ΟΡ. πρὸς θεῶν, ὅδ᾽ ἁνὴρ ὃς συνεκκλέπτει γάμους
365 τοὺς σούς, Ὀρέστην οὐ καταισχύνειν θέλων;
ΗΛ. οὗτος κέκληται πόσις ἐμὸς τῆς ἀθλίας.
ΟΡ. φεῦ·
οὐκ ἔστ᾽ ἀκριβὲς οὐδὲν εἰς εὐανδρίαν·
ἔχουσι γὰρ ταραγμὸν αἱ φύσεις βροτῶν.
ἤδη γὰρ εἶδον ἄνδρα γενναίου πατρὸς
370 τὸ μηδὲν ὄντα, χρηστὰ δ᾽ ἐκ κακῶν τέκνα,
λιμόν τ᾽ ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι,
γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι.
[πῶς οὖν τις αὐτὰ διαλαβὼν ὀρθῶς κρινεῖ;
πλούτωι; πονηρῶι τἄρα χρήσεται κριτῆι.
375 ἢ τοῖς ἔχουσι μηδέν; ἀλλ᾽ ἔχει νόσον
πενία, διδάσκει δ᾽ ἄνδρα τῆι χρείαι κακόν.
ἀλλ᾽ εἰς ὅπλ᾽ ἐλθών; τίς δὲ πρὸς λόγχην βλέπων
μάρτυς γένοιτ᾽ ἂν ὅστις ἐστὶν ἁγαθός;
κράτιστον εἰκῆι ταῦτ᾽ ἐᾶν ἀφειμένα.]
380 οὗτος γὰρ ἁνὴρ οὔτ᾽ ἐν Ἀργείοις μέγας
οὔτ᾽ αὖ δοκήσει δωμάτων ὠγκωμένος,
ἐν τοῖς δὲ πολλοῖς ὤν, ἄριστος ηὑρέθη.
οὐ μὴ ἀφρονήσεθ᾽, οἳ κενῶν δοξασμάτων
πλήρεις πλανᾶσθε, τῆι δ᾽ ὁμιλίαι βροτῶν
385 κρινεῖτε καὶ τοῖς ἤθεσιν τοὺς εὐγενεῖς;
[οἱ γὰρ τοιοῦτοι τὰς πόλεις οἰκοῦσιν εὖ
καὶ δώμαθ᾽· αἱ δὲ σάρκες αἱ κεναὶ φρενῶν
ἀγάλματ᾽ ἀγορᾶς εἰσιν. οὐδὲ γὰρ δόρυ
μᾶλλον βραχίων σθεναρὸς ἀσθενοῦς μένει·
390 ἐν τῆι φύσει δὲ τοῦτο κἀν εὐψυχίαι.]
ἀλλ᾽ ἄξιος γὰρ ὅ τε παρὼν ὅ τ᾽ οὐ παρὼν
Ἀγαμέμνονος παῖς, οὗπερ οὕνεχ᾽ ἥκομεν,
δεξώμεθ᾽ οἴκων καταλύσεις. χωρεῖν χρεών,
δμῶες, δόμων τῶνδ᾽ ἐντός. ὡς ἐμοὶ πένης
395 εἴη πρόθυμος πλουσίου μᾶλλον ξένος.
αἰνῶ μὲν οὖν τοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἐσδοχὰς δόμων,
ἐβουλόμην δ᾽ ἂν εἰ κασίγνητός με σὸς
ἐς εὐτυχοῦντας ἦγεν εὐτυχῶν δόμους.
ἴσως δ᾽ ἂν ἔλθοι· Λοξίου γὰρ ἔμπεδοι
400 χρησμοί, βροτῶν δὲ μαντικὴν χαίρειν ἐῶ.
***
ΟΡΕ. Για τους θεούς! Ετούτος είναι ο άντρας
που μυστικό τον γάμο σου κρατάει,
γιατί δεν θέλει να ντροπιάσει τον Ορέστη;
ΗΛΕ. Αυτός άντρας μου λέγεται, της έρμης.
ΟΡΕ. Αχ! Δίχως λάθη δεν μπορείς καθόλου
την αρετή στους άντρες να ξεκρίνεις·
πάντοτε υπάρχει σύγχυση μεγάλη
στη φύση των ανθρώπων. Είδα ως τώρα
ανάξιο τέκνο από γενναίο πατέρα,
370 από κακούς γονιούς λαμπρά βλαστάρια,
μικρό, φτωχό μυαλό σε πλούσιον άντρα
και στον φτωχό ψυχή μεγάλη. Πώς λοιπόν
κανείς αναμετρώντας όλα ετούτα,
σωστά μπορεί να κρίνει; Με τον πλούτο;
Κακό κριτή θα πάρει. Με τη φτώχεια;
Μα η φτώχεια φέρνει δυστυχία και στρέφει
τον άντρα στο κακό από την ανάγκη.
Να ᾽ρθω στα όπλα; Ποιός ένα κοντάρι
βλέποντας, θα μπορούσε να πιστέψει
αντρειωμένο αυτόν που το βαστάει;
Κάλλιο κανείς ετούτα να τ᾽ αφήνει
έτσι όπως τα ᾽χει η τύχη κανονίσει.
380 Ο άντρας τούτος μέσα στους Αργείους
δεν είναι μέγας κι ούτε για τη δόξα
κομπάζει της γενιάς του, μα τον βρίσκεις
ξεχωριστό μέσ᾽ απ᾽ το πλήθος. Όμως
εσείς, που με τις άμυαλές σας γνώμες
σε πλάνες πέφτετε, δεν θα σκεφτείτε
ποτέ σας γνωστικά και τους ανθρώπους
να τους ζυγιάζετε απ᾽ το φέρσιμό τους
και τους καλούς από τον χαρακτήρα;
Ετούτοι κυβερνούν σωστά τις πόλεις
και τα δικά τους σπίτια· τα ωραία
κορμιά που η φρόνηση τους λείπει, μόνο
της αγοράς αγάλματα είναι. Κι ούτε
μπορεί ένα χέρι δυνατό στη λόγχη
ν᾽ αντισταθεί καλύτερα από κάποιο
αδύναμο· σε τούτο έχει να κάνει
390 το φυσικό του ανθρώπου και το θάρρος.
Ναι, τη φιλοξενία στο σπιτικό σας
θα τη δεχτούμε — αξίζουνε τα τέκνα
του Αγαμέμνονα, κι αυτή, κι εκείνος
που λείπει μακριά κι ήρθαμε τώρα
για χάρη του. Εμπρός, σκλάβοι, μπείτε μέσα.
Για μένα πιο καλά να με φιλέψει
ο πρόθυμος φτωχός, παρά ένας πλούσιος.
Χαίρομαι που πατάω στο φτωχικό του·
θα προτιμούσα ωστόσο στα δικά του
τα ευτυχισμένα σπίτια ο αδερφός σου
χαρούμενος να με δεχόταν· όμως
μπορεί να ᾽ρθει. Γιατί ᾽ναι του Λοξία
οι προφητείες σωστές· δεν λογαριάζω
400 τη μαντική καθόλου των ανθρώπων.
(Ο Ορέστης με τον Πυλάδη και οι ακόλουθοί τους μπαίνουν στο καλύβι.)
365 τοὺς σούς, Ὀρέστην οὐ καταισχύνειν θέλων;
ΗΛ. οὗτος κέκληται πόσις ἐμὸς τῆς ἀθλίας.
ΟΡ. φεῦ·
οὐκ ἔστ᾽ ἀκριβὲς οὐδὲν εἰς εὐανδρίαν·
ἔχουσι γὰρ ταραγμὸν αἱ φύσεις βροτῶν.
ἤδη γὰρ εἶδον ἄνδρα γενναίου πατρὸς
370 τὸ μηδὲν ὄντα, χρηστὰ δ᾽ ἐκ κακῶν τέκνα,
λιμόν τ᾽ ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι,
γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι.
[πῶς οὖν τις αὐτὰ διαλαβὼν ὀρθῶς κρινεῖ;
πλούτωι; πονηρῶι τἄρα χρήσεται κριτῆι.
375 ἢ τοῖς ἔχουσι μηδέν; ἀλλ᾽ ἔχει νόσον
πενία, διδάσκει δ᾽ ἄνδρα τῆι χρείαι κακόν.
ἀλλ᾽ εἰς ὅπλ᾽ ἐλθών; τίς δὲ πρὸς λόγχην βλέπων
μάρτυς γένοιτ᾽ ἂν ὅστις ἐστὶν ἁγαθός;
κράτιστον εἰκῆι ταῦτ᾽ ἐᾶν ἀφειμένα.]
380 οὗτος γὰρ ἁνὴρ οὔτ᾽ ἐν Ἀργείοις μέγας
οὔτ᾽ αὖ δοκήσει δωμάτων ὠγκωμένος,
ἐν τοῖς δὲ πολλοῖς ὤν, ἄριστος ηὑρέθη.
οὐ μὴ ἀφρονήσεθ᾽, οἳ κενῶν δοξασμάτων
πλήρεις πλανᾶσθε, τῆι δ᾽ ὁμιλίαι βροτῶν
385 κρινεῖτε καὶ τοῖς ἤθεσιν τοὺς εὐγενεῖς;
[οἱ γὰρ τοιοῦτοι τὰς πόλεις οἰκοῦσιν εὖ
καὶ δώμαθ᾽· αἱ δὲ σάρκες αἱ κεναὶ φρενῶν
ἀγάλματ᾽ ἀγορᾶς εἰσιν. οὐδὲ γὰρ δόρυ
μᾶλλον βραχίων σθεναρὸς ἀσθενοῦς μένει·
390 ἐν τῆι φύσει δὲ τοῦτο κἀν εὐψυχίαι.]
ἀλλ᾽ ἄξιος γὰρ ὅ τε παρὼν ὅ τ᾽ οὐ παρὼν
Ἀγαμέμνονος παῖς, οὗπερ οὕνεχ᾽ ἥκομεν,
δεξώμεθ᾽ οἴκων καταλύσεις. χωρεῖν χρεών,
δμῶες, δόμων τῶνδ᾽ ἐντός. ὡς ἐμοὶ πένης
395 εἴη πρόθυμος πλουσίου μᾶλλον ξένος.
αἰνῶ μὲν οὖν τοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἐσδοχὰς δόμων,
ἐβουλόμην δ᾽ ἂν εἰ κασίγνητός με σὸς
ἐς εὐτυχοῦντας ἦγεν εὐτυχῶν δόμους.
ἴσως δ᾽ ἂν ἔλθοι· Λοξίου γὰρ ἔμπεδοι
400 χρησμοί, βροτῶν δὲ μαντικὴν χαίρειν ἐῶ.
***
ΟΡΕ. Για τους θεούς! Ετούτος είναι ο άντρας
που μυστικό τον γάμο σου κρατάει,
γιατί δεν θέλει να ντροπιάσει τον Ορέστη;
ΗΛΕ. Αυτός άντρας μου λέγεται, της έρμης.
ΟΡΕ. Αχ! Δίχως λάθη δεν μπορείς καθόλου
την αρετή στους άντρες να ξεκρίνεις·
πάντοτε υπάρχει σύγχυση μεγάλη
στη φύση των ανθρώπων. Είδα ως τώρα
ανάξιο τέκνο από γενναίο πατέρα,
370 από κακούς γονιούς λαμπρά βλαστάρια,
μικρό, φτωχό μυαλό σε πλούσιον άντρα
και στον φτωχό ψυχή μεγάλη. Πώς λοιπόν
κανείς αναμετρώντας όλα ετούτα,
σωστά μπορεί να κρίνει; Με τον πλούτο;
Κακό κριτή θα πάρει. Με τη φτώχεια;
Μα η φτώχεια φέρνει δυστυχία και στρέφει
τον άντρα στο κακό από την ανάγκη.
Να ᾽ρθω στα όπλα; Ποιός ένα κοντάρι
βλέποντας, θα μπορούσε να πιστέψει
αντρειωμένο αυτόν που το βαστάει;
Κάλλιο κανείς ετούτα να τ᾽ αφήνει
έτσι όπως τα ᾽χει η τύχη κανονίσει.
380 Ο άντρας τούτος μέσα στους Αργείους
δεν είναι μέγας κι ούτε για τη δόξα
κομπάζει της γενιάς του, μα τον βρίσκεις
ξεχωριστό μέσ᾽ απ᾽ το πλήθος. Όμως
εσείς, που με τις άμυαλές σας γνώμες
σε πλάνες πέφτετε, δεν θα σκεφτείτε
ποτέ σας γνωστικά και τους ανθρώπους
να τους ζυγιάζετε απ᾽ το φέρσιμό τους
και τους καλούς από τον χαρακτήρα;
Ετούτοι κυβερνούν σωστά τις πόλεις
και τα δικά τους σπίτια· τα ωραία
κορμιά που η φρόνηση τους λείπει, μόνο
της αγοράς αγάλματα είναι. Κι ούτε
μπορεί ένα χέρι δυνατό στη λόγχη
ν᾽ αντισταθεί καλύτερα από κάποιο
αδύναμο· σε τούτο έχει να κάνει
390 το φυσικό του ανθρώπου και το θάρρος.
Ναι, τη φιλοξενία στο σπιτικό σας
θα τη δεχτούμε — αξίζουνε τα τέκνα
του Αγαμέμνονα, κι αυτή, κι εκείνος
που λείπει μακριά κι ήρθαμε τώρα
για χάρη του. Εμπρός, σκλάβοι, μπείτε μέσα.
Για μένα πιο καλά να με φιλέψει
ο πρόθυμος φτωχός, παρά ένας πλούσιος.
Χαίρομαι που πατάω στο φτωχικό του·
θα προτιμούσα ωστόσο στα δικά του
τα ευτυχισμένα σπίτια ο αδερφός σου
χαρούμενος να με δεχόταν· όμως
μπορεί να ᾽ρθει. Γιατί ᾽ναι του Λοξία
οι προφητείες σωστές· δεν λογαριάζω
400 τη μαντική καθόλου των ανθρώπων.
(Ο Ορέστης με τον Πυλάδη και οι ακόλουθοί τους μπαίνουν στο καλύβι.)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου