσαι, οι άλλοι
καθόλου δεν σε λογαριάζουνε,
ω ξένε εσύ, φερμένε απ᾽ τ᾽ Άργος!
Με τα μεγάλα λόγια εμένα
δεν μου τρομάζεις την καρδιά.
Αυτό είθε στη μεγάλη Αθηνά,
την καλοχόρευτη, ποτές
360 να μη γενεί! Και συ ᾽σαι αστόχαστος
κι ο τύραννός σου, ο γιος του Σθένελου,
γιατί σε ξένην πόλη ερχάμενος,
διόλου μικρότερην απ᾽ τ᾽ Άργος,
τους κυνηγημένους, που των θεών
ικέτες πρόσπεσαν στη χώρα μας,
ξένος εσύ θέλεις να πάρεις
με τη βία, δίχως να δειλιάσεις
τον βασιλιά, και χωρίς δίκιο!
Και ποιός θαν τα δεχότανε
370 φρόνιμος άνθρωπος ετούτα;
Ω ναι, μου αρέσ᾽ η ειρήνη εμένα·
και σένα, ω βασιλιά κακόγνωμε,
σου το δηλώ: αν ερθείς στην πόλη μας
δεν θαν τα βρεις ως τα φαντάζεσαι!
Δόρυ μονάχα εσύ δεν έχεις
κι ασπίδα ολόχαλκη από ετιά!
Μα εσύ, που ορέγεσαι τον πόλεμο,
με τ᾽ άρματα μη συνταράξεις
την πόλη μου την πλουτισμένη
380 από τις Χάριτες· κρατήσου!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου