[290d] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Τί δὲ δή; ὁ ἐλέφας καὶ ὁ χρυσός,» φήσει, «ὦ σοφὲ σύ, οὐχ ὅταν μὲν πρέπῃ, καλὰ ποιεῖ φαίνεσθαι, ὅταν δὲ μή, αἰσχρά;» ἔξαρνοι ἐσόμεθα ἢ ὁμολογήσομεν αὐτῷ ὀρθῶς λέγειν αὐτόν;
ΙΠΠΙΑΣ. Ὁμολογήσομεν τοῦτό γε, ὅτι ὃ ἂν πρέπῃ ἑκάστῳ, τοῦτο καλὸν ποιεῖ ἕκαστον.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Πότερον οὖν πρέπει,» φήσει, «ὅταν τις τὴν χύτραν ἣν ἄρτι ἐλέγομεν, τὴν καλήν, ἕψῃ ἔτνους καλοῦ μεστήν, χρυσῆ τορύνη αὐτῇ ἢ συκίνη;»
ΙΠΠΙΑΣ. Ἡράκλεις, οἷον λέγεις ἄνθρωπον, ὦ Σώκρατες. οὐ [290e] βούλει μοι εἰπεῖν τίς ἐστιν;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐ γὰρ ἂν γνοίης, εἴ σοι εἴποιμι τοὔνομα.
ΙΠΠΙΑΣ. Ἀλλὰ καὶ νῦν ἔγωγε γιγνώσκω, ὅτι ἀμαθής τίς ἐστιν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Μέρμερος πάνυ ἐστίν, ὦ Ἱππία· ἀλλ᾽ ὅμως τί φήσομεν; ποτέραν πρέπειν τοῖν τορύναιν τῷ ἔτνει καὶ τῇ χύτρᾳ; ἢ δῆλον ὅτι τὴν συκίνην; εὐωδέστερον γάρ που τὸ ἔτνος ποιεῖ, καὶ ἅμα, ὦ ἑταῖρε, οὐκ ἂν συντρίψασα ἡμῖν τὴν χύτραν ἐκχέαι τὸ ἔτνος καὶ τὸ πῦρ ἀποσβέσειεν καὶ τοὺς μέλλοντας ἑστιᾶσθαι ἄνευ ὄψου ἂν πάνυ γενναίου ποιήσειεν· ἡ δὲ χρυσῆ ἐκείνη πάντα ἂν ταῦτα ποιήσειεν, ὥστ᾽ ἔμοιγε [291a] δοκεῖν τὴν συκίνην ἡμᾶς μᾶλλον φάναι πρέπειν ἢ τὴν χρυσῆν, εἰ μή τι σὺ ἄλλο λέγεις.
ΙΠΠΙΑΣ. Πρέπει μὲν γάρ, ὦ Σώκρατες, μᾶλλον· οὐ μεντἂν ἔγωγε τῷ ἀνθρώπῳ τοιαῦτα ἐρωτῶντι διαλεγοίμην.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ὀρθῶς γε, ὦ φίλε· σοὶ μὲν γὰρ οὐκ ἂν πρέποι τοιούτων ὀνομάτων ἀναπίμπλασθαι, καλῶς μὲν οὑτωσὶ ἀμπεχομένῳ, καλῶς δὲ ὑποδεδεμένῳ, εὐδοκιμοῦντι δὲ ἐπὶ σοφίᾳ ἐν πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν. ἀλλ᾽ ἐμοὶ οὐδὲν πρᾶγμα φύρεσθαι [291b] πρὸς τὸν ἄνθρωπον· ἐμὲ οὖν προδίδασκε καὶ ἐμὴν χάριν ἀποκρίνου. «Εἰ γὰρ δὴ πρέπει γε μᾶλλον ἡ συκίνη τῆς χρυσῆς,» φήσει ὁ ἄνθρωπος, «ἄλλο τι καὶ καλλίων ἂν εἴη, ἐπειδήπερ τὸ πρέπον, ὦ Σώκρατες, κάλλιον ὡμολόγησας εἶναι τοῦ μὴ πρέποντος;» ἄλλο τι ὁμολογῶμεν, ὦ Ἱππία, τὴν συκίνην καλλίω τῆς χρυσῆς εἶναι;
ΙΠΠΙΑΣ. Βούλει σοι εἴπω, ὦ Σώκρατες, ὃ εἰπὼν εἶναι τὸ καλὸν ἀπαλλάξεις σαυτὸν τῶν πολλῶν λόγων;
[291c] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πάνυ μὲν οὖν· μὴ μέντοι πρότερόν γε πρὶν ἄν μοι εἴπῃς ποτέραν ἀποκρίνωμαι οἷν ἄρτι ἔλεγον τοῖν τορύναιν πρέπουσάν τε καὶ καλλίω εἶναι.
ΙΠΠΙΑΣ. Ἀλλ᾽, εἰ βούλει, αὐτῷ ἀπόκριναι ὅτι ἡ ἐκ τῆς συκῆς εἰργασμένη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Λέγε δὴ νυνὶ ὃ ἄρτι ἔμελλες λέγειν. ταύτῃ μὲν γὰρ τῇ ἀποκρίσει, [ᾗ] ἂν φῶ τὸ καλὸν χρυσὸν εἶναι, οὐδὲν ὡς ἔοικέ μοι ἀναφανήσεται κάλλιον ὂν χρυσὸς ἢ ξύλον σύκινον· τὸ δὲ νῦν τί αὖ λέγεις τὸ καλὸν εἶναι;
[291d] ΙΠΠΙΑΣ. Ἐγώ σοι ἐρῶ. ζητεῖν γάρ μοι δοκεῖς τοιοῦτόν τι τὸ καλὸν ἀποκρίνασθαι, ὃ μηδέποτε αἰσχρὸν μηδαμοῦ μηδενὶ φανεῖται.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πάνυ μὲν οὖν, ὦ Ἱππία· καὶ καλῶς γε νῦν ὑπολαμβάνεις.
ΙΠΠΙΑΣ. Ἄκουε δή· πρὸς γὰρ τοῦτο ἴσθι, ἐάν τις ἔχῃ ὅτι ἀντείπῃ, φάναι ἐμὲ μηδ᾽ ὁτιοῦν ἐπαΐειν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Λέγε δὴ ὡς τάχιστα πρὸς θεῶν.
***
[290d] ΣΩ. Και τώρα τί; Το φίλντισι και το χρυσάφι, θα πει, σοφέ μου εσύ, όταν ταιριάζει, κάνει τα πράγματα να φαίνονται όμορφα, όταν όμως δεν ταιριάζει, άσκημα. Έτσι δεν είναι; Θα το αρνηθούμε αυτό, ή θα συμφωνήσουμε μαζί του πως μιλεί σωστά;
ΙΠ. Θα συμφωνήσουμε σε τούτο τουλάχιστο, ότι εκείνο που ταιριάζει στο κάθε πράγμα κάνει το κάθε πράγμα όμορφο.
ΣΩ. Και τί από τα δύο ταιριάζει, θα πει, στη χύτρα, που πιο πριν λέγαμε, την όμορφη, όταν κανείς τη βάζει στη φωτιά γεμάτη όμορφο χυλό από όσπρια: μια κουτάλα από χρυσάφι ή από συκόξυλο;
ΙΠ. Για το όνομα του Ηρακλή, τί λογής άνθρωπος είναι αυτός που λες, Σωκράτη! Δεν [290e] θέλεις να μου πεις ποιός είναι;
ΣΩ. Δεν θα τον γνώριζες, αν σου έλεγα το όνομά του.
ΙΠ. Και τώρα όμως εκείνο που ξέρω είναι πως είναι πολύ χοντροκέφαλος.
ΣΩ. Ανάποδος είναι, πολύ ανάποδος, Ιππία! Τί θα του πούμε όμως; για ποιά από τις δύο κουτάλες πως ταιριάζει στο χυλό και στη χύτρα; Αυτή βέβαια που είναι από συκόξυλο· ή όχι; γιατί κάνει το χυλό να μοσκοβολά περισσότερο, και την ίδια ώρα, αγαπητέ μου, δεν είναι φόβος να μας τσακίσει τη χύτρα και να χύσει το χυλό και να σβήσει τη φωτιά και αυτούς που περιμένουν να φάνε να τους κάνει να χάσουν ένα τόσο ορεχτικό φαγητό. Εκείνη όμως η χρυσή θα τα έκανε όλα αυτά, για τούτο μου [291a] φαίνεται πως πρέπει να πούμε πως η κουτάλα από συκόξυλο ταιριάζει περισσότερο από τη χρυσή. Ή μήπως εσύ έχεις άλλη γνώμη;
ΙΠ. Αλήθεια, ταιριάζει, Σωκράτη, περισσότερο. Οπωσδήποτε όμως εγώ δεν θα συζητούσα με έναν άνθρωπο που ρωτάει τέτοια πράγματα.
ΣΩ. Και πολύ σωστά, καλέ μου! Σε σένα βέβαια δεν θα ταίριαζε να γεμίζουν τ᾽ αυτιά σου με τέτοιας λογής λέξεις — σε σένα, που είσαι τόσο όμορφα ντυμένος και όμορφα ποδεμένος και έχεις τόσο μεγάλο όνομα σε όλους τους Έλληνες για τη σοφία σου. Εμένα όμως καθόλου δεν με πειράζει να σμίγω [291b] με τον άνθρωπο αυτόν. Γι᾽ αυτό μάθε τα σε μένα από πιο πριν και δώσε απόκριση για το χατίρι το δικό μου. Αν λοιπόν ταιριάζει πιο πολύ η κουτάλα από συκόξυλο παρά από χρυσάφι, θα πει ο άνθρωπος αυτός, δεν θα ήταν αναγκαστικά και πιο όμορφη, τη στιγμή που παραδέχτηκες, Σωκράτη, ότι αυτό που ταιριάζει είναι πιο όμορφο από αυτό που δεν ταιριάζει; Να παραδεχτούμε λοιπόν, Ιππία, πως η κουτάλα από συκόξυλο είναι πιο όμορφη από τη χρυσή; Ή όχι;
ΙΠ. Θέλεις να σου πω, Σωκράτη, τί να του πεις πως είναι το όμορφο, για να γλιτώσεις από τα πολλά τα λόγια;
[291c] ΣΩ. Και βέβαια να μου πεις, όχι όμως αμέσως· πιο πριν να μου πεις για ποιάν από τις δύο κουτάλες που έλεγα τώρα δα να αποκριθώ πως ταιριάζει και είναι πιο όμορφη.
ΙΠ. Καλά, αφού το θέλεις, αποκρίσου του πως είναι η δουλεμένη από συκιά.
ΣΩ. Τώρα λέγε αυτό που ήθελες τώρα δα να πεις· γιατί με αυτήν την απόκριση, αν του πω πως το όμορφο είναι το χρυσάφι, νομίζω πως το χρυσάφι δεν θα φανεί καθόλου πιο όμορφο από το ξύλο της συκιάς. Τώρα όμως τί λες πάλι πως είναι το όμορφο;
[291d] ΙΠ. Εγώ θα σου πω· γιατί μου φαίνεται πως γυρεύεις στην απόκρισή μας να πούμε για το όμορφο πως είναι τέτοιο, που ποτέ πουθενά σε κανέναν να μη φαίνεται άσκημο.
ΣΩ. Βεβαιότατα, Ιππία. Αυτή τη φορά το έπιασες σωστά το θέμα.
ΙΠ. Άκου λοιπόν! Αν σ᾽ αυτό που θα πω φέρει κανείς καμιάν αντίρρηση, τότε —να είσαι σίγουρος— εγώ θα ομολογήσω πως δεν ξέρω τί μου γίνεται.
ΣΩ. Λέγε το λοιπόν μιαν ώρα αρχύτερα, για το όνομα των θεών!
ΙΠΠΙΑΣ. Ὁμολογήσομεν τοῦτό γε, ὅτι ὃ ἂν πρέπῃ ἑκάστῳ, τοῦτο καλὸν ποιεῖ ἕκαστον.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Πότερον οὖν πρέπει,» φήσει, «ὅταν τις τὴν χύτραν ἣν ἄρτι ἐλέγομεν, τὴν καλήν, ἕψῃ ἔτνους καλοῦ μεστήν, χρυσῆ τορύνη αὐτῇ ἢ συκίνη;»
ΙΠΠΙΑΣ. Ἡράκλεις, οἷον λέγεις ἄνθρωπον, ὦ Σώκρατες. οὐ [290e] βούλει μοι εἰπεῖν τίς ἐστιν;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐ γὰρ ἂν γνοίης, εἴ σοι εἴποιμι τοὔνομα.
ΙΠΠΙΑΣ. Ἀλλὰ καὶ νῦν ἔγωγε γιγνώσκω, ὅτι ἀμαθής τίς ἐστιν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Μέρμερος πάνυ ἐστίν, ὦ Ἱππία· ἀλλ᾽ ὅμως τί φήσομεν; ποτέραν πρέπειν τοῖν τορύναιν τῷ ἔτνει καὶ τῇ χύτρᾳ; ἢ δῆλον ὅτι τὴν συκίνην; εὐωδέστερον γάρ που τὸ ἔτνος ποιεῖ, καὶ ἅμα, ὦ ἑταῖρε, οὐκ ἂν συντρίψασα ἡμῖν τὴν χύτραν ἐκχέαι τὸ ἔτνος καὶ τὸ πῦρ ἀποσβέσειεν καὶ τοὺς μέλλοντας ἑστιᾶσθαι ἄνευ ὄψου ἂν πάνυ γενναίου ποιήσειεν· ἡ δὲ χρυσῆ ἐκείνη πάντα ἂν ταῦτα ποιήσειεν, ὥστ᾽ ἔμοιγε [291a] δοκεῖν τὴν συκίνην ἡμᾶς μᾶλλον φάναι πρέπειν ἢ τὴν χρυσῆν, εἰ μή τι σὺ ἄλλο λέγεις.
ΙΠΠΙΑΣ. Πρέπει μὲν γάρ, ὦ Σώκρατες, μᾶλλον· οὐ μεντἂν ἔγωγε τῷ ἀνθρώπῳ τοιαῦτα ἐρωτῶντι διαλεγοίμην.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ὀρθῶς γε, ὦ φίλε· σοὶ μὲν γὰρ οὐκ ἂν πρέποι τοιούτων ὀνομάτων ἀναπίμπλασθαι, καλῶς μὲν οὑτωσὶ ἀμπεχομένῳ, καλῶς δὲ ὑποδεδεμένῳ, εὐδοκιμοῦντι δὲ ἐπὶ σοφίᾳ ἐν πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν. ἀλλ᾽ ἐμοὶ οὐδὲν πρᾶγμα φύρεσθαι [291b] πρὸς τὸν ἄνθρωπον· ἐμὲ οὖν προδίδασκε καὶ ἐμὴν χάριν ἀποκρίνου. «Εἰ γὰρ δὴ πρέπει γε μᾶλλον ἡ συκίνη τῆς χρυσῆς,» φήσει ὁ ἄνθρωπος, «ἄλλο τι καὶ καλλίων ἂν εἴη, ἐπειδήπερ τὸ πρέπον, ὦ Σώκρατες, κάλλιον ὡμολόγησας εἶναι τοῦ μὴ πρέποντος;» ἄλλο τι ὁμολογῶμεν, ὦ Ἱππία, τὴν συκίνην καλλίω τῆς χρυσῆς εἶναι;
ΙΠΠΙΑΣ. Βούλει σοι εἴπω, ὦ Σώκρατες, ὃ εἰπὼν εἶναι τὸ καλὸν ἀπαλλάξεις σαυτὸν τῶν πολλῶν λόγων;
[291c] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πάνυ μὲν οὖν· μὴ μέντοι πρότερόν γε πρὶν ἄν μοι εἴπῃς ποτέραν ἀποκρίνωμαι οἷν ἄρτι ἔλεγον τοῖν τορύναιν πρέπουσάν τε καὶ καλλίω εἶναι.
ΙΠΠΙΑΣ. Ἀλλ᾽, εἰ βούλει, αὐτῷ ἀπόκριναι ὅτι ἡ ἐκ τῆς συκῆς εἰργασμένη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Λέγε δὴ νυνὶ ὃ ἄρτι ἔμελλες λέγειν. ταύτῃ μὲν γὰρ τῇ ἀποκρίσει, [ᾗ] ἂν φῶ τὸ καλὸν χρυσὸν εἶναι, οὐδὲν ὡς ἔοικέ μοι ἀναφανήσεται κάλλιον ὂν χρυσὸς ἢ ξύλον σύκινον· τὸ δὲ νῦν τί αὖ λέγεις τὸ καλὸν εἶναι;
[291d] ΙΠΠΙΑΣ. Ἐγώ σοι ἐρῶ. ζητεῖν γάρ μοι δοκεῖς τοιοῦτόν τι τὸ καλὸν ἀποκρίνασθαι, ὃ μηδέποτε αἰσχρὸν μηδαμοῦ μηδενὶ φανεῖται.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πάνυ μὲν οὖν, ὦ Ἱππία· καὶ καλῶς γε νῦν ὑπολαμβάνεις.
ΙΠΠΙΑΣ. Ἄκουε δή· πρὸς γὰρ τοῦτο ἴσθι, ἐάν τις ἔχῃ ὅτι ἀντείπῃ, φάναι ἐμὲ μηδ᾽ ὁτιοῦν ἐπαΐειν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Λέγε δὴ ὡς τάχιστα πρὸς θεῶν.
***
[290d] ΣΩ. Και τώρα τί; Το φίλντισι και το χρυσάφι, θα πει, σοφέ μου εσύ, όταν ταιριάζει, κάνει τα πράγματα να φαίνονται όμορφα, όταν όμως δεν ταιριάζει, άσκημα. Έτσι δεν είναι; Θα το αρνηθούμε αυτό, ή θα συμφωνήσουμε μαζί του πως μιλεί σωστά;
ΙΠ. Θα συμφωνήσουμε σε τούτο τουλάχιστο, ότι εκείνο που ταιριάζει στο κάθε πράγμα κάνει το κάθε πράγμα όμορφο.
ΣΩ. Και τί από τα δύο ταιριάζει, θα πει, στη χύτρα, που πιο πριν λέγαμε, την όμορφη, όταν κανείς τη βάζει στη φωτιά γεμάτη όμορφο χυλό από όσπρια: μια κουτάλα από χρυσάφι ή από συκόξυλο;
ΙΠ. Για το όνομα του Ηρακλή, τί λογής άνθρωπος είναι αυτός που λες, Σωκράτη! Δεν [290e] θέλεις να μου πεις ποιός είναι;
ΣΩ. Δεν θα τον γνώριζες, αν σου έλεγα το όνομά του.
ΙΠ. Και τώρα όμως εκείνο που ξέρω είναι πως είναι πολύ χοντροκέφαλος.
ΣΩ. Ανάποδος είναι, πολύ ανάποδος, Ιππία! Τί θα του πούμε όμως; για ποιά από τις δύο κουτάλες πως ταιριάζει στο χυλό και στη χύτρα; Αυτή βέβαια που είναι από συκόξυλο· ή όχι; γιατί κάνει το χυλό να μοσκοβολά περισσότερο, και την ίδια ώρα, αγαπητέ μου, δεν είναι φόβος να μας τσακίσει τη χύτρα και να χύσει το χυλό και να σβήσει τη φωτιά και αυτούς που περιμένουν να φάνε να τους κάνει να χάσουν ένα τόσο ορεχτικό φαγητό. Εκείνη όμως η χρυσή θα τα έκανε όλα αυτά, για τούτο μου [291a] φαίνεται πως πρέπει να πούμε πως η κουτάλα από συκόξυλο ταιριάζει περισσότερο από τη χρυσή. Ή μήπως εσύ έχεις άλλη γνώμη;
ΙΠ. Αλήθεια, ταιριάζει, Σωκράτη, περισσότερο. Οπωσδήποτε όμως εγώ δεν θα συζητούσα με έναν άνθρωπο που ρωτάει τέτοια πράγματα.
ΣΩ. Και πολύ σωστά, καλέ μου! Σε σένα βέβαια δεν θα ταίριαζε να γεμίζουν τ᾽ αυτιά σου με τέτοιας λογής λέξεις — σε σένα, που είσαι τόσο όμορφα ντυμένος και όμορφα ποδεμένος και έχεις τόσο μεγάλο όνομα σε όλους τους Έλληνες για τη σοφία σου. Εμένα όμως καθόλου δεν με πειράζει να σμίγω [291b] με τον άνθρωπο αυτόν. Γι᾽ αυτό μάθε τα σε μένα από πιο πριν και δώσε απόκριση για το χατίρι το δικό μου. Αν λοιπόν ταιριάζει πιο πολύ η κουτάλα από συκόξυλο παρά από χρυσάφι, θα πει ο άνθρωπος αυτός, δεν θα ήταν αναγκαστικά και πιο όμορφη, τη στιγμή που παραδέχτηκες, Σωκράτη, ότι αυτό που ταιριάζει είναι πιο όμορφο από αυτό που δεν ταιριάζει; Να παραδεχτούμε λοιπόν, Ιππία, πως η κουτάλα από συκόξυλο είναι πιο όμορφη από τη χρυσή; Ή όχι;
ΙΠ. Θέλεις να σου πω, Σωκράτη, τί να του πεις πως είναι το όμορφο, για να γλιτώσεις από τα πολλά τα λόγια;
[291c] ΣΩ. Και βέβαια να μου πεις, όχι όμως αμέσως· πιο πριν να μου πεις για ποιάν από τις δύο κουτάλες που έλεγα τώρα δα να αποκριθώ πως ταιριάζει και είναι πιο όμορφη.
ΙΠ. Καλά, αφού το θέλεις, αποκρίσου του πως είναι η δουλεμένη από συκιά.
ΣΩ. Τώρα λέγε αυτό που ήθελες τώρα δα να πεις· γιατί με αυτήν την απόκριση, αν του πω πως το όμορφο είναι το χρυσάφι, νομίζω πως το χρυσάφι δεν θα φανεί καθόλου πιο όμορφο από το ξύλο της συκιάς. Τώρα όμως τί λες πάλι πως είναι το όμορφο;
[291d] ΙΠ. Εγώ θα σου πω· γιατί μου φαίνεται πως γυρεύεις στην απόκρισή μας να πούμε για το όμορφο πως είναι τέτοιο, που ποτέ πουθενά σε κανέναν να μη φαίνεται άσκημο.
ΣΩ. Βεβαιότατα, Ιππία. Αυτή τη φορά το έπιασες σωστά το θέμα.
ΙΠ. Άκου λοιπόν! Αν σ᾽ αυτό που θα πω φέρει κανείς καμιάν αντίρρηση, τότε —να είσαι σίγουρος— εγώ θα ομολογήσω πως δεν ξέρω τί μου γίνεται.
ΣΩ. Λέγε το λοιπόν μιαν ώρα αρχύτερα, για το όνομα των θεών!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου